Σελίδες

Τετάρτη, Μαΐου 12, 2021

Επίκληση (απόσπασμα άρθρου)




για μεγέθυνση ροδάκι για άνοιγμα 
σε νέα καρτέλα με φακό+-
 









H Αποθέωση του Ηρακλή

Σε μια εντελώς πρωτότυπη σύνθεση o Ηρακλής με έκδηλη την ευδαιμονία του παρουσιάζεται αναγερμένος στην κλίνη. Μπροστά του ένα τραπέζι γεμάτο με διάφορα αντικείμενα. Αριστερά η Αθηνά του προσφέρει ένα λουλούδι. Κάτω από την κλίνη είναι φυτρωμένη μια κληματαριά που διακοσμεί με τα φύλλα της όλη την επιφάνεια.

Χρησιμοποιήθηκε κόκκινο χρώμα για την απόδοση της γενειάδας του Ηρακλή, των φύλλων της κληματαριάς καθώς και στα αντικείμενα στο τραπέζι. Με μαύρο τονίζεται ο κάνθαρος που κρατά ο Ηρακλής και η κύλικα στο τραπέζι. Έντονα διακοσμημένη είναι η κλίνη και ο χιτώνας της Αθηνάς.

Το ίδιο θέμα σε μελανόμορφη εικονίζεται στην άλλη πλευρά του αγγείου, με τη διαφορά ότι πίσω από την Αθηνά εμφανίζεται ο Ερμής και πίσω από τον Ηρακλή ένας οινοχόος βρίσκεται μπροστά σ’ ένα δίνο που στηρίζεται στο υποστατό του.

Αμφορέας τύπου Α, 520-510 π.Χ. ύψος 53,5 Munich, Antikensammlungen


Διαβάστε επίσης:

Κάθριν Χάουτον Χέπμπορν (αγγλικά: Katharine Houghton Hepburn, 12 Μαΐου 1907 – 29 Ιουνίου 2003)

Katharine Hepburn promo pic.jpg

H Κάθριν Χάουτον Χέπμπορν (αγγλικά: Katharine Houghton Hepburn, 12 Μαΐου 1907 – 29 Ιουνίου 2003) ήταν Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και του θεάτρου.

Ένας θρύλος της οθόνης, η Χέπμπορν, μέσα από την πολυετή καριέρα της (73 χρόνια) διατηρεί το ρεκόρ για τα περισσότερα Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου, τέσσερα τον αριθμό, από δώδεκα υποψηφιότητες (η Μέριλ Στριπ κατέχει το ρεκόρ των περισσότερων υποψηφιοτήτων με δεκαεννέα). Η Χέπμπορν κέρδισε βραβείο Έμμυ τo 1976 για το ρόλο της στην τηλεταινία Love Among the Ruins (Αγάπη Ανάμεσα στα Ερείπια). Ήταν επίσης υποψήφια για τέσσερα ακόμα Emmy, δύο βραβεία Τόνι και εφτά Χρυσές Σφαίρες. Το 1999 το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την αξιολόγησε πρώτη στη λίστα με τις καλύτερες γυναίκες ηθοποιούς όλων των εποχών. 

Πρώιμα χρόνια

Η Χέπμπορν γεννήθηκε στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ. Οι γονείς της ήταν η φεμινίστρια Κάθριν Μάρθα Χάουτον (1878-1951) (μια από τις κληρονόμους της εταιρίας γυαλιού Corning και συνιδρύτρια της οργάνωσης για θέματα υγείας στην αναπαραγωγή, και ο Δρ. Τόμας Νόρβαλ Χέπμπορν (1879-1962), ο οποίος ήταν ένας επιτυχημένος ουρολόγος από τη Βιρτζίνια με ρίζες στο Μέριλαντ. Ήταν Σκωτσέζικης και Αγγλικής καταγωγής. 

Τα αδέρφια της ήταν ο Τόμας Χάουτον Χέπμπορν (1905-1921), ο Ρίτσαρντ Χάουτον Χέπμπορν (1911-2000), ο Ρόμπερτ Χότον Χέπμπορν (1913-2007), η Μάριον Χάουτον Χέπμπορν Γκραντ (1918-1986) και η Μάργκαρετ Χότον Χέπμπορν Πέρρυ (1920-2006).

Ο πατέρας τής Χέπμπορν επέμενε τα κορίτσια να κολυμπούν, να παίζουν γκολφ και τέννις και να κάνουν ιππασία . Η Χέπμπορν θέλοντας διακαώς να ευχαριστήσει τον πατέρα της κέρδισε ένα χάλκινο μετάλλιο στο καλλιτεχνικό πατινάζ από τη λέσχη πατινάζ του Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν και έφτασε στα ημιτελικά του Πρωταθλήματος Γκολφ Νεανίδων του Κονέκτικατ. Η Χέπμπορν απολάμβανε ιδιαίτερα το κολύμπι και βουτούσε συχνά στα παγωμένα νερά που βρίσκονταν μπροστά από το παραθαλάσσιο σπίτι της στο Κονέκτικατ, πιστεύοντας γενικά πως "όσο πιο πικρό το φάρμακο τόσο καλύτερο είναι για σένα". Συνέχισε το αναζωογονητικό αυτό κολύμπι μέχρι τα 80 της. 

Η Χέπμπορν θα έφτανε να αναγνωριστεί για το αθλητικό της σώμα - εκτέλεσε μόνη της όλες τις πτώσεις σε ταινίες όπως Η Γυναίκα με τη Λεοπάρδαλη (Bringing up Baby, 1938) που θεωρείται σήμερα υπόδειγμα σοφιστικέ κωμωδίας.

Στις 3 Απριλίου 1921, καθώς επισκεπτόταν κάποιους φίλους της στο Greenwich Village, η Χέπμπορν βρήκε το μεγαλύτερο αδερφό της Τομ (γεννημένο στις 8 Νοεμβρίου 1905), ο οποίος αποτελούσε το είδωλό της, να κρέμεται από το πλάγιο καδρονάκι της σοφίτας από ένα σκοινί, νεκρό, προφανώς από αυτοκτονία. Η οικογένειά της αρνήθηκε ότι το προκάλεσε ο ίδιος στον εαυτό του υποστηρίζοντας πως ήταν ένα ευτυχισμένο αγόρι. Επέμεναν πως ήταν ένας πειραματισμός που πήγε στραβά. Εικάζεται ότι προσπαθούσε να αναπαράγει ένα κόλπο που είχε δει σε ένα θεατρικό με την Κάθριν. Η Χέπμπορν ήταν συντετριμμένη βυθίστηκε στην κατάθλιψη κι ήταν καχύποπτη με τους ανθρώπους. Ήταν επιφυλακτική με τα άλλα παιδιά και έλαβε το μεγαλύτερο μέρος της εκπαίδευσής της στο σπίτι της. Για πολλά χρόνια χρησιμοποιούσε τα γενέθλια του Τομ (8 Νοεμβρίου) ως δικά της. Η Χέπμπορν δεν είχε αποκαλύψει την πραγματική ημερομηνία γέννησής της, 12 Μαΐου 1907, μέχρι τη στιγμή που έγραψε την αυτοβιογραφία της Me: Stories of my Life.

Η Χέπμπορν μορφώθηκε στο Oxford School, σημερινό Kingswood-Oxford School, στο Δυτικό Χάρτφορντ του Κονέκτικατ, πριν πάει στο Κολέγιο του Bryn Mawr. Ενώ ήταν στο κολέγιο, η Χέπμπορν αποβλήθηκε λόγω παραβίασης της απαγόρευσης εξόδου και καπνίσματος, το οποίο δεν προωθούνταν εκείνη την εποχή στις γυναίκες. Δεκαετίες αργότερα, η Χέπμπορν θα επιβεβαίωνε ότι όταν έπεφτε το σκοτάδι, συνήθιζε να κολυμπά γυμνή στο συντριβάνι του κολεγίου. Έλαβε πτυχίο Ιστορίας και Φιλοσοφίας το 1928, την ίδια χρονιά έκανε το ντεμπούτο της στο Μπρόντγουεϊ με ένα μικρό ρόλο στο έργο Νυχτερινή Οικοδέσποινα.

Ένα εξαίσιο έτος για τη Χέπμπορν, το 1928 σημαδεύητκε από το γάμο της με τον κοσμικό επιχειρηματία Λάντλοου ("Λούντυ") Όγκντεν Σμιθ, τον οποίο συνάντησε όταν φοιτούσε στο Bryn Mawr και παντρεύτηκαν μετά από ένα σύντομο αρραβώνα. Ο γάμος του Σμιθ και της Χέπμπορν ήταν ρευστός από την αρχή και ξόδευαν όλο και λιγότερο χρόνο μαζί καθώς η Χέπμπορν συνέχιζε τη θεατρική καριέρα της και ταξίδευε. Χώρισαν στο Μεξικό το 1934. Φοβούμενος πως το διαζύγιο από το Μεξικό δεν ήταν έγκυρο, ο Λάντλοου πήρε δεύτερο διαζύγιο στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1942 και λίγες μέρες αργότερα ξαναπαντρεύτηκε. Η Κάθριν Χέπμπορν εξέφραζε συχνά την ευγνωμοσύνη της απέναντι στο Λάντλοου για την οικονομική και ηθική υποστήριξή του στα πρώτα στάδια της καριέρας της. Ο "Λούντυ" συνέχισε να είναι φίλος μιας ζωής με την ίδια και την οικογένεια Χέπμπορν.

Στις 21 Σεπτεμβρίου 1938, η Χέπμπορν έμενε στο παραθαλάσσιο σπίτι της στην κωμόπολη του Ολντ Σέιμπρουκ (Old Saybrook) στο Κονέκτικατ όταν ένας πανίσχυρος τυφώνας χτύπησε και κατέστρεψε το σπίτι της. Η Χέπμπορν μόλις που διέφυγε το θάνατο πριν το σπίτι της παρασυρθεί πάνω στα βράχια.

Το 1991, δήλωσε στο βιβλίο της Εμένα πως έχασε το 95% από τα υπάρχοντά της στην καταιγίδα, συμπεριλαμβανομένου και του Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου που έλαβε το 1933, που βρέθηκε αργότερα ανέπαφο.

Λαχανοντολμάδες με ρύζι

Για μεγέθυνση πατάτε ροδάκι και ανοίγει νέα καρτέλα με φακό +-

Πολίτικα νηστίσιμα
από την Μίμα Καρβούνη 

Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ (αγγλ.: Florence Nightingale) (12 Μαΐου 1820 – 13 Αυγούστου 1910)

Florence Nightingale (H Hering NPG x82368).jpg


Η Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ (αγγλ.: Florence Nightingale) (12 Μαΐου 1820 – 13 Αυγούστου 1910) έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο "Η Κυρία με το Φανάρι" αν και στην εποχή της ήταν γνωστη ως «Η Κυρία με το Σφυρί». Ήταν Βρετανίδα πρωτοπόρος της σύγχρονης νοσηλευτικής, με σημαντικό έργο κοινωνικής αναμόρφωσης, αλλά και αξιοσημείωτη παρουσία στον τομέα της στατιστικής.

Βιογραφία

Η Φλόρενς γεννήθηκε σε μια πλούσια βρετανική οικογένεια σε μια βίλα στην Φλωρεντία στην ιταλική επαρχία της Τοσκάνης, από την οποία έλαβε το όνομά της. Ήταν γόνος εύπορης αγγλικής οικογένειας που είχε εγκατασταθεί στην Φλωρεντία. Όταν γύρισε με τον πατέρα της στην Αγγλία, έκανε αξιόλογες σπουδές και έμαθε λατινικά και ελληνικά. Στα είκοσί της δήλωσε στους γονείς ότι επιθυμούσε να γίνει νοσηλεύτρια, αλλά εκείνοι της το αρνήθηκαν τονίζοντας ότι ένα τέτοιο επάγγελμα δεν άρμοζε στη δική τους κοινωνική τάξη. Όταν όμως έγινε τριάντα χρονών, η Φλόρενς αποφάσισε να μείνει ανύπαντρη και να σπουδάσει νοσηλευτική στο Κάιζερσβερτ, κοντά στον Ρήνο, αλλά και σε διάφορα νοσοκομεία της Αγγλίας και της Γαλλίας. Στην διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου (1854-1855) ανέλαβε τη θέση προϊσταμένης στο νοσοκομείο Κινγκς Κόλλετζ. Σε λίγο καιρό όμως αναχώρησε για το μέτωπο επικεφαλής 28 νοσηλευτριών, και μάλιστα, παρ' όλες τις δυσκολίες, κατόρθωσε να αυξήσει τον αριθμό τους σε 100.

Εργαζόταν σε ένα νοσοκομείο στο Σκούταρι, κοντά στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο στέγαζε 1.500 ασθενείς κάτω από πραγματικά απαίσιες συνθήκες. Το ποσοστό θνησιμότητας του νοσοκομείου είχε φτάσει το 42%, γιατί νοσηλεύονταν εκεί ασθενείς με βαριά περιστατικά από επιδημίες (τύφο, χολέρα, δυσεντερία κλπ.). Παρ' όλα αυτά η Φλόρενς κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να σώσει τους ασθενείς και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να τους απαλύνει τον πόνο.

Η εικόνα της Νάιτινγκεϊλ να κυκλοφορεί ανάμεσα στα κρεβάτια των ασθενών τη νύχτα κρατώντας ένα φανάρι ήταν τόσο αντιπροσωπευτική της ευσυνειδησίας της και της ακούραστης προσπάθειάς της να ανακουφίσει τον πόνο των ασθενών που της χάρισε το προσωνύμιο «Η Κυρία με το Φανάρι». Όμως την εποχή που εργάζονταν στον Κριμαϊκό Πόλεμο είχε μείνει γνωστή με το προσωνύμιο «Η Κυρία με το Σφυρί» γιατί κάποτε που της είχαν αρνηθεί πρόσβαση σε μία κλειδωμένη φαρμακαποθήκη εκείνη, αντίθετα από ότι θα περίμενε κανείς από μία τρυφερή νοσηλεύτρια ευγενικής καταγωγής, πήρε ένα σφυρί και έσπασε την κλειδαριά.

Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψε στην Αγγλία και αποσύρθηκε στην προσωπική της ζωή. Πέθανε στις 13 Αυγούστου 1910.

Σήμερα στο Γουότερλου Πλέις στο Λονδίνο υπάρχει άγαλμά της που την δείχνει να κρατά το φανάρι με το οποίο έμεινε γνωστή.

Μπέντριχ Σμέτανα

 


Ο Μπέντριχ Σμέτανα (Bedřich Smetana ή Friedrich Smetana, 2 Μαρτίου 1824 - 12 Μαΐου 1884) ήταν Τσέχος μουσικοσυνθέτης του Ρομαντισμού.

Είναι γνωστός για το συμφωνικό ποίημά του Vltava (Μολδάβας), το δεύτερο από τα 6 της συλλογής Má vlast ("Η χώρα μου"), και για την όπερά του Η ανταλλαγμένη νύφη. Έγραψε 8 όπερες, 6 συμφωνικά ποιήματα με τον γενικό τίτλο Η Πατρίδα μου, ένα τρίο με πιάνο, 2 κουαρτέτα για έγχορδα, πολλά έργα για πιάνο (πόλκες και τσέχικοι χοροί), χορικά και μελωδίες.

Ένας πλήρης χρονολογικός κατάλογος οπερών του Σμέτανα

Braniboři v Čechách ("Οι Βρανδεβούργιοι στη Βοημία")
Prodaná nevěsta ("Η πουλημένη μνηστή")
Dalibor ("Νταλιμπόρ")
Libuše ("Λιμπούσα")
Dvě vdovy ("Οι δύο χήρες")
Hubička ("Το φιλί")
Tajemství ("Το μυστικό")
Čertova stěna ("Ο τοίχος του διαβόλου")

Ο Σμέτανα ήταν γιος ζυθοποιού. Μελέτησε το πιάνο και το βιολί από νεαρή ηλικία, και έπαιξε σε ένα ερασιτεχνικό κουαρτέτο με άλλα μέλη της οικογένειάς του. Υπήρξε μαθητής σε γυμνάσιο του Πίλζεν το 1840-1843. Σπούδασε μουσική στην Πράγα, παρά την αρχική αντίδραση του πατέρα του. Εξασφάλισε μια θέση ως κύριος μουσικός σε μια ευγενή οικογένεια, και το 1848 έλαβε χρήματα από τον Φραντς Λιστ για να συνεχισει τις σπουδες του.

Το 1856, ο Σμέτανα κινήθηκε προς το Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, όπου δίδαξε και διεύθυνε. Το 1863, γύρισε πίσω στην Πράγα, άνοιξε ένα νέο σχολείο μουσικής και αφιερώθηκε στην προώθηση της τσεχικής μουσικής. Από το 1875 έζησε στο μικρό χωριό Jabkenice. Το 1883 ο Σμέτανα, λόγω στα περαιτέρω προοδευτικά νευρολογικά αποτελέσματα της ασθένειάς του, έγινε παράφρων, και λήφθηκε σε ένα διανοητικό νοσοκομείο στην Πράγα, όπου πέθανε το επόμενο έτος.

Ο Σμέτανα ήταν ο πρώτος συνθέτης που εγράψε μουσική σε συγκεκριμένα τσέχικα θέματα και χαρακτήρα. Πολλές από τις όπερές του είναι βασισμένες σε τσεχικούς μύθους, με πιο γνωστή την κωμωδία της ανταλλαγμένης νύφης (1866). Χρησιμοποίησε πολλούς τσεχικούς ρυθμούς χορού και οι μελωδίες του μερικές φορές μοιάζουν με τα λαϊκά τραγούδια της Τσεχίας. Άσκησε μεγάλη επιρροή στον Αντονίν Ντβόρζακ, ο οποίος χρησιμοποίησε επισης τσεχικά θέματα στα έργα του.

Κάθε χρόνο, στην επέτειο του θανάτου του, ξεκινάει το Διεθνές μουσικό φεστιβάλ της Πράγας.

http://el.wikipedia.org/wiki/Μπέντριχ_Σμέτανα

Αγγλογαλλική κατοχή της Αθήνας

Η Αθήνα το 1837Τέσσερα χρόνια μετά τα Παρκερικά, οι μεγάλες δυνάμεις επεμβαίνουν εκ νέου στα εσωτερικά της Ελλάδας. Στρατιωτικές δυνάμεις της Γαλλίας και της Βρετανίας θέτουν για τρία χρόνια υπό τον έλεγχό τους την Αθήνα και τον Πειραιά (1854-1857), επειδή ο βασιλιάς Όθων υποδαύλιζε την εξέγερση των Ελλήνων στις υπόδουλες περιοχές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, ενέργεια που αντιστρατευόταν τα συμφέροντα τους. Το επεισόδιο αυτό εντάσσεται στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856), που αναδιαμόρφωσε τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην Ευρώπη, στα μέσα του 19ου αιώνα.

Όλα ξεκίνησαν, όταν ο δυναμικός τσάρος της Ρωσίας Νικόλαος Α' ήθελε να τελειώνει με τη θνήσκουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, με σκοπό να επωφεληθεί από την κληρονομιά της. Η απόφασή του να κηρύξει τον πόλεμο στον Σουλτάνο στις 4 Οκτωβρίου του 1853 βρήκε αντίθετες τη Γαλλία και τη Βρετανία, που για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα τάχθηκαν υπέρ της ακεραιότητας της αυτοκρατορίας του.

Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε φρενίτιδα ενθουσιασμού στους Έλληνες, που θεώρησαν ότι είχε έλθει η στιγμή για την εκπλήρωση των εθνικών ονείρων και της Μεγάλης Ιδέας. Σχεδόν αμέσως συγκροτήθηκαν εθελοντικά σώματα, τα οποία έχοντας την ολόθερμη συμπαράσταση του βασιλικού ζεύγους, του Όθωνα και της Αμαλίας, εισέβαλαν στα αλύτρωτα εδάφη της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, που τότε βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Οθωμανών Τούρκων, για να ενισχύσουν τις τοπικές εξεγέρσεις του ελληνικού στοιχείου.

Η Βρετανία και η Γαλλία δεν είδαν με καλό μάτι την κίνηση αυτή των Ελλήνων, που αντικειμενικά ευνοούσε τον τσάρο, αφού κρατούσε καθηλωμένες στον υπόδουλο ελληνικό χώρο σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις των συμμάχων τους Οθωμανών. Έτσι, άρχισαν να βομβαρδίζουν με διαβήματα τον Όθωνα για την απόσυρση των ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων από τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εις μάτην όμως, αφού ο Όθων ήταν αποφασισμένος να επιμείνει στην πολιτική του αυτή (και για τη βελτίωση της φθίνουσας δημοτικότητάς του), παρά τις προειδοποιήσεις των διπλωματικών μας αποστολών σε Παρίσι, Λονδίνο και Κωνσταντινούπολη, που του επισήμαναν τους κινδύνους που εγκυμονούσε η πολιτική του για τη χώρα μας.
Επειδή τα διαβήματα των Αγγλογάλλων δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, οι δύο χώρες αποφάσισαν να δράσουν δυναμικά για να επιβάλλουν τις απόψεις τους. Οι πρεσβευτές τους στην Αθήνα επέδωσαν τελεσίγραφο στον βασιλιά και μετά τη λήξη του στις 12 Μαΐου του 1854, πρώτα ο γαλλικός στρατός αποβιβάσθηκε στον Πειραιά, για να ακολουθήσει λίγες ημέρες αργότερα ο βρετανικός. Υπό την πίεση των όπλων, ο Όθων αναγκάσθηκε να διακηρύξει την ουδετερότητα της Ελλάδας στον Κριμαϊκό Πόλεμο και να αποσύρει σταδιακά τα στρατιωτικά σώματα από τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Παράλληλα, απάλλαξε από τα καθήκοντά της την κυβέρνηση του Αντωνίου Κριεζή και όρκισε νέα υπό τον βετεράνο πολιτικό και πρεσβευτή της Ελλάδας στο Παρίσι, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Με απαίτηση των Γάλλων, το υπουργείο Στρατιωτικών (σήμερα Εθνικής Άμυνας) δόθηκε στον μισητό του αντίπαλο Δημήτριο Καλλέργη, που πρωταγωνίστησε στην εναντίον του επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843. Η κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, γνωστή και ως «Υπουργείο Κατοχής», θα παραμείνει στην εξουσία έως τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1855 και θα αντικατασταθεί από την κυβέρνηση του Δημητρίου Βούλγαρη.

Το μοναδικό, ίσως, επίτευγμα της κυβέρνησης Μαυροκορδάτου υπήρξε η επανάληψη των διπλωματικών σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που είχαν διακοπεί λόγω της εισβολής των ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων στα εδάφη της και η σύναψη εμπορικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών (27 Μαΐου 1855), που υπήρξε ευνοϊκή για τα ελληνικά συμφέροντα. Αρχικά, ο Σουλτάνος είχε απαιτήσει αποζημίωση από την Ελλάδα για τις καταστροφές που είχαν προκληθεί στις επαρχίες του, αλλά οι αξιώσεις του απορρίφθηκαν από τους Αγγλογάλλους, με το αιτιολογικό τις βιαιοπραγίες των στρατευμάτων του εναντίον των Ελλήνων κατοίκων των περιοχών αυτών.  συνέχεια https://www.sansimera.gr/articles/743

Η μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαΐου 1821)

Άγαλμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στο Βαλτέτσι


Η μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαΐου 1821) θεωρείται ως μία από τις πιο σημαντικές μάχες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη τους κατά την έναρξη της πολιορκίας που οδήγησε στην Άλωση της Τριπολιτσάς.

Έναρξη της πολιορκίας της Τριπολιτσάς και διάλυση του στρατοπέδου στο Βαλτέτσι

Οι Έλληνες επαναστάτες υπέστησαν σημαντική ήττα από τους Τούρκους της Τριπολιτσάς, όταν οι τελευταίοι έλυσαν την πολιορκία του Κάστρου της Καρύταινας, στις 31 Μαρτίου 1821. Παρά την αποτυχία αυτή, και παρά την αντίθετη γνώμη των υπόλοιπων αρχηγών που προτιμούσαν να δώσουν προτεραιότητα στην εκπόρθηση των μεσσηνιακών κάστρων, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, επέμεινε στη στρατηγική σημασία της κατάληψης της Τριπολιτσάς, νευραλγικού κέντρου της οθωμανικής παρουσίας στην Πελοπόννησο. Έτσι συνέστησε, στην Πιάνα, το πρώτο στρατόπεδο το οποίο αποσκοπούσε στον αποκλεισμό της πόλης. Παρά τη διάλυση του πρώτου εκείνου στρατοπέδου από τους Τούρκους, καθώς και τη διάλυση του αντίστοιχου στρατοπέδου στη Βλαχοκερασιά, στις 10 Απριλίου, σταδιακά το σχέδιο του Κολοκοτρώνη έγινε αποδεκτό από τους άλλους οπλαρχηγούς. Όμως, οι αρχικές αποτυχίες των Ελλήνων είχαν τέτοια επίδραση στο ηθικό τους που και η απλή εμφάνιση των Τούρκων έσπερνε τον πανικό.

Την κατάσταση βελτίωσε σημαντικά η πρώτη νίκη των επαναστατών, στο Λεβίδι, στις 14 Απριλίου. Μετά από αυτό το γεγονός, οι Έλληνες επανασύστησαν το στρατόπεδο της Πιάνας και δημιούργησαν νέα στρατόπεδα στο Βαλτέτσι και το Χρυσοβίτσι. Όμως, στις 24 Απριλίου, οι Τούρκοι διέλυσαν το στρατόπεδο του Βαλτετσίου. Μόνο ο Δημήτρης Πλαπούτας κυνήγησε την οπισθοφυλακή τους μέχρι το χωριό Μάκρη. Μετά από αυτή την αποτυχία, ήταν ολοφάνερη η απουσία ενός γενικού αρχηγού της πολιορκίας που θα συντόνιζε τα πολιορκητικά στρατοπέδα. Τελικά, οι Έλληνες επέλεξαν ως αρχιστράτηγο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Νίκος Γκάτσος (8 Δεκεμβρίου 1911 - 12 Μαΐου 1992)


Αποτέλεσμα εικόνας για Νίκος ΓκάτσοςΟ Νίκος Γκάτσος (8 Δεκεμβρίου 1911 - 12 Μαΐου 1992) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής, μεταφραστής και στιχουργός.

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε στην Ασέα Αρκαδίας από τους αγρότες Γεώργιο Γκάτσο και Βασιλική Βασιλοπούλου. Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος, από τους πρώτους μετανάστες στην Αμερική, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στον Ατλαντικό.

Τέλειωσε το Δημοτικό στην Ασέα και το Γυμνάσιο στην κοντινή Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έτσι, όταν το 1930 μετέβη στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (διέκοψε μετά το δεύτερο έτος), ήξερε αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά, είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι και παρακολουθούσε τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης.

Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του και την αδερφή του και άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά "Νέα Εστία" (1931-32) και "Ρυθμός" (1933). Την ίδια περίοδο δημοσίευσε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά "Μακεδονικές Ημέρες", "Ρυθμός" και "Τα Νέα Γράμματα" (για τον Κωστή Μπαστιά, την Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη αντίστοιχα), ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τα "Καλλιτεχνικά Νέα" και τα "Φιλολογικά χρονικά". Καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Οδυσσέα Ελύτη το 1936. Συνδέθηκε με το ρεύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού.

Το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε είναι η ποιητική σύνθεση "Αμοργός" (Αετός, 1943), η οποία θεωρείται κορυφαία δημιουργία του ελληνικού υπερρεαλισμού με τεράστια επίδραση στους νεότερους ποιητές. (Δες: Δημοσθένης Κούρτοβικ, Έλληνες Μεταπολεμικοί Συγγραφείς, Εκδ. Πατάκη,1995). Έκτοτε δημοσίευσε τρία ακόμη ποιήματα: το "Ελεγείο" (1946, περ. Φιλολογικά Χρονικά) και το "Ο ιππότης κι ο θάνατος" (1947, περ. Μικρό Τετράδιο), που από το 1969 και μετά περιέχονται στο βιβλίο "Αμοργός", και το "Τραγούδι του παλιού καιρού" (1963, περ. Ο Ταχυδρόμος), αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη.

Ο Γκάτσος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μετάφραση θεατρικών έργων, κυρίως για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Αφορμή υπήρξε το έργο "Ματωμένος γάμος" του Ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που το μετέφρασε το 1943, εκδόθηκε από τον Ίκαρο το 1945 και ανέβηκε από τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης το 1948. Μετέφρασε δύο ακόμη θεατρικά έργα του Λόρκα, "Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα" (1954) και "Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα" (1959), και όλα μαζί με τις μεταφράσεις των ποιημάτων "Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας" και "Παραλογή του μισούπνου" από το 1990 και μετά εκδίδονται συγκεντρωμένα στον τόμο: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, "Θέατρο και ποίηση", απόδοση Νίκου Γκάτσου. Μετέφρασε, επίσης, επτά μονόπρακτα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς (1955-59), τη "Φουέντε Οβεχούνα" του Λόπε δε Βέγα (1959), τον "Ιώβ" του Άρτσιμπαλντ Μακ Λης (1959), τον "Πατέρα" του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1962), το "Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα" του Ευγένιου Ο΄Νηλ (1965) και άλλα που εκδίδονται σταδιακά από τις Εκδόσεις Πατάκη. Παράλληλα και για βιοποριστικούς λόγους συνεργάστηκε με την "Αγγλοελληνική επιθεώρηση" ως μεταφραστής και με την Ελληνική Ραδιοφωνία ως μεταφραστής, διασκευαστής και ραδιοσκηνοθέτης.

Η μεγάλη συνεισφορά του Γκάτσου, ωστόσο, είναι στο τραγούδι ως στιχουργού. Έφερε την ποίηση στον στίχο και κατάφερε να δώσει, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Συνεργάστηκε, επίσης, με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, καθώς και με νεώτερους συνθέτες. Γράφοντας συνήθως πάνω στη μελωδία, με πρώτο το "Χάρτινο το φεγγαράκι", μίλησαν στις καρδιές του κόσμου πολλά μεμονωμένα τραγούδια του, καθώς κυκλοφορούσαν σε δισκάκια 45 στροφών, αλλά και ως αυτούσιοι κύκλοι όπως η "Μυθολογία" (1965), το "Ένα μεσημέρι" (1966), η "Επιστροφή" (1970), το "Σπίτι μου σπιτάκι μου" (1972), οι "Δροσουλίτες" 1975, η "Αθανασία" (1976), "Τα παράλογα" (1976), το "Ρεμπέτικο" (1983), η "Ενδεκάτη εντολή" (1985) ή οι "Αντικατοπτρισμοί" (1993). Το σύνολο του στιχουργικού του έργου βρίσκεται συγκεντρωμένο στον τόμο "Όλα τα τραγούδια" (εκδ. Πατάκη, 1999).

Ποιήματα και στίχοι του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Δανέζικα, Ισπανικά, Ιταλικά, Καταλανικά, Κορεατικά, Σουηδικά, Τουρκικά, Φινλανδικά.

Το 1987 τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του, ενώ το 1991 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.

http://el.wikipedia.org/wiki/Νίκος_Γκάτσος

Κρέπες απο τον ειδικό...

για μεγέθυνση ροδάκι άνοιγμα εικόνας σε άλλη σελίδα με φακό +-