Σελίδες

Παρασκευή, Μαρτίου 25, 2022

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου

Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, έργο του Αντρέι Ρουμπλιώφ

Με την λέξη Ευαγγελισμός αναφερόμαστε στη χαρμόσυνη είδηση για τον Χριστιανισμό, της επικείμενης γέννησης του Ιησού Χριστού, που δόθηκε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ προς τη Μαριάμ. Επίσης, με τον ίδιο όρο αναφερόμαστε στην εκκλησιαστική θεομητορική εορτή που τελείται την 25η Μαρτίου προς ανάμνηση του γεγονότος αυτού.

Ευαγγελισμός σημαίνει αναγγελία χαρμόσυνης είδησης και ετυμολογικά προέρχεται από το ευάγγελος (=ευ+άγγελος < αγγέλω) μια πολύ παλαιότερη ελληνική λέξη (Οδύσσεια, ξ 152-153: ως νείται Οδυσσεύς ευαγγέλιον δε μοι έστω [...]). .....

Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Λουκά το γεγονός του Ευαγγελισμού έλαβε χώρα στη Ναζαρέτ, το ασήμαντο αυτό χωριό που δεν συναντάμε ούτε στην Παλαιά Διαθήκη, ούτε στο Ταλμούδ, ούτε στα κείμενα του Ιώσηπου. Η περιφρονημένη αυτή περιοχή, από την οποία οι άνθρωποι σκέπτονταν αν δύναται τι αγαθόν είναι; (Ιωάν. 1:46), αποτελεί την πατρίδα των γονέων της Μαρίας (Μαριάμ) και της ίδιας της μητέρας του Ιησού και πιθανόν και του μνήστορος Ιωσήφ. Τελικά όμως, η Ναζαρέτ τιμήθηκε ιστορικά ως η ιδιαίτερη πατρίδα του Ιησού Χριστού, του επονομαζόμενου και "Ναζωραίου".
Σύμφωνα με την παράδοση και στοιχεία που αντλούνται από πολλά απόκρυφα κείμενα, το κορίτσι που έμελλε να γίνει η μητέρα του Ιησού Χριστού, έζησε σ' ένα φτωχικό σπίτι της Ναζαρέτ, όπου η καθημερινή ζωή της περιελάμβανε μεταξύ άλλων, τις πνευματικές ενασχολήσεις που επέβαλλε το τυπικό της ιουδαϊκής θρησκείας (προσευχή, μελέτη των Γραφών, συμμετοχή στις λατρευτικές εκδηλώσεις της Συναγωγής). Ο Λουκάς άλλωστε, περιγράφει τη Μαρία ως μια ευσεβή Ιουδαία (Λκ. 2:22, 27, 39).

Τον έκτο μήνα από την σύλληψη του Προδρόμου, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, σταλμένος από τον θεό, συναντά την Μαρία στο μέρος όπου διέμενε και της απευθύνει τον χαιρετισμό: "Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου". Το "χαίρε" του αγγέλου δεν είναι ένας απλός χαιρετισμός, αλλά θυμίζει τις επαγγελίες για την έλευση του Κυρίου στην αγία πόλη του (π.χ. "Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ· ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι..." Ζαχ. 9:9).

Στον χαιρετισμό αυτό, η Μαρία αντιδρά φυσιολογικά για ένα κορίτσι περίπου δεκατεσσάρων ετών, που θα είχε σχεδόν μηδενικές κοινωνικές συναναστροφές. Οι λέξεις του Γαβριήλ "κεχαριτωμένη", "ευλογημένη συ εν γυναιξίν" δεν είναι από αυτές που συνήθιζε να ακούει ένα κορίτσι αντίστοιχης ηλικίας και κοινωνικής θέσης. Αρχίζει έτσι να διερωτάται "ποταπός είη ο ασπασμός ούτος", δηλ. ποιας προέλευσης (θείας ή μή) ήταν αυτός ο χαιρετισμός, συνετιζόμενη ίσως από το παράδειγμα της σχετικής εμπειρίας που είχε η Εύα στον παράδεισο.
Ο άγγελος, βλέποντας τον δισταγμό της, την καθησυχάζει με τη φράση "Μή φοβού", που παρόμοιες συναντάμε συχνά στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη σε γεγονότα θείων αποκαλύψεων (Μτ. 1:20, 14:27 -Μκ. 5:36 -Λκ. 1:13, 1:30, 2:10 - Ιησ. 1:9, Κρ. 6:23, Ιερ. 1:8, Δαν. 10:12 κ.ά.). Αμέσως μετά της δηλώνει ότι βρήκε χάρη από το Θεό, πράγμα που δείχνει πως η Μαρία συγκαταλέγεται πλέον ανάμεσα σε εκείνα τα πρόσωπα που έγιναν αποδέκτες της εύνοιας του Θεού (Γέν. 6:8, Έξ. 33:13 κ.ά.).

Ακολούθως, ο Γαβριήλ φανερώνει το περιεχόμενο της ευαγγελίας του. Η Μαρία πρόκειται να φέρει στον κόσμο ένα γιο τον οποίο θα ονομάσει Ιησού και ο οποίος "έσται μέγας" και θα αναγνωριστεί από όλους ως "υιός υψίστου". Για να δηλωθεί πως ο υιός αυτός θα είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας, αναφέρει την καταγωγή του εκ του Δαυίδ όπως προείπαν οι προφήτες και το αιώνιο της Βασιλείας του κατά τον Δανιήλ: "δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαυίδ τού πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος" (βλ. 2Σαμ. 7:12 - Ησ. 9:6-7 - Δαν. 2:44, 4:3, 6:26, 7:14).

Αμέσως μετά, η Μαρία εκφράζει μια εύλογη απορία, που δείχνει ότι ο Λουκάς αποδίδει μεγάλη σημασία στην παρθενία της Μαρίας, όπως και σ' όλο του το έργο άλλωστε ενδιαφέρεται για την εγκράτεια (Λκ 2:36, 14:26, 18:29) και για την παρθενία (Πραξ. 21:9). Αναφέρει βέβαια το γάμο της Μαρίας με τον Ιωσήφ (Λκ 1:27, 2:5), γιατί βλέπει στο γεγονός αυτό τη βάση της μεσσιανικής νομιμότητας του Ιησού (3:23 εξ) καθώς η αποκάλυψη του θεού, ανταποκρίνεται πάντοτε στα συγκεκριμένα δεδομένα της ιστορίας. Ο "γάμος" της με τον Ιωσήφ έδωσε την αναγκαία νομιμότητα στα γεγονότα που επακολούθησαν, χωρίς καμιά υποψία και μομφή. Μέσα στο μυστήριο αυτό της γέννησης του Ιησού, πίσω από το ιστορικό και κοινωνικό προσκήνιο, υπάρχει και μια άλλη αλληλουχία πραγμάτων, εκείνη που ανήκει σε μιας άλλης φύσεως πραγματικότητα, που δεν είναι θεατή και αποδεκτή από όλους. Στα ιερά κείμενα η αλληλουχία αυτή εκφράζεται με την επισήμανση ότι ο Ιησούς ήταν μόνο "ο υιός της Μαρίας" και απλώς "ενομίζετο" ως υιός του Ιωσήφ (Λκ. 3:23).

Ο Λουκάς λοιπόν τονίζει για τη νεαρή σύζυγο ότι είναι παρθένος και αυτό φαίνεται από την αντίρρηση που απευθύνει στον άγγελο, όταν της αναγγέλλει ότι θα γίνει η μητέρα του Μεσσία: "Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;" που σημαίνει: "πως θα γίνει αυτό, αφού ως τώρα δεν έχω συζυγικές σχέσεις". Ο Λουκάς υπαινίσσεται πως η Μαρία ρωτάει όχι από απιστία αλλά για να μάθει τον τρόπο, αφού την ερώτησή της δεν ακολουθεί κάποιο αντίστοιχο επιτίμιο όπως στον Ζαχαρία που έδειξε να μην πιστεύει την γέννηση του Προδρόμου (Λκ. 1:20). Καταλαβαίνει ίσως η Μαρία πως θα γίνει αμέσως μητέρα, όπως άλλωστε συνέβη στη μητέρα του Σαμψών που συνέλαβε μόλις ο άγγελος της ανήγγειλε τη μητρότητα της (Κρ. 13:5-8). Το ερώτημά της Μαρίας, οδηγεί τον Γαβριήλ να της αναγγείλει την παρθενική σύλληψη του Ιησού με τρόπο υπερφυσικό. Για την πλειοψηφία των χριστιανών, ο στίχος "Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού'' ερμηνεύεται "Τριαδολογικά", που σημαίνει ότι αναγνωρίζονται στον στίχο αυτόν δρώντα τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας: Ο Πατέρας (δύναμις υψίστου), ο Υιός (υιός Θεού) και το Άγιο Πνεύμα (Πνεύμα άγιον επελεύσεται).
Κατόπιν, ο άγγελος συνεχίζει, και ως πιστοποίηση της δύναμης του Θεού για το θέμα αυτό της σύλληψης, φέρνει το παράδειγμα της Ελισσάβετ η οποία αν και ήταν σε προχωρημένη ηλικία ήταν ήδη στον έκτο μήνα της κυοφορίας της.

Στο τέλος της Ευαγγελικής περικοπής, ένα σημαντικό, θεολογικό μήνυμα περιέχεται: ο Γαβριήλ τελείωσε μεν την ευαγγελία του προς την Παρθένο, όχι όμως και την αποστολή του. Περιμένει τη συγκατάθεση της Μαρίας. Για τον Λουκά, ούτε μια τέτοια σπουδαία ενέργεια του Θεού δεν αφαιρεί από τον άνθρωπο το χάρισμα της συνδημιουργίας: "Ευτυχισμένη Μαρία, ο κόσμος όλος περιμένει τη συγκατάθεσή σου" αναφέρει ο ιερός Αυγουστίνος. Πράγματι, η μητρότητα αυτή είναι θεληματική. Μπροστά στην απροσδόκητη κλήση που της αναγγέλλει ο Γαβριήλ, η Μαρία ενδιαφέρεται να καταλάβει το κάλεσμα του Θεού. Όταν η Μαρία διαφωτίζεται πλήρως, δέχεται, και η διακονία της, είναι προπάντων ελευθερία.
...

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%85%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB


Θεομητορική εορτή


Η Παναγία Ευαγγελίστρια, Τήνου

Σαφείς μαρτυρίες περί της έναρξης του εορτασμού του ευαγγελισμού της ενσάρκωσης του Ιησού δεν υπάρχουν.

Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι καθιερώθηκε να εορτάζεται στις 25 Μαρτίου κατά τους χρόνους που είχε πλέον καθιερωθεί ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου, δηλαδή περί τον 4ο αιώνα.

Κάποιοι λόγοι που αναφέρονται στον εορτασμό αυτό των Αγίων Γρηγορίου και Αθανασίου του Μεγάλου αποδείχθηκαν νόθοι, πολύ μεταγενέστεροι αυτών.

Πρώτη επίσημη μαρτυρία εορτασμού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου απαντάται στο Α΄ Κεφάλαιο των πρακτικών της συνόδου του Τολέδου το 656.

Παρατηρώντας κατ΄ αυτό η Σύνοδος εκείνη ότι ο εορτασμός αυτός τελούνταν στην Ισπανία κατά διάφορες ημέρες, αναφερόμενη στον 51ο κανόνα της Συνόδου της Λαοδίκειας, παραγγέλλει την αποφυγή του κατά τη Τεσσαρακοστή και τη μεταφορά της στο προ των Χριστουγέννων οκταήμερο.

Αργότερα κατά τη Σύνοδο εν Τρούλλω (692), διαφαίνεται ότι ο εορτασμός αυτός ήδη υφίσταται (κανόνας 52).

Κατόπιν αυτών από τα μέσα του 7ου αιώνα ο εορτασμός είχε γενικευθεί να τελείται εννέα μήνες προ του εορτασμού των Χριστουγέννων.

Εκ των παραπάνω διαφαίνεται ότι αρχικά ήταν Δεσποτική εορτή και στη συνέχεια συμπεριελήφθη στις Θεομητορικές εορτές.

Σημειώνεται ότι στο Κοπτικό εορτολόγιο παραμένει ως Δεσποτική εορτή με την ονομασία, αντί «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου», «Εορτή της Σύλληψης του Ιησού Χριστού».

Υμνολογία ανήμερα της εορτής Απολυτίκιο ανήμερα της εορτής

«Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον

και του απ΄ αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις

ο Υιός του Θεού Υιός της Παρθένου γίνεται

και Γαβριήλ την χάριν ευαγγελίζεται.

Διό συν αυτώ τη Θεοτόκω βοήσωμεν

Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου.»

Η Ένωση της Επτανήσου

 

http://mikros-romios.gr/3693/eptanisos/

Η Ένωση της Επτανήσου και η 25η Μαρτίου 1864

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Γυρνάμε χρόνια πίσω, στις 24 Μαρτίου 1864. Ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης Ιωάννης Μεσσηνέζης κηρύττει την έναρξη της συνεδρίασης σε κλίμα απογοήτευσης και βαρυθυμίας. Οι φήμες ήθελαν δυσμενείς τις εξελίξεις για την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Οι συνομιλίες που διεξήγαγε στο Λονδίνο ο αντιπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης Χαρίλαος Τρικούπης οδηγούντο –σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου– σε ναυάγιο.
Στο βήμα ανεβαίνει ο υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Δηλιγιάννης για να προβεί σε ανακοινώσεις επί του θέματος. Ήρκεσαν οι πρώτες λέξεις του για να μεταβληθεί ο εκνευρισμός σε χαρά και η αγωνία σε φρενίτιδα ενθουσιασμού. Χωρίς πρόλογο και με φωνή σπαστή, ο Δηλιγιάννης διάβασε το τηλεγράφημα του Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος είχε κληθεί να συνυπογράψει με τους αντιπροσώπους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας το Πρωτόκολλο Ενώσεως της Επτανήσου με την Ελλάδα. Ό,τι ακολούθησε ήταν πρωτοφανές. Ζητωκραυγές, χειροκροτήματα, αγκαλιές, φιλιά μεταξύ των πληρεξουσίων και οι Έλληνες ξεχύθηκαν στους δρόμους πανηγυρίζοντας.
Τις εντυπώσεις ωστόσο έκλεψε η περιπέτεια του ιστορικού τηλεγραφήματος του Τρικούπη. Ακόμη η Ελλάδα δεν είχε αποκαταστήσει τηλεγραφική επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο. Το τηλεγράφημα, με ημερομηνία 13 Μαρτίου, ξεκίνησε με αυστριακό πλοίο της γραμμής που περνούσε από την Καλλίπολη, απ’ όπου το παρέλαβε για Πειραιά. Έφιππος αγγελιαφόρος το μετέφερε στην Αθήνα για να το παραλάβει ο πρόεδρος της κυβέρνησης που δεν ήταν άλλος από τον ένδοξο πυρπολητή Κωνσταντίνο Κανάρη. Εκείνος το παρέδωσε στον υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος και το ανακοίνωσε στην Εθνοσυνέλευση. Κανείς βεβαίως τότε δεν γνώριζε το παρασκήνιο της προσάρτησης, πλην του άρτι αφιχθέντος νεαρού βασιλέως Γεωργίου Α’. Η ηλιόλουστη 25η Μαρτίου 1864 ξημέρωνε για τους Έλληνες και τον Γεώργιο με τους καλύτερους οιωνούς. Και γιορτάστηκε ανάλογα στους δρόμους και στη Μητρόπολη των Αθηνών, όπου ο Γεώργιος είπε τις πρώτες λέξεις του στην ελληνική γλώσσα.

Το Ψαλτήριον Ψαλμός Στ. 6

Γραμματόσημο ΕΛΤΑ σειρα ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ
Γραμματόσημο ΕΛΤΑ σειρα ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ

Ιερός Ναός Πρωτάτου - παράσταση βασισμένη στην αντίστοιχη ξυλογραφία 

- έργο του χαράκτη Γ. Μόσχου

Το ψαλτήριον  Ψαλμός. Στ'  6
Για μεγέθυνση ροδάκι να ανοίξει με φακό
αναζητείστε και τους προηγούμενους ψαλμούς  στην ετικέτα πνεύμα

Τάσσος (Αλεβίζος)

 

Τάσσος (Αλεβίζος), εξώφυλλο του Αναγνωστικού Δ΄ Δημοτικού. Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, Αθήνα 1973.

Ο Τάσσος (πραγματικό όνομα Αναστάσιος Αλεβίζος: Λευκοχώρα Μεσσηνίας, 25 Μαρτίου 1914 – Αθήνα, 13 Οκτωβρίου 1985) ήταν διακεκριμένος έλληνας χαράκτης.

Μικρός παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Γιώργο Κωτσάκη. Το 1930, σε ηλικία δεκαέξι ετών, έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής και ζωγραφικής στα εργαστήρια του Θ. Θωμόπουλου, του Ουμβ. Αργυρού και του Κ. Παρθένη.

Από το 1933 και μέχρι την αποφοίτησή του από την Σχολή το 1939, παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής στο εργαστήριο του Γ. Κεφαλληνού. Πιθανολογείται ότι καθοριστικό ρόλο στην αφοσίωσή του στην χαρακτική έπαιξε και η γνωριμία του με τον Δ. Γαλάνη, τον άλλο μεγάλο έλληνα χαράκτη της εποχής του Μεσοπολέμου, μέσω του οποίου γνώρισε και την γαλλική χαρακτική. Λέγεται επίσης ότι πραγματοποίησε σπουδές στο Παρίσι, την Ρώμη και την Φλωρεντία. Πάντως, το ταλέντο του στην χαρακτική αναγνωρίστηκε πολύ γρήγορα· στην Πανελλήνια Έκθεση του 1938 έλαβε το Βραβείο Χαρακτικής και δύο χρόνια αργότερα (1940) τιμήθηκε με το Κρατικό Μετάλλιο Χαρακτικής.

Από το 1930 είχε ενταχθεί στο ΚΚΕ, αρχικά στην νεολαία του κόμματος (ΟΚΝΕ) και αργότερα ως πλήρες μέλος. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου το 1940, ο Τάσσος και πολλοί άλλοι μαθητές του Γ. Κεφαλληνού φιλοτέχνησαν προπαγανδιστικές αφίσες για την εμψύχωση του ελληνικού λαού. Στα χρόνια της Κατοχής, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών, για να συνεχίσει την (παράνομη πλέον) δημιουργία προπαγανδιστικού υλικού κατά των κατακτητών.

Μετά την απελευθέρωση, ο Τάσσος άρχισε να ασχολείται και με άλλα θέματα πέρα από τα επικά του πολέμου, όπως γυμνά, νεκρές φύσεις και πορτρέτα, ενώ ταυτοχρόνως άρχισε να χρησιμοποιεί και χρώμα στις ξυλογραφίες του.

Ο Τάσσος είχε επίσης μια ιδιαίτερη αγάπη για το βιβλίο και τις γραφικές τέχνες. Ήδη από το 1939, με την αποφοίτησή του, έφτιαχνε εξώφυλλα και κοσμήματα για το λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Εστία. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση στον εκδοτικό οίκο «Τα Νέα Βιβλία» που ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1945 και που έκλεισε το 1948. Το 1948 άρχισε να συνεργάζεται με τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΣΒ, μετέπειτα Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων ή ΟΕΔΒ). Καρπός της συνεργασίας του με τον ΟΕΣΒ/ΟΕΔΒ, υπήρξε η εικονογράφηση πολλών βιβλίων για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, με πρώτο το Αναγνωστικόν Έκτης Δημοτικού που κυκλοφόρησε το 1949.

Το 1948 έγινε καλλιτεχνικός σύμβουλος του λιθογραφείου «Ασπιώτη–Έλκα», και από το 1954 έως το 1967 φιλοτέχνησε γραμματόσημα για λογαριασμό των Ελληνικών Ταχυδρομείων, αρχικά με την τεχνική της έγχρωμης ξυλογραφίας και κατόπιν με τη μέθοδο offset. Επίσης, από το 1962 έως τον θάνατό του, σχεδίαζε και τα γραμματόσημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1959 ανέλαβε την διεύθυνση του Τμήματος Γραφικών Τεχνών στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, όπου δίδαξε μέχρι το 1967.
Τάσσος (Αλεβίζος), εξώφυλλο του Αναγνωστικού Δ΄ Δημοτικού. Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, Αθήνα 1973.

Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας «Στάθμη», η οποία τον τίμησε με αναδρομική έκθεση των έργων του στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Την ίδια εποχή παρουσίασε έργα του στην Μπιενάλε της Βενετίας (1952) και του Λουγκάνο (1953).

Κατά την δεκαετία του 1960 η θεματογραφία του άρχισε να επικεντρώνεται στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Εγκατέλειψε σταδιακά το χρώμα, χάραζε όλο και μεγαλύτερες πλάκες ξύλου και άρχισε να δημιουργεί θεματικές ενότητες σε τρίπτυχα ή τετράπτυχα. Ταυτοχρόνως ασχολήθηκε με την αγιογραφία, ενώ συνέχισε να φιλοτεχνεί βιβλία.

Κατά την περίοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, έζησε αυτοεξόριστος εκτός Ελλάδας και φιλοτέχνησε έργα κοινωνικής διαμαρτυρίας καταγράφοντας γεγονότα που τον συγκλόνισαν. Μετά την κατάρρευση της Χούντας, εξέθεσε έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη (1975) και λίγο καιρό αργότερα έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ίδιου ιδρύματος. Το 1977, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης.

Συνέχισε να εργάζεται σκληρά μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Πέθανε το Οκτώβριο του 1985 αφήνοντας ημιτελή μία σειρά οκτώ συνθέσεων στο Δημαρχείο του Βόλου. Το 1987, η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μία δεύτερη μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του.

Έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, δημιουργήθηκε η Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος», με σκοπό την διάδοση του έργου του και την υποστήριξη της ελληνικής χαρακτικής. Από το 1991 και κάθε τρία χρόνια, η Εταιρεία αυτή πραγματοποιεί συλλογικές εκθέσεις νέων ελλήνων χαρακτών σε διαφορετικές πόλλεις της Ελλάδας. Η Εταιρεία επίσης διατηρεί ανοιχτό ως μουσείο το σπίτι όπου έζησε και δημιούργησε ο Τάσσος και η σύζυγός του, η ζωγράφος και χαράκτρια Λουκία Μαγγιώρου (γεν. 1914), επί της Αρδηττού 34, στην συνοικία Μετς της Αθήνας.