Σελίδες

Τρίτη, Ιουνίου 15, 2021

Μάνος (Εμμανουήλ) Χατζιδάκις (Ξάνθη, 23 Οκτωβρίου 1925 - Αθήνα, 15 Ιουνίου 1994)

Μάνος Χατζιδάκις - Βιογραφία - Σαν Σήμερα .gr 

Ο Μάνος (Εμμανουήλ) Χατζιδάκις (Ξάνθη, 23 Οκτωβρίου 1925 - Αθήνα, 15 Ιουνίου 1994) ήταν κορυφαίος Έλληνας συνθέτης, ποιητής, τραγουδοποιός, μαέστρος και πιανίστας. Θεωρείται ο πρώτος που συνέδεσε μεταπολεμικά, με το θεωρητικό και συνθετικό έργο του, τη λόγια μουσική με τη λαϊκή μουσική παράδοση. Πολλά από τα εκατοντάδες έργα του αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικά. Είναι βραβευμένος με Βραβείο Όσκαρ.

Γεννήθηκε στην Ξάνθη και ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι από τον Μύρθιο Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη. Η οικογένεια ζούσε στην Ξάνθη γιατί ο πατέρας Χατζιδάκις εργαζόταν ως νομικός σύμβουλος σε ανθούσες, στις αρχές του 20ου αιώνα, καπνικές εταιρείες της περιοχής.

Το σπίτι όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια ο Μάνος Χατζιδάκις, χτισμένο στα τέλη του 19ου αιώνα με νεοκλασικιστικά στοιχεία και λίγο μπαρόκ, είναι πλέον χαρακτηρισμένο ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.

Η μουσική του εκπαίδευση ξεκίνησε σε ηλικία τεσσάρων ετών και περιλάμβανε μαθήματα πιάνου από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Άννα Αλτουνιάν. Παράλληλα εξασκούνταν στο βιολί και στο ακορντεόν.[

Ο Χατζιδάκις εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα με τη μητέρα του και την αδελφή του Μιράντα το 1932 έπειτα από το χωρισμό των γονέων του, οι οποίοι δεν πήραν διαζύγιο. Το 1938 ο πατέρας του σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό, αργότερα, με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου επέφερε μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια. Ο νεαρός Χατζιδάκις εργάστηκε για βιοπορισμό ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοκονόμου και βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο.

Το σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι στο Παγκράτι όπου ο μουσικοσυνθέτης έζησε την πρώτη δημιουργική περίοδο της ζωής του, από το 1936 έως το 1962

Παράλληλα επέκτεινε τις μουσικές του γνώσεις κάνοντας ιδιαίτερα θεωρητικά μαθήματα με τον Μενέλαο Παλλάντιο την περίοδο 1940-1943, ενώ παρακολούθησε ως ακροατής μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δεν ολοκλήρωσε ποτέ οποιεσδήποτε σπουδές.

Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, ηλικιακά μεγαλύτερους από αυτόν, μεταξύ των οποίων ήταν οι ποιητές Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, όπου γνώρισε τον επίσης κορυφαίο μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίον σύντομα ανέπτυξε ισχυρή φιλία.

Τα πρώτα έργα

Η πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το καλοκαίρι του 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στην κωμωδία «Ο Τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολομού από το νεοσύστατο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στις 10 Ιουλίου 1944 και ανέβηκε για έξι Δευτέρες στο υπαίθριο θεατράκι «Παρκ» επί της οδού Χέυδεν.

Στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κουν θα τον προτρέψει να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη μουσική. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα αποδειχθεί ιδιαίτερα παραγωγική και θα διαρκέσει περίπου δεκαπέντε χρόνια.

Το 1946 καταγράφεται η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο, στην ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι που σκηνοθέτησε ο Βίων Παπαμιχάλης με πρωταγωνίστρια, σε πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση, την Έλλη Λαμπέτη.

Την περίοδο της Κατοχής ο Χατζιδάκις ανακαλύπτει το ρεμπέτικο τραγούδι και γίνεται ένας από τους πρώτους που το μελέτησαν και κατανόησαν την αξία του. Στις 31 Ιανουαρίου 1949, σε ηλικία 23 ετών, δίνει στο Θέατρο Τέχνης (στεγαζόταν στο τότε Θέατρο Αλίκης, νυν Θέατρο Μουσούρη στην πλατεία Καρύτση) τη διάσημη διάλεξή του για το ρεμπέτικο τραγούδι, μέσω της οποίας το συνέδεσε με τη νεοελληνική πολιτιστική κληρονομιά και του προσέδωσε ευρωπαϊκής προέλευσης αξίες. Μετά τη διάλεξη ακολούθησε συναυλία με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου.

Το 1950 γίνεται ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικός διευθυντής του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, με το οποίο παρουσιάζει τέσσερα μπαλέτα του: «Μαρσύας» (1950), «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές» (1951), «Το Καταραμένο Φίδι» (1951) και «Ερημιά» (1958).

Την ίδια εποχή η ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη αναθέτει στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις «Χοηφόρους» (1950) από την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Η συνεργασία αυτή ήταν η απαρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με το αρχαίο δράμα. Μερικές από τις τραγωδίες και κωμωδίες για τις οποίες θα γράψει μουσική είναι η «Μήδεια» (1956), ο «Κύκλωπας» (1959), οι «Βάκχες» (1962), οι «Εκκλησιάζουσες» (1956), η «Λυσιστράτη» (1957) και οι «Όρνιθες» (1959). Το 1950 ο Χατζιδάκις συνεργάζεται με τον Άγγελο Σικελιανό προκειμένου να συνθέσει τη μουσική για την τελευταία τραγωδία του ποιητή «Ο Θάνατος του Διγενή».

Παράλληλα γράφει σημαντικά μουσικά έργα, όπως τα πιανιστικά «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα» (1947, το πρώτο από 51 έργα που ο ίδιος ξεχωρίζει με ιδιαίτερη αρίθμηση ανάμεσα στο σύνολο της δημιουργίας του ως opus 1) και «Ιονική σουίτα» (1952), καθώς και τον κύκλο τραγουδιών «Ο Κύκλος του C.N.S.» (1954, αφιερωμένος στον Carlos Novi Sanchez με αφορμή το θάνατο του κοινού τους φίλου Ετιέν Ρέρυ).

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου