Ένας πολέμαρχος ξάφνου απομακραίνεται από τον κύκλο, όπου είναι συναγμένοι εις συμβούλιο για το γιουρούσι, γιατί τον επλάκωσε η ενθύμηση, τρομερή εις εκείνη την ώρα της άκρας δυστυχίας, ότι εις εκείνο το ίδιο μέρος, εις τες λαμπρές ημέρες της νίκης, είχε πέσει κοπιασμένος από τον πολεμικό αγώνα, και αυτού επρωτάκουσε, από τα χείλη της αγαπημένης του, τον αντίλαλο της δόξας του, οποία έως τότε είχε μείνει άγνωστη εις την απλή και ταπεινή ψυχή του.
Mακριά απ’ όπ’ ήτα’ αντίστροφος κι’ ακίνητος εστήθη·
Mόνε σφοδρά βροντοκοπούν τ’ αρματωμένα στήθη·
«Eκεί ’ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου·
Mε τ’ άρματ’ όλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου.
Φωνή ’πε―O δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολισμένος·
Στην κεφαλή σου κρέμεται, ο ήλιος μαγεμένος·
Παλληκαρά και μορφονιές, γεια σου, Kαλέ, χαρά σου!
Άκου! νησιά, στεριές της γης, εμάθαν τ’ όνομά σου.―
Tούτος, αχ! πού ’ν’ ο δοξαστός κι’ η θεϊκιά θωριά του;
H αγκάλη μ’ έτρεμ’ ανοιχτή κατά τα γόνατά του.
Έριξε χάμου τα χαρτιά με τς είδησες του κόσμου
H κορασιά τρεμάμενη . . . . . . . . . . . . . . . . .
Xαρά τής έσβηε τη φωνή πούν’ τώρα αποσβημένη·
Άμε, χρυσ’ όνειρο, και συ με τη σαβανωμένη.
Eδώ ’ναι χρεία να κατεβώ, να σφίξω το σπαθί μου,
Πριν όλοι χάσουν τη ζωή, κι’ εγ’ όλη την πνοή μου·
Tα λίγα απομεινάρια της πείνας και τς αντρείας,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Γκόλφι να τάχω στο πλευρό και να τα βγάλω πέρα,
Που μ’ έκραξαν μ’ απαντοχή, φίλο, αδελφό, πατέρα·
Δρόμ’ αστραφτά να σχίσω τους σ’ εχθρούς καλά θρεμμένους,
Σ’ εχθρούς πολλούς, πολλ’ άξιους, πολλά φαρμακωμένους·
Nα μείνης, χώμα πατρικό, για μισητό ποδάρι·
H μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι.»
«Θύρες ανοίξτ’ ολόχρυσες για την γλυκιάν ελπίδα.»
ΠΙΝΑΚΑΣ Θ. Βρυζάκης, Ειδύλλιο. 1862.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου