9 Αυγούστου 1975 (46 χρόνια πριν) πέθανε:
Ντμίτρι Σοστακόβιτς Ρώσος συνθέτης
Ο Ντμίτρι Ντμίτριεβιτς Σοστακόβιτς (
ρωσικά: Дми́трий Дми́триевич Шостако́вич, Dmitrij Dmitrijevič Šostakovič,
αγγλικά: Dmitri Dmitrievich Shostakovich) (
25 Σεπτεμβρίου 1906 [παλ.ημερ.
12 Σεπτεμβρίου],
Αγία Πετρούπολη –
9 Αυγούστου 1975,
Μόσχα) ήταν Ρώσος
συνθέτης της
Σοβιετικής περιόδου. Η ζωή του σημαδεύθηκε από μια σύνθετη και αντιφατική σχέση με το
σοβιετικό καθεστώς, το οποίο δυο φορές αποκήρυξε τη μουσική του, το 1936 και το 1948, και κατά καιρούς απαγόρευε έργα του. Ταυτόχρονα, υπήρξε ο δημοφιλέστερος Σοβιετικός συνθέτης της γενιάς του και παρέλαβε πολυάριθμες τιμητικές διακρίσεις και κρατικά βραβεία, ενώ επίσης θήτευσε στο «Ανώτατο Σοβιέτ».
Ύστερα από μια αρχική περίοδο στο πνεύμα της «πρωτοπορίας», ο Σοστακόβιτς έγραψε σε ένα προσωπικό ιδίωμα, στο οποίο φαίνεται μεταξύ άλλων και η έντονη επιρροή του
Μάλερ. Συνδυάζει στοιχεία
ρομαντισμού (δηλαδή στοιχεία πάθους και τραγικότητας) με
ατονική γραφή και με περιστασιακή χρήση στοιχείων της
σειραϊκής μουσικής -αν και γενικά εντάσσεται στην παράδοση της
τονικής μουσικής. Συχνά η μουσική του περιέχει οξείες αντιθέσεις και έντονο το στοιχείο του
γκροτέσκου, της ειρωνείας και του σαρκασμού. Θεωρείται ότι τα μεγαλύτερα έργα του είναι οι 15
συμφωνίες του και τα 15
κουαρτέτα εγχόρδων. Το έργο του επίσης περιλαμβάνει
όπερες, 6
κοντσέρτα (για
πιάνο,
βιολί και
βιολοντσέλο) και πολλή κινηματογραφική μουσική.
Νεότητα και σπουδές
Ο Σοστακόβιτς από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από την
Πολωνία. Τα σωζόμενα έγγραφα παραδίδουν ποικίλες γραφές του οικογενειακού ονόματος: Szostakowicz, Szostakiewicz, Szestakovicz και Szustakiewicz. Ο προπάππος του, Πιότρ Μιχάηλοβιτς Σοστακόβιτς, είχε πάρει μέρος στην Πολωνική επανάσταση του
1831 και αργότερα εγκαταστάθηκε στο Γιεκατερινμπούργκ. Εκεί γεννήθηκε ο παππούς του συνθέτη, Μπολεσλάβ Πετρόβιτς, ο οποίος αναμείχθηκε στην απόπειρα δολοφονίας του τσάρου Αλεξάνδρου Β΄, το
1866, και γι' αυτόν τον λόγο εξορίστηκε στο
Τομσκ και αργότερα στο Ναρίμ, στην
Σιβηρία, όπου γεννήθηκε ο πατέρας του συνθέτη, Ντμίτρι Μπολεσλάβοβιτς.
Η μητέρα του συνθέτη, Σοφία Κοκούλινα
[17], απώτερης ελληνικής καταγωγής
[18], ήταν πιανίστρια και σπούδαζε στο Ωδείο της
Αγίας Πετρούπολης, όπου και γνώρισε τον Ντμίτρι Μπολεσλάβοβιτς, με τον οποίο παντρεύτηκε το
1903. Το ζευγάρι απέκτησε συνολικά τρία παιδιά και ο Ντμίτρι (που τον αποκαλούσαν Μίτια) ήταν το δεύτερο στη σειρά. Οι γονείς του Ντμίτρι ήταν από πολιτική άποψη λαϊκιστές (ναρόντνικοι). Ένας από τους θείους του ήταν Μπολσεβίκος, αλλά η οικογένεια επίσης περιελάμβανε και ακραίους υπερσυντηρητικούς.
Παρά την οικογενειακή μουσική παράδοση ο Ντμίτρι αρχικά δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τη μουσική· η μητέρα του όμως σύντομα κατάφερε να στρέψει το ενδιαφέρον του Μίτια και της μεγάλης αδερφής του Σοφίας στο πιάνο. Το ταλέντο του έγινε εμφανές ήδη από τα πρώτα του μαθήματα στο
πιάνο, σε ηλικία 9 ετών και σύντομα ο Ντμίτρι έκανε τις πρώτες απόπειρες στην σύνθεση. Το
1918, έγραψε ένα Πένθιμο Εμβατήριο στη μνήμη των δύο ηγετών του κόμματος Καντέτ, που δολοφονήθηκαν από Μποσελβίκους ναύτες. Το
1919, έγινε δεκτός στο Ωδείο της Πετρούπολης, το οποίο τότε διηύθυνε ο
Αλεξάντρ Γκλαζουνόφ. Παρακολούθησε μαθήματα
πιάνου από τον Λεονίντ Νικολάγιεφ και σύνθεσης από τον Μαξιμιλιάν Στάινμπεργκ. Ο Γκλαζούνοφ παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την ανάπτυξη αυτού του νέου με το μεγάλο ταλέντο και το «απόλυτο αφτί» και κατά καιρούς τον υποστήριζε οικονομικά. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του κρίθηκε ότι χαρακτηριζόταν από έλλειψη πολιτικού ζήλου και απέτυχε την πρώτη φορά στην εξέταση στη
Μαρξιστική μεθοδολογία το
1926.
Στις αρχές του
1923, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του, η οικογένεια σχεδόν καταστράφηκε οικονομικά εξ αιτίας της οικονομικής αστάθειας της μετεπαναστατικής περιόδου. Επιπλέον έγινε διάγνωση ότι ο συνθέτης (ο οποίος είχε εξ αρχής αδύναμη υγεία), έπασχε από φυματίωση. Αυτή η πάθηση επρόκειτο να επηρεάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του. Εκείνη την χρονιά αποφοίτησε από την τάξη του
πιάνου και από τον Οκτώβριο του
1924 άρχισε να εργάζεται ως πιανίστας σε προβολές ταινιών του βωβού κινηματογράφου.
Για την αποφοίτησή του από το Ωδείο (
1925) συνέθεσε την 1η συμφωνία. Η επιτυχία του έργου ήταν μεγάλη και του προσέφερε παγκόσμια αναγνώριση ήδη από την ηλικία των 19 ετών. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 12 Μαΐου
1926 από τη Φιλαρμονική του
Λένινγκραντ (όπως είχε μετονομαστεί από το
1924 η
Αγία Πετρούπολη), υπό τη διεύθυνση του Νικολάι Μάλκο.
Μετά την αποφοίτησή του αρχικά επιδόθηκε σε μια διπλή σταδιοδρομία κλασικού πιανίστα και συνθέτη, αλλά το στεγνό πιανιστικό στυλ του (το οποίο φαίνεται και στις ηχογραφήσεις του με δικά του έργα και αποδίδεται σε εξελισσόμενη προοδευτικά πάθηση των χεριών του) συχνά αποδοκιμαζόταν. Παρόλα αυτά, κέρδισε «τιμητική μνεία» στον Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου της
Βαρσοβίας το
1927. Μετά τον διαγωνισμό ο Σοστακόβιτς συνάντησε τον μαέστρο
Μπρούνο Βάλτερ (Bruno Walter), ο οποίος ήταν τόσο εντυπωσιασμένος από την Πρώτη Συμφωνία του συνθέτη, που την διηύθυνε στην πρεμιέρα του στο
Βερολίνο αργότερα εκείνη τη χρονιά. Στο εξής ο Σοστακόβιτς αφοσιώθηκε στη σύνθεση και σύντομα περιόρισε τις εμφανίσεις του, κυρίως σε εκτελέσεις δικών του έργων. Το
1927 έγραψε τη Δεύτερη Συμφωνία του (με υπότιτλο: Στον Οκτώβρη), έπειτα από παραγγελία για τις εκδηλώσεις εορτασμού της δέκατης επετείου της
Οκτωβριανής Επανάστασης. Καθώς έγραφε το έργο αυτό, παράλληλα ξεκίνησε την όπερα Η μύτη, η οποία βασιζόταν στην ομώνυμη ιστορία του
Γκόγκολ και σατίριζε τη σοβιετική γραφειοκρατία. Το
1929 η όπερα επικρίθηκε για «φορμαλισμό» από τη RAPM, τη σταλινική ομοσπονδία μουσικών, και γενικά δέχθηκε αρνητικές κριτικές το
1930.
Το
1927 επίσης αποτέλεσε την αρχή για τη μακρόχρονη φιλία του με τον
Ιβάν Σολλερτίνσκι (Иван Соллертинский), ο οποίος παρέμεινε ο στενότερός του φίλος μέχρι τον θάνατό του το
1944. Ο Σολλερτίνσκι εισήγαγε τον Σοστακόβιτς στη μουσική του
Γκούσταβ Μάλερ, η οποία άσκησε ισχυρή επιρροή στη δική του μουσική από την Τέταρτη Συμφωνία και μετά.
Την ίδια χρονιά γνώρισε και τη μετέπειτα σύζυγό του, Νίνα Βάρζαρ, η οποία τότε σπούδαζε ακόμα φυσικομαθηματικά. Ο συνθέτης ένιωσε γρήγορα έλξη για αυτή και επισκεπτόταν το σπίτι της με κάθε ευκαιρία. Η οικογένεια της κοπέλας αρχικά δεν ήταν ενθουσιασμένη με τη σχέση των δύο νέων, αλλά τελικά το ζευγάρι επιβλήθηκε και στις 13 Μαΐου
1932 έγινε ο γάμος τους. Αρχικές δυσκολίες οδήγησαν σε διαζύγιο το
1935, αλλά το ζευγάρι σύντομα επανασυνδέθηκε.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930 εργάστηκε στο TRAM, το Εργατικό (Προλεταριακό) Νεανικό Θέατρο. Παρότι έκανε μικρό έργο σε αυτό το πόστο, η θέση του αυτή τον προφύλαξε από ιδεολογικές επιθέσεις και αμφισβητήσεις. Μεγάλο μέρος αυτής περιόδου αφιερώθηκε στη σύνθεση της όπερας Η λαίδη Μάκμπεθ του Μτσενσκ. Η πρώτη της εκτέλεση έγινε στις 22 Ιανουαρίου
1934 στην
Αγία Πετρούπολη και δύο μέρες μετά στη
Μόσχα, και γνώρισε αμέσως επιτυχία, από άποψη λαϊκής, αλλά και επίσημης, αποδοχής. Ειπώθηκε ότι υπήρξε «αποτέλεσμα της γενικότερης επιτυχίας του σοσιαλιστικού οικοδομήματος, της σωστής πολιτικής του Κόμματος», και ότι μια τέτοια όπερα «θα μπορούσε να έχει γραφτεί μόνο από Σοβιετικό συνθέτη, μεγαλωμένο μέσα στο καλύτερο κομμάτι της παράδοσης της σοβιετικής κουλτούρας»
[19]. Κατά τα δύο επόμενα χρόνια η φήμη και η δημοτικότητα του συνθέτη αυξάνονταν και το έργο του δεχόταν επαίνους από κριτικούς και κοινό....
https://el.wikipedia.org/wiki/