Ιερά Μονή Παναγίας Εξακουστής Μαλλών |
Ίδρυση και θέση της Μονής
Η Ιερά Μονή Παναγίας Εξακουστής Μαλλών Ιεράπετρας βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά της επαρχίας Ιεράπετρας. Για να φθάσει κάποιος στο Μοναστήρι πρέπει να ακολουθήσει τον επαρχιακό δρόμο Ιεράπετρα-Μάλλες. Πρόκειται για μια όμορφη διαδρομή με πανοραμική θέα προς το νότιο Κρητικό πέλαγος σε κατάφυτο και ερημικό περιβάλλον, μακρυά από κατοικημένες περιοχές, η οποία ανέκαθεν προσφερόταν για άσκηση και μονήρη βίο. Ο ακριβής χρόνος ιδρύσεως της Μονής δεν είναι γνωστός. Άλλωστε, δεν διασώζονται γραπτές μαρτυρίες, τόσο από την περίοδο της Ενετοκρατίας, όσο και από την περίοδο της Τουρκοκρατίας για να μπορεί να διερευνηθεί σε βάθος η μοναχική ιστορία της περιοχής. Τα λιγοστά στοιχεία που διασώθηκαν μέχρι σήμερα αποκαλύπτουν, ότι η Εξακουστή ήταν παλαιός τόπος ορθόδοξης λατρείας, αν λάβουμε υπ’ όψη μας, ότι πολύ κοντά βρισκόταν η διαλελυμένη σήμερα Μονή Παναγίας Αρμού, τόπος ερημικός και κατάλληλος για τη λατρεία του Τριαδικού Θεού.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την παράδοση υπήρχε στη σημερινή θέση της Μονής κάποιο παλιό μοναστήρι που πιθανότατα καταστράφηκε εκ θεμελίων από τους Τούρκους κατακτητές, οι οποίοι έκαψαν τα πάντα, ακόμη και το αρχείο της. Απέμεινε μόνο μικρό φυσικό σπήλαιο, πρόχειρα διασκευασμένο σε Ναό, το γνωστό παρεκκλήσιο της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, στο οποίο σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γάλλου καθηγητή αρχαιολογίας Paule Faure, βρέθηκε εικόνα κατά τον 19ο αιώνα.
Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, κατά την περίοδο της Αιγυπτιοκρατίας, οι συνθήκες διαβιώσεως των ορθοδόξων Κρητικών άρχισαν να βελτιώνονται, ιδιαίτερα δε μετά την υπογραφή του «χάτι-ι-χουμαγιούν» το 1856, με το οποίο παραχωρούνται κάποιες θρησκευτικές ελευθερίες. Αυτήν την περίοδο παρατηρείται μεγάλη άνθιση στα περισσότερα Μοναστήρια της Κρήτης, πολλά από τα οποία άρχισαν πάλι να αποκτούν ζωή και μοναχοί να κατεφεύγουν σ’ αυτά. Ανάμεσα σ’ αυτά τα Μοναστήρια που ιδρύθηκαν τότε ήταν και η Μονή Εξακουστής.
Ο κατά κόσμον Αντώνιος Μπαρμπεράκης του Ιωάννου από τις Μαλλες Ιεράπετρας έμελλε να σηματοδοτήσει την νέα περίοδο του Μοναστηριού. Ο Αντώνιος έγινε Μοναχός στη Μονή Καψά από τον Όσιο Ιωσήφ τον Γεροντογιάννη, ο οποίος του έδωσε το όνομα Ανανίας. Ήταν ο πιο αφοσιωμένος μαθητής του, μάλιστα τον κατέστησε και διάδοχό του. Μετά την κοίμηση του Γέροντά του Όσιου Ιωσήφ, μετέβη στα Ιεροσόλυμα και επέστρεψε το 1877 στη γενέτειρά του για να εγκατασταθεί στο ερειπωμένο Μοναστήρι της Εξακουστής, όπου υπήρχαν μόνο υπολείμματα κελλιών και ένας μικρός φυσικός σπηλαιώδης ναός που θεωρείτο αχειροποίητος και θεόκτιστος. Στο βάθος του ναϋδρίου αυτού, που βρίσκεται στον περίβολο της Μονής, πίσω από την Αγία Τράπεζα σώζεται μέχρι σήμερα κωνοειδές άνοιγμα που προχωρεί σε βάθος. Σύμφωνα με την παράδοση μέσα σ’ αυτό βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας, την οποία μετέφεραν στο κεντρικό ναό, αλλά εξαφανιζόταν τη νύκτα και βρισκόταν πάλι την επομένη ημέρα στην κρύπτη της. Αυτό γινόταν για πολλές ημέρες μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως. Η ίδια παράδοση μαρτυρεί ότι η εικόνα κρύφθηκε μέσα στο βάθος της οπής του σπηλαίου και δεν ξαναπαρουσιάστηκε.
Ο Όσιος Χατζη Ανανίας και η ανακαίνιση της Μονής
Πρώτος Αδελφός, ανακαινιστής και Ηγούμενος, υπήρξε ο Χατζη-Ανανίας, κατά κόσμον Αντώνιος Μπαρμπεράκης, που γεννήθηκε το έτος 1837 στις Μάλλες Ιεράπετρας από απλούς, φτωχούς αλλά θεοσεβείς γονείς, τον Ιωάννη και την Αθηνά, οι οποίοι μεγάλωσαν το παιδί τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Ο Αντώνιος δεν έμαθε γράμματα, αλλά από μικρός είχε έφεση στα ιερά γράμματα και επιθυμούσε να περιβληθεί το αγγελικό σχήμα. Απέφευγε κάθε σωματική απόλαυση. Ως βρέφος δεν θήλαζε Τετάρτη και Παρασκευή και αρνούνταν πεισματικά να πιάσει τον μαστό της μητέρας του. Δεν έφαγε ποτέ κρέας, ψάρι και τυροκομικά. Μόνο τα Σαββατοκύριακα και τις μεγάλες εορτές έτρωγε λάδι και το Πάσχα κατέλυε οστρακοειδή, σουπιές και καλαμάρια. Ήταν πάντοτε ξυπόλυτος και ντυμένος κατάσαρκα με τρίχινα και χονδρά ράσα ενώ για κρεββάτι του είχε το δέρμα ενός ζώου, συνήθως προβάτου, και μαξιλάρι του μία κακόβολη πέτρα. Έτσι, σε ηλικία μόλις 14 ετών εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι και κατέφυγε στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καψά Σητείας, όπου εκάρη Μοναχός και υπήρξε μαθητής και συμμοναστής του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη, ιδρυτού της σημερινής Μονής Καψά, ο οποίος τον όρισε διάδοχό του. Μετά το θάνατο του Οσίου Ιωσήφ το 1870 εξελέγη Ηγούμενος της Μονής, αλλά κάποιες συκοφαντίες τον ανάγκασαν αργότερα να καταφύγει στα Ιεροσόλυμα. Επειδή έμεινε στους Αγίους Τόπους, όπου είχε πάει να προσκυνήσει τα Ιερά Προσκυνήματα φέρει τον τίτλο του Χατζή, που στα αραβικά σημαίνει προσκυνητής. Ο νόστος και η αγάπη του για την πατρίδα τον έφεραν πίσω στις Μάλλες το έτος 1877, όπου κατέφυγε στην Εξακουστή και επιδόθηκε στο ανακαινιστικό έργο της Μονής. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους δραστήριους εκείνους μοναχούς που έδρασαν κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ως ανακαινιστές ξεχασμένων μοναστηριών και ως ιδρυτές καινούργιων. Ο Χατζη-Ανανίας ανακαίνισε το σπηλαιώδη ναό και ανοικοδόμησε τον παλαιό ναό, τον οποίο και μετέτρεψε σε καθολικό της νεοσύστατης Μονής. Συμφωνα με τον Γάλλο αρχαιολόγο Πωλ Φωρ βρήκε εκεί «ερείπιόν τι ναού, αγνώστου ονόματος και μικρόν τι Εξωκκλήσιον, επωνομαζόμενον δε Παναγία Εξακουστή...». Αυτό επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές, που αναφέρουν ότι ο Χατζή- Ανανίας ανακαίνισε την εκκλησία που υπήρχε εκεί και άρχισε να οικοδομεί την καινούργια Μονή κοντά στο σπήλαιο. Η αποπεράτωση των εργασιών της ανακαίνισης της Μονής έγινε πέντε χρόνια μετά και αναφέρεται σε επιγραφή που σώζεται στη βάση του κωδωνοστασίου του Ναού: «ΤΗ 21η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1882 / ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΕΞΑΚΟΥΣΤΗΣ / ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΚΥΡΙΕ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΣΟΥ ΑΝΑΝΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ / ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ». Ο Ναός είναι μονόχωρος καμαροσκέπαστος, όπως συνηθίζεται στην Κρήτη. Οι εικόνες του τέμπλου είναι νεώτερες, φιλοτεχνημένες από τον σπουδαίο Ηρακλειώτη Αγιογράφο Ευάγγελο Μαρκογιαννάκη στα τέλη του 19ου αι., όμως δεξιά και αριστερά του Τέμπλου βρίσκονται εντοιχισμένες δύο παλιές εικόνες της Υπεραγίας Θεοτόκου Βρεφοκρατούσης και του Τιμίου Προδρόμου, ενώ παλιός είναι και ο Δεσποτικός Θρόνος. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο εξαιρετικής τέχνης και είναι έργο των περίφημων ξυλογλυπτών (νιταδόρων) της περιοχής του Οροπεδίου Λασιθίου.
Στη νότια πλευρά του περιβόλου και σε μικρή απόσταση υπάρχει βράχος, η κορυφή του οποίου καλύπτεται από τους κλάδους συκιάς. Στη βάση του υπάρχει μικρός σπηλαιώδης ναός αφιερωμένος στην ένδοξη Μεταμόρφωση του Κυρίου. Αρχικά ήταν μικρό φυσικό σπήλαιο, το οποίο διαμορφώθηκε πρόχειρα σε ναΰδριο και γι’ αυτό θεωρείται αχειροποίητος ή θεόκτιστος ναός, στον οποίο ανακαλύφθηκε η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αργότερα καλύφθηκε με τοίχο η δυτική πλευρά του και κλείσθηκε με πόρτα, ενώ σοβατίσθηκε το εσωτερικό του και κατασκευάσθηκε μικρό τέμπλο. Το Θυσιαστήριο του είναι φυσικός βράχος. Πάνω στο Θυσιαστήριο υπάρχει βράχος, χωρίς όμως να έχει ερευνηθεί γιατί η διάμετρος είναι πολύ μικρή.
Σύμφωνα με την παράδοση το ναΰδριο αυτό δεν υπήρχε, αλλά σωζόταν απλά μικρό φυσικό σπήλαιο. Σ’ αυτό αναγκάσθηκε να καταφύγει μικρό παιδί ο Αντώνιος Μπαρμπεράκης, ο μετέπειτα Μοναχός Χατζη-Ανανίας, μία μέρα του χειμώνα που έβοσκε εκεί κοντά τα ζώα της οικογένειας του για να προφυλαχθεί από τη βροχή και αποκοιμήθηκε. Τότε είδε στο όνειρό του την Παναγία, η οποία του είπε ότι είναι εκεί και να ερευνήσει να βρει την εικόνα της. Το παιδί εκείνο ξύπνησε φοβισμένο και έφυγε. Το ίδιο όνειρο είδε και την επόμενη μέρα όταν αναγκάστηκε και πάλι να καταφύγει στο σπήλαιο αυτό για να προφυλαχθεί από τη βροχή και αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε ερεύνησε στο βάθος του σπηλαίου και ανακάλυψε μία εικόνα της Παναγίας, την οποία μετέφερε το βράδυ στο πατρικό σπίτι του. Ο πατέρας του Αντωνίου φοβήθηκε να κρατήσει την εικόνα στο σπίτι του, επειδή θεωρούσε ανάξιο και ακατάλληλο τον χώρο αυτό για την Παναγία. Έτσι παρήγγειλε στο γιό του να επιστρέψει την εικόνα στον τόπο που την βρήκε. Από τότε ο μικρός Αντώνιος πήγαινε καθημερινά στο χώρο αυτό και άναβε κανδήλι μπροστά στην εικόνα. Αργότερα μαζί με τον πατέρα του διαμόρφωσαν εκείνο το σπήλαιο σε Ναΰδριο.
Μετά από πολλά χρόνια, ο Αντώνιος έγινε Μοναχός στη Μονή Καψά και έλαβε το όνομα Ανανίας, και επέστρεψε, όπως είπαμε, στη γενέτειρά του το έτος 1877 για να εγκατασταθεί στην μέχρι τότε ερειπωμένη Μονή Εξακουστής. Η φωτισμένη προσωπικότητα και η αγιότητα του Χατζή- Ανανία προσέλκυσε και άλλους Μοναχούς στο Μοναστήρι, οι οποίοι πρόσφεραν και την πατρική τους περιουσία, με αποτέλεσμα τη σύντομη αποπεράτωση και επάνδρωση της Μονής. Η γύρω περιοχή ανήκε στην οικογένεια Τσακιράκη, που τη δώρισε για την ανέγερση της Μονής και βοήθησε τον Χατζή-Ανανία στο έργο του. Νέοι προσκυνητές κατέφθαναν καθημερινά στο νεόδμητο τότε μοναστήρι και υποψήφιοι μοναχοί εγκαταστάθηκαν σ' αυτό.Το 1881 η Μονή αριθμούσε οκτώ μοναχούς και δύο λαϊκούς κατοίκους. Ηγούμενος της Μονής παρέμεινε ως το 1895 ο Χατζή-Ανανίας, ο οποίος προσπάθησε με τα πλούσια διοικητικά του χαρίσματα να αποκτήσει το μοναστήρι πόρους για να μπορέσει να επιβιώσει. «...Η της Μονής περιουσία, η οποία κατ’ αρχάς αποτελείτο κατ’ έκτασιν εκ κτήματος οκτώ στρεμμάτων πέριξ της Μονής, ηυξήθη δι’ αγορών εις τριάκοντα στρέμματα, καλλιεργημένα και δενδροφυτευμένα. Εις την περιουσίαν ταύτην, δι’ αγορών ομοίως και αφιερώσεων, προσετέθησαν και άλλα εις εννέα διαφόρους θέσεις κτήματα, εν οις και ελαιοτριβείον εντός του χωρίου Μαλλών...», σημειώνει ο Ν. Ι. Παπαδάκης στο έργο του «Η Εκκλησία της Κρήτης».Το 1893 κανονικός Ηγούμενος της Μονής εξελέγη ο Ιερομόναχος Μεθόδιος Βρυγιωνάκης από τους Αρμένους, αλλά τίποτα δεν γινόταν στη Μονή χωρίς τη γνώμη και του Χατζή-Ανανία, τον οποίο όλοι αναγνώριζαν ως κτίήτορα. Τα χρόνια αυτά η Αδελφότητα της Μονής είχε δύναμη οκτώ Μοναχούς και δύο δοκίμους, ενώ διέθεται αξιόλογη κτηματική περιουσία και ικανό αριθμό αιγοπροβάτων. Το επόμενο έτος ο π. Μεθόδιος παραιτήθηκε και στη θέση του ηγουμένου εξελέγη ο Ιερομόναχος Ιερόθεος Μπαρμπεράκης, ανηψιός του Χατζή-Ανανία. Λίγο αργότερα, λόγω δύσκολων συνθηκών, ο τότε Επίσκοπος Ιεροσητείας Αμβρόσιος Σφακιανάκης (1890-1929) ανέθεσε πάλι στον Χατζή-Ανανία την επιστασία της Μονής από τις 7 Απριλίου 1898 έως 3 Φεβρουαρίου 1899.
Η σπουδαία αυτή πορεία του Μοναστηριού διακόπηκε με το ξεκίνημα του 20ου αιώνα, αφού η Μονή κρίθηκε διαλυτέα σύμφωνα με τον Καταστατικό Νομό της Κρητικής Πολιτείας 276/1900 της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας, με την οποία οι δέκα (10) μοναχοί μετατέθηκαν και εγγράφησαν στη Μονή Φανερωμένης. Ομως το 1903 η Μονή επανασυστάθηκε και ο Χατζή-Ανανίας με όλη την αδελφότητα των μοναχών επανήλθαν στον αγαπημένο τους τόπο, την Μονή της μετανοίας τους. Λίγα χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Ηγούμενος Ανανίας εκοιμήθη οσιακά τη νύκτα του Πάσχα, στις 22 Απριλίου του 1907, την ώρα μάλιστα της τελετής της Αναστάσεως.
Στη συνείδηση όσων τον γνώρισαν από κοντά είναι ένας άγιος, που η φήμη του φτάνει ως τις μέρες μας και διατηρείται ζωντανή στους κατοίκους της περιοχής Ιεράπετρας και Βιάννου. Εκτός από το χάρισμα της ιάσεως ασθενών, ήταν προικισμένος από τον Θεό και με το προορατικό χάρισμα, με το οποίο βοήθηκε πολλούς πιστούς να συναισθανθούν την αμαρτωλότητά τους και να μετανοήσουν. Τα Λείψανά του μετά την εκταφή αποπνέουν άρρητη ευωδία και επιτελούν θαύματα σε όσους με πίστη επικαλούνται την βοήθεια του.
Όπως είναι φυσικό μετά τον θάνατο του Οσίου Ανανία η Μονή γνωρίζει περίοδο παρακμής, αφού ο βασικός πόλος έλξεως των προσκυνητών δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Το 1920 αριθμούσε μόλις τέσσερις μοναχούς, ενώ το 1935 η Μονή κρίθηκε διαλυτέα και άρχισε η ερήμωσή της. Ο Οργανισμός Διαχειρίσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας πώλησε στην τότε Κοινότητα Μαλλών όσα κτήματα είχαν απομείνει. Κατά το διάστημα της Γερμανοϊταλικής Κατοχής τα κελλιά λεηλατήθηκαν και ερημώθηκαν. Δεν καταστράφηκαν μόνο το παρεκκλήσιο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, αλλά και το Καθολικό της Μονής και το κελλί του Ιερομονάχου π. Ιωακείμ Χατζάκη, που πήγαινε τακτικά για να λειτουργεί στο Μοναστήρι του από την Ενορία της γενέτειράς του Μάλλες, όπου υπηρετούσε.
Η Μονή κατά τους νεώτερους χρόνους
Η νέα περίοδος λειτουργίας της Μονής αρχίζει το 1961, αφού ο νέος Καταστατικός Χάρτης της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας (Ν. 4149/1961) συμπεριέλαβε στις διατηρητέες Μονές και την Ιερά Μονή Παναγίας Εξακουστής. Στις 13 Αυγούστου 1963 ηγούμενος ανέλαβε ο εκ Μαλλών καταγόμενος, και έως τότε Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Τοπλού Σητείας, Αρχιμ. Ιωαννίκιος Ανδρουλάκης, ο οποίος και σήκωσε το βάρος της αναστηλώσεως της Μονής. Το κτιριακό συγκρότημα των κελλιών και των άλλων χώρων της Μονής καλύπτει τη βόρεια πλευρά και μέρος της ανατολικής του περιβόλου της. Οι ισόγειοι χώροι αναστηλώθηκαν και ετοιμάσθησαν από τον πρώην Ηγούμενο Αρχιμ. Ιωαννίκιο, καθώς και το Γραφείο και το καθιστικό της Μονής. Ανακαινίσθηκαν εκ βάθρων παλιά ερειπωμένα κελλιά, τα οποία μέχρι τότε ήταν μάνδρες ζώων. Κτίσθηκαν δεκατέσσερα νέα κελλιά με δύο εξώστες, ένα προς νότια και ένα προς βόρεια, διαμορφώθηκε κατάλληλα ο περίβολος στον οποίο έγινε τσιμεντόστρωση, φυτεύθηκαν πολλά δέντρα και άνθη και μετεφέρθη νερό και ηλεκτρικό ρεύμα στη Μονή. Ο π. Ιωαννίκιος τελούσε ανελλιπώς τις Ιερές Ακολουθίες και κατέστησε τη Μονή και πάλι πνευματικό κέντρο της περιοχής, αφού σ’ αυτήν εύρισκαν ανάπαυση καθημερινά πολλοί πιστοί, κουρασμένοι και κατατρεγμένοι από τις περιστάσεις και τις ανάγκες της ζωής.
Ο Αρχιμ. Ιωαννίκιος παρέμεινε στη Μονή μέχρι το 1976, όταν ο μακαριστός Μητροπολίτης Ιεραπύτνης και Σητείας Φιλόθεος ο Β΄ Βουζουνεράκης (1961-1993) με απόφασή του μετέτρεψε τη μέχρι τότε ανδρική Μονή σε Γυναικεία και εγκατέστησε από την Ιερά Μονή Κορώνης της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων γυναικεία αδελφότητα με πρώτη Ηγουμένη την Μοναχή Φεβρωνία Μοναχή (†2018), αποτελουμένη σήμερα από τρεις αδελφές, με Ηγουμένη την Μοναχή Ολυμπιάδα.
Οι Μοναχές μετά την εγκατάστασή τους ολοκλήρωσαν το ανακαινιστικό έργο. Ανήγειραν την επάνω πτέρυγα του κτιριακού συγκροτήματος, και έκτισαν στη βορειοανατολική γωνία παρεκκλήσιο αφιερωμένο στη μνήμη των Οσίων Πατέρων και Μητέρων. Παραπλεύρως και νοτίως του παρεκκλησίου ανηγέρθη ευρύχωρη αίθουσα, η οποία στεγάζει την Βιβλιοθήκη, κάτω από την οποία υπάρχει μεγάλη αίθουσα, η οποία χρησιμοποιείται ως Αρχονταρίκι. Μετά το Αρχονταρίκι, στο ισόγειο της Βορείου πλευράς, υπάρχει Μαγειρείο και μεγάλη τραπεζαρία, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως κατά την πανήγυρη της Μονής, στις 8 Σεπτεμβρίου. Στη βορειοδυτική πλευρά της πτέρυγας υπάρχει στο ισόγειο εργαστήριο της υφαντουργίας των Αδελφών, το ραφείο και αίθουσα εκθέσεως εργοχείρων και άλλων αναμνηστικών. Στον επάνω όροφο βρίσκεται το Γραφείο της Μονής, μικρό Αρχονταρίκι, η κουζίνα και το καθιστικό των Αδελφών. Ο περίβολος της Μονής δεντροφυτεύθηκε πολλά άνθη και καλλωπιστικά φυτά και έλαβε τη σημερινή του μορφή.
Κύριο μέλημα, βέβαια, της Αδελφότητος είναι η καθημερινή τέλεση των ιερών Ακολουθιών και η λατρεία του εν Τριάδι Θεού, για να μπορεί και στις μέρες η ιστορική αυτή Μονή να δίδει μια ζωντανή μαρτυρία στην πολυπολιτισμική κοινωνία που ζούμε.
Επιλογή θαυμάτων του Οσίου Χατζη Ανανίου (από τις σημειώσεις του μακαριστού Αρχιμ. Ιωαννικίου Ανδρουλάκη)
Μια καλόγρια που ήταν τότε στην Ιερά Μονή Καψά μού είπε για το πρώτο θαύμα του Χατζη-Ανανία στον Καψά όταν ήταν νεαρός και άκουγε στο όνομα Αντώνιος. Το όνομα της καλογριάς ήταν Ευσεβεία Παναγιωτάκη. Η καλόγρια μού περιέγραψε το εν λόγω θαύμα ως εξής: «Τον καιρό εκείνο έκτισαν ένα ασβεστοκάμινο για τις ανάγκες του Μοναστηριού. Το καμίνι καιγότανε τρία μερόνυκτα. Ο Γεροντογιάννης φώναξε τον υποτακτικό Αντώνιο.-Αντώνιε;-Ευλόγησον Γέροντα!-Έβγα παιδί μου να ρίξεις μια ματιά στον τρούλλο του καμινιού και προσπάθησε μήπως μπορέσεις να φέρεις μία πέτρα να δοκιμάσουμε εάν είναι ψημένο το καμίνι. Να είναι ευλογημένο είπε ο Αντώνιος και τρέχοντας ανέβηκε στο καμίνι. Πάνω από τον τρούλλο του καμινιού, που όπως προανέφερα καιγόταν τρία μερόνυκτα, ο νεαρός υποτακτικός Αντώνιος άπλωσε το χέρι του και γυμνό όπως ήταν πήρε μια καυτή πέτρα, την έχωσε στον κόρφο του και τρέχοντας την πήγε στον Γέροντα και του είπε: Ορίστε Γεροντα μου να δει η αγιωσύνη σου που ξέρει καλύτερα και καταλαβαίνει πιο πολύ από εμένα. Τότε ο Γεροντογιάννης τον επέπληξε αυστηρά, λέγοντάς του·«Ε, Αντωνιό-Αντωνιό. Δεν σου φαίνεται ότι πολύ γρήγορα άρχισες να μπαίνεις πολλά μέσα; Μάζεψε το νου σου». Την παρατήρηση αυτή του την έκαμε ο Γεροντογιάννης φοβούμενος μήπως ο σατανάς πει στο αυτί του νεαρού Αντωνίου ότι είναι κιόλας άγιος, αφού με τα γυμνά του χέρια έβαλε την καυτή πέτρα στον κόρφο του και δεν τον έκαψε, και αποκτήσει έπαρση και υπερηφανευθεί, διότι σε τέτοια ηλικία κατόρθωσε ένα τέτοιο φοβερό και πρωτάκουστο θαύμα για την ανθρωπότητα. Τόσο ο Γεροντογιάννης, όσο και ο Χατζη-Ανανίας όσες φορές μετέβαιναν στο απέναντι από το Μοναστήρι νησί, το Κουφονήσι, αντί για βάρκα ή κάποιο άλλο πλεούμενο χρησιμοποιούσαν το ράσο τους. Έκαναν το σταυρό τους και μια σύντομη προσευχή, σταύρωναν τη θάλασσα με το ραβδί τους, άπλωναν το ράσο πάνω στη θάλασσα, άφοβα ανέβαιναν πάνω και ως κατάρτι είχαν την πίστη στον Θεό, ως πανιά την αδιάλειπτη προσευχή, συνοδοιπόρο την Παναγία και τον Τίμιο Πρόδρομο και Κυβερνήτη τον Χριστό. Με αυτόν τον τρόπο και τις προϋποθέσεις οι επίγειοι αυτοί άγγελοι, πήγαιναν στο νησί και γύρισαν πίσω με αυτόν τον θαυματουργικό και απίστευτο για τούς ανθρώπους τρόπο.
Ο μακαριστός Ηγούμενος της Μονής Εξακουστής Ιερόθεος Μπαρμπεράκης, ανηψιός του Χατζή-Ανανία, μας διηγήθηκε ότι: «ο Χατζή-Ανανίας κοιμήθηκε τρεις φορές. Και δεν κοιμήθηκε τον φυσικό ύπνο που έχουν όλοι οι άνθρωποι, αλλά τον πνευματικό ύπνο. Επί τρεις ημέρες και νύκτες βρισκόταν σε υπνωτική νάρκωση. Μόνο από τον σφυγμό του και από τους κτύπους της καρδιάς ξέραμε ότι ήταν ζωντανός. Το πνεύμα του πήγαινε στον Παράδεισο. Το βράδυ της τρίτης ημέρας άρχισε να συνέρχεται. Επανερχόμενος στα ίδια, κρατούσε στο αριστερό του χέρι αντίδωρο από τον Παράδεισο, άρτο ουράνιο που ευωδίαζε, το πρόσωπό του άστραφτε και με το δεξί χέρι έκανε ακατάπαυστα τον Σταυρό του. Συγχρόνως μας περιέγραφε τα κάλη και το μεγαλείο του Παραδείσου. Το ίδιο αυτό επαναλήφθηκε για τρεις φορές και σε διαφορετικές περιόδους».
Ο αείμνηστος Ηγούμενος Ιερόθεος διηγήθηκε και τα ακόλουθα θαύματα: Ένας Χριστιανός κάτοικος Καλαμαύκας Ιεραπέτρας ήρθε μια μέρα του Δεκαπενταυγούστου ως προσκυνητής. Πριν ξεκινήσει από το σπίτι του σκέφθηκε ότι πρέπει να κρατά κάτι στο Μοναστήρι να το μαγειρέψουν οι Μοναχοί. Πήγε στο κήπο του και γέμισε ένα καλάθι φασόλια να τα κρατά στο Μοναστήρι. Φόρτωσε το καλάθι στο ζώο του και ξεκίνησε. Στο δρόμο όμως με το περπάτημα του ζώου, τα φασόλια «χώνεψαν», κάθησαν στο καλάθι και φαινόταν λίγα. Ντράπηκε, όπως είπε, να παρουσιάσει το καλάθι. Περίπου δύο χιλιόμετρα δρόμος πριν φθάσει στο Μοναστήρι στη θέση «Βρουκάνο» υπήρχαν κήποι. Σκέφθηκε λοιπόν να πάει από τους ξένους κήπους να συμπληρώσει τα φασόλια, γιατί όπως είπε μετά θεώρησε ντροπή και προσβολή να δώσει μισό το καλάθι. Μόλις έφτασε και χαιρέτισε είπε στον Χατζη-Ανανία: «Γέροντα εδώ είναι μερικά φασόλια να τα μαγειρέψετε».-«Ευχαρίστως», του είπε ο Γέροντας. Αφού πήρε το καλάθι στα χέρια του ο Χατζής, άρχισε να κοιτάζει με παράξενο τρόπο το καλάθι. Στη συνέχεια αδειάζει στο πάτωμα το καλάθι με τα φασόλια, καθίζει στα γόνατα και αρχίζει να διαλέγει τα φασόλια και να τα κάνει δύο σωρούς στο πάτωμα. Μετά σηκώνεται όρθιος, εκοίταξε τον προσκυνητή κατάματα, και με λόγια συμπαθείας του λέει:-«Παιδί μου, αυτά τα φασόλια, δείχνοντάς του το ένα μέρος, μας φτάνουν να φάμε όλοι, όσοι είμαστε εδώ, και να μείνουν κιόλας, διότι αυτά είναι από τον κήπο σου, είναι δικό σου κόπος και έχουν ευλογία. Αυτά -δείχνοντάς του το άλλο μέρος- είναι καταραμένα, γιατί τα μάζεψες από ξένο κήπο από την τοποθεσία Βρουκάνο. Παρ’ τα σε παρακαλώ να τα πας του γαϊδάρου σου να τα φάει. Και άλλη φορά, παιδί μου, μη ξανακάμεις τέτοιο πράγμα. Είναι κλεψιά και η κλεψιά είναι, παιδί μου, μεγάλη αμαρτία. Όταν θα πάνε αυτοί που έχουν τον κήπο δεν θα βλασφημήσουν αυτόν που τα μάζεψε και αυτούς που τα φάγανε; Μα και του λόγου σου το ίδιο θα έκανες αν ήσουν στη θέση τους». Ο προσκυνητής έμεινε άναυδος από την αποκάλυψη. Έπεσε στα πόδια του Οσίου και ζήτησε συγχώρηση και υποσχέθηκε ότι δεν θα ξανακάμει τέτοια πράξη.
Ένας άλλος δεύτερος ανηψιός του Χατζη-Ανανίου, ο Ιωάννης Εμμ. Μπαρμπεράκης, ο οποίος υπηρετούσε ως λαϊκός στο Μοναστήρι με την καθοδήγηση του Χατζη-Ανανία μου διηγήθηκε τα εξής για τον Χατζη-Ανανία. Πρώτα από όλα μου είπε και εκείνος, όπως είπε και ο Ηγούμενος, ότι κοιμήθηκε τον Πνευματικόν ύπνον τρεις φορές, και η ψυχή του ανέβαινε στον Παράδεισο. Κάθε φορά που εκοιμούνταν, ο Ηγούμενος με διέτασσε και καθόμουν κοντά του, μήπως όταν συνέλθει με χρειασθεί. Καθε φορά εκοιμότανε τρεις μέρες. Εμείς δεν ξέραμε πότε θα ξυπνούσε. Γι’ αυτό ο Ηγούμενος με διέτασσε όλες αυτές τις ώρες να είμαι εκεί κοντά του την τρίτη και τελευταία φορά που κοιμήθηκε είπε στον Ηγούμενο. «Ηγούμενε άκουσε παιδί μου. Σήμερα, αύριο, δεν κατέχω πότε ακριβώς, θαρρώ πως τούτη τη φορά δεν θα ξυπνήσω και μετά την Ανάσταση να με θάψετε. Και σας εξορκίζω να με θάψετε κάτω από το κυπαρίσσι που το έχω εγώ φυτεμένο». Ήταν Μεγάλο Σαββατο βράδυ, σχεδόν σκοτεινιασμένα, όταν με φώναξε ο Ηγούμενος και μου λέει: «Εμείς 11 ηώρα θα πάμε στην Εκκλησία για την Ανάσταση. Εσύ να πας να καθίσεις κοντά στον Μπάρμπα-Χατζή να τον προσέχεις. Μου είπε ότι ίσως να μην ξυπνήσει. Αν δεις ότι δεν αναπνέει να βάλεις λίγο λιβάνι και αν είμαστε τότε στην Εκκλησία κατέβα να με ενημερώσεις αμέσως, όπου και να είμαι. Και αν κοιμούμαι να με ξυπνήσεις. Τη φωτιά να μη την αφήσεις να σβήσει. Να βάνεις ξύλα γιατί την νύκτα κάνει κρύο». «Καλά Καθηγούμενε», του είπα και έφυγα για το κελλί του Γέροντα Ανανίου, και έβαλα ξύλα στην παραστιά και κάθισα κοντά του, όπως μου είπε ο Ηγούμενος. Στις 11 η ώρα ο Χατζής ξύπνησε και μου λέει· «Ιωάννη». «Ορίστε Μπάρμπα», του λέω.«Εσήμανε»; «Όχι ακόμα» του είπα. Αλλά με το όχι ακόμα που του είπα κτυπά η καμπάνα. Εκείνος έκαμε τον σταυρό του. Πίσω από το αγιοθύριδο της Εκκλησίας ήταν το κελλί του και ακούγαμε τα γράμματα. Όταν ο Ηγούμενος τελείωσε έξω από την Εκκλησία το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως, ο Χατζη-Ανανίας έκαμε τον σταυρό του και ψιθύρισε σύντομα το «Χριστός Ανέστη». Στη συνέχεια κάτι είπε πάλι ψιθυριστά που εγώ δεν κατάλαβα. Μετά μου φωνάζει, «Γιάννη». «Ορίστε Μπάρμπα», του λέω. «Χριστός ανέστη, παιδί μου». «Αληθώς ανέστη ο Κύριος», και του φιλώ το χέρι που εμύριζε, που πάλι δεν κατάλαβα, και παρέδωσε την αγία του ψυχή. Έτσι έφυγε η Αγία αυτή μορφή στις 22 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα του 1907, σε ηλικία 70 ετών. Εγώ τότε αμέσως, διηγείται ο μακαριστός Μπαρμπεράκης, έριξα λιβάνι στη φωτιά, κατέβηκα τρέχοντας και τους πρόλαβα έξω από την Εκκλησία στην Τελετή της Αναστάσεως και τους μετέδωσα την είδηση της κοιμήσεώς του. Αμέσως έπαιξαν τρεις φορές την καμπάνα και αμέσως βγήκαν στο κελί του αποθανόντος Γέροντος όπως ήταν, μετά εμνημονεύσαν, τον προσκύνησαν, τον κλάψανε. Ο Ηγούμενος είπε σε έναν καλόγερο, τον Μελέτιο. «Σταμάτησε, Μελέτιε, να σε βοηθήσει και ο Γιάννης να τον σαβανώσετε». Εγώ έκλεγα απαρηγόρητα και κτυπούσα την κεφαλή μου γιατί Πατέρα και Προστάτη μου μόνο εκείνο γνώρισα. Από το χωριό ακούσανε τη πένθιμη καμπάνα, γιατί ο κόσμος ήταν έξω από την Εκκλησία για την τελετή της Αναστάσεως και όλοι κατάλαβαν ότι πέθανε ο Χατζή-Ανανίας. Μόλις ξημέρωσε ο Προϊστάμενος του Γραφείου τηλεπικοινωνιών, πήγε στο Γραφείο, πήρε στην Ιεράπετρα το κέντρο και έδωσε την είδηση και παρακάλεσε να τον συνδέσουν με τα χωριά που είχαν τηλέφωνο να τους ανακοινώσει την κοίμηση του Χατζη-Ανανίου. Ο κόσμος άρχισε να συρρέει από τις πρώτες ώρες κιόλας και το μεσημέρι μετά τη δεύτερη Ανάσταση έγινε η μεγαλοπρεπής κηδεία, όπως του άξιζε. Ο κόσμος που ήλθε στην κηδεία κάτι ήθελε να πάρει από τον Χατζη-Ανανία για ευλογία και ότι ρούχα είχε και έβαζε, τα κόψανε λουρίδες με το ψαλίδι, και το μοιράσανε στο κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου