Γειά σας ! ο τίτλος κατ ευφημισμόν ... παντού τα πάντα ... αλλά προσπαθούμε για το καλλίτερο ... ελπίζω να βρείτε ενδιαφέρον εδώ ... Σας ευχαριστώ!
Σελίδες
Σάββατο, Απριλίου 17, 2021
Τάκης Βαρβιτσιώτης (17 Απριλίου 1916 - 1 Φεβρουαρίου 2011)
Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης (17 Απριλίου 1916 - 1 Φεβρουαρίου 2011) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ήταν «βαθύς γνώστης της λυρικής τέχνης[...], ποιητής Ευρωπαίος, που του αξίζει ο έπαινος όχι μόνο της ιδιαίτερης του πατρίδας αλλά των καλλιεργημένων ανθρώπων όλου του κόσμου», σύμφωνα με τον Οδυσσέα Ελύτη.
Γεννήθηκε 17 Απριλίου 1916 στη Θεσσαλονίκη, όπου και διέμενε από τότε. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το 1940 διορίστηκε δικηγόρος, έμεινε όμως αφιερωμένος αποκλειστικά στην ποίηση.
Απεβίωσε την 1η Φεβρουαρίου 2011.
Το έργο του
Στα γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1936 από το περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες, ενώ οι περισσότερο συγκροτημένες εμφανίσεις του έγιναν μια δεκαετία αργότερα με την έκδοση του περιοδικού Κοχλίας. Το 1949 εκδίδει την πρώτη ποιητική συλλογή του, «Φύλλα ύπνου». Ακολούθησαν τα έργα:
- Φύλλα ύπνου (1949)
- Επιτάφιος (1951). Έργο που θα μελοποιήσει ο Μάνος Χατζιδάκις.
- Το χειμερινό ηλιοστάσιο (1955)
- Ξύλινο άλογο (1955)
- Αλφαβητάριο (1955)
- Η γέννηση των πηγών (1959) (Βραβείο Ποιήσεως των Δώδεκα)
- Το πέπλο και το χαμόγελο (1963)
- Η μεταμόρφωση (1971)
- Η φθινοπωρινή σουίτα (1975)
- Ταπεινός αίνος προς την Παρθένο Μαρία (1977) ( Βραβείο Ποιήσεως της Ακαδημίας Αθηνών)
- Η Άννα της απουσίας (1979)
- Ενωμένα χέρια (1980)
- Σύνοψη, ποιήματα, (τόμος Α΄) (1980)
- Σύνοψη, ποιήματα, (τόμος Β΄),(1981)
- Καλειδοσκόπιο (1983)
- Η ατραπός (1984) (Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης)
- Fragmenta ή Η βλάστηση των ορυκτών (1985)
- Δέκα ποιήματα της οργής και του χρέους (1986)
- Ακόμα ένα καλοκαίρι (1987)
- Σύνοψη, ποιήματα, (τόμος Γ΄) (1988)
- Η θαυμαστή αλιεία, Παγκόσμιο Βραβείο Ποίησης Fernando Rielo στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, Νέα Υόρκη, 1988.
- Νήματα της Παρθένου (1997)
- Όχι πια δάκρυα (1998)
- Τα δώρα των μάγων (1999)
- Άτριον (2000)
- Μικρά ερωτικά εγκώμια (2002)
- Το χιόνι πάντα μένει (2002)
Επίσης ο Τάκης Βαρβιτσιώτης είχε εκδώσει κριτικά δοκίμια για το έργο του Γιώργου Σαραντάρη και του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα:
- Ποίηση και ποιητικά θέματα του Γιώργου Σαραντάρη (1958)
- Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ένας περιπαθής του ενστίκτου (1964)
Μετέφρασε πολλούς Γάλλους, Ισπανούς και Νοτιοαμερικανούς ποιητές. Τελευταία το σύνολο του ποιητικού του έργου είχε κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
Κωνσταντίνος Καβάφης (Αλεξάνδρεια, 29 Απριλίου 1863)
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης (Αλεξάνδρεια, 29 Απριλίου 1863)ήταν Έλληνας ποιητής ο οποίος θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της σύγχρονης εποχής.Γεννήθηκε και έζησε στην Αλεξάνδρεια, γι' αυτό και αναφέρεται συχνά ως «ο Αλεξανδρινός».Δημοσίευσε ποιήματα, ενώ δεκάδες παρέμειναν ως προσχέδια. Τα σημαντικότερα έργα του τα δημιούργησε μετά τα 40 έτη.
Οικογενειακή καταγωγή
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1863 στην Αλεξάνδρεια, όπου οι γονείς του, εγκαταστάθηκαν εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη το 1850 Ήταν το ένατο παιδί του Πέτρου - Ιωάννη Καβάφη (1814-1870), μεγαλέμπορου βαμβακιού, και της Xαρίκλειας Φωτιάδη, που ανήκε σε παλιά φαναριώτικη οικογένεια μεγαλεμπόρων και κοινοτικών επιτρόπων της Κωνσταντινούπολης. Και τα δυο αυτά στοιχεία, η εμπορική ιδιότητα του πατέρα και η αρχοντιά της μητέρας συντέλεσαν σημαντικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ποιητή.
Στην Αίγυπτο
Η οικογένεια Καβάφη νοικιάζει μεγάλη οικία που ανήκει στο Στέφανο Ζηζίνια κοντά στον Ανατολικό Λιμένα και πάνω στην Πλατεία των Προξένων κατοπινή Μωχάμετ Άλυ. Ο Πέτρος Καβάφης εισάγει υφάσματα από το Μάντσεστερ ενώ ίσως έκανε εξαγωγή σιτηρών, μπαμπακιού, και ακατέργαστων βουβαλοδερμάτων. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης επίσης, εργάστηκε για 30 χρόνια στην εταιρία άρδευσης της Αιγύπτου. Μίνια της Άνω Αιγύπτου ιδρύει κλάδο της επιχείρησής του όπου αξιοποιεί τα σιτηρά της περιοχής. Κατά την παραμονή στην Αίγυπτο η οικογένεια αποκτά και άλλα παιδιά. Το 1851 γεννιέται ο δεύτερος γιος ο Πέτρος Ιωάννης, το 1853 ο Αριστείδης, το 1855 η Ελένη, η μόνη κόρη της οικογένειας, η οποία πεθαίνει οκτώ μηνών. Ακολουθούν ο Αλέξανδρος, ο Παύλος που πεθαίνει έντεκα μηνών, στα 1860 άλλο αγόρι το οποίο επίσης θα ονομάσουν Παύλο, στα 1861 ο Τζων, και στα 1863 ο Κωνσταντίνος.Στα 1860 μετακομίζουν στην οδό Σερίφ στον αριστοκρατικό δρόμο των βαμβακάδων. Το βιωτικό επίπεδο της οικογένειας είναι υψηλό: «Εζούσεν ο Πέτρος Ιωάννου Καβάφης μεγάλα[...] Τα έπιπλά του, τ' αμάξια, τ'ασημικά, τα υαλικά ήσαν με λούσο σπάνιο τότε μεταξύ των Γραικών». Για τον Τσίρκα ο εμπορικός οίκος Καβάφη μεταξύ 1864 και 1870 ήταν μέσα στους τέσσερις-πέντε πρώτους σε κύκλο εργασιών.Το 1869 ο Πέτρος Ι. Καβάφης παρασημοφορείται με το Μετζιδιέ 3ης Τάξεως για τη συμβολή στην ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας.Στις 10 Αυγούστου 1870 πεθαίνει ο πατέρας του ποιητή σε ηλικία πενήντα έξι ετών. Στην Αλεξάνδρεια ο Kαβάφης διδάχτηκε Αγγλικά, Γαλλικά και Ελληνικά με οικοδιδάσκαλο και συμπλήρωσε τη μόρφωσή του για ένα-δύο χρόνια στο Ελληνικό Εκπαιδευτήριο της Αλεξάνδρειας.Τα μοναδικά σαλιγκάρια της Κούβας
Τα μοναδικά σαλιγκάρια της Κούβας
Καθένα με διαφορετικό συνδυασμό χρωμάτων
Η επεισοδιακή εμφάνιση των Rolling Stones στην Αθήνα
Τον Ιανουάριο του 1967 ο Μικ Τζάγκερ και η παρέα τους κυκλοφόρησαν το νέο τους άλμπουμ Between the Buttons, που σημείωσε μεγάλη επιτυχία, με τραγούδια, όπως τα Let’s Spend The Night Together και Ruby Tuesday. Για την άνοιξη είχαν προγραμματίσει η περιοδεία στην Ευρώπη, εν μέσω της σοβούσας διαμάχης του Μικ Τζάγκερ και του Μπράιαν Τζόουνς, των δύο ηγετικών μορφών του συγκροτήματος.
Στα νότια της Ευρώπης, η Ελλάδα βρισκόταν σε μια δύσκολη καμπή της ιστορίας της. Με εμφανείς ακόμη τις πληγές της «Αποστασίας» βάδιζε ολοταχώς για εκλογές, έχοντας στο τιμόνι της την κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. υπό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Οι εκλογές ήταν προγραμματισμένες για τις 28 Μαΐου και αναμενόταν να εξελιχθούν σε ένα θρίαμβο της Ενώσεως Κέντρου και του Ανδρέα Παπανδρέου, ηγετικού στελέχους του κόμματος εκείνη την περίοδο. Η κατάσταση ήταν τεταμένη. Το Παλάτι και η Δεξιά δεν απέκλειαν κάποιας μορφής συνταγματική εκτροπή, με την επιβολή μιας βραχυχρόνιας δικτατορίας. Δεν είχαν υπολογίσει τους Συνταγματάρχες!
Η αναγγελία της συναυλίας
Στις 22 Μαρτίου κυκλοφορεί το 77ο τεύχος του μουσικού περιοδικού Μοντέρνοι Ρυθμοί με μια είδηση βόμβα: «Δεν είναι ούτε πρωταπριλιάτικο ψέμα, ούτε διαφημιστικό κόλπο. Οι Ρόλινγκ Στόουνς έρχονται». Η συμφωνία είχε κλείσει προ οκταημέρου μεταξύ του δημοσιογράφου και ατζέντη Νίκου Μαστοράκη και του μάνατζερ του συγκροτήματος Ντέβιντ Απς.
Η συναυλία ορίστηκε για τις 17 Απριλίου στην Αθήνα και θα έκλεινε την ευρωπαϊκή περιοδεία των Rolling Stones, η οποία θα άνοιγε στις 25 Μαρτίου στη Στοκχόλμη. Ως χώρος διεξαγωγής επιλέχτηκε το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και τα εισιτήρια κόστιζαν από 60 έως 120 δραχμές, αρκετά «αλμυρά» για το νεαρόκοσμο της εποχής. Υπήρχαν και λίγα εισιτήρια των 500 δραχμών, ακριβώς μπροστά από την εξέδρα. Οι αφίσες που κυκλοφόρησαν ανάφεραν ότι «το ρεσιτάλ είναι υπό την αιγίδα του δημάρχου Αθηναίων κ. Γεωργίου Πλυτά και οι εισπράξεις του θα διατεθούν για φιλανθρωπικό σκοπό».
Την Κυριακή 16 Απριλίου κυκλοφόρησε η φήμη ότι οι Στόουνς αναμένονται στην Αθήνα. Εκατοντάδες νεαροί πολιόρκησαν το αεροδρόμιο του Ελληνικού για να τους υποδεχθούν και να τους δουν από κοντά. Σημειώθηκαν μικροσυγκρούσεις με την αστυνομία, η οποία έκανε χρήση γκλομπ για να τους απομακρύνει. Αντί για τα μέλη του συγκροτήματος, είχαν έλθει οι τεχνικοί, οι οποίοι δεν έχασαν την ευκαιρία να μοιράσουν αυτόγραφα σε κάποιους αδαείς συγκεντρωμένους, που τους πέρασαν για τους Στόουνς.
Η άφιξη και η συνέντευξη Τύπου
Οι Rolling Stones ήλθαν ανήμερα της συναυλίας με πτήση της Ολυμπιακής Αεροπορίας και κατέλυσαν στο «Χίλτον». Τους δημοσιογράφους, που βρέθηκαν στο αεροδρόμιο, εντυπωσίασε η πανέμορφη σύζυγος του πιο άσχημου από το συγκρότημα, του μπασίστα Μπιλ Γουάιμαν. Ήταν Δευτέρα στην Αθήνα και ο ήλιος διαδεχόταν τα σύννεφα και τη βροχή.
Νωρίς το απόγευμα, τα μέλη του συγκροτήματος -πλην του Μπράιαν Τζόουνς που κοιμόταν- έδωσαν την καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου. «Τι γνωρίζετε για το Σέξπιρ;», ρώτησε ένας δημοσιογράφος. «Και σεις τι γνωρίζετε για τον Όμηρο;» απάντησε με ερώτηση ο Μικ Τζάγκερ, ο μόνος ομιλητικός της παρέας.
Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή:
– «Ποια είναι η γνώμη σας για τη μουσική σας;».
– «Τα τραγούδια μας εκφράζουν την εποχή μας. Δεν είμαστε υστερικοί, όπως πιστεύεται, αλλά οι μεγαλύτεροι δεν μπορούν να μας καταλάβουν.»
– «Τι πιστεύετε για τους Μπιτλς;»
– «Τους αγαπάμε πάρα πολύ.»
– «Πως περνάτε τις ελεύθερες ώρες σας;»
– «Με κορίτσια.»
– «Είστε αγαπημένοι μεταξύ σας;»
– «Ναι, και η απόδειξη είναι ότι κοιμόμαστε μαζί στο ίδιο κρεβάτι.»
– «Αλλά ο Μπιλ Γουάιμαν είναι παντρεμένος. Τι έχει να πει επ' αυτού η γυναίκα του;» αντέτεινε ο ο δημοσιογράφος.
– «Κοιμάται μαζί μας» απάντησε ο Τζάγκερ.
Η συναυλία
Περίπου την ώρα της συνέντευξης τύπου των Στόουνς, οι πρώτοι θεατές άρχιζαν να μπαίνουν στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Γύρω στις 7 το βράδυ, στις εξέδρες της «Λεωφόρου» βρίσκονταν γύρω στα 8.000 άτομα. Η εξέδρα ήταν στημένη στη σέντρα του γηπέδου και μέσα στον αγωνιστικό χώρο επιτρεπόταν η είσοδος στους λίγους που είχαν να πληρώσουν το πανάκριβο εισιτήριο των 500 δραχμών. Το γήπεδο ήταν ζωσμένο από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις.
Σε λίγη ώρα άρχισε το πρώτο μέρος του προγράμματος, με ελληνικά συγκροτήματα και καλλιτέχνες. Εμφανίστηκαν κατά σειρά οι Loubogg, MGC, Idols, Τάσος Παπασταμάτης, Δάκης και We Five. Στις 9:30 μ.μ. οι Στόουνς ανέβηκαν στη σκηνή και άρχισαν τη συναυλία τους με το Last Time. Οι θεατές ξεπερνούσαν τους 10.000 και οι αστυνομικοί έκαναν αισθητή την παρουσία τους μέσα στον αγωνιστικό χώρο και γύρω από τη σκηνή, έχοντας σαφείς εντολές να συλλαμβάνουν όποιον παρεκτρεπόταν, τουτέστιν, όποιος απλώς σηκωνόταν από τη θέση του για να χορέψει ή να χειροκροτήσει με ενθουσιασμό.
Οι Στόουνς συνεχίζουν τη συναυλία τους με τα τραγούδια Lady Jane, 19th Nervous Breakdown, Ruby Tuesday και Let’s spend the night together. Λίγο πριν αρχίσουν να παίζουν το Satisfaction, ο Τζάγκερ είχε την έμπνευση να ράνει τους θεατές με κόκκινα γαρύφαλλα. Δεν μπόρεσε ο ίδιος να φθάσει στην εξέδρα και ανέθεσε τη δουλειά στον μάνατζερ της περιοδείας τους, Τομ Κέιλοκ, ο οποίος είχε μπαταρισμένο το ένα χέρι του, καθώς τρεις μέρες νωρίτερα είχε τραυματισθεί, προσπαθώντας να προστατεύσει τον Τζάγκερ από την επίθεση ενός θεατή στη συναυλία της Ζυρίχης.
Η πράξη θεωρήθηκε επαναστατική από την Αστυνομία και αμέσως έξι άνδρες της έπεσαν πάνω στον δυστυχή Κέιλοκ και τον έσπασαν στο ξύλο. Οι υπεύθυνοι του γηπέδου, με διαταγή της Αστυνομίας, κατέβασαν τον γενικό και η συναυλία τερματίσθηκε άδοξα μέσα σε πυκνό σκοτάδι. Τα μέλη των Rolling Stones φυγαδεύτηκαν στο ξενοδοχείο, μη μπορώντας να καταλάβουν τι συνέβη. Αγανακτισμένοι θεατές συγκρούστηκαν με την αστυνομία και συγκρότησαν διαδήλωση, η οποία κατέληξε μπροστά από το «Χίλτον». Την ατμόσφαιρα δονούσε το σύνθημα: «Τσιλιχρήστο (σ.σ. ο τότε διευθυντής της Αστυνομίας) παραιτήσου!».
Την επόμενη μέρα
Η επομένη της συναυλίας ήταν η ημέρα της αναχώρησης για τα μέλη του συγκροτήματος, που υποβλήθηκαν σε εξαντλητικούς ελέγχους στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Ο Μικ Τζάγκερ πέταξε για το Λονδίνο, ο Μπράιαν Τζόουνς για το Μόναχο, προκειμένου να παρακολουθήσει την πρεμιέρα της ταινίας του Φόλκερ Σλέντορφ Mord und Totschlag (A Degree of Murder, ο αγγλικός τίτλος), της οποίας είχε γράψει τη μουσική. Ο Κιθ Ρίτσαρντς έχασε το αεροπλάνο για το Λονδίνο και πέταξε για το Μόναχο με τον Τζόουνς, ενώ η οικογένεια Γουάιμαν παρέμεινε στην Αθήνα για ολιγοήμερες διακοπές. Για κακή της τύχη, η ημέρα της αναχώρησης συνέπεσε με την εκδήλωση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου. Το αεροδρόμιο ήταν κλειστό και η οικογένεια Γουάιμαν αναγκάστηκε να μείνει στην Αθήνα μέχρι τις 23 Απριλίου, οπότε πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το Λονδίνο.
https://www.zougla.gr/
Πίτα του βοσκού με κιμά κ λαχανικά
Νίκος Παπάζογλου (Θεσσαλονίκη, 20 Μαρτίου 1948 - 17 Απριλίου 2011)
Η ζωή του
Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 20 Μαρτίου 1948. Η μητέρα του είχε θρακική καταγωγή από τους Νέους Επιβάτες Θεσσαλονίκης και ο πατέρας του Μικρασιάτης από την Κορμίστα Σερρών.
Ξεκίνησε την καριέρα του τη δεκαετία του 1960 περνώντας από τους Olympians και τους Zealot. Το 1975 τραγουδούσε στη "Ρέμβη", μια κοσμική ταβέρνα της Θεσσαλονίκης, όπου είχε σχηματίσει ορχήστρα, κι ο Παπάζογλου τραγουδούσε μέχρι τις 12 τη νύχτα τραγούδια για χορό. Τα πρώτα του τραγούδια, τα Είναι Αργά και Γαλάζια Θάλασσα, τα τραγούδησε ο Πασχάλης. Αργότερα, και για πολλά χρόνια, ο Παπάζογλου συνεργάστηκε με τους Διονύση Σαββόπουλο, Μανώλη Ρασούλη και Νίκο Ξυδάκη. Έγινε ευρέως γνωστός με το δίσκο του Μανώλη Ρασούλη, Η εκδίκηση της γυφτιάς. Από την παραγωγή αυτή του Σαββόπουλου, μαθαίνουμε ότι το παρατσούκλι του ήταν «push-pull», λόγω των τεχνικών του γνώσεων. Χαρακτηριστικό του Παπάζογλου ήταν το κόκκινο φουλάρι που φορούσε στο λαιμό σε όλες του τις εμφανίσεις.
Τραγούδια του τραγούδησαν πολλοί μεγάλοι Έλληνες τραγουδιστές και επίσης στήριξε αρκετούς καλλιτέχνες και συγκροτήματα στα πρώτα τους βήματα μέσα από το στούντιό του, το Αγροτικόν, στη Θεσσαλονίκη. Ο Νίκος Παπάζογλου συμμετείχε σε πολλούς δίσκους που δημιουργήθηκαν σε αυτό το στούντιο, ως παραγωγός, ηχολήπτης, ενορχηστρωτής και μουσικός.
Το 1993 διαμόρφωσε το πατρικό σπίτι της μητέρας του, στην παραλία των Νέων Επιβατών, σε μπαρ με το όνομα "Bahçe çiflik", το οποίο λειτούργησε o ίδιος μέχρι περίπου το 2003.
Πέθανε από καρκίνο στις 17 Απριλίου 2011, λίγο καιρό μετά το θάνατο του συνεργάτη του, Μανώλη Ρασούλη.
Δημήτρης Μητροπάνος (Τρίκαλα, 2 Απριλίου 1948 – Μαρούσι Αττικής, 17 Απριλίου 2012)
Ο Δημήτρης Μητροπάνος (Τρίκαλα, 2 Απριλίου 1948 – Μαρούσι Αττικής, 17 Απριλίου 2012) ήταν Έλληνας τραγουδιστής. Ερμήνευσε χαρακτηριστικά τραγούδια σπουδαίων στιχουργών και συνθετών. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους και σημαντικότερους Έλληνες τραγουδιστές όλων των εποχών.
Πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στην Αγία Μονή, μια συνοικία των Τρικάλων -από την οποία καταγόταν η μητέρα του- στις 2 Απριλίου του 1948. Μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του, τον οποίο γνώρισε στα 29 του χρόνια. Μέχρι τα 16 του νόμιζε πως είχε σκοτωθεί στον Εμφύλιο Πόλεμο, όταν ήρθε ένα γράμμα το οποίο έλεγε πως ζει στην Ρουμανία. Ο πατέρας του καταγόταν από ένα χωριό της Καρδίτσας, το Καππά. Από μικρός δούλευε τα καλοκαίρια για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του. Πρώτα ως σερβιτόρος στην ταβέρνα του θείου του και ύστερα στις κορδέλες κοπής ξύλων. Μετά την τρίτη γυμνασίου, το 1964, μετέβη στην Αθήνα να ζήσει με τον θείο του στην οδό Αχαρνών. Προτού τελειώσει το γυμνάσιο, άρχισε να εργάζεται ως τραγουδιστής. Χαρακτηριστικά τον φώναζαν από μικρό "βλαχάκι", λόγω και της καταγωγής του από την Θεσσαλία.
Παράλληλα, οργανώθηκε στη Νεολαία των Λαμπράκηδων, καθώς είχε ήδη πολιτικοποιηθεί από νωρίς, δεχόμενος μάλιστα απειλές ότι δε θα τον άφηναν να σπουδάσει λόγω των αριστερών του καταβολών.
Επαγγελματική σταδιοδρομία
Στην ίδια ηλικία, έπειτα από παρότρυνση του Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον οποίο γνώρισε σε μία συγκέντρωση της εταιρίας του θείου του στην οποία τραγούδησε, επισκέφτηκε την «Κολούμπια». Εκεί ο Τάκης Λαμπρόπουλος του γνώρισε τον Γιώργο Ζαμπέτα, δίπλα στον οποίο θα δουλέψει στα «Ξημερώματα». Τον Ζαμπέτα τον μνημονεύει ως μεγάλο του δάσκαλο και δεύτερο πατέρα. Όπως έχει δηλώσει, «ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα»[εκκρεμεί παραπομπή]. Το 1966 ο Μητροπάνος συναντάται, τυχαία, για πρώτη φόρα με τον Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεύει, στη θέση άλλου καλλιτέχνη που τότε ασθενούσε, μέρη από τη «Ρωμιοσύνη» και το «Άξιον Εστί» σε μια σειρά συναυλιών στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Το 1967, ο Μητροπάνος ηχογραφεί τον πρώτο του 45άρη δίσκο, με το τραγούδι «Θεσσαλονίκη». Είχε προηγηθεί η ηχογράφηση του τραγουδιού «Χαμένη Πασχαλιά»,(Κουμπής μουσική - Ιατρόπουλος στίχοι) το οποίο όμως λογοκρίθηκε από τη Χούντα και δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Σημαντική ήταν η συνεργασία του με τη δισκογραφική εταιρεία ΜΙΝΟΣ-ΕΜΙ, με την οποία έκανε μια δεύτερη μεγάλη καριέρα.
Στην πορεία που χάραξε στο δρόμο του λαϊκού έντεχνου, το 1972 υπήρξε ένας σημαντικός σταθμός: ο συνθέτης Δήμος Μούτσης και ο ποιητής-στιχουργός Μάνος Ελευθερίου κυκλοφορούν τον «Άγιο Φεβρουάριο», με ερμηνευτές τον Μητροπάνο και την Πετρή Σαλπέα, σηματοδοτώντας ένα σταθμό στην ελληνική μουσική. Τον Ιούλιο του 1999, ο Μητροπάνος και ο Μούτσης θα ξαναβρεθούν επί σκηνής στο Ηρώδειο με την Δήμητρα Γαλάνη και την σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου για δυο μουσικές βραδιές στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι συναυλίες αυτές ηχογραφούνται ζωντανά και κυκλοφορούν σε διπλό CD δύο μήνες αργότερα. Ακολουθούν «Ο Δρόμος για τα Κύθηρα» του Γιώργου Κατσαρού και «Τα Συναξάρια» του Γιώργου Χατζηνάσιου, έργα υψηλής ποιότητας αλλά και μεγάλης απήχησης στην ελληνική κοινωνία.
Στη μακρόχρονη πορεία του στο ελληνικό τραγούδι, ο Δημήτρης Μητροπάνος συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού αλλά και του έντεχνου τραγουδιού. Γιώργος Ζαμπέτας, Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος Μούτσης, Απόστολος Καλδάρας, Λάκης Παπαδόπουλος, Μάριος Τόκας, Σπύρος Παπαβασιλείου, Τάκης Μουσαφίρης («Εμείς Οι Δυο» κ.α.), Χρήστος Νικολόπουλος («Πάρε Αποφάσεις» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου), Γιάννης Σπανός («Ο Μητροπάνος τραγουδάει Σπανό») ήταν οι συνθέτες με τους οποίους συνδέθηκε επαγγελματικά, χτίζοντας μια καριέρα συνυφασμένη με την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Η συμμετοχή του σε δίσκους των Λάκη Παπαδόπουλου (με το τραγούδι «Για Να Σ' Εκδικηθώ») και Νίκου Πορτοκάλογλου («Κλείνω Κι Έρχομαι») αναδεικνύουν εκείνη την εποχή την ευρεία γκάμα της ερμηνείας του και προαναγγέλλουν μια στροφή στον τρόπο ερμηνείας του, που θα οδηγήσει σε μια σειρά από δίσκους που άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την έννοια του καλού σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού. Οι συνεργασίες με τον Μάριο Τόκα και το Φίλιππο Γράψα («Η Εθνική Μας Μοναξιά» το 1992 και «Παρέα Μ' Έναν Ήλιο» το 1994) συνδυάζουν τη λαϊκή υφή και συναίσθημα με τη πιο βαθιά έννοια στίχων και τη χρησιμοποίηση λέξεων πιο επιτηδευμένων. Παράλληλα, η απήχηση των τραγουδιών στην κοινωνία και η εμπορική επιτυχία αναδεικνύουν αυτές τις δημιουργίες ως εργαλεία αλλά και συμπτώματα της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας. Από το 1992 και μετά την συνεργασία του με τον Μάριο Τόκα ο Μητροπάνος καθιερώνεται στο Πάνθεον των Ελλήνων τραγουδιστών.
Η πολύ σημαντική συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο το 1996, στον δίσκο «Στου Αιώνα Την Παράγκα», σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Λίνας Νικολακοπούλου και Γιώργου Κακουλίδη, αποτελεί στροφή του ερμηνευτή σε ακόμα πιο «έντεχνες» διαδρομές, διατηρώντας και πάλι την ταυτότητα του λαϊκού. Μετά το 1996 και την πιο επιτυχημένη του συνεργασία στην Ελληνική Δισκογραφία, ο Μητροπάνος αναγνωρίζεται ως η Εθνική Φωνή της Ελλάδας!
Ο Μητροπάνος συνεχίζει στα ίδια μονοπάτια, με τραγούδια των Μικρούτσικου, Κορακάκη, Μουκίδη, Παπαδημητρίου κ.α. στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 2000. Από τις τελευταίες δουλειές του Θεσσαλού αοιδού, ξεχωρίζει το «Πες Μου Τ' Αληθινά Σου» σε μουσική Στέφανου Κορκολή και στίχους Ελεάνας Βραχάλη και Νίκου Μωραΐτη, αλλά και η ζωντανή ηχογράφηση «Υπάρχει Και Το Ζεϊμπέκικο», από το πρόγραμμα - ωδή στον εθνικό χορό της Ελλάδας, μαζί με τους Θέμη Αδαμαντίδη και Δημήτρη Μπάση, καθώς επίσης και ο δίσκος «Στη Διαπασών», ο οποίος περιέχει 12 λαϊκά τραγούδια και μια μπαλάντα. Από τα τραγούδια του δίσκου ξεχωρίζει το τραγούδι «Η Εκδρομή» του Γιάννη Μηλιώκα, το οποίο γράφτηκε για την επιστροφή του ερμηνευτή στη δισκογραφία μετά από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Τελευταίες δισκογραφικές δουλειές του Δημήτρη Μητροπάνου, ήταν η ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας του στο Ηρώδειο (Σεπτέμβριος 2009), αποτελούμενη από 2 CD με τον τίτλο «Τα Τραγούδια Της Ζωής Μου», και ο δίσκος «Εδώ Είμαστε» με τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη σε στίχους του ίδιου, της Λίνας Νικολακοπούλου, του Μάνου Ελευθερίου, του Λάκη Λαζόπουλου και ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά.
Τον Ιούνιο του 2012 κυκλοφορεί το άλμπουμ-αφιέρωμα στο συνθέτη Μάριο Τόκα με τίτλο «Ήλιος Κόκκινος», στο οποίο συμμετέχει μεταξύ άλλων ο Δημήτρης Μητροπάνος με τρία τραγούδια («Της Μοναξιάς Οι Σκλάβοι», «Γράψε Μου Κάτι», «Υπάρχουν Κάτι Μελωδίες»). Τα τραγούδια αυτά σε μουσική του Τόκα είναι και τα τελευταία που ηχογράφησε ο Δημήτρης Μητροπάνος και μάλιστα λίγες μέρες πριν το θάνατό του. Μεγάλες, διαχρονικές του επιτυχίες ήταν τα τραγούδια «Σ' Αναζητώ Στη Σαλονίκη», «Πάντα Γελαστοί», «Ρόζα», «Τα Λαδάδικα». Υπήρξε φίλαθλος του ΟΣΦΠ, διατηρώντας άριστες σχέσεις με τους φιλάθλους όλων των ομάδων.
Σε όλα τα χρόνια της μεγάλης του πορείας στο Ελληνικό τραγούδι ο κορυφαίος τραγουδιστής πραγματοποίησε πολυάριθμες περιοδείες στις ΗΠΑ, σε χώρες της Ασίας, στη Νότιο Αφρική, τη Σουηδία, την Γερμανία, τη Ρωσία και σε πολλές ακόμα χώρες, με μεγάλη επιτυχία. Μεγαλύτερος του θαυμαστής ο Θανάσης Χατζής.
Θάνατος
Στις 17 Απριλίου του 2012, ο Δημήτρης Μητροπάνος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Υγεία με οξύ διαρροϊκό σύνδρομο και εμετούς. Εκεί εμφάνισε πνευμονικό οίδημα και μεταφέρθηκε στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή στις 11:00 το πρωί, σε ηλικία 64 ετών. Η κηδεία του έγινε στις 19 Απριλίου 2012, στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, ενώ η σορός του βρισκόταν από νωρίς το πρωί στο παρεκκλήσι του νεκροταφείου (Άγιος Λάζαρος), όπου παρευρέθηκαν για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό φίλοι, συγγενείς αλλά και χιλιάδες κόσμου.
Ήταν παντρεμένος με τη Βένια Μητροπάνου, με την οποία απέκτησε δυο κόρες.
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, 6 Μαρτίου 1927 – 17 Απριλίου 2014)
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, 6 Μαρτίου 1927 – 17 Απριλίου 2014) ήταν σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας, βραβευμένος με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεύματος του μαγικού ρεαλισμού και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όχι μόνο της ισπανόφωνης αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έγινε διάσημος με το μυθιστόρημά του Εκατό χρόνια μοναξιά (1967), ενώ επίσης σημαντικά θεωρούνται τα έργα του Το φθινόπωρο του Πατριάρχη (1975), Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου (1981) και Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (1985).
Ο Μάρκες εργάστηκε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος. Υπήρξε φίλος του Φιντέλ Κάστρο και για μεγάλο χρονικό διάστημα του είχε απαγορευτεί η είσοδος στις ΗΠΑ, λόγω της στήριξής του σε αριστερά καθεστώτα που ήταν ενάντια σε αυτές.Ο πρόεδρος της Κολομβίας Χουάν Μανουέλ Σάντος έχει αποκαλέσει τον Μάρκες «τον μεγαλύτερο Κολομβιανό που έζησε ποτέ».
Ζωή και έργο
Τα παιδικά χρόνια
Γεννήθηκε την Κυριακή 6 Μαρτίου του 1927 στο χωριό Αρακατάκα (Arakataka) της Κολομβίας, το πρώτο παιδί από συνολικά 7 αγόρια και 4 κορίτσια του Γκαμπριέλ Ελίχιο Γκαρσία (Gabriel Eligio García) και της Λουίσα Σαντιάγα Μάρκες Ιγουαράν (Luisa Santiaga Márquez Iguarán).
Το χωριό βρίσκεται στην επαρχία Μαγκνταλένα της Κολομβίας, στην περιοχή της Καραϊβικής. Η Αρακατάκα τα χρόνια που μεγάλωνε εκεί ο συγγραφέας ανήκε στη επονομαζόμενη «Zώνη της μπανάνας» - "banananera zone" - περιοχή που κατείχε η εταιρεία United Fruit Company(D/R) καλλιεργώντας μπανάνες, και ήταν μια ζωντανή πόλη με πολλούς κατοίκους.
Η μητέρα του είχε λάβει μια αξιοπρόσεκτη μόρφωση σε ένα από τα σχολεία που λειτουργούσε η εταιρεία της μπανάνας, τότε. Ο πατέρας του δούλευε στο καινούριο για την εποχή επάγγελμα του τηλεγραφητή αν και είχε κάνει κάποιες σπουδές φαρμακευτικής και ιατρικής. Αμέσως μετά το γάμο του άφησε το προσοδοφόρο επάγγελμά του, για να ασχοληθεί με την ομοιοπαθητική ιατρική – ειδικότητα που είχε άνθιση εκείνο τον καιρό.
Το μωρό πήρε το όνομα του πατέρα του, Γκαμπριέλ, αλλά από την στιγμή της γέννησής του τον φώναζαν Γκαμπίτο (που είναι το υποκοριστικό του Γκαμπριέλ στη περιοχή της Γκουαχίρα, περιοχή από όπου κατάγονταν οι πρόγονοί του) και το όνομα Χοσέ, προς τιμήν του αγίου που γιόρταζε τον μήνα που γεννήθηκε ο Μάρκες, τον Μάρτιο.
Οι γονείς του έμειναν μαζί του για δυο περίπου χρόνια μέχρι τον Ιανουάριο του 1929. Όταν γεννήθηκε το δεύτερο παιδί, ο Λουίς Ενρίκες, οι γονείς έφυγαν από την Αρακατάκα που άρχισε να φθίνει για την πολυπληθέστερη Μπαρανκίγια παίρνοντας μαζί τους το νεογέννητο και αφήνοντας ύστερα απο επιμονή των παππούδων το πρωτότοκο. Μεγάλωσε λοιπόν με τον παππού του και τη γιαγιά του από την πλευρά της μητέρας του, τον συνταγματάρχη του επαναστατικού στρατού Νικολάς Ρικάρδο Μάρκες Μεχία (el coronel Nicolás Márquez Iguarán) βετεράνο του (εμφυλίου) πολέμου των Χιλίων ημέρων και την Τρανκιλίνα Ιγουαράν Κότες (Tranquilina Iguarán Cotes).
Τα χρόνια με τους παππούδες του ήταν τα πιο καθοριστικά όχι μόνο για τη ζωή του αλλά κυρίως για την λογοτεχνική του διαμόρφωση.
Η γιαγιά του και οι άλλες θείες του σπιτιού (ζούσε σε ένα σπίτι γεμάτο γυναίκες, θα πει) ήταν οι φορείς της παράδοσης και της λαϊκής κουλτούρας. Τα παραμύθια και οι ιστορίες που του έλεγαν συχνά, για τους θρύλους της περιοχής και κυρίως ο κόσμος των πνευμάτων μέσα στον οποίο ζούσαν, θα καθορίσει τη φαντασία του.
....«Η γιαγιά του ασχολιόταν περισσότερο με τον κόσμο των νεκρών παρά με των ζωντανών και μάλιστα ειχε πολλές δεισιδαιμονίες. Για παράδειγμα οτι τα παιδιά έπρεπε να πλαγιάζουν πριν βγουν οι ψυχές το βράδυ, πως αν περνούσε μια κηδεία και εκείνα ήταν ξαπλωμενα έπρεπε να τα βάλουν να καθίσουν για να μην πεθάνουν μαζί με τον νεκρό, οτι έπρεπε να προσέχουν να μην μπει μαύρη πεταλούδα στο σπίτι γιατί αυτό σήμαινε πως κάποιος από την οικογένεια θα πέθαινε, πως αν έμπαινε σκαθάρι ήταν σημάδι πως θα είχαν επισκέψεις, οτι έπρεπε να μη χυθεί αλάτι γιατί ήταν γρουσουζιά, πως αν ακουγόταν αλλόκοτος θόρυβος ήταν γιατί οι μάγισσες είχαν μπει στο σπιτι, και πως αν μυριζαν στον αερα θειάφι ήταν γιατί πλησίαζε ο δαιμονας. Ο Γκαρσία Μάρκες μπόρεσε να συλλάβει τα «Εκατό χρόνια μοναξιά» όταν κατάλαβε μια απλή και αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Ότι όχι μόνο η γιαγιά και οι θείες του ζούσαν σε μια παραπραγματικότητα αλλά και η πλειοψηφία των Κολομβιανών και των άλλων Λατινοαμερικανών...»
Από την άλλη ο παππούς του εκπροσωπούσε την λογική, τον ρεαλισμό, και την πραγματική ιστορία. Διηγόταν στο παιδί ιστορίες από τον πόλεμο που είχε λάβει μέρος, και κατορθώματα ανδρείας των συμπολεμιστών του. Μαζί του έκανε βόλτες τα απογεύματα στο χωριό και μάθαινε τα πάντα που αφορούσαν την καθημερινή, πραγματική ζωή.
Στο σπίτι της Αρακατάκα που έχει μετατραπεί σε μουσείο, το βιβλίο «Χίλιες και μία νύχτες» πάνω στο γραφείο. Το θεμελιώδες βιβλίο στο συγγραφικό μου πεπρωμένο γράφει η πινακίδα πάνω από το γραφείο
Το νηπιαγωγείο και την α΄ δημοτικού τα έβγαλε στο Μοντεσοριανό δημοτικό σχολείο που μόλις είχε ανοίξει στην πόλη του, ενώ τη β' δημοτικού την έβγαλε στο δημόσιο δημοτικό της Αρακατάκα. (τα άλλα δύο χρόνια του τετρατάξιου τότε δημοτικού σχολείου τα τελείωσε στην πόλη Καρταχένα.)
Από τότε που ο Μάρκες έμαθε να γράφει και να διαβάζει, σχεδόν 8 χρονών, δεν σταμάτησε ποτέ. Το πιο καθοριστικό έργο της ζωής του όπως θα αναφέρει ήταν η ανακάλυψη ενός φθαρμένου βιβλίου με "μαγικές" ιστορίες. Όπως θα μάθαινε αρκετά χρόνια αργότερα ήταν οι Χίλιες και μια νύχτες», όπου διαπίστωσε έκπληκτος πως οι ιστορίες ήταν στην ουσία από το ίδιο υλικό με αυτές που του έλεγε η γιαγιά του, και μάλιστα πως μπορούσαν να ειπωθούν και με την ίδια χαρακτηριστική «ψυχραιμία», με την οποία τις έλεγε και η γιαγιά του . Μετά τις «Χίλιες και μια νύχτες» θα ερχόταν η σειρά των παραμυθιών των αδελφών Γκριμ, του Περό, του Δουμά, του Σαλγκάρι και του Βερν. Από τότε που έμαθε να διαβάζει, έκανε πέρα όλες τις άλλες διασκεδάσεις, και αφιέρωνε όλο τον ελεύθερο χρόνο του στο διάβασμα.
Με τους γονείς του θα ξανασμίξει τον Δεκέμβριο του 1936 όταν όλη η οικογένεια θα μετακομίσει στο Σινσέ(D/R), την ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του. Ο Γκαμπριέλ Ελίχιο πίστευε ότι ένα φαρμακείο στο Σινσέ θα ήταν καλύτερη επένδυση από ότι στην Μπαρανκίγια. Εξάλλου ήταν ευκαιρία για τα παιδιά να γνωρίσουν και τη γιαγιά τους, Αρχεμίρα Γκαρσία Πατερνίνα. και τους υπόλοιπους συγγενείς από την πλευρά του πατέρα. Παρόλες τις ελπίδες του πατέρα του, ούτε αυτό το φαρμακείο πήγε καλά, έτσι μετά από ένα χρόνο διαμονής ξαναγύρισαν στην Αρακατάκα τον Σεπτέμβριο του 1937. Με τον θάνατο της θείας Βενεφρίδα στις 21 Γενάρη του 1937 και κυρίως με αυτόν του παππού του μερικές μέρες αργότερα, 4 Μάρτη 1937 απο πνευμονία, το σπίτι εγκαταλείπεται και η οικογένεια σκορπίζεται.
Ο 11χρονος Μάρκες δεν θα αλλάξει μόνο πόλη αλλά στην ουσία και πατέρα, αφού ο πραγματικός πατέρας του τόσα χρόνια ήταν ο συνταγματάρχης παππούς του. Στην ουσία δεν θα καταφέρει ποτέ να ενσωματωθεί στην οικογένεια γι΄αυτό και θα ζήσει μαζί τους, συνολικά 3 μόνο χρόνια. Ο νεαρός Μάρκες θα δυσκολευτεί να συμβιβαστεί με την προσωπικότητα του πατέρα του, εξαιτίας του οποίου θα προκύψουν πολλές διαφωνίες αλλά στο τέλος, θα τα καταφέρει.
Ο Μάρκες θα πει πολλές φορές στις συνεντεύξεις του αργότερα: οτι τα «100 χρόνια μοναξιά» πήγασαν από την εμμονή του να επιστρέψει στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, οτι οι μεγαλύτερες λογοτεχνικές του επιρροές ήταν ο παππούς, η γιαγιά και το βιβλίο «Χίλιες και μια Νύχτες», ότι απο τότε που πέθανε ο παππούς του δεν του συνέβη τίποτα ενδιαφέρον και πως οτι είχε γράψει ως τότε το ήξερε ήδη ή το είχε ακούσει πριν γινει 8 χρονών.
17 Απριλίου 1937...Ντάφυ Ντακ..
17 Απριλίου 1937...Ντάφυ Ντακ..
Φιγούρα των κινουμένων σχεδίων, που γεννήθηκε στα στούντιο της Warner το 1937. Πρόκειται για μία υστερική μαύρη πάπια, που έφερε την τρέλα στον κόσμο των καρτούν. Μέχρι τότε, στη θεματική των κινουμένων σχεδίων κυριαρχούσαν καθημερινοί χαρακτήρες, όπως ο Μίκυ Μάους.
Ο Ντάφυ Ντακ (Daffy Duck) είναι δημιούργημα του μεγάλου αμερικανού καρτουνίστα Τεξ Έιβερι, που μπόλιασε με τις σουρεαλιστικές πινελιές του τον μικρόκοσμο των χάρτινων ηρώων. Στο σχεδιασμό του έπαιξε σημαντικό ρόλο και μια άλλη μεγάλη προσωπικότητα των κινουμένων σχεδίων, ο Μπομπ Κλάμπετ (Μίκι Μάους, Πόρκι Πιγκ). Τη φωνή του στον ήρωα «δάνειζε» μέχρι το 1989 ο Μελ Μπλανκ (Μπαγκς Μπάνυ), ο κορυφαίος φωνητικός ηθοποιός στις ΗΠΑ.
Ο Ντάφι έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στη μαυρόασπρη ταινία μικρού μήκους του Τεξ Έιβερυ Porky's Duck Hunt, η οποία βγήκε στις αμερικανικές αίθουσες στις 17 Απριλίου 1937. Ο ρόλος του ήταν μικρός, αλλά γρήγορα ξεχώρισε και τα επόμενα χρόνια ήταν από τους πρωταγωνιστές στις σειρές κινουμένων σχεδίων Loony Tunes και Merry Melodies, ως αντίπαλο δέος του καλοκάγαθου Πόρκι Πιγκ, με τον οποίο αργότερα έγιναν φίλοι.
Ο Πόρκι είναι μετρημένος, ενώ ο Ντάφυ θεοπάλαβος, σκανδαλιάρης και μονίμως εκτός ελέγχου. Εξ ου και το όνομά του, Ντάφυ, το οποίο στα αγγλικά σημαίνει παλαβιάρης. Πάντα επιλέγει να βρίσκεται σε λάθος τόπο και χρόνο, ενώ μονίμως γκρινιάζει, θεωρώντας τον εαυτό του ως το αιώνιο θύμα.
Ο Ντάφυ Ντακ έγινε σούπερσταρ τη δεκαετία του '40. Πρωταγωνίστησε σε αρκετά καρτούν με θέμα τον πόλεμο, πότε καλώντας του Αμερικανούς να καταταγούν στο στρατό και πότε πολεμώντας τους Ναζί. Τη δεκαετία του '50 το άστρο του άρχισε να δύει και βολεύτηκε σε ρόλο δευτεραγωνιστή, ως μέγας αντίζηλος του πιο διάσημου λαγού, του Μπαγκς Μπάνι, που τότε μεσουρανούσε.
Από την αφάνεια βγήκε το 1988, όταν εμφανίστηκε στην ταινία του Ρόμπερτ Ζεμέκις Ποιος Παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ, ενώ στη συνέχεια είχε πρωταγωνιστικούς ρόλους στις ταινίες Space Jam (1996) και Looney Tunes: Επιστροφή στη Δράση (2003).
To 1998 ο Ντάφι Ντακ τιμήθηκε από τα Αμερικανικά Ταχυδρομεία, με την έκδοση γραμματοσήμου των 33¢.
17 Aπριλίου Ημέρα Δισκοπωλείου ...
Η Ημέρα του Δισκοπωλείου ξεκίνησε το 2007 από τις ΗΠΑ ως γιορτή των 700 ανεξάρτητων δισκοπωλείων της χώρας και σύντομα απέκτησε διεθνή χαρακτήρα.
Είναι η ημέρα, κατά την οποία τα ανεξάρτητα δισκάδικα του κόσμου, μαζί με τους καλλιτέχνες, γιορτάζουν την τέχνη της μουσικής και μας θυμίζουν ότι η ύπαρξή τους απειλείται από την επέλαση της ψηφιακής τεχνολογίας στη μουσική.
Ως Ημέρα του Δισκοπωλείου (Record Store Day) έχει καθιερωθεί το τρίτο Σάββατο κάθε Απριλίου.
https://www.sansimera.gr
ΑΝΝΑ ΚΑΛΟΥΤΑ (29 Σεπτεμβρίου 1918 - 17 Απριλίου 2010)
ΑΝΝΑ ΚΑΛΟΥΤΑ (29 Σεπτεμβρίου 1918 - 17 Απριλίου 2010)Απόφοιτος της Ιονίου Σχολής Θηλέων, έκανε σπουδές πιάνου και αφοσιώθηκε στο θέατρο. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη χορογραφία, την σκηνοθεσία και την καλλιτεχνική διεύθυνση.Εμφανίστηκε σε 14 ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες ενώ στο θέατρο πρωτοεμφανίσθηκε σε ηλικία 4 ετών, στο θίασο Μαρίκας Κοτοπούλη, σε έργο πρόζας. Μαζί με την αδελφή της Μαρία δημιούργησαν τα περίφημα "Καλουτάκια", παιδιά θαύματα της εποχής εκείνης, σε όλα τα είδη του μουσικού θεάτρου.Είχε συμμετάσχει σε επιθεωρήσεις των γνωστότερων επιθεωρησιογράφων σε οπερέτες όπως: "Γλυκειά Νανά", "Διαβολόπαιδο", "Βαφτιστικός" , "Μοντέρνα κορίτσια" κ.ά. του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, "Γυναίκα του δρόμου", "Απάχηδες των Αθηνών", "Οι πειρατές" κ.ά. του Νίκου Χατζηαποστόλου, στη "Νυχτερίδα" του Γιόχαν Στράους, σε μουσικές κωμωδίες: "Μ΄ αγαπά δεν μ΄ αγαπά" των Γιανουκάκη - Ριτσιάρδη, σε ηθογραφίες όπως "Το Φυντανάκι" του Χορν, σε πρόζα "Το πανηγύρι" του Χορν, σε κωμειδύλλια: "Αγαπητικός της βοσκοπούλας", "Γκόλφω", "Μαρία Πενταγιώτισσα" και άλλα πολλά.
Ηχογράφησε με την αδελφή της Μαρία πολλούς δίσκους στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ενδεικτικά: "Μ΄ αγαπά δεν μ΄ αγαπά", "Γερακίνα", "Οι κερασιές", "Η βροχή", "Βεμ - Βεμ". Οι δε εμφανίσεις της τόσο στην τηλεόραση όσο και σε διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις, δεν είχαν εκλείψει μέχρι τελευταία.
Υπήρξε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, είχε τιμηθεί με πλείστα διπλώματα ελληνικών πρεσβειών για τις περιοδείες της και ακόμη με πολλές στρατιωτικές μνείες για τη ψυχαγωγία του Ελληνικού Στρατού. Έμεινε θρυλική στις πολεμικές επιθεωρήσεις του 1940, ιδιαίτερα στο "Ευζωνάκι", αλλά και αργότερα σε ρόλους "Σμυρνιάς" με καταπληκτική ταχύτητα εκφοράς του λόγου.
Δίκαια χαρακτηρίστηκε "Βασίλισσα της Επιθεώρησης", ενώ μία από τις άξιες διαδόχους της στο είδος θα μπορούσε να θεωρηθεί η Ρένα Βλαχοπούλου.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