Σελίδες

Δευτέρα, Ιανουαρίου 25, 2021

25 Ιανουαρίου 1836

Griechisches Parlament.jpg

 

 

 

 

 

 

 

25 Ιανουαρίου 1836 - Θεμελιώνονται τα παλιά ανάκτορα, η σημερινή Βουλή των Ελλήνων.


Τα Παλαιά Ανάκτορα είναι σήμερα η έδρα της Βουλής των Ελλήνων. Πρόκειται για νεοκλασικό κτήριο, σχεδιασμένο από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα της Βασιλικής Αυλής της Βαυαρίας Φρειδερίκο φον Γκέρτνερ (Gärtner) και βρίσκεται στην Πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα. Χρησιμοποιήθηκε ως ανάκτορα από τον Βασιλιά της Ελλάδος Όθωνα και στη συνέχεια από τον Βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο τον Α΄ μέχρι το 1910 όπου μετεγκαταστάθηκε σε νεότερα, επί της οδού Ηρώδου του Αττικού, εξ ου και η ονομασία αυτών Παλαιά Ανάκτορα. Στη δυτική πλευρά του κτιρίου διαμορφώθηκε ο χώρος σε Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, και πρόσφατα ο υποκείμενος αυτού χώρος σε υπόγειο χώρο στάθμευσης, παραμονής και φύλαξης των αδασμολόγητων οχημάτων των βουλευτών, ενώ οι εξωτερικοί χώροι τόσο της ανατολικής όσο και της νότιας πλευράς απ΄ αρχής διαμορφώθηκαν σε μεγάλο ενιαίο εθνικό κήπο, που υφίσταται μέχρι και σήμερα.

Η τελική επιλογή του χώρου για την ανέγερση των παλαιών ανακτόρων έγινε από τον ίδιο τον Γκέρτνερ στα τέλη του 1835 μετά την απόρριψη των προτάσεων των Κλεάνθη, Σάουμπερτ, Κλέντσε και Σίνκελ που προέβλεπαν στις θέσεις Ομόνοια, Κεραμεικό και Ακρόπολη αντίστοιχα, όπου στη τελευταία είχε αντιδράσει και ο ίδιος ο Λουδοβίκος, ο πατέρας του Όθωνα.

Το κτήριο κατασκευάστηκε στο διάστημα 1836-1847, προορισμένο να γίνει ανάκτορο του Όθωνα, μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους από το Ναύπλιο στην Αθήνα το 1834. Ανεγέρθηκε με έξοδα του βασιλιά Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας, ως προσωπικό δάνειο προς τον Όθωνα. Η τελική επιλογή του χώρου για την ανέγερση των παλαιών ανακτόρων έγινε από τον ίδιο τον Γκέρτνερ στα τέλη του 1835 μετά την απόρριψη των προτάσεων των Κλεάνθη, Σάουμπερτ, Κλέντσε και Σίνκελ που προέβλεπαν στις θέσεις Ομόνοια, Κεραμεικό και Ακρόπολη αντίστοιχα, όπου στη τελευταία είχε αντιδράσει και ο ίδιος ο Λουδοβίκος, ο πατέρας του Όθωνα.

Ειδικότερα η περιοχή ανέγερσης που πρότεινε ο Γκέρτνερ ήταν η συνέχεια της διασταύρωσης των οδών Σταδίου, (περιφερειακής οδού τότε), και Ερμού επί μικρού και ομαλού λόφου που εκτός του πλέον υγιεινού κλίματος που παρουσίαζε, δέσποζε και της τότε Αθήνας στο ανατολικότερο άκρο της. Έτσι δόθηκε εντολή στον Γκέρτνερ να εκπονήσει τα σχέδια του κτιρίου. Η δε εκπόνηση αυτών έγινε σε πολύ ελάχιστο διάστημα κατά τον μικρό χρόνο παραμονής του στην Αθήνα, (από τον Δεκέμβριο του 1835 μέχρι τον Μάρτιο του 1836), όπου και αποτέλεσε κατόρθωμα που μόνο η μεγάλη συγκέντρωση των ικανοτήτων του μπορούσε να φέρει σε πέρας.

Η θεμελίωση του κτιρίου έγινε στις 25 Ιανουαρίου π.ημ./ 6 Φεβρουαρίου ν.ημ. του 1836 παρουσία του Λουδοβίκου Α΄ και των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων. Τον Μάρτιο ο Γκέρτνερ επέστρεψε στο Μόναχο αφήνοντας την διεύθυνση της ανέγερσης της οικοδομής στους βαυαρούς ανθυπολοχαγούς Σλότερ και Χος. Ο Γκέρτνερ, στο γραφείο του στο Μόναχο, αποπεράτωσε την εκπόνηση μελετώντας όλες τις λεπτομέρειες φθάνοντας τον αριθμό των 247 σχεδίων που αφορούσαν μόνο το κτίριο των ανακτόρων Αθηνών. Σήμερα τα σχέδια αυτά περιλαμβάνονται στη μεγάλη συλλογή Moniger του Μονάχου, ενώ ένας πολύ μικρός αριθμός εξ αυτών δόθηκε στο μουσείο της Βουλής που αποδεικνύουν την επιμέλεια της κάθε λεπτομέρειας.

Βασικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην ανέγερση του κτιρίου ήταν πέτρα, μάρμαρο και ξύλα τα οποία προέρχονταν η μέν πέτρα κυρίως από τον Υμηττό, τον Λυκαβηττό και από την περιοχή "Πινακωτά", περιοχή της Αθήνας παρά το λόφο Στρέφη, τα δε μάρμαρα προέρχονταν κυρίως από την Πεντέλη, λίγα από τον Υμηττό, επίσης λίγα από την Τήνο, την Πάρο και τη Νάξο και κάποια ελάχιστα από την Καρράρα και τη Γένοβα της Ιταλίας και τέλος τα ξύλα προέρχονταν από την Εύβοια. Συγκινητική υπήρξε η προσέλευση πολλών κατοίκων και ιδίως νησιωτών που ζητούσαν να εργαστούν αφιλοκερδώς στην ανέγερση των ανακτόρων όπως Τηνιακοί, Σιφναίοι, Παριανοί, Ναξιώτες κ.ά. Τελικά μόλις ολοκληρώθηκαν τα κτίσματα των τοίχων τον Νοέμβριο του 1840 ο Γκέρτνερ επέστρεψε στην Αθήνα για να επιβλέψει την συνέχεια της οικοδόμησης καθώς και τη ζωγραφική διακόσμηση των εσωτερικών χώρων φέρνοντας επί τούτου μαζί του τους περίφημους ζωγράφους ιστορικών παραστάσεων της εποχής, Γιόχαν Σράουντολφ, Ούλριχ Χαλμπρέιτερ και Ιωσήφ Κραντσμπούργερ οι οποίοι και ανέλαβαν τις μεγάλες τοιχογραφίες με παραστάσεις από την ελληνική μυθολογία, και την ελληνική επανάσταση του 1821, ειδικά στην αίθουσα των τροπαίων. Μετά από τρίμηνη παραμονή ο Γκέρτνερ επέστρεψε και πάλι στο Μόναχο αφήνοντας αυτή τη φορά στη θέση του τον μηχανικό Ριέντελ ο οποίος και αποπεράτωσε το κτίριο με επιτυχία, το 1847.

Τα Παλαιά Ανάκτορα σύμφωνα με τα σχέδια του Γκέρτνερ αποτελεί τεράστιο ορθογώνιο τριώροφο οικοδόμημα, μετά του ισογείου, με δύο άξονες συμμετρίας από τους οποίους ο μεν κύριος άξονας Ανατολής – Δύσης ταυτίζεται με τον άξονα της οδού Ερμού, της μεγαλύτερης σε μήκος της τότε Αθήνας, ο δε δευτερεύων άξονας κάθετος στο κέντρο του προηγουμένου κατά Βορρά – Νότο ταυτίζεται με την διεύθυνση δυτικής πλαγιάς του Λυκαβηττού με στύλους του Ολυμπίου Διός. Το κτίριο φέρει τέσσερις πτέρυγες (μία ανά πλευρά) και μία εσωτερική κεντρική κατά τον κύριο άξονα εκατέρωθεν της οποίας φέρονται δύο εσωτερικά αίθρια (αυλές). Η κεντρική πτέρυγα που έφερε δίκλινη κεραμοσκεπή επεκτείνονταν των προσόψεων, ανατολική και δυτική, κατά 0.58 εκατοστά του μέτρου δημιουργώντας στις άκρες δύο αετώματα. Τα δε κεντρικά τμήματα της βορινής και νότιας (μεσημβρινής) πτέρυγας δημιουργούν εσοχή περίπου 3,80 μέτρα από τις άκρες της ανατολικής και δυτικής πρόσοψης. Οι εξοχές της κεντρικής πτέρυγας και οι παραπάνω εσοχές των πλευρικών πτερύγων δημιουργούν μια ιδιαίτερη πλαστικότητα σε βαρύ κλασικό τόνο που κάνει το κτίριο να ξεχωρίζει για την αρχιτεκτονική του μοναδικότητα. Η ανατολική και δυτική πρόσοψη έχουν μήκος έκαστη περίπου 90 μέτρα, ενώ οι δύο άλλες προσόψεις περίπου 80 μ. έκαστη.

Όλο το κτίριο φέρεται υπευψωμένο κατά 1,5 μέτρο από τον περιβάλλοντα χώρο. Όλες οι εξωτερικές πτέρυγες έχουν ισόγειο και δύο υπερκείμενους ορόφους. Το ύψος του ισογείου είναι 7,16 μέτρα (μικτό), το δε του πρώτου ορόφου 7,11 μέτρα (μικτό), ενώ το ύψος του δεύτερου ορόφου έχει ύψος 5,5 μ. Αντίθετα η μεσαία πτέρυγα είχε υπόγειο, ισόγειο με ύψος το αυτό των άλλων πτερύγων και μόνο ένα υπερκείμενο όροφο με ύψος 14,20 μ. (μεγαλύτερο δηλαδή από τα ύψη των 1ου και 2ου ορόφων μαζί, των άλλων πτερύγων). Στον χώρο αυτό ήταν οι επίσημες αίθουσες υποδοχής, η αίθουσα «δεξιώσεων – χορού – παιγνίων» και της μεγάλης τραπεζαρίας. Ήταν ο πλουσιότερα διακοσμημένος χώρος των ανακτόρων σε τοιχογραφίες, ζωγραφικούς πίνακες, χάρτες, αλλά και σε επίπλωση και άλλες διακοσμήσεις.

Για τις εξωτερικές όψεις των πτερύγων του κτιρίου ο Γκέρτνερ είχε εκπονήσει πολλά σχέδια με πλούσιες διακοσμήσεις εκ των οποίων τα περισσότερα αφορούσαν τη δυτική όψη της αντίστοιχης πτέρυγας που ήταν και η επισημότερη. Υποβάλλοντας τα σχέδια προς επιλογή στον Βασιλιά Λουδοβίκο, που ήταν και ο χρηματοδότης του κτιρίου, για λόγους οικονομίας αφενός και λόγους εκτροπής της κλασικής λιτότητας σε αναγεννησιακό ρυθμό δεν τα ενέκρινε. Στο σημείο δε αυτό όπως αναφέρει και ο Oswald Hederer στο βιβλίο του Friedrich von Gaertner: «..όταν ο Βασιλιάς Λουδοβίκος (της Βαυαρίας) διέγραψε με κόκκινο μολύβι όλα τα εξωτερικά διακοσμητικά στοιχεία των όψεων φέρεται ο Γκέρτνερ να είπε με κάποια αγανάκτηση «ε! τώρα Μεγαλειότατε απομένει ένας στρατώνας!»

Παρά τη λιτότητα όμως που του επεβλήθη, ο Γκέρτνερ κατάφερε, με κάποια λίγα σχετικά στοιχεία, πλην όμως σωστά επιλεγμένα, που χρησιμοποίησε, να δώσει στο ογκώδες κτίριο μια επιβλητική και γαλήνια εμφάνιση. Με δύο ταινίες ως νημάτια ένωσε τις ποδιές όλων των παραθύρων περιμετρικά ανά όροφο σπάζοντας έτσι την μονοτονία των μεγάλων εξωτερικών επιφανειών των πτερύγων, ενώ με τα διάφορα δωρικά πρόπυλα των εισόδων του κτιρίου εκτός της μεσημβρινής πλευράς που είναι ιωνικά, τόνισε ακόμα περισσότερο το αρχιτεκτονικό νεοκλασικό ύφος αυτού.

Τα Παλαιά Ανάκτορα σταμάτησαν να χρησιμοποιούνται ως ανάκτορα και παράλληλα επίσημη κατοικία της βασιλικής οικογένειας το 1910, αφού είχε υποστεί και αρκετές ζημιές από δυο πυρκαγιές, το 1884 και το 1909. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1922, χρησιμοποιήθηκε σαν κέντρο υποδοχής και περίθαλψης των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το 1929 έγινε έδρα του Ελληνικού Κοινοβουλίου, που προηγουμένως στεγαζόταν στο Βουλευτήριο της οδού Σταδίου (σήμερα γνωστό σαν Παλιά Βουλή), και της Γερουσίας. Η μετατροπή του κτηρίου σε Κοινοβούλιο έγινε από τον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή. Στις 25 Μαρτίου 1932 έγιναν και τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, που άρχισε να κατασκευάζεται το 1929.
Άποψη του εσωτερικού
της Βουλής των Ελλήνων

Σήμερα είναι έδρα του ελληνικού κοινοβουλίου, της Βουλής των Ελλήνων. Στεγάζει την αίθουσα του Κοινοβουλίου, της Γερουσίας και των Επιτροπών, τα Γραφεία του Προέδρου της Βουλής και των Αντιπροέδρων, μέρος του Αρχείου της Βουλής (το υπόλοιπο βρίσκεται στο Καπνεργοστάσιο επί της οδού Λένορμαν), γραφεία των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων, το τηλεοπτικό κανάλι της Βουλής των Ελλήνων, καθώς και διοικητικές υπηρεσίες.

Άλλα κτήρια της Βουλής των Ελλήνων είναι το Καπνεργοστάσιο (Βιβλιοθήκη και Αρχείο της Βουλής), το κτήριο της Λεωφόρου Αμαλίας (διοικητικές υπηρεσίες), τα κτήριο της οδού Βουλής 4 και Μητροπόλεως 2 όπου βρίσκονται τα γραφεία των Βουλευτών επαρχίας και το Εκθετήριο του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων, μέρος του Μεγάρου Αρβανίτη (διοικητικές υπηρεσίες) και το κτήριο επί της οδού Σέκερη 1Α (διοικητικές υπηρεσίες). 

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%AC_%CE%91%CE%BD%CE%AC%CE%BA%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου