Σελίδες

Παρασκευή, Αυγούστου 06, 2021

Η Βολιβία αποκτά την ανεξαρτησία της από την Ισπανία.

 
6 Αυγούστου 1825 : Η Βολιβία αποκτά την ανεξαρτησία της από την Ισπανία.

Η Βολιβία (με την επίσημη ονομασία «Πολυεθνοτικό Κράτος της Βολιβίας» από τις 4 Μαΐου 2009[6]) είναι χώρα στη Νότια Αμερική. Συνορεύει βορειοανατολικά με τη Βραζιλία, νοτιοανατολικά με την Παραγουάη, νότια με την Αργεντινή, νοτιοδυτικά με τη Χιλή και δυτικά με το Περού. Έχει έκταση 1.098.580 τ.χλμ. και πληθυσμό 11.841.955[2] κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2021. Πρόεδρος της χώρας είναι, από το 2020, ο Λουίς Άρσε.

Πριν από τον Ευρωπαϊκό αποικισμό της, η περιοχή της σημερινής Βολιβίας αποτελούσε τμήμα της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Κατακτήθηκε από τους Ισπανούς τον 16ο αιώνα και για το μεγαλύτερο διάστημα της ισπανικής κατάκτησης ονομαζόταν ως Άνω Περού ή Τσάρκας, ενώ διοικητικά υπαγόταν στην Αντιβασιλεία του Περού, κάτω από την κυριαρχία της οποίας βρισκόταν και οι περισσότερες ισπανικές κτήσεις της Νότιας Αμερικής. Μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της το 1809, ακολούθησαν 16 έτη συνεχών πολέμων μέχρι την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας από τον Σιμόν Μπολίβαρ, στις 6 Αυγούστου του 1825.

Η Βολιβία σήμερα είναι ένα δημοκρατικό κράτος, το οποίο διαιρείται διοικητικά σε 9 διαμερίσματα. Η γεωγραφία της ποικίλλει καθώς περιλαμβάνει την οροσειρά των Άνδεων στα δυτικά, και πεδινές εκτάσεις στα ανατολικά, μέρος της λεκάνης του Αμαζονίου. Κύριες οικονομικές δραστηριότητες είναι η γεωργία, η δασοκομία, η αλιεία, τα ορυχεία και η μεταποίηση σε υφάσματα, ρουχισμό, επεξεργασμένα μέταλλα και η άντληση και διύλιση πετρελαίου.

Η περιοχή της σημερινής Βολιβίας κατοικείται συνεχώς τις τελευταίες δύο χιλιετηρίδες, με πρώτους κατοίκους τους ιθαγενείς Αϊμάρα, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη δυτική Βολιβία, το νότιο (σημερινό) Περού και τη βόρεια (σημερινή) Χιλή. Οι Αϊμάρα σχετίζονται με έναν προηγμένο πολιτισμό της περιοχής, γνωστό με την ονομασία Τιγουανάκου, ο οποίος αναπτύχθηκε στα δυτικά τμήματα της χώρας. Η ομώνυμη πρωτεύουσα του κράτους του Τιγουανάκου πρέπει να ιδρύθηκε γύρω στο 1500 π.Χ., ως ένας μικρός γεωργικός οικισμός. Η κοινότητά του αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε σε πόλη μεταξύ του 5ου και 7ου αιώνα μ.Χ., αποτελώντας παράλληλα μία σημαντική δύναμη στην περιοχή των νότιων Άνδεων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η πόλη στην ακμή της εκτείνονταν σε 6,5 τετρ. χλμ. και είχε πληθυσμό μεταξύ 15.000 και 30.000 κατοίκων.

Γύρω στο 400 μ.Χ., το κράτος του Τιγουανάκου εξελίχθηκε από τοπική δύναμη σε ολοκληρωμένη πολιτεία και επεκτάθηκε στη γειτονική φυλή των Γιούνγκας, καθώς και σε άλλες τοπικές κοινότητες του Περού, της Βολιβίας και της Χιλής, διαδίδοντας και επιβάλλοντος την πολιτιστική δομή του. Η επέκταση έγινε κατά βάση με την ίδρυση αποικιών, εμπορικές συμφωνίες και διάδοση της γλώσσας και της κουλτούρας, ενώ η χρήση των όπλων δεν φαίνεται να ήταν διαδεδομένη.

Το κράτος του Τιγουανάκου επεκτείνονταν συνεχώς, αφομοιώνοντας γειτονικούς πολιτισμούς και φυλές, χωρίς να έχει να αντιμετωπίσει κάποιον σημαντικό ανταγωνιστή στην ευρύτερη περιοχή. Η αφθονία της τροφής από καλλιέργειες και την κτηνοτροφία των λάμα, χρησιμοποιούταν για να ανατροφοδοτήσει φτωχότερες περιοχές μέσω ενός δικτύου συνεχούς εμπορίου. Η ανάπτυξη συνεχίστηκε με αυτό τον τρόπο απρόσκοπτα μέχρι και το 950 μ.Χ., περίοδος που το κράτος του Τιγουανάκου είχε φτάσει στη μέγιστη επικράτειά του.

Την περίοδο εκείνη σημειώθηκε όμως μία έντονη αλλαγή στο κλίμα της περιοχής, καθώς η βροχόπτωση στη λεκάνη της λίμνης Τιτικάκα έπεσε σημαντικά. Ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι επήλθε μία ξαφνική περίοδος ξηρασίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι πόλεις της περιοχής της Τιτικάκα να παράγουν όλο και λιγότερη τροφή, με συνέπεια την έλλειψη πλεονάσματος, το οποίο διαχειριζόταν η αριστοκρατία του κράτους. Με τη σειρά της, η αριστοκρατία έχασε τη δημοτικότητά της καθώς ήταν υπεύθυνη για την αναδιανομή του πλεονάσματος. Η πρωτεύουσα παρέμεινε η μόνη σημαντική παραγωγική περιοχή, αλλά ακόμα και ο τεχνικά έξυπνος σχεδιασμός των καλλιεργειών της, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την ξηρασία. Το κράτος του Τιγουανάκου εξαλείφθηκε σταδιακά μέσα σε 50 χρόνια μέχρι το 1000 μ.Χ., με βασική αιτία την έλλειψη τροφής, που ήταν και η δύναμή του. Η ευρύτερη περιοχή παρέμεινε ερημωμένη με όλο και λιγότερους κατοίκους σε μικρούς αγροτικούς οικισμούς, χωρίς καμία πλέον κρατική δομή ή κεντρική διοίκηση και πολιτισμό.

Μεταξύ του 1438 και του 1527, η αυτοκρατορία των Ίνκας προσάρτησε το μεγαλύτερο δυτικό τμήμα της Βολιβίας. Οι εσωτερικές αδυναμίες όμως της αυτοκρατορίας δεν επέτρεψαν τη συνέχιση της κυριαρχίας, και ακολούθησε η κατάκτηση από τους Ισπανούς, παράλληλα με την πτώση των Ίνκας.

Η κατάκτηση των περιοχών της Βολιβίας ξεκίνησε το 1524 με τη σταδιακή αποδυνάμωση και τελική πτώση του πολιτισμού των Ίνκας από τους Ισπανούς, ενώ μέχρι το 1533 η κυριαρχία του Ισπανικού στέμματος στην περιοχή είχε εδραιωθεί. Η Βολιβία, με τα σημερινά της όρια, αποκαλούταν ως Άνω Περού και βρισκόταν κάτω από την εξουσία της Αντιβασιλείας του Περού με έδρα τη Λίμα. Η τοπική διακυβέρνηση της περιοχής, γνωστή με την ονομασία Αουδιένσια ντε Τσάρκας (Audiencia de Charcas - Κοινό των Τσάρκας), είχε έδρα την Τσουκισάκα, που ταυτίζεται με τη σύγχρονη πρωτεύουσα Σούκρε στην περιοχή Λα Πλάτα.

Μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα, σημαντική πηγή πλούτου για τους αποικιοκράτες ήταν τα τοπικά κοιτάσματα αργύρου, τα οποία θεωρούταν φημισμένα στο σύνολο της Ισπανικής αυτοκρατορίας. Για την εξόρυξη, αλλά και για σχεδόν το σύνολο των εργατικών δραστηριοτήτων, οι Ισπανοί χρησιμοποιούσαν ιθαγενείς, υιοθετώντας ένα προκολομβιανό τοπικό σύστημα εργασίας με την ονομασία μίτα. Το Άνω Περού, ως ευρύτερη περιοχή, μετατέθηκε στην επικράτεια της Αντιβασιλείας του Ρίο ντε λα Πλάτα στη σημερινή Αργεντινή το 1776. Στη συνέχεια, με τη σταδιακή εξασθένηση της ισχύος του Ισπανικού θρόνου κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους, ενισχύθηκαν οι αντιδράσεις και η δυσμένεια απέναντι στην αποικιοκρατία σε όλη την περιοχή, αλλά και γενικότερα σε όλες τις κτήσεις του στέμματος στη Νότια Αμερική.

Ο αγώνας της Βολιβίας για πλήρη ανεξαρτησία από την Ισπανία ξεκίνησε ουσιαστικά το 1809 και διήρκεσε σχεδόν 16 χρόνια. Το ανεξάρτητο κράτος της δημοκρατίας της Βολιβίας ιδρύθηκε στις 6 Αυγούστου του 1825 από τον Σιμόν Μπολίβαρ.

Το 1836, η Βολιβία, με την ηγεσία του στρατηγού Αντρές ντε Σάντα Κρους, εισέβαλε στο Περού για να υποστηρίξει τον απερχόμενο πρόεδρο της χώρας στρατηγό Λουίς Ορμπεγκόσο. Με την επαναφορά του στην εξουσία, οι δύο χώρες συνενώθηκαν στο σχήμα της Βολιβιοπερουβιανής Συνομοσπονδίας, με προκαθήμενο τον Σάντα Κρους με τον τίτλο του Ανώτατου Προστάτη. Μετά από διαδοχικές εντάσεις μεταξύ της Συνομοσπονδίας και της Χιλής, η Χιλή κήρυξε πόλεμο στις δύο χώρες το 1836. Η Αργεντινή, σύμμαχος της Χιλής, κήρυξε με τη σειρά της πόλεμο στη Συνομοσπονδία μερικούς μήνες αργότερα. Οι δυνάμεις του Περού και της Βολιβίας κατάφεραν σημαντικές και αρκετές νίκες κατά τη διάρκεια αυτής της σύρραξης, η οποία είναι πλέον γνωστή ως ο Πόλεμος της Συνομοσπονδίας. Η ήττα των Αργεντινών και στη συνέχεια των Χιλιανών εκστρατευτικών σωμάτων στην περιοχή της Παουκαρπάτα και την πόλη της Αρεκίπα, είναι τα σημαντικά ορόσημα του πολέμου αυτού. Η συνθήκη της Παουκαρπάτα επιβεβαίωσε την άνευ όρων παράδοση των στρατευμάτων της Χιλής και των Περουβιανών επαναστατών που ήταν αντίθετοι στη Συνομοσπονδία και τον πρόεδρο Ορμπεγόσο. Με βάση τη συνθήκη αυτή, η Χιλή ήταν υποχρεωμένη να αποσύρει τις δυνάμεις της από τα εδάφη της Συνομοσπονδίας, να επιστρέψει πολεμικά σκάφη που είχε συλλάβει, και να δεχθεί την εξισορρόπηση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των χωρών αυτών με την πληρωμή του Περουβιανού χρέους στη Χιλή από τη Συνομοσπονδία. Η λαϊκή βούληση όμως δεν δέχθηκε τους όρους της συνθήκης και η Χιλιανή κυβέρνηση την απέρριψε. Τα χιλιανά στρατεύματα οργάνωσαν μία δεύτερη επίθεση και νίκησαν τις δυνάμεις της Συνομοσπονδίας στη μάχη του Γιουνγκάι. Μετά από αυτή την ήττα, ο Σάντα Κρους διέφυγε στο Εκουαδόρ και η Συνομοσπονδία οδηγήθηκε σε διάλυση.

Μετά τη διάλυση και με την ηγεσία του νέου πρόεδρου στρατηγού Αγουστίν Γκαμάρρα, το Περού εισέβαλε στη Βολιβία. Ο Περουβιανός στρατός ηττήθηκε στην αποφασιστική μάχη του Ινγκαβί το 1841, όπου και σκοτώθηκε ο Γκαμάρρα. Αυτό είχε ως συνέπεια, το Περού να μην μπορέσει να αντισταθεί στην Βολιβιανή αντεπίθεση και οι δυνάμεις της Βολιβίας κατέλαβαν το Περουβιανό λιμάνι της Αρίκα. Το 1842, οι δύο χώρες υπέγραψαν την οριστική συνθήκη ειρήνης μεταξύ τους, η οποία και έβαλε τέλος στη σύρραξη.

Ακολούθησε μία περίοδος πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, η οποία μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα κατέβαλε τη Βολιβία. Ο επακόλουθος Πόλεμος του Ειρηνικού από το 1879 ως το 1883 ενάντια στη Χιλή, είχε ως συνέπεια την απώλεια της πρόσβασης της χώρας στον Ειρηνικό ωκεανό, αλλά και την παραχώρηση στη Χιλή των περιοχών Σαλίτρε και των λιμανιών της Αντοφαγάστα και της Αρίκα.

Από την ανεξαρτησία της και στη συνέχεια, η Βολιβία έχασε σχεδόν τη μισή έκτασή της σε πολέμους με τις γειτονικές χώρες. Η πολιτεία του Άκρε, γνωστή για την παραγωγή γομαλάκας, προσχώρησε το 1903 με τη σειρά της στη Βραζιλία, αποχωρώντας από το Βολιβιανό κράτος.

Με το τέλος του 19ου αιώνα και την άνοδο των παγκόσμιων τιμών αργύρου, η Βολιβία πέρασε σε μία περίοδο σχετικής οικονομικής ευμάρειας και πολιτικής σταθερότητας. Με την αλλαγή του αιώνα, σταδιακά ο βωξίτης αντικατέστησε τον άργυρο ως πρώτη πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας, ενώ μέχρι το 1930 οι κυβερνήσεις ακολούθησαν τα καπιταλιστικά πρότυπα, καθώς ελέγχονταν από την κοινωνική και οικονομική ελίτ. Οι συνθήκες διαβίωσης των ιθαγενών, που αποτελούσαν και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, παρέμειναν ιδιαίτερα δύσκολες. Με περιορισμένες δυνατότητες εργασίας και πρωτόγονες συνθήκες στα ορυχεία και σε μεγάλα αγροκτήματα που θύμιζαν Ευρωπαϊκή φεουδαρχία, οι ιθαγενείς δεν είχαν πρόσβαση στην εκπαίδευση, σε οικονομικές ευκαιρίες και σε συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα. Αυτή η κατάσταση, παράλληλα με την ήττα της Βολιβίας από την Παραγουάη στον Πόλεμο του Τσάκο (1932-35), οδήγησαν σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής τη χώρα.

Το Εθνικιστικό Επαναστατικό Κίνημα (M.N.R.) ξεκίνησε ως ένα πολιτικό κόμμα με ευρεία βάση. Αν και ακυρώθηκε η νίκη του στις εκλογές του 1951, το MNR πρωτοστάτησε σε μία επιτυχημένη επανάσταση το 1952. Με πρόεδρο τον Βίκτορ Πας Εστενσόρο και με ισχυρό λαϊκό έρεισμα, το κίνημα καθιέρωσε την καθολική ψήφο και πραγματοποίησε ριζικές αλλαγές προωθώντας την αγροτική εκπαίδευση και την εθνικοποίηση των μεγαλύτερων ορυχείων βωξίτη της χώρας.

Το 1969, ο θάνατος του προέδρου Ρενέ Μπαριέντος Ορτούνιο, εκλεγμένου πρόεδρου του καθεστώτος το 1966, οδήγησε σε διαδοχικές αδύναμες κυβερνήσεις. Η αναρχία και η λαϊκή δυσμένεια, ο στρατός μαζί με το κίνημα εγκατέστησαν τον συνταγματάρχη (και μετέπειτα στρατηγό) Ούγο Μπανσέρ Σουάρες στη θέση του πρόεδρου το 1971. Ο Μπανσέρ κυβέρνησε με την υποστήριξη του MNR μέχρι το 1974, οπότε και με αυτόνομη απόφασή του αντικατέστησε τους αξιωματούχος με στρατιωτικό προσωπικό και ανέστειλε τις πολιτικές δραστηριότητες. Η οικονομία παρουσίασε έντονη ανάπτυξη σε όλη τη διακυβέρνηση του Μπανσέρ, αλλά υπήρχαν παράλληλα παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τελικά οικονομικές κρίσεις που ελάττωσαν την υποστήριξη στο πρόσωπό του. Εξαναγκάστηκε να προκηρύξει εκλογές το 1978, και η Βολιβία μπήκε σε μία περίοδο πολιτικών αναταραχών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου