Σελίδες

Πέμπτη, Μαΐου 27, 2021

Η ναυμαχία της Ερεσού

Πυρπόληση τουρκικού δικρότου από τον Δημήτρη Παπανικολή. Λάδι..jpg

Η ναυμαχία της Ερεσού θεωρείται η πρώτη κατά μέτωπο ναυμαχία που έδωσαν οι Έλληνες ναυμάχοι στην ελληνική επανάσταση του 1821 με πλοίο γραμμής, δίκροτο, του τότε αυτοκρατορικού οθωμανικού στόλου, η οποία και διεξήχθη στις 27 Μαΐου του 1821 στον όρμο Ερεσού της Λέσβου. Πρωταγωνιστές της ναυμαχίας αυτής ήταν ο Ιάκωβος Τομπάζης (πρώτος ναύαρχος της επανάστασης του 1821) όπου διηύθυνε την ναυμαχία και ο Δημήτριος Παπανικολής ο οποίος επιχείρησε για πρώτη φορά με απόλυτη επιτυχία την "πυρπόληση" με χρήση "καυστικού" όπως λεγόταν αρχικά το πυρπολικό με αποτέλεσμα την ανατίναξη του εχθρικού πλοίου.

Η επιτυχία αυτή υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική τόσο στο ηθικό των Ελλήνων ναυμάχων, για την μελλοντική εξέλιξη στον κατά θάλασσα αγώνα όσο και αντίστροφα στο ηθικό των Τούρκων προ του καινοφανούς αυτού τύπου καταδρομής και δολιοφθοράς. Παράλληλα όμως τραγική συνέπεια αυτής ήταν η καταστροφή των Κυδωνιών (του Αϊβαλί) που ακολούθησε 15 ημέρες αργότερα.

Ιστορικό κατάστασης

Με το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης η αναγκαιότητα δημιουργίας ενός αξιόμαχου στόλου για την από θάλασσα αρωγή και προστασία του αγώνα υπήρξε άμεση αντιληπτή. Έτσι μέσα στον επόμενο μήνα και μετά από πολλές διαβουλεύσεις των προυχόντων και καραβοκυραίων των τριών κυριοτέρων "ναυτικών" νήσων Σπετσών, Ύδρας και Ψαρών αποφασίσθηκε. στις 17 Απριλίου, ημέρα Κυριακή, με πανηγυρισμούς η σύμπραξη και διάθεση των εμπορικών τους στόλων στον ιερό αγώνα, καλώντας με προκήρυξη ομοίως και τ΄ άλλα νησιά. Το παράδειγμα αυτών ακολούθησαν αμέσως τα νησιά του Σαρωνικού, οι Κυκλάδες και άλλα όπως η Κάσος. Έτσι δημιουργούνται τρεις μοίρες πλοίων καθεμιά με ναύαρχο που διορίστηκε από την κοινότητα ναυτικής νήσου.
Η έξοδος του συγκροτημένου ελληνικού στόλου στο Αιγαίο συνέπεσε με τα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν στην Κωνσταντινούπολη και τον απαγχονισμό του πατριάρχη, γεγονότα που εξαγρίωσαν όχι μόνο τα πληρώματα αλλά και τους κατοίκους νήσων και παραλίων της Μικράς Ασίας πολλοί εκ των οποίων προσέτρεξαν να ενισχύσουν τα τσούρμα των ελληνικών πλοίων.

Αρχικά κρίθηκε αναγκαίος ο αποκλεισμός τόσο των Δαρδανελίων όσο και κάποιων σημαντικών όρμων της μικρασιατικής ακτής καθώς και η υποστήριξη των ελληνικών σωμάτων στα παραλιακά κάστρα της Πελοποννήσου. Περί τα μέσα Μαΐου μια μοίρα του ελληνικού στόλου έπλευσε προς τον Κορινθιακό Κόλπο προκειμένου ν΄ αποκλείσει τα κάστρα Ναυπάκτου, Ρίου και Αντιρίου και να εμποδίσει κάθοδο των Τούρκων στην Πελοπόννησο, ενώ μια δεύτερη μεγαλύτερη μοίρα έπλευσε στο Β. Αιγαίο για τον αποκλεισμό των Δαρδανελίων. Παρά ταύτα δύο πλοία γραμμής, τρεις φρεγάτες και τρεις κορβέτες με υποναύαρχο διοικητή (ριαλάμπεη) του οθωμανικού στόλου πρόλαβε στις 22 Μαϊου να εξέλθει των στενών στο Αιγαίο.

Νικολό Παγκανίνι ( Γένοβα, 27 Οκτωβρίου 1782 - Νίκαια, 27 Μαΐου 1840)

Niccolo Paganini01.jpg

Ο Νικολό Παγκανίνι (Nicolò ή Niccolò Paganini, Γένοβα, 27 Οκτωβρίου 1782 - Νίκαια, 27 Μαΐου 1840) ήταν διάσημος Ιταλός βιολιστής, κιθαρίστας και συνθέτης. Υπήρξε ένας από τους διασημότερος βιρτουόζους του βιολιού, ο οποίος ξεχώρισε για την τεχνική και τη δεξιοτεχνία του, ασκώντας επίδραση σε άλλους συνθέτες του ρομαντισμού, όπως ο Φραντς Λιστ, ειδικότερα σε ό,τι αφορά την αναγνώριση της σπουδαιότητας του στοιχείου της δεξιοτεχνίας. 

Οι συνθέσεις του περιέχουν κυρίως έργα για βιολί και ορχήστρα και μουσικής δωματίου. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν τα Εικοσιτέσσερα Καπρίτσια, που χαρακτηρίζονται από δυσκολίες που κατέπληξαν. 

Στη διάρκεια της ζωής του, ο Παγκανίνι γνώρισε το θαυμασμό αλλά και τη συκοφαντία, που οφειλόταν κυρίως σε φθόνο και στον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του. Οι εξαιρετικές ικανότητες του στο βιολί, η εντυπωσιακή δεξιοτεχνία και τεχνική του έλαβαν μυθικές διαστάσεις. Από το 1810 μέχρι το 1828 πραγματοποίησε μεγάλες περιοδείες σε πόλεις της Ευρώπης, αποτελώντας έναν από τους πρώτους μουσικούς που το επιχείρησε.


Προσωπογραφία του Νικολό Παγκανίνι, περ. 1819, σχέδιο του Jean Auguste Dominique Ingres

Ο Παγκανίνι γεννήθηκε στη Γένοβα της Ιταλίας, γιος του λιμενεργάτη Αντόνιο Παγκανίνι και της Τερέζας Μποκιάρντο. Έλαβε τα πρώτα μαθήματα μουσικής από τον πατέρα του, ο οποίος ως ερασιτέχνης μουσικός του δίδαξε μαντολίνο και βιολί. Σε μεγαλύτερη ηλικία μαθήτευσε πιθανότατα στο πλευρό του επαγγελματία βιολιστή της θεατρικής ορχήστρας Τζιοβάνι Τσερβέτο (ή Σερβέτο), ενώ αργότερα παρακολούθησε μαθήματα βιολιού απ τον Τζιάκομο Κόστα και μουσικής σύνθεσης από τον Φραντσέσκο Νιέκο (Francesco Gnecco). 

 

Ήδη από την ηλικία των δώδεκα ετών συνέθετε και έδινε συναυλίες σε εκκλησίες και ιδιωτικούς χώρους, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτες δεξιότητες. H πρώτη δημόσια εμφάνισή του καταγράφεται περίπου το 1793, στη Γένοβα, η οποία στέφθηκε με επιτυχία. Δύο χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε στην Πάρμα, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του υπό την επίβλεψη του Αλεσάντρο Ρόλα, ο οποίος εντυπωσιασμένος από την τεχνική του Παγκανίνι θεώρησε ότι δεν ήταν σε θέση να του μεταδώσει περισσότερες γνώσεις και τον προέτρεψε να παρακολουθήσει μαθήματα σύνθεσης με τον Φερντινάντο Παέρ. 

Στα τέλη του 1796, ο Παγκανίνι επέστρεψε στη Γένοβα ως ολοκληρωμένος πλέον μουσικός και έχοντας διευρύνει σημαντικά τις γνώσεις του στους τομείς της σύνθεσης και της ενορχήστρωσης. Εξαιτίας της εισβολής των ναπολεόντειων στρατευμάτων στην Ιταλία, έζησε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο Λιβόρνο, ακολουθώντας τον πατέρα του και οργανώνοντας εκεί μία σειρά συναυλιών. 

Το Σεπτέμβριο του 1801 εγκαταστάθηκε στη Λούκκα, πόλη με σημαντική μουσική παράδοση. Ο Παγκανίνι έζησε εκεί τα επόμενα δέκα χρόνια, συνεχίζοντας να δίνει συναυλίες και επιδεικνύοντας ίσως για πρώτη φορά στοιχεία του «αναρχικού» χαρακτήρα του και της ανορθόδοξης συμπεριφοράς του. Σύντομα απέκτησε σημαντική φήμη ως βιρτουόζος του βιολιού και το 1805 απέκτησε τη θέση του πρώτου βιολιστή στην ορχήστρα της Αυλής της αδελφής του Ναπολέοντα Ελίζας, μεγάλης δούκισσας της Τοσκάνης από το 1807. Αργότερα ανέλαβε άλλα καθήκοντα, προσφέροντας μαθήματα μουσικής στον πρίγκηπα Φελίτσε Μπατσιόκι, σύζυγο της Ελίζας, και διευθύνοντας τη νέα αυλική ορχήστρα. Παράλληλα συνέχισε να συνθέτει, ολοκληρώνοντας αρκετές σονάτες για βιολί και κιθάρα, καθώς και το πρώτο σημαντικό έργο του για βιολί και ορχήστρα, το οποίο γράφτηκε για τον εορτασμό των γενεθλίων του Ναπολέοντα και πήρε το όνομά του. 

Από το 1810, ο Παγκανίνι ακολούθησε σταδιοδρομία αυτόνομου μουσικού εγκαταλείποντας την αυτοκρατορική Αυλή και πραγματοποιώντας περιοδείες, αρχικά στις Ιταλικές επαρχίες της Ρομάνια (σημερινή περιφέρεια Εμιλία-Ρομάνια) και της Λομβαρδίας. Παρέμεινε για ένα διάστημα στο Μιλάνο, όπου προσκλήθηκε από τον Αλεσάντρο Ρόλα να συμμετάσχει ως μουσικός στο θέατρο, ενώ αργότερα επέστρεψε στη Γένοβα δίνοντας συναυλίες στην τοπική όπερα. Την ίδια περίοδο, συνήψε ερωτικές σχέσεις με την Αντζολίνα Καβανά, με την οποία εγκαταστάθηκε στην Πάρμα. Μετά το τέλος του δεσμού τους, που διήρκεσε για λίγους μήνες, ο Παγκανίνι κατηγορήθηκε από τον πατέρα της για απαγωγή της κόρης του, γεγονός που οδήγησε σε ολιγοήμερη φυλάκισή του. 

Τον Ιανουάριο του 1825 ξεκίνησε ένα δεύτερο κύκλο περιοδειών στην κεντρική και νότια Ιταλία, επισκεπτόμενος τη Ρώμη, τη Νάπολη και το Παλέρμο, πόλεις όπου η φήμη του είχε ήδη εδραιωθεί. Την ίδια περίπου περίοδο ολοκλήρωσε το δεύτερο κοντσέρτο για βιολί (op. 7), γνωστό κυρίως για το τελευταίο μέρος του, ένα ροντό, που ονομάστηκε La campanella εξαιτίας της χρήσης ενός τριγώνου για τη μίμηση του ήχου μίας καμπάνας. Το έργο ενέπνευσε αργότερα τον Φραντς Λιστ στη σύνθεση της φαντασίας Grande fantasia de bravoure sur La clochette. Ακολούθησε το τρίτο κοντσέρτο για βιολί, που ολοκληρώθηκε το 1828, έργο που δεν συγκαταλέγεται στις σπουδαιότερες δημιουργίες του, ωστόσο είναι αξιοσημείωτο το adagio ως προς τη χρήση του pizzicato με τρόπο που τα έγχορδα της ορχήστρας να λειτουργούν ως μία κιθάρα.

Από τις αρχές του 1828, ο Παγκανίνι περιόδευσε σε χώρες εκτός των συνόρων της Ιταλίας, με πρώτο σταθμό την Αυστρία. Κατά τη διάρκεια της τρίμηνης παραμονής του στη Βιέννη, πραγματοποίησε πολυάριθμες συναυλίες σε διαφορετικά θέατρα της πόλης, ενώ σύμφωνα με την αλληλογραφία του, ενθουσιάστηκε από τη μουσική παιδεία του κοινού. Στο ίδιο διάστημα συνέθεσε τρία έργα για βιολί και ορχήστρα: ένα καπρίτσιο που δεν σώζεται, βασισμένο στο Là ci darem la mano του Don Giovanni του Μότσαρτ, τη σονάτα Maestosa suonata sentimentale (op. 27) που αποτελείται από παραλλαγές του εθνικού ύμνου της Αυστρίας και το έργο La tempesta (op. 36). Εγκατέλειψε τη Βιέννη το καλοκαίρι του ίδιου έτους και επόμενος σταθμός του υπήρξε η Πράγα. Η παραμονή του στην πρωτεύουσα της Τσεχίας αποδείχθηκε λιγότερη επιτυχημένη, καθώς οι συναυλίες του αντιμετωπίστηκαν από το κοινό με επιφύλαξη. Πιθανότερη αιτία για την κριτική που αντιμετώπισε αποτέλεσαν οι ριζικά διαφορετικές αντιλήψεις που ενσωμάτωνε η σχολή της Βοημίας, σύμφωνα με τις οποίες η τεχνική αποτελούσε περισσότερο μέσο προς την πραγμάτωση των μουσικών και εκφραστικών στόχων του ερμηνευτή και λιγότερο πεδίο επίδειξης της δεξιοτεχνίας του. 

Τον Ιανουάριο του 1829 και για τα επόμενα δύο χρόνια, ο Παγκανίνι περιόδευσε στη Γερμανία και στην Πολωνία, οργανώνοντας περισσότερες από εκατό συναυλίες σε συνολικά σαράντα πόλεις και ολοκληρώνοντας παράλληλα το τέταρτο κοντσέρτο για βιολί σε ρε ελάσσονα.Παρά το γεγονός πως κατόρθωσε να κερδίσει σε μεγάλο βαθμό την αναγνώριση του Γερμανικού κοινού, ορισμένοι επαγγελματίες μουσικοί και κριτικοί εστίασαν με αρνητικό τρόπο στην εκκεντρικότητα των εκτελέσεών του. 

Το Φεβρουάριο του 1831 ταξίδεψε στο Παρίσι όπου πραγματοποίησε την πρώτη συναυλία του επί γαλλικού εδάφους, παρουσιάζοντας το πρώτο του κοντσέρτο για βιολί και τη Στρατιωτική σονάτα. Η υποδοχή του στη Γαλλία υπήρξε θερμή, καθώς τόσο ο τύπος όσο και οι κριτικοί εξήραν την τεχνική και την ερμηνεία του, ωστόσο η παραμονή του διήρκεσε για μικρό χρονικό διάστημα. Το Μάιο του ίδιου έτους, κατόπιν πρόσκλησης του διευθυντή τού Βασιλικού Θεάτρου του Λονδίνου, ταξίδεψε στην αγγλική πρωτεύουσα προκειμένου να δώσει συναυλίες. Η πρώτη του εμφάνιση έλαβε χώρα στις 3 Ιουνίου και σημείωσε αξιοσημείωτη επιτυχία αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Πραγματοποίησε επίσης συναυλίες στην Ιρλανδία και στη Σκωτία, πριν επιστρέψει αργότερα στο Παρίσι, όπου σύμφωνα με μία επιστολή του, έδωσε 151 συναυλίες στη διάρκεια ενός έτους.

Την περίοδο 1832-4, ο Παγκανίνι στράφηκε για πρώτη φορά στο όργανο της βιόλας, τόσο ως εκτελεστής όσο και ως συνθέτης. Ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, ζήτησε από τον Μπερλιόζ να συνθέσει ένα κοντσέρτο για βιόλα, ωστόσο απέρριψε τα προσχέδια του έργου (αργότερα ο Μπερλιόζ βασίστηκε σε αυτά για τη συμφωνία «Ο Χάρολντ στην Ιταλία») και το 1834 ολοκλήρωσε ο ίδιος τη «Σονάτα για μεγάλη βιόλα» σε ντο μείζονα, προσαρμοσμένη στην εκτελεστική δεινότητα του ίδιου. Ο όρος «μεγάλη βιόλα» οφείλεται στον τύπο του οργάνου που χρησιμοποίησε ο Παγκανίνι, μία βιόλα μεγάλων διαστάσεων που δανείστηκε από φιλικό του πρόσωπο. Η σονάτα για βιόλα τού Παγκανίνι συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων συνεισφορών στο ρεπερτόριο για βιόλα του 19ου αιώνα. 

Στα τέλη του 1835 επέστρεψε στην Πάρμα, όπου διορίστηκε από τη Μαρία Λουίζα της Αυστρίας σύμβουλος της ορχήστρας του δούκα. Ο Παγκανίνι συνέβαλε στην αναμόρφωσή της, επωφελούμενος από τις επαφές του με τις κορυφαίες ορχήστρες της Ευρώπης, αύξησε τον αριθμό των μελών της και την κατέστησε μία από τις κορυφαίες ιταλικές ορχήστρες. Πιθανώς εξαιτίας της στάσης της Αυλής απέναντι στα σχέδιά του, ο Παγκανίνι εγκατέλειψε τη θέση του και το επόμενο διάστημα έζησε στο Τορίνο, στη Μασσαλία και στη Νίκαια, πριν επιστρέψει στη Γένοβα κατά τις αρχές του 1837. Τον ίδιο χρόνο, συμμετείχε ως μέτοχος ενός καζίνο που έφερε το όνομά του, στο Παρίσι, χώρο στον οποίο έδινε επίσης δύο συναυλίες την εβδομάδα. Η κακή κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεψε τελικά να είναι συνεπής στους αρχικούς του σχεδιασμούς και σύντομα η επιχείρηση αυτή απέτυχε οικονομικά. Ο Παγκανίνι αντιμετώπισε την κατηγορία της αθέτησης συμβολαίου, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να καταβάλει τελικά ένα υψηλό χρηματικό πρόστιμο. Κατά την περίοδο αυτή, η σταδιοδρομία του ως εκτελεστή και βιρτουόζου του βιολιού είχε φθάσει στο τέλος της. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε με το εμπόριο έγχορδων οργάνων, τομέα στον οποίο φιλοδοξούσε να διακριθεί εκμεταλλευόμενος την αξιοπιστία τού ονόματός του.

Ρόμπερτ Κοχ, (11 Δεκεμβρίου 1843 – 27 Μαΐου 1910)

Robert Koch.jpg

Ο Ρόμπερτ Κοχ, αγγλ. Robert Heinrich Hermann Koch (11 Δεκεμβρίου 1843 – 27 Μαΐου 1910), γεννημένος στο χωριό Κλάουσταλ του Αννόβερου, ήταν σπουδαίος Γερμανός γιατρός και θεμελιωτής της μικροβιολογίας και της βακτηριολογίας.

Το 1882, ο Κοχ ανακάλυψε τον βάκιλο της φυματίωσης του ανθρώπου (Mycobacterium tuberculosis, μυκοβακτήριο της φυματίωσης), τον γνωστό από τότε ως «Βάκιλο του Κοχ», καθώς επίσης και το μικρόβιο της χολέρας (Vibrio cholerae, Δονάκιον της χολέρας). Ακόμα, ασχολήθηκε συστηματικά με τις λοιμώδεις ασθένειες και συστηματοποίησε την έρευνα μέσω του μικροσκοπίου. Όλες οι μελέτες του άνοιξαν τον δρόμο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των επιδημιών.

Σ’ ένα ταξίδι του στην Ινδία, το 1884, συμπλήρωσε την εργασία του για την ανακάλυψη του μικροβίου της χολέρας και της μετάδοσής της με το πόσιμο νερό, την τροφή και την ενδυμασία. Ο Ρόμπερτ Κοχ ασχολήθηκε ακόμη με έρευνες για ανθρωπονόσους και ζωονόσους (λέπρα, πανώλη των βοοειδών, βουβωνική πανώλη, τρυπανοσωμίαση των ίππων, πυρετό του Τέξας και ελονοσία).

Κριτήρια Κοχ

Ο δρ. Κοχ έθεσε τέσσερα (4) κριτήρια (γνωστά ευρέως ως "κριτήρια του Κοχ"), σύμφωνα με τα οποία μία ασθένεια οφείλεται σε παθογόνο μικροοργανισμό, είναι δηλαδή λοιμώδης.

Σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια, ο παθογόνος μικροοργανισμός θα πρέπει:

  1. να είναι παρών πάντοτε, σε κάθε περίπτωση και φάση της ασθένειας
  2. πρέπει να ανιχνεύεται στους ιστούς ή στα υγρά ασθενών ή στον οργανισμό ατόμων που πέθαναν από την ασθένεια αυτή
  3. να μπορεί να απομονωθεί και να καλλιεργηθεί στο εργαστήριο σε αμιγή καλλιέργεια (culture)
  4. να μπορεί να προκαλέσει την ίδια ασθένεια σε υγιή πειραματόζωα, αλλά και να απομονωθεί ξανά από αυτά

Γρηγόρης Λαμπράκης

 

Lamprakis1.jpg 

Ο Γρηγόρης Λαμπράκης (Κερασίτσα Αρκαδίας, 3 Απριλίου 1912 – Θεσσαλονίκη, 27 Μαΐου 1963) ήταν ιατρός, αθλητής και πολιτικός που δολοφονήθηκε από παρακρατικούς. Η δολοφονία του προκάλεσε διεθνή κατακραυγή για τις αυταρχικές πρακτικές της κυβέρνησης Καραμανλή και των Σωμάτων Ασφαλείας, που αποδείχθηκε ότι όχι μόνο ανέχονταν, αλλά και εξέθρεψαν τον ανεξέλεγκτο παρακρατικό μηχανισμό. Η υπόθεση Λαμπράκη αναζωογόνησε τον Ανένδοτο Αγώνα του Γεωργίου Παπανδρέου και έπαιξε τον πιο σημαντικό ίσως ρόλο στην πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή τον ίδιο χρόνο.

Σύντομο βιογραφικό και ιστορικές συνθήκες

Ο Γρηγόρης Λαμπράκης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1912 στην Κερασίτσα Αρκαδίας και ήταν το 14ο παιδί από τα συνολικά 18 που απέκτησαν οι γονείς του. Αδερφός του ήταν ο Θεόδωρος Λαμπράκης, ιατρός και βουλευτής με την Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου (ΕΠΕΚ). Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη γυναικολογία. Υπήρξε αθλητής με πολλές πανελλήνιες και βαλκανικές νίκες και κατείχε για 23 χρόνια (ως το 1959) το πανελλήνιο ρεκόρ στο άλμα εις μήκος με επίδοση 7,37 μ. Στην διάρκεια της κατοχής διοργάνωνε με άλλους συναθλητές του αγώνες, διαθέτοντας τα έσοδα σε λαϊκά συσσίτια. Το 1950 κατέλαβε τη θέση του υφηγητή Μαιευτικής - Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Aπέκτησε τρεις γιους, τον Γιώργο, τον Θοδωρή και τον Γρηγόρη.

Στις εκλογές του Οκτωβρίου 1961 ο Λαμπράκης εξελέγη βουλευτής Πειραιά συνεργαζόμενος με την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος της «Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη». Στις 21 Απριλίου 1963 αψηφώντας σχετική απαγόρευση της αστυνομίας, πραγματοποίησε την 1η Μαραθώνια πορεία Ειρήνης. Βάδισε το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής μόνος του, εν μέσω απειλών, πριν τελικά συλληφθεί και κρατηθεί για μερικές ώρες.

Αμέσως μετά μετέβη στο Λονδίνο για να συμπαρασταθεί στους Έλληνες, Κύπριους και Άγγλους διαδηλωτές που ζητούσαν την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα, ανάμεσα στους οποίους ήταν και η Βρετανίδα σύζυγός του Αντώνη Αμπατιέλου, Μπέτυ Μπάρτλετ Αμπατιέλου. Στόχος των διαδηλωτών ήταν η βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία βρισκόταν στην αγγλική πρωτεύουσα προκειμένου να παραστεί σε βασιλικούς γάμους. Η σύζυγος του Αμπατιέλου ζήτησε ακρόαση από την Φρειδερίκη, η οποία την αρνήθηκε, παρά τις πιέσεις του Λαμπράκη. Σχεδόν ένα μήνα μετά, στις 22 Μαΐου, καθώς εξερχόταν από συγκέντρωση για την ειρήνη και τον πυρηνικό αφοπλισμό στη Θεσσαλονίκη, δέχτηκε δολοφονική επίθεση από παρακρατικούς. Τραυματίστηκε βαριά και υπέκυψε στα τραύματά του λίγες μέρες μετά.

«Εσύ ‘σουνα Λαμπράκη η αιώνια Ελλάδα….»

 

lamprakhs

«Εσύ ‘σουνα Λαμπράκη η αιώνια Ελλάδα….» ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ"
Eίναι τόσο όμορφο να ζεις για την Eιρήνη, είναι τόσο μεγάλο να πεθαίνεις για την Eιρήνη»
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης γεννήθηκε σαν σήμερα στην Κερασίτσα Αρκαδίας, το 1912.
Έγραψαν γι αυτόν...

"Στο πρόσωπο του άξιου γιου της Ελλάδας Γρηγόρη Λαμπράκη, ζήτησαν να σκοτώσουν την ειρήνη, την λεβεντιά, την ανθρωπιά. Μα σκοτώνεται ποτέ ο ήλιος; Η Ελλάδα σύσσωμη είναι στο πόδι. Όχι για ταφή, μα για ανάσταση".
ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ

«Έπεσε ο μέγας δρυς στη γης, σε μέγα αγώνα -
πουλιά και φύλλα στάθηκαν στον ουρανό
η Ελλάδα τον εκράτησε στα δυο της γόνα,
στο βαθυπόρφυρο του Μάη εσπερινό
κι ενώ από τους πόρους της η οργή της αίμα ιδρώνει,
τινάζεται όλη ανάμεσα στον άγιο λαό,
κι ολόρθη τον υψώνει, μεσιανό καδρόνι,
ψηλά, στο θόλο, στης Ειρήνης το ναό».
 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ Αθήνα, 27 Μάη 1963

Στον ήρωα Λαμπράκη
Σε φάγαν οι φασίστες σκύλοι, Ελλάδα,
με μάσκα ή χωρίς μάσκα, ξένοι, ντόπιοι.
Εσύ ’σουνα, Λαμπράκ’, η αιώνια Ελλάδα,
φως, αρετή, παλικαριά και πρώτος!
Χρόνια και χρόνια, Μάνα οι δουλεμπόροι
σε σούρνανε στη λάσπη και στη νύχτα.
Μα στα κόκαλα μέσα των παιδιώ σου
λαμπάδιαζεν η πάναγνη τιμή σου.
Τ’ άδικον αίμα του παλικαριού μας
κοκκίνισε πελάη, βουνά και κάμπους,
ανάστησε τ’ αρχαία σου μεγαλεία,
Μάνα – πατρίδα, Μάνα – ελευτερία.
Αθάνατε λαέ, της Ιστορίας
εσύ τα περασμένα κι αυριανά!
Δεν άφησες τον ήρωα να πεθάνει.
Απ’ τον τάφο του η νέα ζωή σου αρχίζει.
Όχι κλάμ’, αναστάσιμες καμπάνες
για τη μεγάλη της οργής σου νίκη.
Έδειξες στον οχτρό τη δύναμή σου,
ξέροντας ποιος και πούθε σε χτυπάει.
Κώστας Βάρναλης («Ελεύθερος Κόσμος»).
Στον ήρωα Λαμπράκη
Σε φάγαν οι φασίστες σκύλοι, Ελλάδα,
με μάσκα ή χωρίς μάσκα, ξένοι, ντόπιοι.
Εσύ ’σουνα, Λαμπράκ’, η αιώνια Ελλάδα,
φως, αρετή, παλικαριά και πρώτος!
Χρόνια και χρόνια, Μάνα οι δουλεμπόροι
σε σούρνανε στη λάσπη και στη νύχτα.
Μα στα κόκαλα μέσα των παιδιώ σου
λαμπάδιαζεν η πάναγνη τιμή σου.
Τ’ άδικον αίμα του παλικαριού μας
κοκκίνισε πελάη, βουνά και κάμπους,
ανάστησε τ’ αρχαία σου μεγαλεία,
Μάνα – πατρίδα, Μάνα – ελευτερία.
Αθάνατε λαέ, της Ιστορίας
εσύ τα περασμένα κι αυριανά!
Δεν άφησες τον ήρωα να πεθάνει.
Απ’ τον τάφο του η νέα ζωή σου αρχίζει.
Όχι κλάμ’, αναστάσιμες καμπάνες
για τη μεγάλη της οργής σου νίκη.
Έδειξες στον οχτρό τη δύναμή σου,
ξέροντας ποιος και πούθε σε χτυπάει.
Κώστας Βάρναλης («Ελεύθερος Κόσμος»).
«Εσύ ‘σουνα Λαμπράκη η αιώνια Ελλάδα….»
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ"

Habeas corpus 1679 as today


Habeas corpus (/ˈhbiəs ˈkɔːrpəs/ (About this soundlisten); Medieval Latin meaning "[we, a Court, command] that you have the body [of the detainee brought before us]") is a recourse in law through which a person can report an unlawful detention or imprisonment to a court and request that the court order the custodian of the person, usually a prison official, to bring the prisoner to court, to determine whether the detention is lawful. ....

https://en.wikipedia.org/wiki/Habeas_corpus 


Habeas corpus ( / h β i ə s k ɔːr σ ə s / ( ακούστε )Σχετικά με αυτόν τον ήχο ? Μεσαιωνική λατινική έννοια «[εμείς, το Δικαστήριο, εντολή] ότι έχετε το σώμα [του κρατουμένου ενώπιον μας]») είναι μια νομική προσφυγή μέσω της οποίας ένα άτομο μπορεί να αναφέρει παράνομη κράτηση ή φυλάκιση σε δικαστήριο και να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει τον θεματοφύλακα του ατόμου, συνήθως υπάλληλο της φυλακής, να παραπέμψει τον κρατούμενο στο δικαστήριο, για να προσδιορίσει εάν η κράτηση είναι νόμιμη.

Το κείμενο του habeas corpus είναι γνωστό ως το «μεγάλο και αποτελεσματικό κείμενο σε κάθε παράνομο περιορισμό». Πρόκειται για κλήση με ισχύ δικαστικής εντολής. απευθύνεται στον κηδεμόνα (για παράδειγμα ένας αξιωματούχος της φυλακής) και ζητεί να παραπεμφθεί ένας φυλακισμένος ενώπιον του δικαστηρίου και ότι ο θεματοφύλακας παρουσιάζει απόδειξη εξουσίας, επιτρέποντας στο δικαστήριο να αποφασίσει εάν ο θεματοφύλακας έχει νόμιμη εξουσία κράτησης του κρατουμένου. Εάν ο θεματοφύλακας ενεργεί πέρα ​​από την εξουσία του, τότε ο κρατούμενος πρέπει να απελευθερωθεί. Οποιοσδήποτε κρατούμενος, ή άλλο πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τους, μπορεί να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο ή σε δικαστή για δικαστική απόφαση habeas corpus. Ένας λόγος για την επιδίωξη της απόφασης από ένα άτομο εκτός από τον κρατούμενο είναι ότι ο κρατούμενος μπορεί να κρατηθεί χωρίς επικοινωνία. Οι περισσότερες δικαιοδοσίες αστικού δικαίου παρέχουν παρόμοια θεραπεία για όσους κρατούνται παράνομα, αλλά αυτό δεν ονομάζεται πάντα habeas corpus. Για παράδειγμα, σε ορισμένα ισπανόφωνα έθνη, η ισοδύναμη θεραπεία για παράνομη φυλάκιση είναι το amparo de libertad («προστασία της ελευθερίας»).

Το Habeas corpus έχει ορισμένους περιορισμούς. Αν και είναι ένα δικαίωμα, δεν είναι βέβαια.Είναι τεχνικά μόνο μια διαδικαστική λύση. αποτελεί εγγύηση ενάντια σε οποιαδήποτε κράτηση απαγορεύεται από το νόμο, αλλά δεν προστατεύει απαραίτητα άλλα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Επομένως, εάν επιβάλλεται από τον νόμο μια επιβολή, όπως η κράτηση χωρίς δίκη, τότε το habeas corpus μπορεί να μην είναι χρήσιμο φάρμακο. Σε ορισμένες χώρες, το νομοσχέδιο έχει ανασταλεί προσωρινά ή μόνιμα με το πρόσχημα ενός πολέμου ή μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης, για παράδειγμα από τον Αβραάμ Λίνκολν κατά τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο. [ απαιτείται περαιτέρω εξήγηση ]

Παρόλα αυτά, το δικαίωμα υποβολής αναφοράς για ένα έγγραφο της habeas corpus εορτάζεται εδώ και πολύ καιρό ως η πιο αποτελεσματική προστασία της ελευθερίας του υποκειμένου. Ο δικαστής Albert Venn Dicey έγραψε ότι οι Βρετανοί Habeas Corpus Acts "δεν δηλώνουν καμία αρχή και δεν ορίζουν κανένα δικαίωμα, αλλά για πρακτικούς σκοπούς αξίζουν εκατό συνταγματικά άρθρα που εγγυώνται την ατομική ελευθερία".

Το κείμενο του habeas corpus είναι ένα από τα λεγόμενα «έκτακτα», «κοινά δίκαια» ή «προνόμια», τα οποία εκδόθηκαν ιστορικά από τα αγγλικά δικαστήρια στο όνομα του μονάρχη για τον έλεγχο κατώτερων δικαστηρίων και δημοσίων αρχών εντός του Βασίλειο. Τα πιο συνηθισμένα από τα άλλα τέτοια προνόμια είναι τα quo warranto, απαγορευτικά, mandamus, διαδικτυακά και certiorari. Η απαιτούμενη διαδικασία για τέτοιες αναφορές δεν είναι απλώς αστική ή ποινική, επειδή ενσωματώνουν το τεκμήριο της μη εξουσίας. Ο υπάλληλος που είναι ο εναγόμενος πρέπει να αποδείξει την εξουσία του να κάνει ή να μην κάνει κάτι. Σε αντίθετη περίπτωση, το δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει για τον αναφέροντα, ο οποίος μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο και όχι μόνο ενδιαφερόμενος. Αυτό διαφέρει από μια κίνηση σε μια αστική διαδικασία στην οποία ο μετακινούμενος πρέπει να έχει όρθια στάση και φέρει το βάρος της απόδειξης.