Σελίδες

Τρίτη, Νοεμβρίου 30, 2021

Όσκαρ Ουάιλντ Ιρλανδός συγγραφέας




30 Νοεμβρίου 1900 (121 χρόνια πριν) πέθανε:

Όσκαρ Ουάιλντ Ιρλανδός συγγραφέας

Ο Όσκαρ Γουάιλντ (πλήρες όνομα Όσκαρ Φίνγκαλ Ο'Φλάχερτι Γουίλς Γουάιλντ, αγγλ. Oscar Fingal O'Flahertie Wills Wilde, 16 Οκτωβρίου 1854 – Παρίσι, 30 Νοεμβρίου 1900) ήταν Ιρλανδός μυθιστοριογράφος, ποιητής, δραματουργός και κριτικός. Έχοντας περάσει από διάφορα είδη γραπτού λόγου καθ' όλη τη δεκαετία του 1880, γεύτηκε τη δόξα ως θεατρικός συγγραφέας στο Λονδίνο στις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Στις μέρες μας έχει γίνει γνωστός για τα ευφυολογήματά του, το μοναδικό του μυθιστόρημα (Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ), τα θεατρικά έργα του, τις συνθήκες φυλάκισής του καθώς και τον πρόωρο θάνατό του.

Οι γονείς του ήταν επιφανείς Δουβλινέζοι διανοούμενοι, με Αγγλικές ρίζες. Ο Όσκαρ από μικρός έμαθε άπταιστα Γαλλικά και Γερμανικά. Στο πανεπιστήμιο ασχολήθηκε με τις κλασικές σπουδές, επιδεικνύοντας από μικρή ηλικία κλίση προς τον Κλασικισμό, τόσο στο Δουβλίνο όσο και αργότερα στην Οξφόρδη. Έγινε γνωστός για την ενασχόλησή του με το νεόκοπο αλλά ανερχόμενο ρεύμα του Αισθητισμού, το οποίο ίδρυσαν δύο από τους καθηγητές του, οι Γουόλτερ Πέιτερ (Walter Pater, 1839 - 1894) και Τζον Ράσκιν (John Ruskin, 1819 - 1900). Μετά το πανεπιστήμιο, ο Γουάιλντ μετακόμισε στο Λονδίνο όπου εντάχθηκε στους ανώτερους πνευματικούς και κοινωνικούς κύκλους. Ως εκπρόσωπος του κινήματος του Αισθητισμού ασχολήθηκε με όλες τις μορφές διανόησης: εξέδωσε μία ποιητική συλλογή, έδωσε ομιλίες στις Η.Π.Α. και στον Καναδά σχετικά με τον «Αγγλικό Διαφωτισμό στην Τέχνη» και έπειτα επέστρεψε στο Λονδίνο όπου έγραψε μεγάλο αριθμό άρθρων ως δημοσιογράφος. Γνωστός για το οξυδερκές πνεύμα, τις εξεζητημένες εμφανίσεις και τους πνευματώδεις διαλόγους του, ο Γουάιλντ έγινε μια από τις διασημότερες προσωπικότητες της εποχής του.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 τελειοποίησε τις ιδέες του σχετικά με την ανωτερότητα της τέχνης σε μια σειρά από διαλόγους και δοκίμια, ενώ ενσωμάτωσε σκέψεις του για την παρακμή, την δολιότητα και την ομορφιά στο μοναδικό του μυθιστόρημα, Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ (The picture of Dorian Grey, 1890). Η δυνατότητα που του παρείχε, να αναλύσει σε βάθος λεπτομέρειες του Αισθητισμού καθώς και να καταπιαστεί με ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, έστρεψε τον Γουάιλντ στο θέατρο. Έγραψε το θεατρικό Σαλώμη (Salome, 1891) στο Παρίσι, στα γαλλικά, έργο που δεν ανέβηκε στην Αγγλία παρά μόνο χρόνια αργότερα, εξαιτίας της απαγόρευσης έργων με Βιβλικό περιεχόμενο στο αγγλικό θέατρο. Ανεπηρέαστος από τις αντιδράσεις, ο Γουάιλντ έγραψε τέσσερις ακόμα κοινωνικές σάτιρες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας, οι οποίες τον έκαναν έναν από τους πιο επιτυχημένους συγγραφείς του ύστερου Βικτωριανού Λονδίνου.

Στο απόγειο της φήμης του, και ενόσω το αριστούργημά του, Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός (The importance of being Earnest, 1895) παιζόταν στο Λονδίνο, ο Γουάιλντ μήνυσε τον Μαρκήσιο του Κουίνσμπερι, Τζον Ντάγκλας (John Douglas, 9th Marquess of Queensberry, 1844 - 1900) για συκοφαντία. 

Ο Μαρκήσιος

Ο Μαρκήσιος ήταν ο πατέρας του εραστή του Γουάιλντ, του Λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας (Lord Alfred Douglas, 1870 - 1945). Οι κατηγορίες μπορούσαν να επιφέρουν κάθειρξη έως και δύο ετών. Στην διάρκεια της δίκης παρουσιάστηκαν αποδείξεις οι οποίες ανάγκασαν τον Γουάιλντ να αποσύρει τις κατηγορίες και οδήγησαν στη σύλληψή του με την κατηγορία του σοδομισμού (η ομοφυλοφιλία ήταν τότε ποινικό αδίκημα στην Αγγλία). Ύστερα από δύο ακόμα δίκες, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα. Το 1897, στην φυλακή, έγραψε το Εκ Βαθέων (De Profundis), μία επιστολή 80 περίπου πυκνογραμμένων σελίδων που εκδόθηκε το 1905, όπου αναλύει την ψυχοσύνθεσή του στις δίκες, δημιουργώντας ένα σκοτεινό «αντίβαρο» στην πρότερη φιλοσοφία της απόλαυσης. Μετά την αποφυλάκισή του έφυγε κατευθείαν για τη Γαλλία, όπου και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκεί έγραψε και το τελευταίο του έργο, Η μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ (The Ballad of Reading Gaol, 1898), ένα μακροσκελές ποίημα όπου παρουσιάζει τις κακουχίες της ζωής στην φυλακή. Πέθανε άπορος στο Παρίσι , τον Νοέμβριο του 1900, σε ηλικία 46 ετών.
 

Νεανικά χρόνια

Άγαλμα του Όσκαρ Ουάιλντ στην πλατεία Merrion Square στο Δουβλίνο

Ο Όσκαρ Γουάιλντ γεννήθηκε στο Δουβλίνο, το δεύτερο από τα τρία παιδιά της Τζέην Φρανσέσκα Έλτζι (Jane Francesca Elgee, 1821 - 1896) και του Σερ Γουίλλιαμ Γουάιλντ (Sir William Wilde, 1815 - 1876). Η μητέρα του, υπέρμαχη της επανένωσης της Ιρλανδίας, έγραφε ποίηση για το επαναστατικό κίνημα των Young Irelanders, με το ψευδώνυμο Speranza (ελπίδα στα ιταλικά). Διάβαζε στα δύο αδέλφια (τον Όσκαρ και τον κατά δύο χρόνια μεγαλύτερό του Γουίλλυ(Willie Wilde, 1852 - 1899)) από μικρή ηλικία ποιήματα του κινήματος, μεταλαμπαδεύοντάς τους την αγάπη της για αυτά. Ο Σερ Γουίλλιαμ ήταν επιτυχημένος χειρούργος ωτορινολαρυγγολόγος και χρίστηκε ιππότης το 1864 για τις ιατρικές υπηρεσίες του στην χώρα. Επίσης, έγραψε βιβλία για την Ιρλανδική αρχαιολογία και λαογραφία και υπήρξε επιφανής φιλάνθρωπος. Η κλινική του, όπου προσέφερε φροντίδα στους άπορους πίσω από το Trinity College, υπήρξε ο πρόδρομος της Ωτορινολαρυγγικής κλινικής του Δουβλίνου. Ο Ουάιλντ βαφτίστηκε στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Μάρκου στο Δουβλίνο.

Εκτός των τριών παιδιών του με την Τζέην, ο Γουίλλιαμ Γουάιλντ είχε αποκτήσει τρία ακόμη παιδιά εκτός γάμου, πριν παντρευτεί την σύζυγό του: Τον Χένρι Γουίλσον (Henry Wilson) (1838), και τις Έμιλυ (Emily Wilde) (1847) και Μαίρυ Γουάιλντ (Mary Wilde) (1849). Ο Σερ Γουίλλιαμ αναγνώρισε την πατρότητα των νόθων παιδιών του, τους παρείχε όλα τα απαραίτητα για την μόρφωσή τους, όμως πάντοτε υστερούσαν σε σχέση με τα «νόμιμα» παιδιά του.

Το 1855 η οικογένεια Γουάιλντ μετακόμισε σε νέο, μεγαλύτερο σπίτι, όπου γεννήθηκε η μικρή Άισολα (Isola Wilde, 1857 - 1867) δύο χρόνια αργότερα. Σύντομα, το σπίτι των Γουάιλντ μετατράπηκε σε σημείο αναφοράς της κοινωνικής και καλλιτεχνικής ζωής της πόλης, συγκεντρώνοντας σε πολυάριθμα σουαρέ προσωπικότητες των τεχνών και της επιστήμης, όπως τους Σέρινταν Λε Φανού (Sheridan Le Fanu, 1814 - 1873), Τζόρτζ Πετρί (George Petrie, 1790 - 1866), Σάμουελ Φέργκιουσον (Samuel Ferguson, 1810 - 1886) και Γουίλλιαμ Χάμιλτον (William Hamilton, 1805 - 1865).

Μέχρι την ηλικία των εννέα ετών λάμβανε μαθήματα κατ' οίκον, ενώ στην συνέχεια φοίτησε στο Portora Royal School, 160 χιλιόμετρα έξω από την πόλη του Δουβλίνου. Μέχρι τα είκοσί του χρόνια ο Γουάιλντ παραθέριζε στην εξοχική κατοικία του πατέρα του, στο παραθαλάσσιο χωριό Κονγκ (Cong), στην επαρχία του Μάγιο (Mayo) στην Δυτική Ιρλανδία. Εκεί, ο Όσκαρ με τον Γουίλλυ περνούσαν τον χρόνο τους με τον μετέπειτα συγγραφέα Τζορτζ Μούρ (George Moore, 1852 - 1933).

Η Άισολα απεβίωσε σε ηλικία εννέα ετών από μηνιγγίτιδα. Το ποίημα του Γουάιλντ Requiescat είναι αφιερωμένο στην μνήμη της:

"Πάτα ελαφρά, είναι κοντά,
Κάτω απʼ το χιόνι
Τʼ άνθος ακούει, μίλα σιγά,
Που μεγαλώνει."
 

Ακαδημαϊκή εκπαίδευση: 1870
Κολλέγιο Trinity, Δουβλίνο


Ο Γουάιλντ κέρδισε υποτροφία για να σπουδάσει Κλασική Φιλολογία από το 1871 έως το 1874 στο Trinity College στο Δουβλίνο όπου συγκατοίκησε με τον αδελφό του Γουίλλυ. Το Trinity, ένα από τα κορυφαία σχολεία στο είδος του, του παρείχε τα απαραίτητα εχέγγυα για να αναπτύξει το ταλέντο του και η συναναστροφή του με τον Τζων Μάχαφυ (J.P. Mahaffy, 1839 - 1919) του ενέπνευσε την αγάπη για την Αρχαία Ελληνική γραμματεία. Όσο σπούδαζε στο κολλέγιο, συνεργάστηκαν στην συγγραφή του βιβλίου του Μάχαφυ Η κοινωνική ζωή στην Ελλάδα από τον Όμηρο μέχρι τον Μένανδρο (Social life in Greece from Homer to Menander, 1874). Ο Γυάιλντ, παρά τις μεταγενέστερες επιφυλάξεις του, χαρακτήριζε τον Μάχαφυ «ο πρώτος και καλύτερος δάσκαλός μου» και «ο λόγιος που μου έμαθε να αγαπάω κάθε τι ελληνικό». Από την πλευρά του, ο Μάχαφυ υπερηφανευόταν ότι εκείνος δημιούργησε τον Γουάιλντ· αργότερα όμως θα τον αποκαλούσε «το μόνο μελανό σημείο της διδασκαλίας μου».

Στο κολλέγιο δραστηριοποιείτο η «Φιλοσοφική Κοινωνία» του Πανεπιστημίου, μια ομάδα όπου φοιτητές μαζεύονταν και συζητούσαν ζητήματα τέχνης και φιλοσοφίας, η οποία ιδρύθηκε το 1683 από τον Ιρλανδό φιλόσοφο Γουίλλιαμ Μολυνό (William Molyneux, 1656 - 1698), γεγονός που την έκανε την παλαιότερη αντίστοιχη φοιτητική οργάνωση. Ο Γουάιλντ σύντομα καθιερώθηκε ως μέλος, και οι εβδομαδιαίες συζητήσεις της ομάδας για τους Άλτζερνον Τσαρλς Σουΐνμπορν (Algernon Charles Swinburne, 1837 - 1909) και Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι (Dante Gabriel Rossetti, 1828 - 1882), ανάμεσα σε άλλους, βοήθησαν σημαντικά στην ανάπτυξη του πνεύματός του. Εκεί παρουσίασε και ένα δοκίμιό του, με τίτλο Αισθητική Ηθική (Aesthetic Morality). Στο Trinity ο Γουάιλντ διέπρεψε ως μαθητής: στο πρώτο έτος ήταν πρώτος στην τάξη του, στο δεύτερο κέρδισε υποτροφία ύστερα από εξετάσεις ενώ στο τελευταίο έτος βραβεύτηκε με το «Χρυσό μετάλλιο του Μπέρκλεϋ», το υψηλότερο ακαδημαϊκό επίτευγμα στις ελληνικές σπουδές. Έδωσε εξετάσεις για υποτροφία στο Κολλέγιο Magdalen του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης



Ο 'Οσκαρ Ουάιλντ στην Οξφόρδη, σε ηλικία 22 ετών

Στο Magdalen συνέχισε τις σπουδές του στην Κλασική Φιλολογία, μέχρι και το 1878. Στην διάρκεια της φοίτησής του προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να ενταχθεί στην ρητορική ομάδα του Πανεπιστημίου, την περίφημη «Oxford Union».

