Γειά σας ! ο τίτλος κατ ευφημισμόν ... παντού τα πάντα ... αλλά προσπαθούμε για το καλλίτερο ... ελπίζω να βρείτε ενδιαφέρον εδώ ... Σας ευχαριστώ!
Σελίδες
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 06, 2021
Φρεντερίκ Μπαζίλ Γάλλος ζωγράφος
6 Δεκεμβρίου 1841 (180 χρόνια πριν) γεννήθηκε:
Φρεντερίκ Μπαζίλ Γάλλος ζωγράφος
Ο Φρεντερίκ Μπαζίλ (Frédéric Bazille, 6 Δεκεμβρίου 1841 – 28 Νοεμβρίου 1870) ήταν Γάλλος ιμπρεσιονιστής ζωγράφος. Γεννήθηκε στο Μονπελιέ από πλούσια μεσοαστική προτεσταντική οικογένεια. Στα 18 του ξεκινά ιατρικές σπουδές και τρία χρόνια μετά πηγαίνει να τις συνεχίσει στο Παρίσι. Ταυτόχρονα όμως αρχίζει να παρακολουθεί μαθήματα στο ατελιέ του Σαρλ Γκλαιρ, όπου συναντά τους ήδη παρακολουθούντες Μονέ, Ρενουάρ και Σισλέ. Γίνονται γρήγορα φίλοι, μάλιστα ενισχύεται οικονομικά από τον Μονέ. Περνούν πολύ χρόνο ζωγραφίζοντας μαζί, στα δάση Φονταινεμπλώ, στην Ονφλέρ και μοιράζονται το ίδιο εργασρήριο, με τον Μονέ στα 1865 και με τον Ρενουάρ, την επόμενη χρονιά. Προηγουμένως είχε παραιτηθεί των ιατρικών του σπουδών (1864), χάριν της ζωγραφικής.
Από το 1866 κι έπειτα, εκθέτει στο Σαλόν, αλλά και σε άλλες διάσημες εκθέσεις, πίνακες με τοπία και πορτραίτα φίλων, μελών της οικογένειάς του. Ζωγραφίζει με στυλ που επηρεάστηκε πολύ από τον Μανέ και τον Γκυστάβ Κουρμπέ. To 1869 ο πίνακάς του, Ψαράς Με Δίχτυ δέχτηκε σκληρή επίθεση. Φιλοτέχνησε ήρεμα τοπία κι οικογενειακές σκηνές, με απαλά, μουντά χρώματα, πράγμα που τον κατέστησε από τους πιο διάσημους αντιπροσώπους του Πρώιμου Ιμπρεσιονισμού.
Το 1870, με το ξέσπασμα του Γαλλοπρωσσικού Πολέμου, κατατάσσεται εθελοντικά ως απλός στρατιώτης και σκοτώνεται στο Μπον-Λα-Ρολάντ, πριν ακόμα ο Ιμπρεσιονισμός επικρατήσει ευρύτερα. Ήταν μόλις 29 ετών.
Πωλ Αντάμ Γάλλος συγγραφέας
6 Δεκεμβρίου 1862 (159 χρόνια πριν) γεννήθηκε:
Πωλ Αντάμ Γάλλος συγγραφέας
Ο Πωλ Αντάμ[α] (Paul Auguste Marie Adam, 7 Δεκεμβρίου 1862 - 2 Ιανουαρίου 1920) ήταν Γάλλος μυθιστοριογράφος. Γεννήθηκε και πέθανε στο Παρίσι.
Συνεργάσθηκε με το περιοδικό La Revue indépendante προτού εκδώσει στο Βέλγιο το πρώτο του μυθιστόρημα, το Chair molle (1885), που κατηγορήθηκε για ανηθικότητα, προκάλεσε σκάνδαλο και οδήγησε τον νεαρό συγγραφέα σε μία καταδίκη σε φυλάκιση 15 ημερών και βαρύ πρόστιμο.
Ο Πωλ Αντάμ καθιερώθηκε με το μυθιστόρημα Être (1888). Στη συνέχεια έγραψε μία σειρά ιστορικών μυθιστορημάτων για την περίοδο των Ναπολεόντειων Πολέμων και των επακολούθων τους. Το πρώτο έργο της σειράς αυτής, το La Force, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1899. Ακολούθησαν τα L'Enfant d'Austerlitz (1901) και Au soleil de juillet (1903). Μαζί με τον Έλληνα λογοτέχνη Ζαν Μορεάς ο Αντάμ συνέγραψε το 1886 το μυθιστόρημα Le Thé chez Miranda και το Les Demoiselles Goubert, που σημάδευσε τη μετάβαση από τον νατουραλισμό στον συμβολισμό στη Γαλλική λογοτεχνία.
Το 1906 ο Αντάμ συνόψισε στο έργο του Vues d'Amérique την προσέγγισή του στην τέχνη ως εξής: «Τέχνη είναι η πράξη τού να εγγράφεις ένα δόγμα μέσα σε ένα σύμβολο» («L'art est l'œuvre d'inscrire un dogme dans un symbole.»). Στο μυθιστόρημά του Stephanie (1913) ο Αντάμ επιχειρηματολογεί υπέρ των γάμων με συνοικέσια έναντι των γάμων από έρωτα. Αλλά και από πολιτικής απόψεως ήταν συντηρητικός: Οπαδός του στρατηγού Ζωρζ Ερνέστ Μπουλανζέ, αγωνίσθηκε μέσα στις εθνικιστικές κινήσεις υπέρ των παραδόσεων και κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ίδρυσε τη Ligue intellectuelle de fraternité latine.
Η Φινλανδία κηρύσσει την ανεξαρτησία της από τη Ρωσία.
6 Δεκεμβρίου 1917 (104 χρόνια πριν):
Η Φινλανδία κηρύσσει την ανεξαρτησία της από τη Ρωσία.
Η Φινλανδία (φινλανδικά: Suomi) είναι χώρα της βόρειας Ευρώπης. Βρίσκεται ανάμεσα στη Σουηδία, τη Νορβηγία, τη Ρωσία και τη Βαλτική θάλασσα. Έχει έκταση 338.145 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό 5.543.659 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2021.[1] Πρωτεύουσα του κράτους είναι το Ελσίνκι και η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη και αστική περιοχή είναι το Τάμπερε, το οποίο βρίσκεται περίπου 180 χιλιόμετρα βόρεια του Ελσίνκι.
Η Φινλανδία έγινε ανεξάρτητη το 1917 μετά τις επαναστάσεις στη Ρωσία. Στη Φινλανδία διεξήχθησαν τέσσερις πόλεμοι μετά την ανεξαρτησία: ο Φινλανδικός Εμφύλιος Πόλεμος (1918), ο Σοβιετοφινλανδικός πόλεμος (1939-1940), ο Πόλεμος Συνέχειας (1941-1944) και ο πόλεμος της Λαπωνίας (1944-1945). Σε κάθε πόλεμο, ο στρατός της Δημοκρατίας της Φινλανδίας καθοδηγούταν από τον στρατηγό Μάνερχαϊμ. Η χώρα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 1995. Στα φινλανδικά η χώρα ονομάζεται Suomi. Στη Φινλανδία ανήκουν και τα νησιά Ώλαντ (Åland), στη νοτιοδυτική ακτή, τα οποία βρίσκονται υπό καθεστώς διευρυμένης αυτονομίας, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων είναι Σουηδοί.
Γεωγραφία
Η ακτογραμμή της Φινλανδίας 11.000 χρόνια πριν, μετά το τέλος της τελευταίας εποχής των παγετώνων.
Θέση - Σύνορα
Η Φινλανδία εκτείνεται σε βόρειο γεωγραφικό πλάτος 60°-70° και σχεδόν το 30% του εδάφους της χώρας βρίσκεται στην αρκτική ζώνη. Συνορεύει βόρεια με τη Νορβηγία, ανατολικά με τη Ρωσία και δυτικά με τη Σουηδία. Επίσης βρέχεται δυτικά από το Βοθνιακό κόλπο και νότια από τον Κόλπο της Φινλανδίας (Βαλτική Θάλασσα).
Μορφολογία
Το πιο χαρακτηριστικό μορφολογικό στοιχείο της χώρας είναι οι πολυάριθμες λίμνες, που καταμετρώνται σε δεκάδες χιλιάδες και καλύπτουν το 10% του εδάφους, στο νότιο κυρίως τμήμα της Φινλανδίας. Οι περισσότερες συνδέονται μεταξύ τους και δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας εποχής παγετώνων. Οι ακτές της Φινλανδίας παρουσιάζουν βαθιά κόλπωση και στολίζονται από ένα πλήθος μικρών και μεγάλων νησιών, μεγαλύτερα από τα οποία είναι τα νησιά Ώλαντ, πολυάριθμη ομάδα νησιών και νησίδων του αρχιπελάγους Αχβενανμάα στα ανοιχτά της πόλης Τούρκου. Ορεινή περιοχή της Φινλανδίας είναι το βορειοδυτικό τμήμα της, το οποίο βρίσκεται στα σύνορα με τη Νορβηγία. Στον ορεινό αυτόν όγκο ανήκει και το ψηλότερο βουνό της χώρας, το όρος Χαλτιατουντούρι (1.324 μ.), το οποίο αποτελεί τμήμα των Σκανδιναβικών Άλπεων. Το βόρειο και ανατολικό τμήμα καλύπτεται από χαμηλά οροπέδια και λοφώδεις εκτάσεις. Λόγω της μεταπαγετώδους ανόδου, τα εδάφη της Φινλανδίας επεκτείνονται σταθερά.
Ποτάμια - Λίμνες
Η βόρεια Φινλανδία διασχίζεται από πολλούς, αλλά μικρού μήκους και ορμητικούς ποταμούς, που συχνά σχηματίζουν καταρράκτες. Πολλοί από τους ποταμούς της χώρας ενώνουν μεταξύ τους λίμνες ή εκβάλουν σε αυτές. Σημαντικοί ποταμοί της Φινλανδίας είναι ο Κέμι που χύνεται στη Βαλτική θάλασσα κοντά στα σύνορα με τη Σουηδία, ο Τένο που χύνεται στη Θάλασσα του Μπάρεντς, ο Όουλου, πλωτός ποταμός που ξεκινά από την ομώνυμη λίμνη και εκβάλλει στη Βαλτική, ο Κόκεμακι στη νοτιοδυτική χώρα, ο Τόρνιο με ρου κοντά στα σύνορα με τη Σουηδία που καταλήγει στη Βαλτική, κ.ά.
Η Λίμνη Ίναρι
Το εθνικό πάρκο Κόλι στην βόρεια Καρελία
Από τις λίμνες της Φινλανδίας μπορούν να αναφερθούν η Ίναρι, μεγάλη λίμνη στο Βορρά, η Όουλουγιαρβι στο κεντρικό τμήμα της χώρας, η Κάλαβεσι, νοτιότερα η Πάιγιανε και η Κέιτελε στην κεντρική νότια Φινλανδία, η μεγάλη λίμνη Σάιμαα στα νοτιοανατολικά, κοντά στα σύνορα με τη Ρωσία, καθώς επίσης οι λίμνες Πιέλινεν και Χάουκαβεσα, που βρίσκονται και αυτές στην ανατολική Φινλανδία.
Κλίμα
Το κλίμα της Φινλανδίας είναι ψυχρό. Οι χειμώνες διαρκούν πολύ και είναι ψυχροί, περισσότερο στο βόρειο τμήμα, στη Λαπωνία, όπου το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου σημειώνονται χιονοπτώσεις. Στο νότιο τμήμα η επίδραση της θάλασσας κάνει το κλίμα πιο ήπιο. Οι μέσες θερμοκρασίες του χειμώνα είναι -15° έως -4 °C στη Λαπωνία και -7° έως -4 °C στα νότια. Τα καλοκαίρια είναι δροσερά με θερμοκρασίες που κυμαίνονται μεταξύ 15° και 17 °C.
Χλωρίδα και πανίδα
Η βλάστηση της Φινλανδίας είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος της δασική, κάτι που αποτελεί και σημαντικό οικονομικό κεφάλαιο για τη χώρα, με την παραγωγή χαρτιού και προϊόντων ξυλείας. Εκτός από το βορειότερο τμήμα, που καλύπτεται από τούνδρα, το μεγαλύτερο μέρος της χώρας σκεπάζεται κυρίως από ερυθρελάτη (spruce) και πεύκα, όπως και σημύδες.[4] Δάση από σημύδες εκτείνονται επίσης μέχρι το Νότο. Στη Φινλανδία ενδημούν πολυάριθμα είδη δέντρων και φυτών, αλλά και λειχήνων. Ο δασικός πλούτος της χώρας αποτελεί αντικείμενο προστασίας στη φινλανδική νομοθεσία, ωστόσο το γεγονός ότι απουσιάζουν μεγάλα φυσικά πάρκα, αλλά και η παλαιότερη υποβάθμιση που υπέστησαν τα δάση του Βορρά από τη συστηματική εξόρυξη τύρφης συνιστούν αρνητικούς παράγοντες. Θετικό είναι το γεγονός του εξαιρετικά χαμηλού ρυθμού μείωσης του ποσοστού δασικής κάλυψης του εδάφους της Φινλανδίας.
Στην πανίδα της Φινλανδίας κυριαρχούν θηλαστικά όπως λαγοί, ελάφια, τάρανδοι, λύκοι, αλλά και η αρκτική αλεπού, ο λύγκας και άγριοι πληθυσμοί ταράνδων, με τους τελευταίους να υφίστανται ολοένα και μεγαλύτερη μείωση σε αντίθεση με τους εκτρεφόμενους ταράνδους. Φώκιες απαντούν στα παράλια. Αγριόχηνες, κύκνοι και περδικοειδή επίσης συναντούνται στην ηπειρωτική χώρα, όπου η κυριαρχία του υγρού στοιχείου συνεπάγεται την ύπαρξη σημαντικών και εκτεταμένων υδροβιότοπων. Τα ποτάμια και οι λίμνες της Φινλανδίας περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό ειδών ψαριών. Η υποβάθμιση της θαλάσσιας ζωής είναι αρκετά εμφανής, ωστόσο στη Βαλτική θάλασσα και σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε μόλυνση που έχει προέλευση τις χώρες της Βαλτικής και τη Ρωσία.
Ιστορία
Προϊστορία - Αρχαιότητα - Μεσαίωνας
Ήδη κατά την όγδοη χιλιετία π.Χ. η χώρα κατοικούνταν, σύμφωνα με τις σχετικές αρχαιολογικές ενδείξεις. Από τους πρώτους κατοίκους της Φινλανδίας ήταν οι Λάπωνες ή κάποιος συγγενής τους φιννοουγγρικής προέλευσης λαός που ήταν εγκαταστημένος στην περιοχή κατά την τρίτη χιλιετία π.Χ. Από τα μέσα της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. αναπτύχθηκε ο λεγόμενος «πολιτισμός Κιουκάινεν», του οποίου η ακμή φτάνει έως το 13ο αι. π.Χ. Στο τέλος του 1ου αι. μ.Χ. τη χώρα κατέλαβαν οι Φίννοι, οι οποίοι προέρχονταν από την Εσθονία, και δημιούργησαν μία πρωτόγονη οικονομία βασισμένη στο κυνήγι των γουνοφόρων ζώων. Από τα τέλη του 8ου αιώνα και έως το 1100 η σημερινή Φινλανδία χρησιμοποιείται από τους Βίκινγκς, οι οποίοι αποικίζουν σποραδικά τμήματά της.
12ος-18ος αιώνας - Σουηδική κατάκτηση
Στα μέσα του 12ου αι. η χώρα καταλήφθηκε από το βασιλιά της Σουηδίας Έρικ Θ’ τον Άγιο, ο οποίος εγκατέστησε Σουηδούς αποίκους στα παράλια του Βοθνιακού κόλπου και εισήγαγε τον χριστιανισμό στην Φινλανδία. Την σουηδική κυριαρχία στη χώρα επιβεβαίωσε το 1323 η συνθήκη του Πάχκινασααρι (σημερινό Σλισελμπούργκ στην Περιφέρεια Λένινγκραντ), με την οποία η σημερινή Φινλανδία εντάχθηκε στο σουηδικό βασίλειο, ενώ και η περιοχή της Καρελίας διαιρέθηκε μεταξύ της Σουηδίας και του Νόβγκοροντ. Το 1362 οι Φινλανδοί απέκτησαν ίσα δικαιώματα ως υπήκοοι του σουηδικού βασιλείου. Η φινλανδική γραμματεία εγκαινιάστηκε το 1542 με το συγγραφικό έργο του επισκόπου του Ώμπο. Το 1550 ιδρύθηκε η πόλη του Ελσίνκι από το Σουηδό βασιλιά Γουσταύο Α΄ με την ονομασία Χέλσιγκσφορς. Οικίστηκε από εμπόρους ως ανταγωνιστική πόλη του Τάλιν, το οποίο άκμαζε εμπορικά στη βόρεια Βαλτική και τελούσε υπό την προστασία της Χανσεατικής Ένωσης. Το 1556 η Φινλανδία απέκτησε το καθεστώς του δουκάτου παραμένοντας στη σουηδική επικράτεια. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Γουσταύου Α΄ ολοκληρώθηκε η προσχώρηση των κατοίκων της χώρας στο λουθηρανισμό. Την ίδια περίοδο ο δούκας Ιωάννης Γ΄ διεκδίκησε αποτυχημένα την αναίμακτη ανεξαρτησία της χώρας. Για δύο δεκαετίες, 1570-1595, η φινλανδική επικράτεια γίνεται σκηνικό της πολεμικής αντιπαράθεσης Ρωσίας και Σουηδίας. Η αυτονομία της Φινλανδίας καταργήθηκε από τον Κάρολο Θ΄. Στις αρχές του 17ου αι. η χώρα επανακτά τη θέση της ως ξεχωριστού δουκάτου στο πλαίσιο του σουηδικού βασιλείου, στα χρόνια του Γουσταύου Β΄ (βασ. 1611-1632). Στα μέσα του ίδιου αιώνα σημειώθηκε νέος ρωσοσουηδικός πόλεμος με εχθροπραξίες στο φινλανδικό έδαφος, ενώ ο μεγάλος λιμός των ετών 1695-1697 οδήγησε στην απώλεια του ενός τετάρτου του πληθυσμού της χώρας. Σχεδόν για μία δεκαετία, μεταξύ 1713-1721, η Φινλανδία γνώρισε τη ρωσική κατοχή. Το 1743 τμήμα της Φινλανδίας παραχωρήθηκε στη Ρωσική αυτοκρατορία.
19ος αιώνας - Ρωσική κατάκτηση
Το 1808 οι Ρώσοι εισέβαλαν και κατέλαβαν το φρούριο του Σβέαμποργκ (Σουόμενλινα) αποκτώντας βάση στην περιοχή του Ελσίνκι. Η σουηδική κυριαρχία έπαψε το 1809, καθώς οι Φινλανδοί αναγκάστηκαν, μετά την πολεμική αποτυχία, να αναγνωρίσουν ως μεγάλο δούκα της χώρας τους τον τσάρο της Ρωσίας. Η Σουηδία υποχρεώθηκε να αποδεχθεί τα τετελεσμένα με τη συνθήκη του Φρεντριχάμν. Οι Ρώσοι επανέφεραν την Καρελία στην επικράτεια του δουκάτου και το 1812 επέλεξαν για διοικητικό κέντρο της χώρας το Ελσίνκι αντί της πόλης Τούρκου, την έως τότε πρωτεύουσα, ενώ ένα χρόνο πριν ιδρύθηκε η κεντρική τράπεζα του δουκάτου. Τα χρόνια της ρωσικής κυριαρχίας στη Φινλανδία συνδέθηκαν ποικιλοτρόπως με την αφύπνιση του εθνικού συναισθήματος των Φινλανδών. Το 1863 η φινλανδική απέκτησε επίσημη ισοτιμία με τη σουηδική ως γλώσσα του δουκάτου. Δίπλα στη γερουσία, που λειτουργούσε από την έναρξη της ρωσικής κυριαρχίας, δημιουργήθηκε το Λάνταγκ, ένα δεύτερο κοινοβουλευτικό σώμα. Το 1865 εισήχθη η κυκλοφορία φινλανδικού νομίσματος, ενώ το 1879 οι Φινλανδοί απέκτησαν το προνόμιο να επανδρώνουν δικά τους στρατιωτικά σώματα και να διατηρούν ανεξάρτητο σύστημα στρατολογίας. Στα τέλη του 19ου αι. η στάση της Ρωσίας άλλαξε και άρχισε να επιβάλλεται εκρωσισμός της χώρας και να εφαρμόζεται καταπίεση στη χρήση της φινλανδικής γλώσσας. Το 1899 το κοινοβούλιο της Φινλανδίας υποβιβάστηκε σε ανεξούσιο συμβούλιο από τον τσάρο Νικόλαο Β΄. Με την αυγή του 20ού αι. οι Φινλανδοί απομακρύνθηκαν από τη στελέχωση των διοικητικών υπηρεσιών και αντικαταστάθηκαν από Ρώσους, ενώ ήδη από το 1903 ο Ρώσος γενικός διοικητής Βόβρικοφ επέκτεινε μονομερώς τις εξουσίες του. Το 1904 δολοφονήθηκε και ανέλαβε ο μετριοπαθέστερος Σάουμαν.
20ος αιώνας - Ανεξαρτησία
Το 1905 η επανάσταση στην Ρωσία προσέφερε την ευκαιρία στους Φινλανδούς να κηρύξουν γενική απεργία, με την οποία κερδήθηκε η αποκατάσταση των παλαιότερων αυτοδιοικητικών δικαιωμάτων. Το 1906 στις εκλογές του κοινοβουλίου εγκαινιάστηκε το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας των Φινλανδών που περιλάμβανε και τις γυναίκες. Οι Φινλανδές υπήρξαν οι πρώτες Ευρωπαίες που απέκτησαν πλήρη πολιτική ισοτιμία προς τους άνδρες. Στα τέλη της δεκαετίας η καταπίεση επανήλθε και η γερουσία της χώρας στελεχώθηκε από Ρώσους. Καταργήθηκαν επίσης τα φινλανδικά στρατιωτικά σώματα και απαγορεύτηκε η στρατιωτική υπηρεσία στους Φινλανδούς. Επιπλέον, ο τσαρικός στρατός εγκαταστάθηκε μόνιμα στο φινλανδικό έδαφος και το κοινοβούλιο διαλύθηκε. Αρκετοί Φινλανδοί γνώρισαν την εξορία ή τη φυλάκιση. Κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο αρκετοί είναι οι Φινλανδοί που κατέφυγαν στην Γερμανία. Η ρωσική κυβέρνηση του Κερένσκι, μετά την πτώση του τσάρου επέτρεψε τη σύγκληση του φινλανδικού κοινοβουλίου, το οποίο προχώρησε στην ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Φινλανδίας. Οι Ρώσοι αντέδρασαν στη διάλυση του κοινοβουλίου. Με το ξέσπασμα της επανάστασης των μπολσεβίκων η Φινλανδία ανεξαρτητοποιήθηκε, ενώ το 1918 ξέσπασε εμφύλιος μεταξύ κομμουνιστών (κόκκινων) και συντηρητικών (λευκών). Οι λευκοί, με την καθοδήγηση του παλιού αξιωματικού του τσαρικού στρατού Καρλ Γκούσταφ Έμιλ Μάνερχαϊμ, επικράτησαν και δολοφόνησαν αρκετούς από τους αντιπάλους τους. Το 1919 ψηφίστηκε το σύνταγμα της χώρας, ενώ πρώτος πρόεδρος της Φινλανδίας εκλέχτηκε ο Κάαρλο Στώλμπερυ. Το 1920 η επαναστατική κυβέρνηση της Ρωσίας και η Φινλανδία υπέγραψαν τη συνθήκη του Τάρτου, με την οποία οι Σοβιετικοί αναγνώρισαν τη φινλανδική ανεξαρτησία και τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών. Το ζήτημα των νησιών Ώλαντ επιλύθηκε το 1921 στο πλαίσιο της Κοινωνίας των Εθνών, έπειτα από τη διάσκεψη του Λονδίνου, στην οποία αποφασίστηκε η παραμονή τους στην επικράτεια του νέου κράτους με την αναγνώριση αυτονομίας. Το 1922 πραγματοποιήθηκε αναδασμός υπέρ των ακτημόνων και των μικροκαλλιεργητών, στους οποίους στήριξε τη δύναμή του το «Αγροτικό Κόμμα». Το 1925 πρόεδρος εκλέχτηκε ο Λ. Κ. Ρελάντερ.
Γεωλογικός χάρτης της μεσοπολεμικής Φινλανδίας, 1920-1940
Στις 30 Νοεμβρίου του 1939 οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στη Φινλανδία, δίχως να της κηρύξουν επίσημα τον πόλεμο. Αιτία ήταν η άρνηση των Φινλανδών, υπό τον εθνικιστή στρατηγό Μάνερχαϊμ, να δεχτούν την απόδοση φινλανδικών εδαφών στην ΕΣΣΔ, ώστε να δημιουργηθεί προστατευτική ζώνη γύρω από το τότε Λένινγκραντ. Η ανακωχή του Μαρτίου του 1940 βρήκε τα σοβιετικά στρατεύματα προωθημένα στο φινλανδικό έδαφος και κατέχοντας περίπου το ένα δέκατο της φινλανδικής επικράτειας. Η προώθηση των Σοβιετικών επιτεύχθηκε όμως έπειτα από βαριές και ταπεινωτικές απώλειες, ειδικά κατά τη διάρκεια του χειμώνα 1939-1940 (σχεδόν ολοσχερής απώλεια της 8ης στρατιάς του Κόκκινου Στρατού στη λίμνη Λάντογκα). Την συνοριογραμμή του 1940 αναγκάστηκε να αναγνωρίσει η ηττημένη φινλανδική κυβέρνηση με τη συνθήκη της Μόσχας στα τέλη του ίδιου χρόνου. Ακολούθησαν δύο ακόμη πόλεμοι μεταξύ Φινλανδίας και ΕΣΣΔ. Στον πρώτο από αυτούς οι Φινλανδοί συμμαχώντας με τους Ναζί αποκατέστησαν τα παλιά τους σύνορα και τα επέκτειναν σε βάρος της ΕΣΣΔ. Όμως στον δεύτερο (1944), που συνδυάστηκε με συνεχείς ήττες και την υποχώρηση των Ναζί, η ΕΣΣΔ επανέφερε τα σύνορα στην οριογραμμή του 1940, παρά την εκ νέου προβολή σθεναρής αντίστασης από τον μικρό φινλανδικό στρατό. Ο πρόεδρος Ρίτι παραιτήθηκε το 1944 και η ανακωχή υπογράφτηκε από τον Μάνερχαϊμ, ο οποίος εγκατέλειψε την εξουσία το 1946. Νέος πρόεδρος έγινε ο Γιούχο Παασικίβι. Στη συνθήκη ειρήνης του Παρισιού (1947) η Φινλανδία αποδέχτηκε τη σε βάρος της οριογραμμή, που αποτελεί και το σημερινό σύνορο της χώρας προς τη Ρωσία. Εκτός των πολεμικών αποζημιώσεων σε βιομηχανικό υλικό, η χώρα υποχρεώθηκε σε αυστηρή ουδετερότητα και διπλωματική δορυφοροποίηση υπό την πίεση της ισχυρότατης ΕΣΣΔ (εξ ου και ο όρος «φινλανδοποίηση»).
Το φινλανδικό κοινοβούλιο
Μετά τη συμφωνία ειρήνης το 1952, η ΕΣΣΔ συναίνεσε να επιστρέψει στη Φινλανδία τη στρατηγικής σημασίας χερσόνησο Πόρκαλα και το λιμάνι Χάνκο νοτιοδυτικά του Ελσίνκι, τα οποία κατείχε στρατιωτικά από το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Την ίδια χρονιά το Ελσίνκι φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Από τη δεκαετία του 1950 στην πολιτική ζωή της Φινλανδίας κυρίαρχη υπήρξε η φυσιογνωμία του Ούρχο Κέκονεν, αρχηγού του «Αγροτικού Κόμματος» (από το 1965 «Κόμμα του Κέντρου»), ο οποίος διατέλεσε πρωθυπουργός για έξι χρόνια (1950-53, 1954-56), πριν μεταπηδήσει στην προεδρία της χώρας, όπου παρέμεινε μέχρι το 1981. Την επόμενη χρονιά (1982) τον διαδέχτηκε ο Μ. Χ. Κόιβιστο. Τη δεκαετία του 1980 η χώρα γνώρισε παρατεταμένους μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης. Το 1987 ο Χάρι Χόλκερι έγινε ο πρώτος συντηρητικός πρωθυπουργός έπειτα από δεκαετίες, ενώ το 1991, για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1950, η κυβερνητική συμμαχία δεν περιέλαβε το «Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Φινλανδίας». Πρωθυπουργός επικεφαλής του κυβερνητικού συνασπισμού ανέλαβε ο Έσκο Άχο από το «Κεντρώο Κόμμα». Το επόμενο έτος υπογράφηκε συμφωνία με την Ρωσία, που σήμανε τη ριζική μεταβολή του επιπέδου των σχέσεων στις οποίες είχε υποχρεωθεί η Φινλανδία να διατηρεί με την ΕΣΣΔ κατά τον ψυχρό πόλεμο. Ο Μάρτι Άχτισααρι του «Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος» εκλέχτηκε στην προεδρία της χώρας το 1994, ενώ τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς διεξήχθη δημοψήφισμα, το οποίο ενέκρινε τη συμφωνία ένταξης στην ΕΕ. Το 1995 η Φινλανδία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το «Σοσιολδημοκρατικό Κόμμα» τέθηκε επικεφαλής του συνασπισμού κομμάτων που κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές. Με τις προεδρικές εκλογές του 2000 η χώρα απέκτησε για πρώτη φορά γυναίκα πρόεδρο, την Τ. Χάλονεν, πρώην υπουργό Εξωτερικών και υποψήφια του «Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος», ενώ το Ελσίνκι έγινε η πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης για την ίδια χρονιά. Το 2002 η χώρα υιοθέτησε το ευρώ, ενώ μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2003 ο κεντροδεξιός συνασπισμός κομμάτων ανέλαβε το σχηματισμό κυβέρνησης. Στις 22 Ιουνίου 2010, έπειτα από την παραίτηση του πρωθυπουργού Μάτι Βάνχανεν νέα πρωθυπουργός ανέλαβε η Μάρι Κιβίνιεμι.
Διοικητική δομή
Περιφέρειες της Φινλανδίας
Οι Περιφέρειες της Φινλανδίας (μαακούντα)
Η τοπική αυτοδιοίκηση στη Φινλανία ασκείται στους 311 δήμους ή κοινότητες (kunta). Ενώ οι δήμοι στις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Φινλανδίας είναι συγκρίσιμοι σε μέγεθος με κεντροευρωπαϊκούς δήμους, οι δήμοι στο βόρειο ήμισυ της χώρας έχουν αρκετά μεγαλύτερη γεωγραφική έκταση. Η μικρότερη κοινότητα, το Κάουνιαϊνεν, έχει έκταση 6 τ.χλμ. ενώ η μεγαλύτερη, το Ίναρι, που έχει έκταση 17.000 τ.χλμ. είναι μεγαλύτερη από το γερμανικό κρατίδιο της Θουριγγίας.
Οικονομία
Πρωτογενής παραγωγή
Η οικονομία της Φινλανδίας στηρίζεται στην εκμετάλλευση του δασικού πλούτου. Η γεωργία είναι περιορισμένη· η καλλιεργούμενη έκταση καλύπτει μικρό μονάχα τμήμα της συνολικής επιφάνειας της χώρας και βρίσκεται κυρίως στις νότιες περιοχές. Τα σημαντικότερα γεωργικά προϊόντα είναι τα δημητριακά, οι πατάτες, τα ζαχαρότευτλα και τα λαχανικά. Η κτηνοτροφία είναι αρκετά αναπτυγμένη και βρίσκεται σε διαρκή ανοδική πορεία. Περιλαμβάνει βοοειδή, πρόβατα, χοίρους και στις βορειότερες περιοχές ταράνδους και γουνοφόρα ζώα. Η παραγωγή των κτηνοτροφικών προϊόντων (τυριού, βουτύρου) είναι μεγάλη. Η αλιεία είναι αναπτυγμένη στα θαλασσινά παράλια (ρέγκες, σολομοί, πέρκες, μουρούνες, μπακαλιάροι), ενώ η αλίευση (κυρίως πέστροφας και σολομού) στα ποτάμια είναι σχετικά περιορισμένη λόγω της μεταφοράς με αυτά ξυλείας.
Από το υπέδαφος της Φινλανδίας εξάγονται χαλκός, σίδηρος, ψευδάργυρος, νικέλιο, χρυσός, άργυρος, ψευδάργυρος, κοβάλτιο, μόλυβδος, ενώ στο Βορρά υπάρχουν σημαντικά αποθέματα τύρφης. Γρανίτης, βανάδιο και ασβεστολιθικά πετρώματα αποτελούν επίσης αντικείμενο εξόρυξης.
Βιομηχανία-Εμπόριο
Η σπουδαιότερη βιομηχανική δραστηριότητα της χώρας σχετίζεται με την εκμετάλλευση των δασών. Παράγονται τεράστιες ποσότητες κόντρα πλακέ (πρώτη παραγωγός στον κόσμο), χαρτομάζας, ξυλοπολτού και κυτταρίνης. Η δασική βιομηχανία ευνοείται, επίσης, από τη μεταφορά της ξυλείας μέσω των λιμνών και των ποταμών. Η εκβιομηχάνιση της Φινλανδίας στους άλλους τομείς άρχισε μετά το τέλος του Β΄ παγκόσμιου πολέμου. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η βιομηχανία μηχανοκατασκευών, που δημιουργήθηκε από την υποχρέωση της Φινλανδίας να αποζημιώσει –μετά την ήττα της στον πόλεμο– την ΕΣΣΔ με πλοία και άλλο βιομηχανικό εξοπλισμό. Εκτός, όμως, από τη μεταλλουργία, τη μηχανουργία και τη σιδηρουργία, σημαντικές είναι και οι βιομηχανίες ειδών διατροφής, χημικών προϊόντων, υφαντουργίας, ελαστικού, κεραμικής κτλ. Ως συνέπεια των σχετικών επενδύσεων, η Φινλανδία ανέπτυξε ιδιαίτερα τον τομέα που αφορά την παραγωγή προϊόντων νέας τεχνολογίας και ειδικά ηλεκτρονικών, ενώ είναι, επίσης, πρωτοπόρος στην ναυπηγική βιομηχανία.
Το αεροδρόμιο του Ελσίνκι.
Η βιομηχανική ανάπτυξη βασίζεται και στις αξιόλογες ποσότητες τύρφης του υπεδάφους της βόρειας Φινλανδίας που συνιστούν την κυριότερη από τις ενεργειακές πηγές της χώρας. Η Φινλανδία στηρίζεται ακόμη στα υδροηλεκτρικά αλλά και στα πυρηνικά εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Το εμπόριο της Φινλανδίας διεξάγεται πρωτίστως με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σταδιακά αναπτυσσόμενος τομέας της οικονομίας της χώρας είναι και ο τουρισμός. Η Φινλανδία αποτελεί ελκυστικό τουριστικό προορισμό λόγω του πανέμορφου φυσικού της τοπίου, των μεγάλων δασωδών εκτάσεων και των περιοχών των λιμνών και των νησιών. Η ιδιόμορφη φινλανδική ουδετερότητα κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου συνδυάστηκε με τη φιλοξενία στο Ελσίνκι σημαντικών πολιτικών διασκέψεων και συναντήσεων, με αποτέλεσμα η χώρα να αποκτήσει το αναγκαίο κύρος και τις υποδομές, ώστε ο τουρισμός συνεδρίων να συμβάλλει από την πλευρά του στην αύξηση των ξένων επισκεπτών.
Δημογραφία
Οι Φινλανδοί, που συνιστούν πάνω από το 90% του πληθυσμού, έχουν τόσο φιννοουγγρική όσο επίσης σκανδιναβική και βαλτική προέλευση. Τα μέλη της σουηδικής μειονότητας εκτός από τα νησιά Ώλαντ κατοικούν στις δυτικές και τις νοτιοδυτικές περιοχές της χώρας. Οι Λάπωνες (Σάμι), φιννοουγγρικής καταγωγής πληθυσμός, είναι παραδοσιακά εγκαταστημένοι στον Αρκτικό κύκλο. Στη χώρα ζει επίσης μειονότητα ρωσικής καταγωγής πολιτών και ρωσόφωνοι Φινλανδοί της Ινγκρίας από την Ρωσία.
Η φινλανδική, που είναι η κυρίως ομιλούμενη γλώσσα της χώρας, ανήκει στο φιννοουγγρικό κλάδο της Ουραλοαλταϊκής οικογένειας. Έχει δύο διαλέκτους, τη δυτική και την ανατολική ή καρελική, εκ των οποίων η πρώτη χρησιμοποιείται στη Φινλανδία περισσότερο. Η λαπωνική ανήκει και αυτή στις φιννοουγγρικές γλώσσες και μιλιέται από τους Σάμι. Η Σουηδική εκτός από γλώσσα της εθνικής σουηδικής μειονότητας είναι μαζί με τη Φινλανδική και επίσημη γλώσσα της χώρας.
Οι Φινλανδοί στη μεγάλη τους πλειονότητα είναι Προτεστάντες και υπάγονται στην Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία της Φινλανδίας. Επίσης, η Φινλανδική Ορθόδοξη Εκκλησία που μαζί με την Ευαγγελική Λουθηρανική αναγνωρίζονται ως εθνικές εκκλησίες της Φινλανδίας, έχει 58.000 μέλη. Ακόμα, υπάρχουν 9.000 Ρωμαιοκαθολικοί (Ουνίτες σε κάποιο ποσοστό), 50.000 Πεντηκοστιανοί καθώς και Προτεστάντες άλλων ομολογιών, κυρίως Βαπτιστές και Μεθοδιστές, 18.754 Μάρτυρες του Ιεχωβά καθώς και 4.866 Μορμόνοι της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών. Ο Ανιμισμός μεταξύ των Σάμι είναι σε ένα βαθμό ασκούμενη λατρεία.
Οι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Φινλανδίας είναι οι νότιες, κυρίως κατά μήκος των ακτών. Αντίθετα, η περιοχή της Λαπωνίας είναι εξαιρετικά αραιοκατοικημένη (2 κατ. ανά τ. χλμ.). Η πρωτεύουσα Ελσίνκι αποτελεί πνευματικό και βιομηχανικό κέντρο και το σημαντικότερο λιμάνι στον Κόλπο της Φινλανδίας. Από τις άλλες φινλανδικές πόλεις οι μεγαλύτερες είναι η Έσποο (περ. 210.000 κατ.), δυτικά του Ελσίνκι, η Τάμπερε (193.174 κατ.), σημαντικό κέντρο της νοτιοδυτικής Φινλανδίας, η Τουρκού (172.107 κατ.), λιμάνι στη Βαλτική θάλασσα, η παλαιότερη πόλη της Φινλανδίας και πρωτεύουσά της έως τις αρχές του 19ου αι. Όουλου (117.670 κατ.), στο βάθος του Βοθνιακού κόλπου απέναντι από το νησί Χάιλουοτο, η Λάχτι (περ. 100.000 κατ.), παραλίμνια πόλη στο νότιο τμήμα της χώρας και η Κουόπιο (περ. 90.000 κατ.) στη λίμνη Κάλαβεσι.
Ελσίνκι, η πρωτεύουσα της Φινλανδίας
Τάμπερε
Ο συνολικός πληθυσμός, 5.543.659 κάτοικοι, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2021.[1] Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 81,6 χρόνια (79,2 χρόνια οι άνδρες και 84,0 οι γυναίκες).
Διακυβέρνηση
Ήδη από το σύνταγμα του 1919 το πολίτευμα της Φινλανδίας είναι η κοινοβουλευτική δημοκρατία, με αυξημένο θεσμικό ρόλο του προέδρου της δημοκρατίας. Ο αρχηγός του κράτους εκλέγεται κάθε εξαετία με καθολική ψηφοφορία. Στην περίπτωση που την απόλυτη πλειοψηφία δε συγκεντρώσει κανένας από τους υποψηφίους, ο ανώτατος άρχοντας αναδεικνύεται έμμεσα από σώμα εκλεκτόρων, οι οποίοι όμως ορίζονται ύστερα από καθολική ψηφοφορία. Την εκτελεστική εξουσία ασκεί η κυβέρνηση και τη νομοθετική το κοινοβούλιο (εντουσκούντα), του οποίου τα μέλη εκλέγονται για τετραετή θητεία.
Διοικητικά η Φινλανδία υποδιαιρείται σε 6 περιοχές και 9 επαρχίες, οι οποίες διοικούνται από αξιωματούχους που ορίζονται από την κεντρική εξουσία. Αντίθετα, αυτοδιοικητικοί θεσμοί ισχύουν για τις μικρότερες γεωγραφικές και διοικητικές υποδιαιρέσεις. Στα νησιά Ώλαντ υπάρχει τοπικό κοινοβούλιο στο πλαίσιο της αυτονομίας που τους έχει παραχωρηθεί.
Το βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο των Φινλανδών είναι ιδιαίτερα υψηλό. Εκτός από την Ευρωπαϊκή Ένωση η Φινλανδία συμμετέχει στον αμυντικό οργανισμό «Σύμπραξη για την Ειρήνη», που συντονίζει τη δράση τρίτων χωρών με το ΝΑΤΟ.
Δικαίωμα ψήφου έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω.
Μεταφορές Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.
Άρτεμις Κυπαρίσση Ελληνίδα υψίφωνος
6 Δεκεμβρίου 1968 (53 χρόνια πριν) πέθανε:
Άρτεμις Κυπαρίσση Ελληνίδα υψίφωνος
Η Άρτεμις Κυπαρίσση (1886 - 6 Δεκεμβρίου 1968) ήταν Ελληνίδα υψίφωνος, μία από τις διαπρεπέστερες καλλιτέχνιδες του λυρικού τραγουδιού στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1886 και ήταν θυγατέρα του ηθοποιού και θιασάρχη Ευάγγελου Παντόπουλου.Αρχικά ασχολήθηκε με το θέατρο πρόζας παρότι διέθετε «ασύγκριτη σε ομορφιά φωνή λυρικής σοπράνο» και «έξοχη μουσικότητα».[1] Στις αρχές του αιώνα φοίτησε στο Ωδείο Αθηνών (μαθήτρια του Barbe και τον Νάζου) απ΄όπου αποφοίτησε με διάκριση. Το 1904 παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο Κυπαρίσση, μαέστρο του ελληνικού μελοδράματος. Συνέχισε τις σπουδές της στο Παρίσι. Το 1909 έγινε δεκτή στον θίασο Ελληνικό Μελόδραμα από τον Διονύσιο Λαυράγκα. Τραγούδησε Ριγκολέττο (Τζίλντα) στο Θέατρο Διονύσια. Ακολούθησε επιτυχημένη περιοδεία στην Κέρκυρα, όπου τραγούδησε στην Μireill του Γκουνώ. Κατόπιν έδωσε παραστάσεις και στη Σύρο. Το 1910 τραγούδησε Φάουστ (Μαργαρίτα) στη Ζάκυνθο. Μετά το 1911 έλαβε μέρος στην μεγάλη περιοδεία του θιάσου Λαυράγκα σε Ρωσία, Ρουμανία, Κων/πολη, Αίγυπτο.[1] Το φθινόπωρο του 1913 τραγούδησε με το Ελληνικό Μελόδραμα στη Ρουμανία. Διακρίθηκε στον Ριγκολέττο]] (Τζίλντα). Επίσης εμφανίσθηκε στην Οδησσό το 1914. Τον Μάρτιο του 1916 πρωταγωνίστησε στην παράσταση της όπερας Πρωτομάστορας του Μανώλη Καλομοίρη. Ήταν μέλος του Ελληνικού Μουσικού Θιάσου του θεατρικού επιχειρηματία Αποστόλου Κονταράτου, ο οποίος απολάμβανε οικονομική ενίσχυση από τα ανάκτορα. Το 1916 έλαβε μέρος στην παράσταση της όπερας Μάρτυς του Σπυρίδωνος Σαμάρα στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών. Το 1919 τραγούδησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον ρόλο τίτλου της Μαντάμα Μπατερφλάι.[2] Τον Μάιο του 1920 τραγούδησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα Αλιείς μαργαριταριών (Λεϊλά) του Μπιζέ. Έπειτα έφυγε για ανώτερες σπουδές στην Ιταλία όπου και σταδιοδρόμησε κατά τα επόμενα χρόνια.
Το 1924 ακολούθησε τον θίασο του Απ. Κονταράτου στην περιοδεία του στις Η.Π.Α. Πιθανώς εκεί ηχογράφησε δίσκους με αποσπάσματα από γνωστές όπερες, δραστηριότητες για τις οποίες δεν είναι ακόμα πολλά γνωστά. Το 1925 έγινε συνθιασάρχης στην Θεσσαλονίκη. Μετά το 1935 δίδαξε μονωδία στο Εθνικό Ωδείο της Αθήνας.
Πέθανε στις 6 Δεκεμβρίου 1968 στην Αθήνα.
Θεόδωρος Βρυζάκης Έλληνας ζωγράφος
6 Δεκεμβρίου 1878 (143 χρόνια πριν) πέθανε:
Θεόδωρος Βρυζάκης Έλληνας ζωγράφος
Ο Θεόδωρος Π. Βρυζάκης (Θήβα, 19 Οκτωβρίου 1814 – Μόναχο, 6 Δεκεμβρίου 1878) ήταν ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα και ο θεμελιωτής της «Σχολής του Μονάχου».
Βιογραφία
Γεννημένος στη Θήβα το 1814, επτά χρόνια πριν από την κήρυξη της Επανάστασης του 1821, ο Θεόδωρος Βρυζάκης έζησε τα σκληρά χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα μέχρι την ίδρυση του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Μάλιστα ο πατέρας του, Πέτρος Βρυζάκης, απαγχονίστηκε από τους Τούρκους τον Μάιο του 1821, τον πρώτο καιρό του αγώνα. Σε ηλικία 18 ετών, το 1832, με την ενθάρρυνση ενός Γερμανού φιλόλογου, μετανάστευσε στο Μόναχο της Βαυαρίας, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του.
Στο Μόναχο άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική, απεικονίζοντας σχεδόν αποκλειστικά θέματα από την Επανάσταση του 1821. Το 1844 έγινε δεκτός στην Ακαδημία του Μονάχου, λαμβάνοντας για τα επόμενα έντεκα χρόνια, μέχρι το 1855, την υποτροφία της ελληνικής παροικίας της πόλης. Δάσκαλοι και φίλοι του υπήρξαν ορισμένοι εξαίρετοι καλλιτέχνες φιλελληνικών θεμάτων της εποχής του ρομαντισμού: ο Carl Wilhelm von Heideck, ο Πέτερ φον Ες, ο Heinrich von Mayer, και άλλοι. Κατά την δεκαετία 1845–1855, ταξίδεψε και έζησε σε διάφορες πόλεις της Δυτικής Ευρώπης για καλλιτεχνική ενημέρωση, με εξαίρεση τη διετία 1848–1850, όταν και επέστρεψε προσωρινά στην Ελλάδα.
Το 1855 συμμετείχε στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού με το έργο του «Η Έξοδος του Μεσολογγίου». Τον πίνακα αυτόν, ο ίδιος ο Βρυζάκης τον αντέγραψε τουλάχιστον δύο φορές. Δύο από τους πρωτότυπους πίνακες καταστράφηκαν στην μεγάλη πυρκαγιά του Μεσολογγίου το 1929. Το τρίτο πρωτότυπο διασώζεται στην Εθνική Πινακοθήκη, αλλά ο ίδιος πίνακας κυκλοφόρησε και σε λιθογραφίες ήδη από το 1856.
Κατά τη διετία 1861–1863, ταξίδεψε στην Αγγλία και αγιογράφησε την ελληνική εκκλησία του Ευαγγελισμού στο Μάντσεστερ. Το 1867 πήρε μέρος στην έκθεση του Del Vecchio στην Λειψία με τους πίνακες «Η Έξοδος του Μεσολογγίου», «Γιωργάκης Ολύμπιος», «Ο Λόρδος Βύρωνας στο Μεσολόγγι» και «Ο Όρκος της Αγίας Λαύρας».
Επιτάφια πλάκα του Βρυζάκη.
Πέθανε στο Μόναχο το 1878 και κηδεύτηκε στο τότε Α΄ Νεκροταφείο της πόλης. Με την διαθήκη του, άφησε κληρονομιά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όλα τα έργα τού ατελιέ του καθώς και 760 μάρκα για την επισκευή της οροφής της ελληνικής εκκλησίας του Σωτήρος (Salvatorkirche) στο Μόναχο.
Το ζωγραφικό του έργο
Τα έργα του Βρυζάκη θεωρούνται ως τα κατεξοχήν δείγματα των Ελλήνων ρομαντικών ζωγράφων του 19ου αιώνα, οι περισσότεροι από τους οποίους σπούδασαν στη Γερμανία και δημιούργησαν τη λεγόμενη «Σχολή του Μονάχου».
Οι ελαιογραφίες του — όλες σχεδόν με θέματα ελληνικά — χαρακτηρίζονται από το ύφος των Δυτικοευρωπαίων ρομαντικών ζωγράφων του 19ου αιώνα. Στον 20ό αιώνα η αντίδραση κατά του ρομαντισμού οδήγησε πολλούς επικριτές του συγκεκριμένου ρεύματος να καταγγείλουν το ύφος του ως «πομπώδες», όμως μια εξίσου μεγάλη μερίδα το αξιολογεί θετικά ως «πληθωρικό». Στην εποχή τους, τα έργα του Βρυζάκη είχαν μεγάλη ζήτηση ως ζωντανές και πιστές αναπαραστάσεις της ελληνικής ιστορίας. Μερικά μάλιστα από αυτά τα έργα έγιναν από νωρίς ευρύτερα γνωστά στο κοινό χάρη στις λιθογραφίες και άλλου είδους αναπαραγωγές.
Ψαρά, Αγ. Νικόλαος
Ψαρά, Αγ. Νικόλαος
Ο ιστορικός ναός του Αγίου Νικολάου ( Διαστάσεις: 28,60 x 13,60 x 18,20) δεσπόζει επιβλητικά σε χαμηλό αλλά οχυρωμένο, άλλοτε, βραχώδες ύψωμα, λίγο πιο πάνω από το σπίτι του Κανάρη. Κτίστηκε στο διάστημα 1773 - 1793 με ερυθρίζουσες «Θυμιανούσικες» πέτρες και μάρμαρα φερμένα από διάφορα μέρη, καθώς και , όπως λένε, από το Ιερό του Φαναίου Απόλλωνα της Χίου.
Εξωτερικά έχει την μορφή ογκώδους διώροφου ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου κτίσματος αυστηρής συμμετρίας, στην επίπεδη επιφάνεια της οροφής του οποίου εξέχει το άνω μέρος καμαροσκέπαστου τρουλαίου ναού. Οι επιφάνειες των τοίχων πλουτίζονται με ελαφρά εξέχουσες παραστάδες που τερματίζουν στην οριζόντια γραμμή της στέγης. Στον δυτικό τοίχο και τις πλευρές ανοίγονται 5 πύλες και , αντίθετα με το πνεύμα των μνημείων της Τουρκοκρατίας, 34 ορθογώνια παράθυρα, τα οποία μαζί με τις παραστάδες, τα τυφλά αψιδώματα των τρίπλευρων αψίδων του ιερού και πολλά εντοιχισμένα πινάκια, ελαφρύνουν αισθητά τον όγκο.
Όπως φαίνεται στην κάτοψη και στην τομή, στο μνημείο συνδυάζονται τα χαρακτηριστικά της αμιγούς Ελληνικής κιονοστήριχτης δρομικής βασιλικής με υπερώα και νάρθηκα και της Ανατολικής καμαροσκέπαστης τρουλαίας βασιλικής. Με έξι ζευγάρια κίονες που επιστέφονται από ακόσμητα λεβιτιειδή και 2 πεσσούς, χωρίζεται ο κυρίως ναός σε τρία κλίτη, οπό τα οποία το μεσαίο καλύπτεται με ημικυλινδρική καμάρα και τρούλο, ενώ τα υπερκείμενα υπερώα με χαμηλωμένες ασπίδες επί λοφίων.
Χαρακτηριστικό είναι ότι τα υπερώα συνεχίζονται σε όλο σχεδόν το μήκος του ναού. Οι κίονές τους έχουν όπως στις Ρωμαϊκές και τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές, μικρότερες διαστάσεις από εκείνους του ισογείου, με τους οποίους βρίσκονται στους ίδιους κάθετους άξονες. Η καμάρα ενισχύεται εσωτερικά με από ενισχυτικές ζώνες που ξεκινούν από τους κίονες. με την προσθήκη υπερώου αυξάνεται σημαντικά ο ωφέλιμος χώρος, ενώ οι πλευρές του μεσαίου κλίτους αποκτούν κομψότητα και μνημειακή εμφάνιση.
Στον ναό κυριαρχούν οι άξονες του μήκους και του ύψους. Στο οκτάπλευρο εξωτερικά τύμπανο του τρούλου αντιστοιχεί εσωτερικά οκτάγωνη βάση, αισθητά επιμηκισμένη σε κάτοψη, που σχηματίζεται στο μεγαλύτερο μέρος από τις οριζόντιες ευθύγραμμες ακμές των τεσσάρων λοφίων. Δίνεται, έτσι, η εντύπωση ότι το τύμπανο είναι και εξωτερικά οκτάπλευρο με στρογγυλεμένες γωνίες.
Το βόρειο και νότιο τμήμα του τύμπανου βρίσκεται σε αδιάσπαστη εξωτερικά και εσωτερικά συνέχεια με κάθετους πλευρικούς τοίχους, στους οποίους δεν διαγράφεται εσοχή που θα υποδήλωνε την ανάμνηση σταυρικού σχήματος. Τα παράθυρα του τρούλου έχουν οξυκόρυφο τόξο Μουσουλμανικού χαρακτήρα. Στο ανατολικό τέρμα της κάμαρας του μεσαίου κλίτους διαμορφώνεται τύμπανο με ωοειδή φεγγίτη και , χαμηλότερα, τεταρτοσφαίριο με δυο σφαιρικά τρίγωνα, που τοποθετείται πάνω από το χώρο του Βήματος. Το ιδιόρρυθμο αυτό αποτελεί πιθανόν παραλλαγή κατασκευής αναγόμενης σε παλιά Ανατολικά πρότυπα, την οποία συναντάμε, χωρίς όμως τύμπανο, σε μνημεία της Αθήνας, της Αττικής και άλλων περιοχών της Ελλάδος. Παρόμοια είναι η διαμόρφωση στην κάλυψη της Πρόθεσης και του Διακονικού. Στο μήκος της κάμαρας του μεσαίου κλίτους ανοίγεται φωταγωγός με ωοειδή ανοίγματα.
Άγιος Νικόλαος
6 Δεκεμβρίου 343 (1678 χρόνια πριν) πέθανε:
Άγιος Νικόλαος
Ο Άγιος Νικόλαος (15 Μαρτίου 270 – 6 Δεκεμβρίου 343) είναι Έλληνας Μικρασιάτης άγιος της Ανατολικής Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ήταν επίσκοπος στα Μύρα της Λυκίας (Μικρά Ασία), γι' αυτό και αναφέρεται και ως Νικόλαος Μύρων, ενώ στη Δύση αναφέρεται και ως Νικόλαος του Μπάρι, καθώς στο Μπάρι βρίσκονται τα λείψανά του.
Η ζωή του
Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε το 270 στα Πάταρα της Λυκίας, στη Μικρά Ασία, από Έλληνες γονείς ευσεβείς και εύπορους και έτυχε επιμελημένης μόρφωσης. Σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός και κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας. Από πολύ νωρίς είχε αφιερωθεί στα Θεία, μετά την μετάβασή του στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό και τον Πανάγιο Τάφο. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του χειροτονήθηκε ιερέας. Στην αρχή αφιερώθηκε στον ασκητικό βίο και έγινε ηγούμενος της Μονής Σιών στα Μύρα της Λυκίας. Όταν απεβίωσε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, οι επίσκοποι αναγόρευσαν Αρχιεπίσκοπο τον Νικόλαο.
Από τη θέση αυτή ανέπτυξε έντονη δράση και επεξέτεινε τους αγώνες του για την προστασία των φτωχών και των απόρων ιδρύοντας νοσοκομεία και διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Προικισμένος με υψηλό χριστιανικό φρόνημα, θάρρος και ζωτικότητα εμψύχωνε τους διωκόμενους (από τους Ρωμαίους) Χριστιανούς, διωκόμενος και εξοριζόμενος και ο ίδιος για τη στάση του αυτή.
Κατά τους διωγμούς του Διοκλητιανού υπέστη βασανιστήρια. Όταν όμως ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Μέγας Κωνσταντίνος ελευθερώθηκαν όλοι οι Χριστιανοί και έτσι ο Νικόλαος επανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν προικισμένος με το χάρισμα της θαυματουργίας και έσωσε πολλούς ανθρώπους, και όσο ήταν εν ζωή, αλλά και μετά τον θάνατό του.
Αναφέρονται πλείστα θαύματα του Αγίου, όπως η απελευθέρωση των τριών στρατηλατών, θεραπείες νοσούντων και αποκαταστάσεις φτωχών.
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος
Το 325 μ.Χ έλαβε μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας, και καταπολέμησε τις διδασκαλίες του Αρείου. Λέγεται ότι κατά τη Σύνοδο χαστούκισε τον Άρειο και ο Μέγας Κωνσταντίνος τον φυλάκισε. Όταν επέστρεψε από τη Σύνοδο, συνέχισε το ποιμαντικό του έργο μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Ο θάνατος του
Ο Αγιος Νικόλαος αποδήμησε ειρηνικά στις 6 Δεκεμβρίου του έτους 343. Μετά τον θάνατό του ονομάστηκε «Μυροβλύτης», καθώς σύμφωνα με την παράδοση της χριστιανικής θρησκείας, τα λείψανά του άρχισαν να αναβλύζουν Άγιο μύρο, όπως και άλλων αγίων. Τα λείψανά του διατηρήθηκαν στα Μύρα της Λυκίας έως και τον ενδέκατο αιώνα, όπου το 1087 κάποιοι ναύτες αφαίρεσαν τα περισσότερα και τα μετέφεραν στην Ιταλία, στην πόλη Μπάρι, όπου τοποθετήθηκαν στην Βασιλική του Αγίου Νικολάου, που θεμελιώθηκε εκεί το 1087 ακριβώς για να στεγάσει τα λείψανα του Αγίου. Οι Βυζαντινοί κατηγόρησαν τους Λατίνους για «ιερή κλοπή» και τους προειδοποίησαν ότι θα βρεθούν αντιμέτωποι εκτός από τον νόμο και με την οργή του ίδιου του Αγίου. Οι Σελτζούκοι είχαν κατακτήσει την περιοχή όμως μετά τη Μάχη του Μαντζικέρτ (1071), και οι ναυτικοί ισχυρίστηκαν ότι πήραν τα οστά για να τα προστατεύσουν από τους Τούρκους, που είχαν στην κατοχή τους τα Μύρα. Λέγεται ότι κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας άρχισε να αναβλύζει τόσο πολύ μύρο από τα ιερά λείψανα, που οι πιστοί το μάζευαν σε δοχεία για θεραπεία από διάφορες αρρώστιες, ενώ αρκετοί λιποθυμούσαν από την ευωδία του μύρου αυτού.
Οι Βενετοί που συμμετείχαν στην Α΄ Σταυροφορία πέρασαν από τα Μύρα, αφαίρεσαν τα υπόλοιπα οστά και τα μετέφεραν στην επιστροφή τους στη Βενετία (6 Δεκεμβρίου 1100). Ο επίσκοπος Ενρίκο Κονταρίνι, αρχηγός των Σταυροφόρων Βενετών, διεκδικούσε τον Άγιο Νικόλαο σαν Άγιο προστάτη της Βενετίας και αντίπαλο του Ευαγγελιστή Μάρκου. Αυτό ήταν αδύνατο επειδή τα περισσότερα οστά βρίσκονταν στο Μπάρι.[2] Τα οστά του Αγίου Νικολάου τοποθετήθηκαν στον ναό Σαν Νικολό ντι Λίντο, στο μακρόστενο νησάκι του Λίντο μήκους 15 χιλιομέτρων που χώριζε τη Λιμνοθάλασσα της Βενετίας από την Αδριατική Θάλασσα.
Η μνήμη του γιορτάζεται στις 6 Δεκεμβρίου, τόσο από την Ορθόδοξη, όσο και από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Υμνολογία
Ο Άγιος Νικόλαος, φορητή εικόνα του 15ου αιώνα, Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών Απολυτίκιο Αγίου Νικολάου (ήχος δ΄)«Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος,ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά,τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ ἱεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.» Κοντάκιο Αγίου Νικολάου (ήχος γ΄)«Εν τοις Μύροις Άγιε, ιερουργός ενεδείχθης,του Χριστού γαρ όσιε, το ευαγγέλιο πληρώσας,έθηκας την ψυχήν σου υπέρ λαού σου,έσωσας τους αθώους εκ του θανάτου,δια τούτο ηγιάσθης,ως μέγας μύστης του Θεού της χάριτος». Μεγαλυνάριο του Αγίου Νικολάου«Μύρων ιεράρχης προχειρισθείςμυριπνόοις έργοις κατεμύρισαςαληθώς Μύρων επαρχίαν,διό και μύρα βλύζειν,Νικόλαε τρισμάκαρ,όντως ηξίωσαι».
Εξέταση λειψάνων και ανάπλαση προσώπου
Άγιος Νικόλαος, τέλη 18ου αιώνα. Ο άγιος κρατά Ευαγγέλιο, στο οποίο διακρίνονται τα κλείστρα και οι διακοσμημένες ακμές. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα.
Ο νέος τάφος του αγίου Νικολάου στο Μπάρι ανοίχθηκε τη νύχτα της 5ης προς την 6η Μαΐου 1953, επειδή έπρεπε να γίνουν αναστηλωτικά και αναπαλαιωτικά έργα στη Βασιλική του Αγίου Νικολάου, που οικοδομήθηκε το 1087 μέχρι το 1197 για να στεγάσει τα λείψανα του Αγίου. Με την ευκαιρία αυτή έγινε αναγνωριστικός έλεγχος και καταμέτρηση των οστών που βρέθηκαν στον τάφο από τον καθηγητή της Ανατομίας του Πανεπιστημίου του Μπάρι Luigi Martino, με τη βοήθεια της δρ. Venezia Luigi. Μετά, τα λείψανα τοποθετήθηκαν σε γυάλινη κάψα και τέθηκαν σε προσκύνημα στη Βασιλική του Αγίου.
Το 1957, ο ίδιος καθηγητής, με τον ίδιο βοηθό πραγματοποίησαν δεύτερη εξέταση των λειψάνων, τα οποία αμέσως μετά τοποθετήθηκαν στη σαρκοφάγο από όπου τα είχαν βγάλει αρχικά. Επρόκειτο για μια «ανατομική ανθρωπολογική μελέτη, που απέβλεπε στον προσδιορισμό και την αποτύπωση της εικόνας και των χαρακτηριστικών των οστών και κυρίως στην ανασύνθεση της φυσικής εμφάνισης ή ακόμη και της εικονογραφικής μορφής του ανθρώπου, στο όποιο ανήκαν τα υπό εξέταση οστικά λείψανα».[3]
Η εξέταση απέδειξε ότι πολλά τμήματα των οστών έλειπαν, και ότι η κάρα είχε διατηρηθεί καλύτερα από τα υπόλοιπα. Παράλληλα, όταν ανοίχτηκε η σαρκοφάγος, τα οστά βρέθηκαν βουτηγμένα σ’ ένα υγρό διαυγές, άχρωμο και άοσμο, σαν νερό που βγαίνει από βράχο. Όσα οστά βρίσκονταν πάνω από τη στάθμη του υγρού, που έφτανε στα 2 έως 3 εκατοστόμετρα από τον πυθμένα της σαρκοφάγου, ήταν υγρά, όπως και τα εσωτερικά τοιχώματα της. Επίσης από αυτό το υγρό ήταν γεμάτες οι μυελοκυψέλες των σπογγωδών οστών. Η εξέταση του υγρού στα Ινστιτούτα Χημείας και Υγιεινής του Πανεπιστημίου του Μπάρι έδειξε ότι επρόκειτο για νερό καθαρό, ελεύθερο από άλατα και στείρο από μικροοργανισμούς. Οι Ρωμαιοκαθολικοί του έχουν δώσει τη χαρακτηριστική ονομασία «Manna». Τα σχετικά αγιολογικά κείμενα αναφέρουν ότι και όταν οι ναυτικοί από το Μπάρι έσπασαν την πλάκα, του τάφου του Αγίου στα Μύρα, για να πάρουν τα λείψανα, τα βρήκαν μέσα σε «Θείο μύρο» (άλλοι γράφουν Sanctus liguor ή oleum). Σύμφωνα με τον ερευνητή καθηγητή, η ύπαρξη του υγρού αυτού στη σαρκοφάγο επέδρασε ευεργετικά στην καλύτερη συντήρηση των οστών όλους αυτούς τους αιώνες που πέρασαν. Η μελέτη των οστών έδειξε ότι ο κάτοχός τους έπασχε από αρθρίτιδα και διάχυτη ενδοκρανιακή υπερόστωση. Θεωρείται ότι αυτά πρέπει να κληροδοτήθηκαν στον Άγιο από κάποια υγρή φυλακή, όπου θα πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του και μάλιστα σε προχωρημένη ηλικία, όπως μαρτυρούν τα σχετικά αγιολογικά κείμενα. Ο ίδιος καθηγητής εκτέλεσε ανάπλαση της μορφής του αγίου Νικολάου με βάση τα οστά της κάρας του, και το αποτέλεσμα έμοιαζε με τη μορφή του αγίου όπως εικονίζεται στο Παρεκκλήσιο του Αγίου Ισιδώρου της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου Βενετίας.[3]
Προστάτης ναυτικών - λαογραφία
Τοιχογραφία του Αγίου Νικολάου στον βυζαντινό Ναό του Αγίου Νικολάου του Ορφανού Θεσσαλονίκης
Ο Άγιος Νικόλαος θεωρείται ο κατ' εξοχήν προστάτης άγιος των Ναυτικών, του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος, γιατί στον βίο του αναφέρονται θαύματα που έχουν σχέση με τη θάλασσα. Για τον λόγο αυτό, όλα τα πλοία του πολεμικού ναυτικού, καθώς και όλα τα εμπορικά, φέρουν την εικόνα του [1]. Ο Άγιος Νικόλαος θεωρείται και προστάτης της πόλης του Βόλου, όπως και της ομώνυμης πόλης του Αγίου Νικολάου Κρήτης, όπου τιμάται με την ημέρα που εορτάζεται (6 Δεκεμβρίου) ως επίσημη αργία σε όλη την πόλη. Παρεκκλήσια πάνω σε πλοία είναι αφιερωμένα στον Άγιο Νικόλαο, όπως εκείνο στο ιστορικό Θ/Κ Γ. Αβέρωφ. Επίσης πολλά πλεούμενα παίρνουν το όνομά του και ως προστάτης των ναυτικών αναφέρεται και σε πολλά νησιώτικα τραγούδια. Επίσης Ναός του Αγίου Νικολάου υπάρχει και στο Ναύπλιο, χτισμένος δίπλα στο λιμάνι, σε ένα από τα πιο όμορφα σημεία της πόλης, καθώς είναι αφιερωμένος στους Ναυτικούς.
Η ημέρα τιμής του Αγίου Νικολάου είναι επίσημη αργία σε όλα τα ελληνικά πλοία, λιμένες, Υπηρεσίες λιμένων και ναυτιλιακές εταιρείες. Επίσημη επίσης αργία είναι για το Πολεμικό Ναυτικό, το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και το Λιμενικό Σώμα.
Άγιος Νικόλαος και Άγιος Βασίλης (Santa Claus)
Κύριο λήμμα: Άι Βασίλης
Άγαλμα του Αγίου Νικολάου (Σιντερκλαας) στην Ολλανδία
Κατα την παράδοση, ο Νικόλαος υπήρξε προστάτης των φτωχών, ενώ έδινε και δώρα σε παιδιά και απόρους, συνήθως στα κρυφά, χωρίς να αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Για αυτό στη Δύση η γιορτή του Αγίου Νικολάου, που λέγεται Santa Claus (σύντμηση του Santa Nicolaus), συνδέεται με τα Χριστούγεννα και με την ανταλλαγή δώρων που γίνεται τότε.
Στην Ελλάδα ταυτίζεται η μορφή του Άγιου Βασίλη (Santa Claus) που φοράει κόκκινα ρούχα και έχει λευκή γενειάδα, με τον Μέγα Βασίλειο, κυρίως για λόγους εορτολογίας της Ορθόδοξης εκκλησίας, στην ουσία όμως ο συμβολισμός αναφέρεται στον Άγιο Νικόλαο και περιέχει στοιχεία από παγανιστικές, προχριστιανικές δοξασίες για τον "πατέρα του χιονιού" κτλ.