Σελίδες

Τετάρτη, Μαρτίου 24, 2021

Παναγιά Κακαβιώτισσα Λήμνου

Η μοναδική εκκλησία στον κόσμο χωρίς σκεπή βρίσκεται στη Λήμνο |Παναγιά  Κακαβιώτισσα | Happy Traveller 

Παναγιά Κακαβιώτισσα Λήμνου


Η Παναγιά, ονομάστηκε Κακαβιώτισσα από το βουνό Κάκαβο στο οποίο βρίσκεται το ξωκλήσι της. Πρόκειται για τη μοναδική παγκοσμίως άσκεπη εκκλησία, η οποία είναι χτισμένη μέσα σε μια σπηλιά. 
Δεν είναι ακριβώς σπηλιά αλλά μια εσοχή που σχηματίζουν τα βράχια. Κάτω από το βραχώδες αυτό μπαλκόνι ασκητές ήδη από τα 1305 επέλεξαν το τόπο του Κάκαβου, για να ασκητέψουν. 
Έχτισαν το ναΐσκο για να λειτουργούνται οι μοναχοί, που ασκήτευαν στις γύρω σπηλιές του βουνού.
https://www.limnosreport.gr/limnos/143575/panagia-i-kakaviotissa

Φθινόπωρα καταμεσίς στης άνοιξης τα μάτια

 Φθινόπωρα καταμεσίς στης άνοιξης τα μάτια

Τα κυπαρίσσια θυμούνται
καθώς αγναντεύουν το πέλαγος
κι οι άγριες ροδαριές
μπουμπουκιάζουν
στης μνήμης τα ολόγυμνα πέλματα
Κι οι πέτρες
τ'αντιφεγγίσματα κρατούν
του μικρού ταξιδιού μας
Των χεριών μας οι άναρθρες λέξεις
τα βρεγμένα μαλλιά μας
αχνίζουν
γιασεμιά κι αγιοκλήματα
μπλέκονται
Κέδροι κι αγράμπελη κι ιδρώτας
στα λινά μας φορέματα αρώματα
αιμορροούν
Χιόνι που ανθίζει υφάλμυρο εκρήξεις
νερά αναβλύζουν στο βράχο της ύπαρξης
Σε διαβάζω,άλωσή μου,στα τραίνα
στα πλοία που φεύγουν σ'ακούω
Στα κάστρα που έχτιζες άηχα
πέτρα πέτρα,στιγμή στη στιγμή
Οι ιαχές σου αντηχούν στα κυκλάμινα
στα πορφυρά τα πέταλα του υβίσκου
στης αύρας τα χάδια στους ώμους μου
στα κύματα σμαράγδια,λίγη ώχρα
στου φάρου τις άγριες ριπές
ξεσκλίδια στο έρεβος φως
Στης πόλης τα φώτα σε βλέπω
καταρράκτες εγγράμματα
Στις σάρκες οι ρίζες σου
ψαλμοί και θρήνοι κι αίνοι
Ποιός μπορεί να σε κλέψει,άνεμέ μου;
Πόσο εύμορφο να γερνάς
με τόσα λουλούδια στις πλάτες!

αθ

Μπακαλιάρος σκορδαλιά στο φούρνο



Μπακαλιάρος σκορδαλιά στο φούρνο

Ο παραδοσιακός!

• 2 φιλέτα μπακαλιάρου • 1 φλιτζάνι ψίχουλα ψωμιού
• 1/2 κ.γ αποξηραμένο μαϊντανό
• 1/2 κ.γ ξερή ρίγανη
• 1/2 κ.γ αλάτι
• 1 κ.γ ελαιόλαδο


Για την σκορδαλιά:
• 7-8 σκελίδες σκόρδο
• 1 κιλό πατάτες
• 1 φλιτζάνι ελαιόλαδο
• Ξίδι κόκκινο (ή χυμό λεμονιού)
• αλάτι
Για τη σκορδαλιά:

Καθαρίζουμε τις πατάτες, τις κόβουμε σε κύβους και τις βράζουμε σε νερό μέχρι να μαλακώσουν.

Μόλις βράσουν, τις πολτοποιούμε με ένα μίξερ χειρός μέχρι ο πουρές να αποκτήσει λεία υφή.

Σε έναν επεξεργαστή τροφίμων χτυπάμε το σκόρδο με λίγο αλάτι, μέχρι να γίνει πάστα.

Προσθέτουμε το μισό ελαιόλαδο στον επεξεργαστή τροφίμων και συνεχίζουμε το χτύπημα.

Προσθέτουμε την πάστα σκόρδου στον πουρέ και ανακατεύουμε με μια ξύλινη κουτάλα.

Προσθέτουμε το υπόλοιπο ελαιόλαδο σταδιακά, 1 κουταλιά τη φορά, και ανακατεύουμε μέχρι να απορροφηθεί όλο το λάδι.

Προσθέτουμε λίγο ξίδι για γεύση και ανακατεύουμε καλά.

Προθερμαίνουμε το φούρνο στους 200 βαθμούς C.

Αλείφουμε ένα ταψί με λίγο λάδι.

Βουτάμε τα φιλέτα μπακαλιάρου στη σκορδαλιά.

Σε ένα μπολ συνδυάζουμε τη φρυγανιά, το μαϊντανό, τη ρίγανη και το αλάτι.

Πιέζουμε τα φιλέτα ψαριού στο μείγμα για να καλυφθούν πλήρως.

Τοποθετούμε το ψάρι στο ταψί και ψήνουμε για 20 λεπτά ή μέχρι το ψάρι να κόβεται εύκολα.

toarkoudi.gr

Α. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ "Η Προσευχή του Διάκου"

ΠΙΝΑΚΑΣ Κ ΠΑΡΘΕΝΗΣ "Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου" (1931). Ελαιογραφία

Α. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ "Η Προσευχή του Διάκου"
την παραμονή της μάχης της Αλαμάνας
ΠΙΝΑΚΑΣ Κ ΠΑΡΘΕΝΗΣ "Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου" (1931). Ελαιογραφία 

Ήτανε νύχτα. Τα βουνά, οι λαγκαδιές, τα δένδρα,
οι βρύσες, τ' αγριολούλουδα, ο ουρανός, τ' αγέρι,
στέκουν βουβά ν' ακούσουνε την προσευχή του Διάκου.

« Όταν η μαύρ' η μάνα μου, εμπρός σε μιαν εικόνα,
Πλάστη μου, μ' εγονάτιζε με σταυρωτά τα χέρια
καί μώλεγε να δεηθώ για κειούς, που το χειμώνα
σα λύκοι ετρέχαν στα βουνά με χιόνια, μ' αγριοκαίρια,
για να μη ζούνε στο ζυγό, ένιωθα τη φωνή μου
να ξεψυχάη στα χείλη μου, εσπάραζε η καρδιά μου,
μου ετρέμανε τα γόνατα, σα νά 'θελε η ψυχή μου
να φύγη με τη δέηση από τα σωθικά μου.
Ύστερα μούλεγε κρυφά να Σου ζητώ τη χάρη
και να μ'αξιώσης μια φορά ένα σπαθί να ζώσω
και να μην έρθη ο θάνατος να μ'εύρη να με πάρη,
πρίν πολεμήσω ελεύθερος, για Σέ πριν το ματώσω.

Πατέρα παντοδύναμε, άκουσες την ευχή μου•
μου φύτεψες μέσ' στην καρδιά αγάπη, πίστη, ελπίδα,
έδωκες μια αχτίδα Σου αθέρα στο σπαθί μου
και μού'πες: Τώρα πέθανε για Με, για την Πατρίδα.
Έτοιμος είμαι, Πλάστη μου! Λίγες στιγμές ακόμα
και σβηώνται τ' άστρα Σου για με. Για με θα σκοτειδιάση τ' όμορφο γλυκοχάραμα. 
 
Θα μου κλειστή το στόμα,που εκελαηδούσε στα βουνά, στη ρεματιά, στη βρύση•θα μαραθούν τα πεύκα μου.
 Αραχνιασμέν' η λύρα,που μου ήταν αδερφοποιητή κι όπου μ' εμέ στη φτέρηαγκαλιασμένη επλάγιαζε, τώρα θα μείνη στείρακαί στ' άψυχο κουφάρι της θα να βογγάη τ' αγέρι.
Όλα τ' αφήνω με χαρά, χωρίς ν' αναστενάξω.
Και τό'χω περηφάνεια μου, που εδιάλεξες εμένα
αυτήν την έρμη την ποριά με το κορμί να φράξω.

Ευχαριστώ Σε, Πλάστη μου! Δε θα χαθούν σπαρμένα
και δε θα μείνουν άκαρπα τ' άχαρα κόκκαλά μου.
Ευλόγησέ τηνε τη γη, οπού θα μ' αγκαλιάση
και στοίχειωσε κάθε σπειρί από τα χώματα μου,
να γένη αδιάβατο βουνό το μνήμα του Θανάση.
Θέ μου! ξημέρωσέ τηνε την αυριανή τη μέρα!
Θα μας θυμάτ' η Αρβανιτιά και θα την τρώ' η ζήλεια.
Θα χλιμιντράνε τ' άλογα, θα καίνε τον αγέρα
με τ' άγρια τα χνώτα τους γκέκικα καριοφίλια,
θα γίνουν πάλι τα Θερμιά λαίμαργη καταβόθρα.
Χιλιάδες ήρθαν θερισταί και Χάρος οργοτόμος,
μουγκρίζουν, φοβερίζουνε, πως δε θα μείνη λώθρα
σ' αυτήν τη δύστυχη τη γη, φωτιά, δρεπάνι, τρόμος.
Κι εμείς θα πάμε με χαρά σ' αυτόν τον καταρράχτη.

Επάνωθέ μας θά'σαι Σύ, και τα πατήματα μας
θα νά'χουνε για στήριγμα τη φοβερή τη στάχτη,
πώμεινε σπίθ'ακοίμητη βαθιά στα σωθικά μας.
Δυνάμωσέ μας, Πλάστη μου! Για ν' ακουστή στη Δύση,
πως δεν απονεκρώθηκε και πως θ' ανθοβολήση
τώρα με τα Μαγιάπριλα ή δουλωμένη χώρα.
Ευλογημέν' η ώρα!»
Έσκυψ' ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με τα χείλη
κι εφίλησε γλυκά γλυκά το πατρικό του χώμα.
Έβραζε μέσα του η καρδιά και στα ματόκλαδά του
καθάριο, φωτοστόλουστο, ξεφύτρωσ' ένα δάκρυ...
Χαρά στο χόρτο πώλαχε να πιη σε τέτοια βρύση.

Πλαγιάζει ο λεονταρόψυχος! Τα νιάτα, η θωριά του,
τ' αστέρια βλέπουν με χαρά και κάπου κάπου αφήνουν
κρυφά το θόλο τ' ουρανού για να διαβούν σιμά του.
Μοσχοβολάει τριγύρω του και τον σφιχταγκαλιάζει
στον κόρφο της η άνοιξη, σα νά'τανε παιδί της•
Χαρούμενα τα λούλουδα φιλούν το μέτωπο του.
χάνει με μιας την ασχημιά και την ταπεινοσύνη
ο έρμος ο αζώηρος, η ποταπή η λαψάνα,
γλυκαίνει το χαμαίδρυο, στου χαμαιλειού τη ρίζα
αποκοιμιέται ο θάνατος και το περιπλοκάδι,
που πάντα κρύβεται δειλό και τ' άπλερο κορμί του
αλλού στυλώνει το φτωχό, δυναμωμένο τώρα
τρελλό, περηφανεύεται και θέλει να κλαρώση
στ'ανδρειωμένο μέτωπο για ν' ακουστή πως ήταν
στη φοβερή παραμονή μια τρίχ' απ' τα μαλλιά του.

Πλαγιάζει ο λιονταρόψυχος! Του ύπνου του οι ώραις
όσο κι'αν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θα γένουν
ν'αποστομώσουν το θολό, τ' αγριωμένο κύμα
του χρόνου που μας έπνιξε. Μ' εκείνην την ρανίδα
πώσταξ' από τα μάτια του θα ξεπλυθή η μαυράδα,
που ελέρωνε της μοίρας μας το νεκρικό δεφτέρι.

Ο Διάκος στο κρεββάτι του, ζωσμένος τη φλοκάτη,
σαν αητός μες στη φωλιά, ολάκερο ένα γένος
έκλωθ' εκείνην την βραδιά. Όταν προβάλ'η μέρα,
θα νάβγουν τ' αητόπουλα με τροχισμένα νύχια,
με θεριεμμένα τα φτερά, ν'αρχίσουν το κυνήγι...
Πλάστη μεγαλοδύναμε! Αξίωσέ μας όλους, πριν μας σκεπάση η μαύρη γη, στα δουλωμένα πλάγια
να κοιμηθούμε μια νυχτιά τον ύπνο του Θανάση!

Η φλογερή πατριώτης Μαντώ Μαυρογένους



Η φλογερή πατριώτης Μαντώ Μαυρογένους

Μέσα απο την ηθική έξαρση, τον ηρωϊσμό, την αυταπάρνηση για την πατρίδα και το μεγαλείο της επανάστασης 1821, αναδύεται η δαφνοστεφανωμένη μορφή της ακατάβλητης ηρωΐδας Μαντούς (Μαγδαληνής) Μαυρογένους.
Υπήρξε πρότυπο αυτοθυσίας, ανιδιοτέλειας, αγάπης για την πατρίδα και ενέπνευσε με το αδαμάντινο και ιδεοφόρο παράδειγμά της, στην παλιγγενεσία του έθνους, όχι μόνο τις ελληνίδες, αλλά και τις φιλέλληνες διανοούμενες της Ευρώπης.
Η Μαντώ θυσίασε στον αγώνα για τον εξοπλισμό του στόλου μας, αλλά και την δημιουργία τμήματος πεζικού, την πελώρια περιουσία της απο χρυσά νομίσματα και ακίνητα της εποχής, μα πάνω απο όλα τα δροσερά της νειάτα, αφού πάνω στις πολιτικές ίντριγκες των μικροπολιτικών της επανάστασης, προσέκρουσε και εθραύσθη η λεπταίσθητη υγεία της.
Για να λάβει τελικά άδικη αμοιβή απο την πατρίδα και να πεθάνει πάμπτωχη και λησμονημένη, αυτή η μεγάλη ελληνίδα αρχοντοπούλα, που το εμπνευστικό παράδειγμά της συνέγειρε ηθικά όλο τον πολιτισμένο κόσμο της εποχής και η έξοχη με την αχλύ της δόξας μορφή της, είχε περιβληθεί στις 24 πιο προβεβλημένες φυσιογνωμίες των επισημοτέρων αρχηγών της επανάστασης. Πως έχει όμως ο σύντομος, αλλά τόσο μεστός εθνικής ευπραξίας βίος της λαμπρής ελληνίδας;

Η Μαντώ γεννήθηκε το 1796 στο χωριό Μαρμαρά της Πάρου, απο γονείς αρχοντικής καταγωγής, που ήραν την ρίζες τους, στις προβεβλημένες οικογένειες των ελλήνων των παραδουνάβιων περιοχών. Ο πατέρας της ήταν αδελφός του περίφημου Νικολάου Μαυρογένη, επι πολλά έτη δραγουμάνου του στόλου (1770-1786) και εν συνεχεία ηγεμόνα της Βλαχίας (1786-1790). Και η μητέρα της ήταν γόνος επιφανούς κοινωνικά οικογένειας της Μυκόνου. Μεγάλωσε έτσι σε ένα προηγμένο πολιτισμικά και κοινωνικά περιβάλ-λον, που της χάρισε ευάγωγη παιδεία με ευρωπαϊκό προσανατολισμό, αλλά και την γνώση ξένων γλωσσών.
Ηθικά εφόδια ασυνήθη για τις Ελληνοπούλες της εποχής, σε μια Ελλάδα που στέναζε απο το «βαρύν και απαραδειγμάτιστον ζυγόν» της οθωμανικής δουλείας. Ο πατέρας της Μαντούς ήταν εξέχον μέλος της Φιλικής Εταιρείας, στους κόλπους της οποίας μύησε και την ίδια απο το 1820. Το ξέσπασμα της επανάστασης βρήκε την νεαρή Μαντώ – μια λυγερό-κορμη υψηλή κοπέλα, με ωραία μάτια και λεπταίσθητη όμως ιδιοσυγκρασία – στην Τήνο με τον θείο της ιερέα και Φιλικό παπα-Μαύρο, ο οποίος την εισήγε ακόμα πιο βαθιά στην μεγάλη υπόθεση της εθνεγερσίας και προσέφυγαν μαζί, στην γενέθλια γή της Μυκόνου.
Νοιώθοντας όμως η νεαρή αρχονοπούλα το ιερό χρέος έναντι της πατρίδας, παίρνει την μεγάλη απόφαση να προσφέρει όλη την περιουσία της στον αγώνα και να συνδράμει παράλληλα με όλη της την φυσική και ηθική της ικμάδα την επανάσταση. Η Μαντώ θα προσφέρει στον αγώνα 700.000 γρόσια, ποσό μαμούθ για την εποχή. Ενω το 1826, δεν θα διστάσει δίνοντας ένα ακόμα μάθημα ηθικού μεγαλείου, να εκποιήσει τα κοσμήματά της, προκειμένου αυτά να διατεθούν για την περίθαλψη 2.000 Μεσολογγιτών που σώθηκαν μετά την ηρωϊκή τους Έξοδο.
Εξοπλίζει έτσι καράβια με δικά της έξοδα και αποδύεται σε έναν πολυμέτωπο αγώνα για την ελευθερία. Πρώτο της μέλημα, να απάλλάξει τις Κυκλάδες απο τους πειρατές που τις καταλήστευαν και ασκούσαν ηθική τρομοκρατία στους επαναστατημένους Έλληνες, οι οποίοι περισσότερο απο ποτέ τότε, έπρεπε να βρούν ελεύθερους τους θαλάσσιους δρόμους, για να στηρίξουν ναυτικά τον αγώνα. Παράλληλα συγκροτεί πάλι ιδίοις εξόδοις σώμα πεζών και υπο την αρχηγία της, ανέλαβε την υπεράσπιση της Μυκόνου. Ενώ ακόμα συγκροτεί στόλο απο έξι πλοία που τον προσαρτά στα πλοία του μεγάλου μας ναυάρχου Τομπάζη, για να υποστηρίξει τις σπουδαίες ναυτικές του επιχειρήσεις.
Κατόπιν η φλογερή ελληνίδα που δονείται απο το ευγενές όραμα της ελευθερίας, συγκροτεί σώμα πεζικού, που αποτελούνταν απο 16 λόχους των πενήντα ανδρών και υπο την ηγεσία της, συμμετέχει στην εκστρατεία της Καρυστίας. Θα συμμετάσχει ακόμα σε πολύ κρίσιμες μάχες για την έκβαση του αγώνα στην Φθιώτιδα και την Λειβαδιά και στο Πήλιο παρα τω πλευρώ του Γρηγορίου Σάλα. Μετά την συμμετοχή της σ΄αυτές τις μάχες επανακάμπτει στην αγαπημένη της Μύκονο, όπου αποδύεται σε μια πολυσχιδή προσπάθεια τροφοδοσίας του στόλου μας.
Μέρα με την μέρα το ηρωϊκό πρότυπο θυσίας και ανιδιοτέλειας για την πατρίδα της Μαντούς, μεταδίδεται σαν τον άνεμο και η φήμη της σε σύντομο διάστημα εκσπάζει τα εθνικά σύνορα. Ο ευγενής αγώνας της συνεγείρει τις φιλέλληνες γυναίκες της Γαλλίας και της Αγγλίας και η Μαντώ εκμεταλλευόμενη την γλωσσομάθειά της, τους αποστέλει πατριωτικές επιστολές, μέσω των οποίων προσπαθεί να γονιμοποιήσει και να επεκτείνει τα αισθήματα πατριωτικής αλληλεγγύης τους. Έτσι όλη η Ευρώπη παραμιλά για την μεγάλη ελληνίδα, που θυσιάζει ολάκερη την περιουσία της και τα ολόδροσά της νειάτα, για να προστρέξει με όλες της τις δυνάμεις την υπόθεση της εθνεγερσίας.
Ωστόσο όμως είναι απορίας άξιον, πως την ίδια ώρα που η Μαντώ γίνεται πρότυπο θυσίας και ηρωϊσμού σε όλη την Ευρώπη, στην Ελλάδα στο εσωτερικό, η τεράστια πατριωτική συμβολή της, περνά απαρατήρητη απο τους «ιστορικούς» της εποχής, που μάλλον αποτυπώνουν τα ιστορικά γεγονότα με βάση τις οικονομικές ωφέλειες, που έχουν απο τους οπλαρχηγούς για να εξυπηρετήσουν τις πολιτικές τους σκοπι-μότητες, παρά με κριτήριο την αντικειμενική πραγματικότητα και την αληθινή προσφορά των αγωνιστών στο ΄21 !!!
Για την μεγάλη αυτή αδικία, αλλά και στρέ-βλωση συνάμα της ιστορικής μας πραγματικότητας, ο φιλέλληνας Jules το 1890 θα γράψει «Είναι απορίας άξιον πως τέτοια γυναίκα ελησμονήθη εντελώς, απο όλους τους έλληνες ιστορικούς». Το 1825 ωστόσο έχει κυκλοφορήσει στα γαλλικά το βιβλίο του φιλλέληνα T. Ginouvier υπο τον τίτλο «Mavrogenie ou L heroine de la Grece» (Μαυρογένους, μια ηρωΐδα της Ελλάδος», όπου με παραστατική ενάργεια ο γάλλος ιστορικός περιγράφει ακριβοδίκαια, τον πολύτροπο βίο της μεγάλης ελληνίδας, όπως τον διαισθάνθηκαν και με ηθική ένταση τον αποτύπωσαν, οι ρομαντικοί φιλέλληνες συγγραφείς της εποχής.
Η έκδοση αυτή γρήγορα θα εξαντληθεί και σύντομα θα επανεκδοθεί το 1826 στο Παρίσι, καθιστώντας το όνομα της Μαντούς ηθικά περίλαμπρο, σε όλους τους κύκλους της πολιτισμένης Ευρώπης. Θα ακολουθήσει και μια ακόμα έκδοση του βιβλίου, που αναδεικνύει την δίψα των ευρωπαίων για να γνωρίσουν την μεγάλη ελληνίδα το 1830. Απο την αυτοθυσία και την ανιδιοτέλεια για την πατρίδα της μεγάλης ελληνίδας, θα εμπνευστεί και ο μεγάλος ζωγράφος Adam Friedel και θα φτιάξει το πορτραίτο της, που την κάνει γνωστή σε όλη την Ευρώπη, περιλαμβανόμενο στα πορτραίτα των 24 προσωπογραφιών των επισημοτέρων αρχηγών της ελληνικής επανάστασης.
Που βρίσκει όμως η απελεύθερη απο τους Τούρκους Ελλάδα, την μεγάλη ηρωίδα; Με το πέρας της επανάστασης η Μαντώ εγκαθίσταται στο Ναύπλιο (κατά τον Λαμπρινίδη η Μαντώ καταγράφεται ως κάτοικος Ναυπλίου στην απογραφή του πληθυσμού το 1824, ως εξής : «Αριθ. 319, Κοκώνα Μαντώ, μετά του αδελφού της, του θείου της και των υπηρετών της. Εν όλω άτομα έξ»). Ο απαράμιλλος κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας – που θα λάβει και ο ίδιος άδικη αμοιβή απο την πατρίδα για τις πελώριες υπηρεσίες του στην εθνική ανασυγκρότησή της μετά την επανάσταση, πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος με την ίδια του τη ζωή – αισθανόμενος βαρύ το χρέος της Ελλάδας πρός την ακατάβλητη ηρωίδα, θα της αποδώσει τον τίτλο του αντισρατήγου.

Τον οποίον η Μαντώ είναι και η μοναδική Ελληνίδα που τον φέρει μέχρι σήμερα, και θα της αναθέσει ακόμα την εποπτεία του Ορφανοτροφείου που ιδρύει στην Αίγινα. Την περίοδο αυτή θα αναπτυχθεί και ένας φλογερός έρωτας μεταξύ του πρίγκιπα Δημήτριου Υψηλάντη και της Μαντούς που γοητεύεται τόσο απο την απαράμιλλη αυτοθυσία της και τον ηρωϊσμό της για την πατρίδα, όσο και απο την ομορφιά της, την οποία αναμφίβολα γονιμοποιεί η σπάνια για την εποχή μόρφωσή της και η ευρωπαϊκή της κουλτούρα.
Που ενώ για τον πρίγκιπα αποτελούν θέλγητρο και πόλο έλξης, για τις κοινωνικές υστερήσεις και στρεβλώσεις της μετεπαναστατικής Ελλάδας, ερμηνεύονται με κακοήθη τρόπο. Ο ενδεχόμενος ακόμα γάμος του πρίγκιπα Υψηλάντη με την ανηψιά του ηγέτη της Βλαχίας, ειναι προφανές ότι θα τον ισχυροποιήσει περαιτέρω πολιτικά – με την απόκτιση νέων ερεισμάτων στις Αυλές της Μολδοβλαχίας - και θα του ανοίξει ακόμα πιο πολύ το δρόμο, για την άνοδο στο στέμμα του νεότευκτου βασιλείου της Ελλάδος.
Το γεγονός αυτό θορυβεί μεγάλο τμήμα της πολιτικής μας τάξης, που πολλές φορές έχει αμαυρώσει στο εξωτερικό την εικόνα της αγωνιζόμενης να αποτινάξει τον ζυγόν της σκλαβιάς πατρίδος, με τις ίντριγκες και τις ηθικές της ασχμήμιες. Χαρακτηριστικές μάλιστα αυτών, η φυλάκιση του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, η απόπειρα καταδίκης των υποδειγμάτων δικαστικού ήθους Τερτσέτη και Πολυζωίδη και πολύ περισσότερο βεβαίως η απεχθής και ολέθερια για τα συμφέροντα του έθνους δολοφονία του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.
Περισσότερο θορυ-βημένος όλων ο Ιωάννης Κωλέττης, εκπρόσωπος εν άλλοις των γαλλικών συμφερόντων στην Ελλάδα, του ατύπως λειτουργούντος «γαλόφιλλου» κόμματος. Προσπαθεί έτσι με κάθε τρόπο αφενός μεν να διαβάλλει στον Υψηλάντη την Μαντώ, αφετέρου να τον τρομοκρατήσει για την ζωή του, αν επιμείνει σ΄αυτήν την σχέση.
Στην χυδαία αυτή προσπάθειά του, δεν θα διστάσει να οργανώσει ακόμα και απαγωγή της Μαντούς απο το Ναύπλιο στην Μύκονο, αφού έχει προηγηθεί και η πυρπόληση του σπιτού της στο Ναύπλιο. Όμως καταλυτικό ρόλο στην τραγική εξέλιξη των γεγονότων, θα διαδραματίσει η βαρύτατα θραυσμένη υγεία του πρίγκιπα Υψηλάντη, που βιολογικά εξασθενημένος - θα πεθάνει άλωστε ένα χρόνο μετά – δεν μπορεί να αντιδράσει στην ενορχηστρωμένη επίθεση που δέχεται.
Έτσι παρακολουθεί αδύναμος να αλλάξει τον ρού των γεγονότων, κάτι που απο την Μαντώ, εκλαμβάνεται σαν «υπαναχώρηση» στην σχέση τους και την βυθίζει σε απέραντη θλίψη. Κοντά όμως στην ψυχολογική καταρράκωση της μεγάλης ελληνίδας, έχει εγκύψει και η σοβαρή οικονομική της ένδεια, μέχρις του σημείου να μην μπορεί να ανταπεξέλθει στα βιοποριστικά της έξοδα, που την ισοπεδώνει στην κυριολεξία ολοκληρωτικά.
Έτσι εγκαταλελειμμένη καταφεύγει σε συγγενείς της στην Πάρο, για να εξασφαλίσει ένα κομμάτι ψωμί. Μάλιστα υπάρχουν και αναφορές της Μαντούς πρός το Βουλευτικό, μέσω των οποίων ζητά απο την κυβέρνηση οικονομική βοήθεια για να ζήσει. Αρχικώς η κυβέρνηση εγκρίνει την παροχή βοηθείας «διά λόγον ευχαριστήσεως δια τας προς την Πατρίδαν και το Έθνος εκδουλεύσεις της κυρίας Μαντούς Μαυρογένη». Μεταγενέστερες εκκλήσεις της όμως για βοήθεια, θα απορριφθούν απο την έμπλεη απο μίσος εναντίον της κυβέρνηση Κωλέττη «να λάβη πρόνοιαν η Διοίκησις να εξοικονομήση και αυτήν δυστυχούσαν ήδη, δυστυχώς απερρίφθησαν μετά πολλών βαΐων» !!!
Ποιά όμως ζητούσε βοήθεια και είχε περιέλθει σε πενία, την οποία η Ελλάδα πεισματικά της αρνιόταν; Η αρχοντοπούλα της Βλαχίας, που είχε δωρήσει ολάκερη την μυθώδη περιουσία της στην πατρίδα, τα ολόδροσά της νειάτα και την ίδια της την ψυχή .... Κατάμονη και λησμονημένη θα πεθάνει στην Πάρο το 1840, απο τυφοειδή πυρετό. Ενταφιάστηκε με δημόσια δαπάνη στο προαύλιο της εκκλησίας της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής. Όμως με την ανακαίνιση της εκκλησίας αργότερα, θα καταστραφεί ο τάφος της, καθώς και τα καμπαναριά που σήμαναν τον θάνατό της. Μπορεί η Μαντώ να ήταν λησμονημένη και εγκαταλελειμμένη απο την πολιτεία, όχι όμως και απο τον απλό λαό.Που πάντοτε αναγνώρισε τις πολύτιμες και τιμημένες υπηρεσίες της στην πατρίδα.
Αλλά ας δούμε ένα ακόμα δείγμα υψηλού ήθους απο την μεγάλη ελληνίδα, αλλά και της κοινωνικής και πολιτικής εξαχρείωσης που επικρατούσε στην μετεπενα-στατική Ελλάδα και κατέτεινε στην καταλήστευση κάθε μορφής δημοσίου πλούτου. Με την απελευθέρωση του Ναυπλίου απο τους έλληνες και την παράδοση της πόλης, πολλά απο τα σπίτια των Τούρκων διοικητικών παραγόντων έβγαιναν στον πλειστηριασμό – με το τίμημα υπέρ του ελληνικού δημοσίου – και αγοράζονταν απο τους έλληνες που ήθελαν να αποκτήσουν σπίτι. Ένα απο αυτά τα σπίτια ήταν και του Αλή Μπέη και πήγε να το αγοράσει συμμετέχοντας στον πλειστηριασμό η Μαντώ Μαυρογένους.
Στην γενικότερη αναρχία που επικρατούσε στις στοι-χειώδης διοικτικές υπηρεσίες του αρτιγένητου ελληνικού κράτους, εμφανές είναι ότι επεχειρείτο αρκετές φορές καταδολίευση του δημοσίου συμφέροντος. Έτσι και στα εκπλειστηριαζόμενα σπίτια των Τούρκων, οι διενεργούντες υπάλληλοι την διαδικασία των δημοπρασιών, επεδίωκαν να τα «ξεπουλάνε» όσο, όσο - πόσο διαχρονική και επίκαιρη αλήθεια με τα τεκ-ταινόμενα στις μέρες μας, ήταν αυτή η άθλια τακτική καταλήστευσης του δημόσιου πλούτου – αποκομίζοντας προφανώς και το «δώρο» τους απο τον οφελούμενο υπερθεματιστή στην δημοπρασία, ο οποίος εξαγόραζε τα σπίτια σε τιμές εξευτελιστικές, εις βάρος του δημόσιου συμφέροντος.
Ας καμαρώσουμε όμως παρακάτω το αδαμάντινο ήθος της μεγάλης Ελληνίδας, που όταν συνειδητοποιεί, ότι θα αγοράσει στη δημοπρασία το σπίτι του Αλή Μπέη σε τιμή πολύ κατώτερη της αξίας του, εις βάρος του συμφέροντος της πατρίδας, αντιδρά ακαριαία και επιβάλει η ίδια την επανάληψη της διαδικασίας, για να προασπίσει το συμφέρον του κράτους, εις βάρος του δικού της συμφέροντος, έστω και εαν η ίδια έχει δωρήσει στην Ελλάδα για τον αγώνα της εθνεγερσίας, 700.000 γρόσια !!!

Γράφει η Μαντώ Μαυρογένους για το γεγονός :
«Η ιδιοκτησία των εθνικών οσπιτίων, ονομαζόμενων Αλή Μπέη, προ ημερών επί δημοπρασίας επωλήτο, και εν ω εξ αρχής δεν εδίδοντο περισσότερον από τας τριάντα χιλιάδας γρόσια, εγώ εστάθηκα και την ανέβασα εις τον αριθμόν πενήντα μίας χιλιάδος, η οποία δημοπρασία εγίνετο πάντοτε έμπροσθεν των οσπιτίων και επαύξανον, και εγώ και οι άλλοι τυχόντες ερασταί των οσπιτίων και πάντοτε με ειδοποιούσαν και οι κήρυκες, και η δημοπρασίας επιτροπή και με παρρήγγελον να ετοιμάσω τα ήμισυ των γροσίων κατά το θέσπισμα της Διοικήσεως […].
Επειδή δε τα οσπίτια έκαμαν πολλάς ημέρας επάνω μου, δεν επ-αύξησε την ποσότητα κανείς, εν ω οι κήρυκες διαλαλούσαν, τόσον ήμην αμέριμνος και κατεγινόμενην να εύρω τα γρόσια και να πληρώσω το ήμισυ […]. Ταύτην δε την στιγμήν παρ’ ελπίδα μανθάνω, ότι εκ πρωίας άναψαν περί τον Αιγιαλόν την προσδιοριστικήν λαμπάδα και ετελείωσαν την πώλησιν αμέσως, χωρίς να με ιδεάση η επιτροπή κατά το σύνηθες, ήτις έκαμα τόσην ωφέλειαν εις το εθνικόν ταμείον και όχι ζημίαν.
Να γένουν, υπερτάτη, τοιαύται παρασκηναί και ραδιουργίες προς δοροδοκίαν της επιτροπής, προς όφελος του αγοραστού και προς ζημίαν του εθνικού ταμείου, είναι άτοπον μέγα, και έργον μη χαρακτηρίζον διοικούσαν μετ’ ευνομίας.
Όθεν αναγγέλω προς την υπεροχήν της, ότι επειδή η πώλησις αύτη έγινεν ατάκτως, αδίκως και παρανόμως, διά να θεραπευθή η αταξία και η παρανομία, να ακυρωθή η πώλησις και να αναφθή Δευτέρα λαμπάς, καθ’ ην παρευρισκομένη και εγώ να επαυξήσω, και εις όποιον σβύση η λάμπας, εκείνος να είναι κύριος των οσπιτίων, […].

Τη 4 Αυγούστου 1824 εν Ναυπλίω, η Πατριώτις Μαντώ Μαυρογένη.
Και ας ανιχνεύσουμε απο μια επιστολή της πρός τον φιλέλληνα Μ. Ρεμπώ το 1821 όταν εκσπάζει η ελληνική επανάσταση, το φλογερό πάθος της Μαντούς για την ελευθερία της Ελλάδος και την απαρασάλευτη πίστη της στην υπόθεση της εθνεγερσίας, έστω και αν παραστεί ανάγκη να τα δώσει όλα. Την περιουσία, την ζωή και την τιμή της. Γράφει η Μαντώ στον Ρεμπώ :
«Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να λευτερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στοστρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία.»
Αυτή ήταν η μεγάλη ελληνίδα Μαντώ Μαυρογένους, η απαράμιλλη αρχοντοπούλα που θυσίασε για την ελευθερία της Ελλάδος, τα υπάρχοντά της και όλη την ηθική και ψυχική της ικμάδα, για να λάβει καταπικραμένη την άδικη αμοιβή της εγκατάλειψης και της ηθικής λησμονιάς. Και μόνο ο λαμπρός κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, που με το υψηλό ηθικό και πολιτικό του κύρος είχε συναίσθηση της υψηλής υπηρε-σίας χρέους πρός την πατρίδα της Μαντούς, της απέδωσε την μεγαλυτέρα στρατιωτική τιμή του αντιστρατήγου της Ελλάδος, για να χτυπηθεί αλύπητα μετά η Μαντώ απο τις επακολουθήσασες κυβερνήσεις, ως αθώο θύμα των ανήθικων πολιτικών τους παιγνίων.

Το 1896 ο Θεόδωρος Blancard δημοσίευσε την βιογραφία της Μαντούς Μαυρογένους υπο τον τίτλο «Les Mayroyeni», την οποία με μια δόση λεπταίσθητης ειρωνείας αφιέρωνε : «εις τους Παρίους, Μυκονίους και Τηνίους, λιαν επιλήσμονας της δόξης των». Η βιογραφία συμπληρωμένη σε δυο τόμους, επανεκδόθηκε το 1909.Και προφανώς ο Blancard δεν αναφέρονταν στον απλό λαό των παραπάνω νησιών μας, αλλά στους πολιτικούς και τους διοικητικούς τους παράγοντες, που είχαν λησμονήσει την μεγάλη ηρωίδα της επανάστασης.
Μετέπειτα κυβερνήσεις μας, με διάφορες τιμητικές εκδηλώσεις, αφιερώματα και πρωτοβουλίες απεκατέσησαν την αδικία της πατρίδας πρός την Μαντώ, που εν των μεταξύ όμως είχε δρέψει τις δάφνες της παγκόσμιας αναγνώρισης, ως πρότυπο, ηθικής έξαρσης, αυτοθυσίας, πατριωτικής ανιδιοτέλειας και ηρωϊσμού.
Σ΄αυτά τα πλαίσια στο παρελθόν είχε κοπεί νόμισμα δυο δραχμών πρός τιμή της.Και το 1934 όταν σχεδιάστηκε το άλσος του «Πεδίου του Άρεως», με σκοπό να τιμηθούν οι Ήρωες της Επανάστασης του 1821, στην επονομαζόμενη οδό «Αγωνιστών του 21» του άλσους, στις 21 προτομές των μεγαλυτέρων ηρώων της επανάστασης, περιελήφθη και η προτομή της Μαντούς. Ακόμα ένα άγαλμά της έχει στηθεί στο παλιό λιμάνι της Πάρου, στη μέση της Πλατείας «Μαντούς».
Η Μαντώ Μαυρογένους υπήρξε πρότυπο ηθικής έξαρσης, αυτοθυσίας και ανιδιοτελούς πατριωτισμού. Η ελληνική πολιτεία καθυστέρησε όπως και με πολλούς άλλους μεγάλους πατριώτες, να τιμήσει και να αναβιβάσει στο ηθικό βάθρο που της άρμοζε την μεγάλη ελληνίδα. Είχε όμως αρχήθεν στην συνείδηση του ελληνικού λαού καταξιωθεί η Μαντώ, σαν ένα ατίμητο ηθικό πρότυπο πατριωτισμού και αυτοθυσίας.

Το εμπνευστικό παράδειγμά της, αποτελεί για όλες τις ελληνίδες και πολύ περισσότερο σήμερα που ο τόπος κλυδωνίζεται ατέρμονα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά, μια λαμπρή ηθική παρακαταθήκη, διαρκούς αγώνα εξόδου μας απο την κρίση και ηθικής ευημερίας. Και ίσως απο την ομώνυμη πλατεία της Πάρου, καθώς ατενίζει τα καταγάλανα νερά του Αιγαίου, που τόσο λάτρεψε και στα κύματά του, έδωσε όλη την ικμάδα της για την ελευθερία της πατρίδος, να περνούν σκέψεις απο το μυαλό της, σαν τα λόγια του αξεπέραστου κοινωνικού ανατόμου Μπέρτολτ Μπρέχτ :
Ποιός έκτισε την εφτάπυλη Θήβα
Στα βιβλία ονόματα βασιλιάδων αναφέρουν
Τις πέτρες και τα ξύλα ποιοί τα κουβάλησαν;
Το παρόν δοκίμιο είναι απόσπασμα απο το βιβλίο μου «Οκτώ γυναίκες πρότυπα ηθικής έξαρσης, αντίπερα στην κατάπτωση του μνημονίου».
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.

Α. ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ "ᾨδὴ στὸ Μακρυγιάννη"

 
Α. ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ "ᾨδὴ στὸ Μακρυγιάννη"
Χαρὰ σὲ κειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε
Ἀπ᾿ τὶς σκόνες σκεπασμένο, τὸ δίστομο σπαθὶ τοῦ λόγου σου στὸν ἥλιο Μακρυγιάννη.
Κι᾿ ἀπάνω καὶ στὶς δυὸ πλευρὲς γραφή

Ἀπ᾿ τὴ μιά, τὰ λόγια αὐτά Σου χαραγμένα, στρατηγέ μας:
«Τὴ λευτεριά μας τούτη δὲν τὴν ἥβραμε στὸ δρόμο,
καὶ δὲ θὰ μποῦμε εὔκολα στοῦ αὐγοῦ τὸ τσόφλι,
γιατὶ δὲν εἴμαστε κλωσόπουλα, σ᾿ αὐτὸ νὰ ξαναμποῦμε πίσω, μὰ ἐγίναμε πουλιὰ καὶ τώρα πιὰ στὸ τσόφλι δὲ χωροῦμε».

Κι᾿ ἀπ᾿ τὴ δεύτερη πλευρά, γραφὴ ἄλλη χαραγμένη:
«Ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου ἀκόμα καὶ τὸ θάνατο τὸν δέχομαι τὶς τόσες φορὲς τὸν θάνατο ἐζύγωσα, ἀδερφοί μου καὶ δὲ μὲ πῆρε, ποὺ γιὰ τοῦτο τὸ θάνατο καταφρονῶ, κι ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου πεθαίνω».

Χαρὰ σὲ κειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε ἀπ᾿ τὸ χῶμα αὐτὴν τὴ σπάθα καὶ τέτοια διάβασε ἐπάνω της βαγγέλια.

ΙΟΥΛΙΟΣ ΒΕΡΝ

 

 ΙΟΥΛΙΟΣ ΒΕΡΝ (8 Φεβρουαρίου 1828 - 24 Μαρτίου 1905)
Ο Ιούλιος Βερν (γαλλικά: Jules Verne) (8 Φεβρουαρίου 1828 - 24 Μαρτίου 1905) ήταν Γάλλος συγγραφέας, από τους πρωτοπόρους του είδους της επιστημονικής φαντασίας. Είναι περισσότερο γνωστός από τα μυθιστορήματά του Ταξίδι στο Κέντρο της Γης (1864), 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα (1870) και Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες (1873).


Ο Βερν έγραψε για αεροπορικά και διαστημικά ταξίδια πριν εφευρεθούν πρακτικά τα αεροπλάνα και πριν επινοηθούν τα πρακτικά μέσα ενός διαστημικού ταξιδιού. Είναι ο δεύτερος πιο μεταφρασμένος συγγραφέας στον κόσμο (μετά την Αγκάθα Κρίστι).

Μερικά από τα βιβλία του γυρίστηκαν σε κινηματογραφικές ταινίες, κινούμενα σχέδια και τηλεοπτικές σειρές. Ο Βερν αναφέρεται συχνά ως ο "Πατέρας της Επιστημονικής Φαντασίας", τίτλο που μερικές φορές μοιράζεται με τον Χιούγκο Γκέρνσμπακ και τον Χ. Τζ. Γουέλς ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Ντάριο Φο


 
Ο Ντάριο Φο (24 Μαρτίου 1926 —13 Οκτωβρίου 2016) ήταν ένας Ιταλός θεατρικός συγγραφέας, ευθυμογράφος, ηθοποιός, θεατρικός σκηνοθέτης και συνθέτης. Πήρε το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1997. Χρησιμοποίησε τεχνικές της κομέντια ντελ' άρτε και συνεργάστηκε στενά με τη σύζυγό του Φράνκα Ράμε. Ο Φο γεννήθηκε στο Λεγκιούνο-Σαντζιάνο, στην επαρχία του Βαρέζε, κοντά στην ανατολική πλευρά της λίμνης Λάγκο Ματζιόρε. Ο πατέρας του Φελίτσε ήταν διευθυντής των ιταλικών σιδηροδρόμων και η οικογένεια άλλαζε συχνά κατοικία λόγω των μεταθέσεων του. Ο Φελίτσε ήταν επίσης ερασιτέχνης ηθοποιός και σοσιαλιστής. Ο Ντάριο έμαθε την τέχνη της διήγησης απ' την γιαγιά του και από Λομβαρδούς ψαράδες και φυσητές γυαλιού.

Το 1940, μετακόμισε στο Μιλάνο για να σπουδάσει αρχιτεκτονική στη Brera Art Academy, αλλά ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τού χάλασε τα σχέδια. Η οικογένειά του πήρε μέρος στην αντιφασιστικό αγώνα και λέγεται πως βοηθούσε τον πατέρα του να φυγαδεύει πρόσφυγες και στρατιώτες των Συμμάχων στην Ελβετία. Κοντά στο τέλος του πολέμου, ο Φο στρατολογήθηκε στο στρατό της Δημοκρατίας του Σαλό, αλλά δραπέτευσε και κατάφερε να κρυφτεί για το υπόλοιπο του πολέμου.

Μετά τον πόλεμο, συνέχισε τις σπουδές αρχιτεκτονικής στο Μιλάνο. Εκεί αναμείχθηκε με τα λεγόμενα μικρά θέατρα {teatri piccoli), στα οποία άρχισε να παρουσιάζει τους αυτοσχέδιους μονολόγους του. Το 1950 άρχισε να εργάζεται στο θέατρο του Φράνκο Παρέντι, και σταδιακά εγκατέλειψε την εργασία του ως βοηθός αρχιτέκτονα.

Το 1951 ο Φο συναντάει τη Φράνκα Ράμε, γόνο θεατρικής οικογένειας, όταν δούλευαν μαζί στην παραγωγή της επιθεώρησης Εφτά ημέρες στο Μιλάνο. Μετά από λίγο καιρό, αρραβωνιάστηκαν. Τον ίδιο χρόνο προσκλήθηκε να παρουσιάσει τη ραδιοφωνική εκπομπή Κοκορίκο στη RAI, το εθνικό ραδιόφωνο της Ιταλίας. Έκανε 18 σατιρικούς μονολόγους όπου μετέτρεπε βιβλικές ιστορίες σε πολιτική σάτιρα. Οι αρχές, σκανδαλισμένες, ακύρωσαν την εκπομπή.

Το 1953 γράφει και σκηνοθετεί το σατιρικό έργο Δάχτυλο στο μάτι (Il dito nell'occhio). Μετά από αρχική επιτυχία, η κυβέρνηση και η εκκλησία αντιδρούν και εν συνεχεία η θεατρική ομάδα με δυσκολία έβρισκε θέατρο όπου μπορούσε να παίξει. Παρ' όλα αυτά, το έργο έτυχε θερμής υποδοχής απ' το κοινό.

Η Φράνκα Ράμε και ο Ντάριο Φο παντρεύτηκαν στις 24 Ιουνίου 1954. Ο Φο δούλευε στο Μικρό Θέατρο (Piccolo Teatro) στο Μιλάνο και παρόλο που η σάτιρά του υπέφερε όλο και πιο πολύ απ' τη λογοκρισία, συνέχιζε να παραμένει δημοφιλής.

Το 1955 ο Φο και η Ράμε δούλεψαν σε κινηματογραφικές παραγωγές στη Ρώμη. Ο Φο έγινε σεναριογράφος και δούλεψε σε πολλές παραγωγές, συμπεριλαμβανομένων και μερικών του Ντίνο ντε Λαουρέντις. Ο γιος τους Τζάκοπο, γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου του ίδιου έτους. Η Ράμε δούλευε στο Τέατρο Στάμπιλε στο Μπολτσάνο. Το 1956 ο Φο κι η Ράμε έπαιξαν μαζί στην ταινία του Κάρλο Λιτσάνι, Ο περίεργος (Lo svitato). Κι άλλες ταινίες ακολούθησαν.

Το 1959 γυρίζουν στο Μιλάνο και ιδρύουν τη θεατρική ομάδα Ντάριο Φο—Φράνκα Ράμε. Ο Φο έγραφε σενάρια, έπαιζε, σκηνοθετούσε, και σχεδίαζε τα κουστούμια και τα σκηνικά. Η Ράμε ανάλαβε τις διοικητικές δουλειές. Η ομάδα έκανε πρεμιέρα στο Μικρό Θέατρο και μετά άρχισε, για πρώτη φορά, τις ετήσιες τουρνέ της σ' ολόκληρη την Ιταλία.

Το 1960 κερδίζουν την εθνική αναγνώριση με το Οι Αρχάγγελοι δεν Παίζουν Φλίπερ στο θέατρο Οντεόν του Μιλάνο. Κι άλλες επιτυχίες ακολουθούν. Το 1961 τα θεατρικά έργα του αρχίζουν να παίζονται σε Σουηδία και Πολωνία.

Το 1962 γράφει και σκηνοθετεί την εκπομπή Καντσονίσιμα στη RAI. Ο Φο χρησιμοποιεί το σόου για να περιγράψει τη ζωή των απλών ανθρώπων και γρήγορα γίνεται επιτυχία. Ένα επεισόδιο για ένα δημοσιογράφο που σκοτώθηκε απ' τη Μαφία ενόχλησε τους πολιτικούς που είχε ως συνέπεια ο Φο και η Ράμε να λάβουν απειλές κατά της ζωής τους και να μπουν κάτω από αστυνομική προστασία. Φεύγουν απ' την εκπομπή όταν η RAI αρχίζει να λογοκρίνει το πρόγραμμα. Η ιταλική ένωση ηθοποιών καλεί τα μέλη της να αρνηθούν να τους αντικαταστήσουν. Απαγορεύεται η εμφάνισή τους στη RAI για τα επόμενα 15 χρόνια. Συνεχίζουν να παίζουν στο Οντεόν.

Το 1962 το έργο τους για τον Χριστόφορο Κολόμβο ενοχλεί ακροδεξιές ομάδες και προκαλεί βίαιες επιθέσεις. Το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα τούς προμηθεύει σωματοφύλακες.

Το La Signora e da buttare (1967) είχε σχόλια για τον πόλεμο του Βιετνάμ, τον Λι Χάρβι Όσβαλντ και τη δολοφονία του Κένεντι. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ το θεώρησε ασέβεια προς τον πρόεδρο Τζόνσον, και ο Φο δεν μπορούσε να βγάλει αμερικανική βίζα για πολλά χρόνια μετά.

Ο Φο έγινε διεθνώς διάσημος όταν το έργο του Οι Αρχάγγελοι δεν Παίζουν Φλίπερ παίχτηκε στο Ζάγκρεμπ (τότε στη Γιουγκοσλαβία).

Το 1968 ο Φο και η Ράμε ιδρύουν την θεατρική κολλεκτίβα Νέα Σκηνή (Associazione Nuova Scena) με κινούμενες σκηνές θεάτρου. Στο Μιλάνο μετέτρεψαν ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο σε θέατρο.

Ο Ντάριο Φο αφαίρεσε τα δικαιώματα που απαιτούνταν για να παιχτούν τα έργα του στην Τσεχοσλοβακία μετά την συντριβή της Άνοιξης της Πράγας από δυνάμεις της συνθήκης της Βαρσοβίας σαν διαμαρτυρία, και αρνήθηκε να δεχτεί τη λογοκρισία που απαιτούσαν οι Σοβιετικοί λογοκριτές. Οι παραγωγές έργων του στο Ανατολικό μπλοκ σταμάτησαν.

Το 1969 παρουσίασε για πρώτη φορά το Μίστερο Μπούφο, ένα θεατρικό έργο μονολόγων βασισμένο στη μείξη μεσαιωνικών έργων και τοπικών προβλημάτων. Είχε επιτυχία και έκανε 5.000 παραστάσεις ακόμα και σε γήπεδα. Ο Μίστερο Μπούφο επηρέασε πολλούς νέους ηθοποιούς και συγγραφείς: μπορεί να θεωρηθεί σαν η ιδρυτική στιγμή αυτού που οι Ιταλοί αποκαλούν αφηγηματικό θέατρο teatro di narrazione, ένα είδος θεάτρου στο οποίο δεν υπάρχουν ηθοποιοί που παίζουν ένα δραματικό ρόλο, ένα θέατρο παρόμοιο με το λαϊκό παραμύθι. Οι πιο διάσημοι Ιταλοί παραμυθάδες είναι οι Μάρκο Παολίνι, Λάουρα Κουρίνο, Ασάνιο Σελεστίνι, Ντάβιντε Ένια και Αντρέα Κοζεντίνο.

Το 1970 ο Φο και η Ράμε άφησαν τη Νέα Σκηνή λόγω πολιτικών διαφορών. Ξεκίνησαν την τρίτη τους θεατρική ομάδα, Collettivo Teatrale La Comune.

Παρήγαγαν έργα (βασισμένα στον αυτοσχεδιασμό) για τα σύγχρονα προβλήματα με πολλές αναθεωρήσεις. Ο Τυχαίος Θάνατος ενός Αναρχικού (1970) ασκούσε κριτική στην κατάχρηση εξουσίας του συστήματος δικαιοσύνης. Ο Φο το έγραψε μετά από μια τρομοκρατική επίθεση από ακροδεξιούς στην Εθνική Αγροτική Τράπεζα (Banca Nazionale dell'Agricoltura) στο Μιλάνο. Το Φενταγίν (1971 ήταν ένα θεατρικό έργο για την ασταθή κατάσταση στα παλαιστινιακά εδάφη και οι ηθοποιοί αποτελούνταν από πραγματικά στελέχη της PLO. Από το 1971 ως το 1985, η θεατρική ομάδα δώρισε μέρος των εισπράξεών της για την υποστήριξη απεργιών του ιταλικών συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Το 1973 η ομάδα μετακομίζει στο Σινεμά Ροσίνι στο Μιλάνο. Όταν ο Φο άσκησε κριτική στην αστυνομία σε ένα από τα έργα του, ακολούθησαν αστυνομικές επιδρομές και η λογοκρισία αυξήθηκε. Στις 8 Μαρτίου, μια νεοφασιστική ομάδα απήγαγε τη Φράνκα Ράμε, βασανίζοντάς την και βιάζοντας την. Η Ράμε επέστρεψε στη σκηνή μετά από δύο μήνες με νέους αντιφασιστικούς μονολόγους.

Αργότερα τον ίδιο χρόνο, η ομάδα κατέλαβε ένα εγκαταλελειμμένο εμπορικό κτίριο στο κέντρο του Μιλάνο και το ονόμασε Παλατάκι Liberty (Ελευθερία) (Palazzina Liberty). Άνοιξαν το Σεπτέμβρη με το Λαϊκός Πόλεμος στη Χιλή (Guerra di popolo in Cile), ένα έργο για μια εξέγερση ενάντια στην χιλιανή στρατοκρατική κυβέρνηση. Γράφτηκε μετά το θάνατο του Σαλβαντόρ Αλιέντε. Ο Φο συνελήφθη όταν προσπάθησε να αποτρέψει την αστυνομία να σταματήσει την παράσταση. Το έργο του Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω! 1974 ήταν μια φάρσα για το κίνημα αυτοδιαχείρισης όπου γυναίκες (και άντρες) έπαιρναν ότι ήθελαν από την αγορά, πληρώνοντας μόνο ότι μπορούσαν. Το 1975 έγραψε το Φανφάνι ράπιτο (Fanfani rapito) προς υποστήριξη ενός δημοψηφίσματος υπέρ της νομιμοποίησης της έκτρωσης. Τον ίδιο χρόνο αυτός και η Ράμε επισκέφτηκαν την Κίνα. Το 1975 ο Φο προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ για πρώτη φορά.

Το 1976 ο νέος διευθυντής της RAI προσκαλεί το Φο να κάνει ένα καινούριο πρόγραμμα, Το Θέατρο του Ντάριο (Il Teatro di Dario). Εντούτοις, όταν η δεύτερη έκδοση του Μίστερο Μπούφο παρουσιάζεται στην τηλεόραση το 1977, το Βατικανό το θεωρεί "βλάσφημο" και οι Ιταλοί ακροδεξιοί άρχισαν να γκρινιάζουν ξανά. Παρ' όλα αυτά, η Φράνκα Ράμε, έλαβε το βραβείο IDI σαν η καλύτερη τηλεοπτική ηθοποιός.

Το 1978 ο Φο κάνει την τρίτη έκδοση του Μίστερο Μπούφο. Ξαναγράφει και σκηνοθετεί το Η Ιστορία ενός Στρατιώτη (La storia di un soldato), βασισμένο σε μια όπερα του Στραβίνσκι. Αργότερα διασκευάζει, επίσης, όπερες του Ροσίνι. Γράφει κι ένα έργο για το θάνατο του Άλντο Μόρο, το οποίο ποτέ δεν παίχτηκε δημόσια.
Οι δεκαετίες '80 και '90 και το βραβείο Νόμπελ

Το 1980 ο Φο και η οικογένεια του βρίσκουν ένα νέο καταφύγιο, το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Αλκατράζ (Libera Universita di Alcatraz), στους λόφους κοντά στο Γκούμπιο και την Περούτζια. Αγόρασαν την κοιλάδα κομμάτι-κομμάτι. Το "καταφύγιο", επί του παρόντος, το διαχειρίζεται ο Τζάκοπο Φο.

Το 1981 το America Repertory Theater του Κέιμπριτζ προσκάλεσε τον Φο να πάρει μέρος στο Φεστιβάλ Ιταλικού Θεάτρου στη Νέα Υόρκη. Το υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑ αρχικά αρνήθηκε να του παραχωρήσει βίζα αλλά αργότερα, το 1984, συμφώνησε να του δώσει μία για 6 μέρες μετά από διαμαρτυρίες Αμερικανών συγγραφέων. Το 1985 τους παραχωρήθηκε ακόμη μία και έπαιξαν στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, στο θέατρο του πανεπιστημίου του Νιού Χέιβεν, στο Κέντρο του Κένεντι στην Ουάσινγκτον, στο Θέατρο των Εθνών στη Βαλτιμόρη και στο θέατρο Τζόυς της Νέας Υόρκης.

Το 1989 έγραψε Γράμμα απ' την Κίνα (Lettera dalla Cina) σε διαμαρτυρία για τη σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν. Τον ίδιο χρόνο ήταν ο πρώτος Ιταλός που σκηνοθέτησε στην Κομεντί Φρανσέζ (Comedie Francaise).

Το 1981 πήρε το βραβείο Σόννινγκ απ' το πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, το 1985 το βραβείο Premio Eduardo, το 1986 το βραβείο Όμπι στην Νέα Υόρκη και το 1987 το βραβείο Agro Dolce. Στις 9 Οκτωβρίου του 1997 τού απενεμήθη το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.

Στις 17 Ιουλίου του 1995, ο Φο έπαθε ένα εγκεφαλικό επεισόδιο και έχασε σχεδόν όλη την όρασή του. Η Ράμε τον αντικατέστησε στις παραγωγές για ένα διάστημα. Ο Φο ανένηψε σε ένα χρόνο.

Στα έργα του έχει ασκήσει κριτική, μεταξύ των άλλων, στην πολιτική της Καθολικής εκκλησίας για τις αμβλώσεις, τις πολιτικές δολοφονίες, το οργανωμένο έγκλημα, την πολιτική διαφθορά και το Μεσανατολικό. Τα έργα του συχνά βασίζονται στον αυτοσχεδιασμό, στο ύφος της commedia dell'arte. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες.

Το 2006, ο Φο έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να εκλεγεί δήμαρχος του Μιλάνο, την πιο σημαντική, οικονομικά πόλη της Ιταλίας. Ο Φο, που πήρε πάνω απ' το 20% των ψήφων, υποστηριζόταν από την Κομμουνιστική Επανίδρυση.

http://el.wikipedia.org/wiki/Ντάριο_Φο

Ελ Γκρέκο: Ο Ευαγγελισμός 1570-1575

Ελ Γκρέκο, Ο Ευαγγελισμός (1596-1600) Μουσείο Πράδο Μαδριτη
 
Ελ Γκρέκο: Ο Ευαγγελισμός 1570-1575,Museo del Prado, Μαδρίτη

Με την λέξη Ευαγγελισμός αναφερόμαστε στην χαρμόσυνη είδηση για τον Χριστιανισμό, της γέννησης του Ιησού Χριστού, που δόθηκε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ προς την Μαριάμ. Επίσης, με τον ίδιο όρο αναφερόμαστε στην εκκλησιαστική θεομητορική εορτή που τελείται την 25η Μαρτίου προς ανάμνηση του γεγονότος αυτού.

Ευαγγελισμός σημαίνει αναγγελία χαρμόσυνης είδησης και ετυμολογικά προέρχεται από το ευάγγελος (=ευ+άγγελος < αγγέλω) μια πολύ παλαιότερη ελληνική λέξη (Οδύσσεια, ξ 152-153: ως νείται Οδυσσεύς ευαγγέλιον δε μοι έστω ...}

Σήμερα... 24/3 ...

 Προεόρτια του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, 

Ιερομάρτυρος Αρτέμονος επισκόπου Σελευκείας 

της Πισιδίας