Γοητευμένος τόσο από την αμφίεση όσο και από την μυστικότητα και τις τελετουργίες της Μασονικής Στοάς Apollo, υπέβαλε αίτηση, έγινε δεκτός, και σύντομα ανελίχθη μέχρι τον βαθμό του «Ανώτερου Διδασκάλου». Ύστερα από την αναθέρμανση του ενδιαφέροντός του για την Μασονία, στο τρίτο έτος, δήλωσε: «Θα ήταν πολύ θλιβερό να την άφηνα, αν ποτέ εγκατέλειπα την αίρεση του Προτεσταντισμού». Σκεφτόταν σοβαρά να ασπαστεί τον Καθολικισμό, μάλιστα είχε συζητήσει ενδελεχώς το θέμα με μέλη του κλήρου. Το 1877, ύστερα από μία ακρόαση από τον Πάπα Πίο Θ', μαγεύτηκε από το χάρισμα του θρησκευτικού ηγέτη. Διάβασε με ενθουσιασμό τα βιβλία του Καρδιναλίου Τζον Νιούμαν (Cardinal John Henry Newman, 1801 - 1890), ενώ με την συνάντησή του με τον Αιδεσιμότατο Σεμπάστιαν Μπόουντεν (Sebastian Bowden) το 1878, απέδειξε ότι έπαιρνε σοβαρά το θέμα της μεταστροφής του προς τον Καθολικισμό, καθώς ο Άγγλος κληρικός είχε χειριστεί στο παρελθόν αντίστοιχες υποθέσεις επιφανών προσωπικοτήτων. Ούτε ο πατέρας του (ο οποίος απείλησε να του κόψει την χρηματοδότηση) ούτε ο Μάχαφυ είδαν με καλό μάτι το σχέδιό του· κυρίως όμως ο ίδιος ο Γουάιλντ, ο ιδανικός ατομικιστής, εναντιώθηκε την ύστατη στιγμή στην ένταξή του σε ένα τόσο τυπικό σύστημα αξιών όπως ο Καθολικισμός. Την ημέρα της βάπτισής του, αντί για τον Γουάιλντ εμφανίστηκε στην εκκλησία ένα μπουκέτο λευκοί κρίνοι. Παρ' όλα αυτά, καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, παρέμεινε αμείωτο το ενδιαφέρον του, τόσο για την κοσμοθεωρία όσο και για τα μυστήρια της Καθολικής Εκκλησίας.

Ο Όσκαρ Ουάιλντ ντυμένος τσολιάς, από την επίσκεψή του στην Ελλάδα

Κατά την διάρκεια των σπουδών του στο Magdalen, ο Γουάιλντ έγινε αρκετά γνωστός ως πρωτεργάτης τόσο του Αισθητικού όσο και του Παρακμιακού κινήματος (Decadence movement). Είχε τα μαλλιά του μακριά, περιφρονούσε δημόσια όλα τα «αντρικά» αθλήματα - αν και περιστασιακά έπαιζε μποξ - και είχε διακοσμήσει το δωμάτιό του με φτερά παγωνιού, κρίνους, ηλιοτρόπια, μπλε πορσελάνες και άλλα objets d'art. «Το βρίσκω κάθε μέρα όλο και πιο δύσκολο να φανώ αντάξιος των γαλάζιων πορσελάνων μου», είχε πει κάποτε σε φίλους, ευφυολόγημα το οποίο έγινε σύντομα γνωστό και χρησιμοποιήθηκε ευρέως από αισθητιστές αλλά και από τους επικριτές τους, οι οποίοι έβρισκαν σε αυτό μία τρομερή κενότητα. Συχνά οι αισθητιστές αντιμετωπίζονταν με σκεπτικισμό, ακόμη και περιφρόνηση, όμως οι σχεδόν απαθείς τρόποι τους, σε συνδυασμό με τα επιδεικτικά ντυσίματα τους δημιούργησαν μια αναγνωρίσιμη «μόδα». Μάλιστα υπάρχει καταγεγραμμένο περιστατικό από τα φοιτητικά χρόνια του Γουάιλντ, όταν τέσσερις συμφοιτητές του του επιτέθηκαν και κατάφερε να τους απωθήσει μόνος του. Μέχρι το τρίτο έτος, ο Γουάιλντ είχε ξεκινήσει να φτιάχνει τον μύθο του και οι γνώσεις του είχαν ξεπεράσει κατά πολύ τις προκαθορισμένες, στείρες ακαδημαϊκές διαλέξεις. Αυτή του η συμπεριφορά οδήγησε στην αποβολή του για ένα εξάμηνο από το Madgalen, όταν μετά από ένα ταξίδι στην Ελλάδα με τον καθηγητή Μάχαφυ γύρισε αδικαιολογήτως αργοπορημένος στο Πανεπιστήμιο.

Ο Γουάιλντ γνώρισε τον Γουόλτερ Πέιτερ όταν ήταν στο τρίτο έτος στο Magdalen, όμως τον είχε ήδη σαγηνεύσει το έργο του Σπουδή στην ιστορία της Αναγέννησης (Studies in the history of Renaissance, 1873), το οποίο εκδόθηκε τον τελευταίο χρόνο του Γουάιλντ στο Trinity. Ο Πέιτερ ισχυριζόταν ότι πρωτίστως ο άνθρωπος πρέπει να εξευγενίσει την δεκτικότητά του στην ομορφι και ότι πρέπει να ζει την κάθε στιγμή στον μέγιστο βαθμό. Χρόνια αργότερα, στο Εκ Βαθέων, ο Γουάιλντ έγραψε για το βιβλίο του Πέιτερ: «Το βιβλίο που είχε μια τόσο παράξενη επίδραση στη ζωή μου». Είχε μάθει αποσπάσματα του βιβλίου απ' έξω, και το είχε πάντοτε μαζί του στα ταξίδια του τα επόμενα χρόνια. Ο Πέιτερ ήταν εκείνος που εμφύσησε στον Γουάιλντ την σχεδόν παιδιάστικη, απαίδευτη αφοσίωσή του στην τέχνη, όμως ο Τζον Ράσκιν έδωσε σκοπό σε αυτήν. Ο Ράσκιν διαφωνούσε με τον ρηχό Αισθητισμό του Πέιτερ, αντιπαραβάλλοντας στην κενότητά του την ανάγκη της Τέχνης να βελτιώνει την κοινωνία. Ο Ράσκιν λάτρευε την Ομορφιά, αλλά θεωρούσε ότι έπρεπε να συνυπάρχει με το Καλό και να εφαρμόζεται για αυτό. Στην σειρά διαλέξεων του Ράσκιν Ο Αισθητισμός και τα Μαθηματικά στις σχολές Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας, τις οποίες ο Γουάιλντ παρακολούθησε με ενθουσιασμό, ο Άγγλος συγγραφέας παρουσίασε τον Αισθητισμό ως το μη μαθηματικό κομμάτι ενός πίνακα. Παρ' όλο που ο Γουάιλντ δεν ήταν φίλος ούτε του πρωινού ξυπνήματος ούτε της χειρωνακτικής εργασίας, προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει τον Ράσκιν να μετατρέψουν έναν λασπωμένο επαρχιακό καρόδρομο σε έναν ωραίο, καθαρό δρόμο περιστοιχισμένο από παρτέρια με λουλούδια.

Κέρδισε το 1878 το Βραβείο Newdigate, το οποίο απονέμεται από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης σε προπτυχιακούς φοιτητές, για το ποίημά του Ραβένα (Ravenna), εμπνευσμένο από την επίσκεψη του στην ιταλική πόλη τον προηγούμενο χρόνο. Αποφοίτησε τον Νοέμβριο του 1878, κερδίζοντας μία σπάνια διάκριση· ήταν από τους ελάχιστους φοιτητές που βγήκαν πρώτοι και στους δύο κύκλους σπουδών του τμήματος.
 

Μαθητεία ενός αισθητιστή: 1880

Οδός Τάιτ 1 (πλέον 44), Τσέλσι, Λονδίνο
Ντεμπούτο στην κοινωνία


Μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο Γουάιλντ επέστρεψε στο Δουβλίνο, όπου ξανασυνάντησε την Φλόρενς Μπαλκόμπ (Florence Balcombe, 1858 - 1937), παιδικό του έρωτα. Εκείνη όμως, αρραβωνιάστηκε τον Μπραμ Στόκερ ( Bram Stoker, 1847 - 1912), τον οποίο και παντρεύτηκε το 1878. Αυτή της η απόφαση απογοήτευσε τον Γουάιλντ, αλλά παρέμεινε στωικός· της έγραψε, λέγοντάς της: «Θυμάμαι τα δύο χρόνια - τα πιο γλύκα χρόνια όλης μου της εφηβείας» που είχαν περάσει μαζί. Επίσης ανέφερε την πρόθεσή του να επιστρέψει στην Αγγλία, «αυτή την φορά για τα καλά», επιθυμία που έκανε εν τέλει πραγματικότητα το ίδιο έτος, επιστρέφοντας στη γενέτειρά του μόλις άλλες δύο φορές.

Αβέβαιος για το επόμενο βήμα του, επικοινώνησε με αρκετούς γνωστούς του ψάχνοντας για θέσεις Κλασικών σπουδών στην Οξφόρδη και στο Κέιμπριτζ. Ακριβώς όπως το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης έδινε το βραβείο Newdigate για ποίηση, έτσι και το αντίστοιχο του Κέιμπριτζ έδινε το βραβείο Chancellor για πρόζα. Ο Γουάιλντ, αν και δεν ήταν φοιτητής του Πανεπιστημίου, συμμετείχε κανονικά το 1879 με το δοκίμιό του Η άνοδος της ιστορικής κριτικής (The rise of historical criticism). Το θέμα του, «Η ιστορική κριτική στους Αρχαίους», έμοιαζε ιδανικό για τον Γουάιλντ, ο οποίος όμως, παρά την ικανότητά του στον γραπτό λόγο και τη βαθιά γνώση του για τον Αρχαίο κόσμο, δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στην μακρόσυρτη, επίπεδη ακαδημαϊκή γλώσσα. Παραδόξως, δεν δόθηκε βραβείο εκείνη την χρονιά. Με όσα χρήματα του περίσσεψαν από την πώληση των σπιτιών που κληρονόμησε από τον πατέρα του, ο Ουάιλντ μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου έμεινε με τον Άγγλο ζωγράφο Φρανκ Μάιλς (Frank Miles, 1852 - 1891) στον αριθμό 1 της οδού Τάιτ, στο Τσέλσι. Τα επόμενα έξι χρόνια ο Γουάιλντ θα τα περνούσε ανάμεσα στο Λονδίνο, το Παρίσι και τις Η.Π.Α., όπου ταξίδευε δίνοντας διαλέξεις.

Από τα χρόνια στο Trinity δημοσίευε στίχους και ποιήματα σε περιοδικά, κυρίως στο Cottabos, το οποίο εξέδιδε το Κολλέγιο, και στο Dublin University Magazine, ένα ανεξάρτητο μηνιαίο περιοδικό με λογοτεχνική θεματολογία. Στα μέσα του 1881, στα 27 του χρόνια, εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιήματα (Poems). Το βιβλίο έγινε δεκτό με αρκετά θετικά σχόλια, πούλησε και τα 750 αντίτυπά του, και επανεκδόθηκε το επόμενο έτος. Ήταν δεμένο με μία πανέμορφη, εμαγιέ περγαμηνή με ανάγλυφα άνθη και ήταν τυπωμένο σε χειροποίητο Ολλανδικό χαρτί. Ο Γουάιλντ χάρισε πολλά αντίτυπα του βιβλίου σε επιφανείς προσωπικότητες και λογοτέχνες που τον επισκέφτηκαν τα επόμενα χρόνια. Η «Oxford Union» του ζήτησε να της αποστείλει ένα αντίτυπο για τη βιβλιοθήκη της, αλλά κατά την παρουσίασή του, το έργο καταδικάστηκε ως προϊόν λογοκλοπής ύστερα από οριακή ψηφοφορία. Το αντίτυπο, προς μεγάλη στεναχώρια της Ένωσης, επιστράφηκε στον Γουάιλντ. Ο βιογράφος Ρίτσαρντ Έλμαν (Richard Ellmann, 1918 - 1987) υποστήριζε πως το ποίημά του Hélas (αλίμονο στα Γαλλικά) αποτελεί μια ειλικρινή, αν και κάπως εξεζητημένη προσπάθειά να εξηγήσει τις αντιθέσεις που έβλεπε στον εαυτό του:


"Να καταπιαστώ με κάθε πάθος ιερό
μέχρι η ψυχή μου να γένει
λάουτο έγχορδο, παλιό
οι ανέμοι όλοι να παίζουνε μ' αυτό"


Το εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό Punch δεν συμμεριζόταν τον ίδιο ενθουσιασμό· «ο ποιητής είν' Γουάιλντ, μα η ποίησή του ήμερη», κατέληγε, παίζοντας με την ομοηχία του επιθέτου του ποιητή με το επίθετο «άγριος» (Wilde - wild)

Αμερική: 1882


Ο Αισθητισμός εκείνα τα χρόνια ήταν αρκετά της μόδας και μεταφέρθηκε σε οπερέτα από το δίδυμο Γκίλμπερτ-Σάλιβαν (Gilbert and Sullivan) στην Υπομονή (Patience, 1881). Ο Ρίτσαρντ Ντ' Όυλυ Κάρτ (Richard D'Oyly Carte, 1844 - 1901), ξακουστός Άγγλος ιμπρεσάριος, στα πλαίσια προώθησης του έργου στις Η.Π.Α. κάλεσε στην αμερικάνικη ήπειρο για μια σειρά από διαλέξεις τον πλέον θελκτικό όλων των αισθητιστών, τον Όσκαρ Γουάιλντ. Έφτασε στη Νέα Υόρκη στις 2 Ιανουαρίου 1882, με το Α/Π Αριζόνα (SS Arizona), μετά από ταξίδι 9 ημερών. Αν και αρχικά ήταν σχεδιασμένη διαρκέσει τέσσερεις μήνες, η περιοδεία συνεχίστηκε για πάνω από ένα έτος, εξαιτίας της μεγάλης εμπορικής επιτυχίας της. Ο Γουάιλντ επιθυμούσε να μεταφέρει την ομορφιά που έβλεπε στην τέχνη, στην καθημερινότητα. Αυτό ήταν ένα πρακτικό όσο και φιλοσοφικό ζήτημα: στην Οξφόρδη είχε διακοσμήσει το δωμάτιό του με κρίνους και γαλάζιες πορσελάνες, ενώ στην Αμερική μία από τις διαλέξεις του είχε σαν θέμα την εσωτερική διακόσμηση. Όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει την φήμη ότι κάποτε είχε παρελαύνει στην οδό Πικαντίλι (Piccadilly Str.) στο Λονδίνο, με τα μακριά μαλλιά του να ανεμίζουν, κρατώντας ένα κρίνο, απάντησε: «Σημασία δεν έχει αν το έκανα ή όχι, αλλά αν ο κόσμος πιστεύει ότι το έκανα». Ο Γουάιλντ θεωρούσε ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να δημηγορεί για τα υψηλότερα ιδεώδη, και ότι η ηδονή και η ομορφιά θα αντικαταστήσουν την ωφελιμιστική ηθική.Ο Τύπος ασκούσε ανηλεή κριτική τόσο στον Γουάιλντ όσο και στον Αισθητισμό: παραδείγματος χάριν, η εφημερίδα Springfield Republican, με αφορμή την επίσκεψη του Γουάιλντ στην Βοστώνη για μία διάλεξη, θεώρησε ότι η συμπεριφορά του Άγγλου αισθητιστή αντικατόπτριζε περισσότερο άνθρωπο κακόφημο, παρά διανοητή αφιερωμένο στην Ομορφιά και στην Ηδονή. Ο Τόμας Χίγγινσον (Thomas Wentworth Higginson, 1823 - 1911), Αμερικανός κληρικός και υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας, έγραψε στο άρθρο του με τίτλο Unmanly Manhood τους προβληματισμούς του για το ότι ο Γουάιλντ, του οποίου «η μόνη διάκριση είναι ένα μικρό βιβλίο με πολύ μέτρια ποίηση», θα επηρέαζε αρνητικά την συμπεριφορά ανδρών και γυναικών. Παρόλο που ο Τύπος ήταν εχθρικός απέναντί του, ο Γουάιλντ έχαιρε θερμής υποδοχής στα πιο ετερόκλιτα περιβάλλοντα στις Η.Π.Α.· την μία ημέρα έπινε ουίσκι με μεταλλωρύχους (δηλώνοντας μάλιστα: «οι μόνοι καλοντυμένοι άνθρωποι που έχω δει στις Η.Π.Α. είναι οι μεταλλωρύχοι των Βραχωδών Ορέων») και την επόμενη τον υποδέχονταν με τιμές στα πιο μοντέρνα σαλόνια κάθε πόλης που επισκεπτόταν ζωή στο Λονδίνο και ο έγγαμος βίος

Τα έσοδά του, σε συνδυασμό με τις αναμενόμενες εισπράξεις από το θεατρικό του, την Δούκισσα της Πάδουας (The Duchess of Padua, 1883), του επέτρεψαν να μετακομίσει στο Παρίσι από τον Φεβρουάριο μέχρι τα μέσα Μαΐου του 1883. Εκεί γνώρισε τον Ρόμπερτ Σέραρντ (Robert Sherard, 1861 - 1943), Άγγλο συγγραφέα και δημοσιογράφο, τον οποίο φιλοξενούσε σε τακτική βάση. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους επέστρεψε για λίγο στη Νέα Υόρκη για να ανεβάσει το πρώτο θεατρικό έργο που είχε γράψει, την Vera, το οποίο είχε απορριφθεί στο Λονδίνο. Φημολογείται ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ψυχαγωγούσε τους συνταξιδιώτες του απαγγέλοντας στίχους από το ποίημά του Ave Imperatix!, A Poem on England (Χαίρε, Αυτοκράτειρα!, Ένα ποίημα για την Αγγλία), σχετικά με την άνοδο και την πτώση των αυτοκρατοριών. Ο Έντμουντ Κλάρενς Στίντμαν (E.C. Stedman, 1833 - 1908), Αμερικανός ποιητής και κριτικός, έγραψε στο έργο του Victorian Poets για τον «αντρίκειο στίχο του - μία ποιητική και εύγλωττη επίκληση». Η παρουσία του Γουάιλντ στην αμερικανική μεγαλούπολη για ακόμη μία φορά δεν πέρασε απαρατήρητη. Το έργο αρχικά έτυχε καλής υποδοχής από το κοινό, όμως ύστερα από τις χλιαρές αντιδράσεις των κριτικών η προσέλευση έπεσε κατακόρυφα με αποτέλεσμα η παράσταση να ακυρωθεί μόλις μία εβδομάδα μετά την πρεμιέρα.

Ο Ρόμπερτ Ρος, 24 χρονών

Το μόνο που έμενε στον Γουάιλντ ήταν να επιστρέψει στο Λονδίνο και να συνεχίσει τις διαλέξεις: Εντυπώσεις από την Αμερική, Η αξία της Τέχνης στην σύγχρονη ζωή και Ενδυματολογία ήταν μερικά από τα θέματά του.

Το 1881 ο Γουάιλντ είχε γνωρίσει την Κόνστανς Λόυντ (Constance Lloyd, 1859 - 1898), κόρη του Οράσιο Λόυντ (Horace Lloyd), ενός πλουσίου συμβούλου της Βασίλισσας. Το 1884, η Κόνστανς έτυχε να επισκεφτεί το Δουβλίνο, όπου ο Γουάιλντ έδινε διαλέξεις στο θέατρο Gaiety. Εκείνος τη ζήτησε σε γάμο, και παντρεύτηκαν στις 29 Μαΐου 1884 στην Αγγλικανική εκκλησία του Αγίου Ιακώβου στο Πάντινγκτον (Paddington) του Λονδίνου. Το ετήσιο εισόδημα της Κόνστανς ανερχόταν σε 250 λίρες, ποσό αξιοπρεπέστατο για γυναίκα εκείνης της εποχής (αντιστοιχεί σε 22.100£ με σημερινή αξία), όμως τα ιδιαιτέρως ακριβά γούστα του Γουάιλντ, καθώς και το ότι το ζευγάρι κήρυσσε συνεχώς την αξία της διακόσμησης, έκαναν το κοινό να θεωρεί ότι το σπίτι τους θα έπρεπε να γίνει ο «ναός» του Αισθητισμού. Ως εκ τούτου, το σπίτι τους στον αριθμό 16 της οδού Τάιτ ανακαινίστηκε πλήρως, με αρκετά υψηλό κόστος. Απέκτησαν δύο γιους, τον Κύριλλο (Cyril Wilde, 1885 - 1915) και τον Βίβιαν (Vyvyan Holland, 1886 - 1967).

Ενδεικτικό της πολιτικής ευαισθητοποίησής του είναι ότι υπήρξε ο μόνος λογοτέχνης που υπέγραψε την αίτηση του Τζορτζ Μπέρναρντ Σω (George Bernard Shaw, 1856 - 1950) για να δοθεί χάρη στους αναρχικούς που είχαν συλληφθεί (και εν τέλει εκτελέστηκαν) ως υπεύθυνοι του μακελειού στην πλατεία Χέιμαρκετ (Haymarket square) στο Σικάγο, στις 4 Μαΐου 1886.

Ο Ρόμπερτ Ρος (Robert Ross, 1869 - 1918), 17 χρονών τότε, είχε διαβάσει τα ποιήματα του Ουάιλντ πριν συναντηθούν και εναντιωνόταν στη Βικτωριανή απαγόρευση της ομοφυλοφιλίας σε τέτοιο βαθμό ώστε είχε αποξενωθεί από την οικογένεια του. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Έλμαν, βιογράφου του Γουάιλντ, ο Ρος ήταν «...τόσο νέος και τόσο γνώστης, αποφασισμένος να γοητεύσει τον Γουάιλντ». Ο Ντάνιελ Μέντελσον (Daniel Mendelsohn, γεν. 1960), Αμερικανός συγγραφέας και κριτικός, θεωρεί ότι ο Γουάιλντ, ο οποίος έκανε συχνά αναφορές στον «Ελληνικό έρωτα» (κατ' ευφημισμό η ομοφυλοφιλία), μυήθηκε στον ομοφυλοφιλικό έρωτα από τον Ρος, σε μια εποχή που «ο γάμος του είχε αρχίσει να περνάει κρίση μετά τη δεύτερη εγκυμοσύνη της συζύγου του, η οποία πλέον τον απωθούσε ερωτικά».

συνέχεια στη βικιπαίδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου