Σελίδες

Τρίτη, Μαρτίου 29, 2022

Η «Σφαγή στο Δήλεσι»



Η «Σφαγή στο Δήλεσι» (ή «δράμα του Ωρωπού», όπως επίσης λέγεται) ήταν η σύλληψη, η ομηρία και τελικά η θανάτωση, από τους λήσταρχους Αρβανιτάκηδες, ομάδας Άγγλων και Ιταλών περιηγητών στις αρχές του Απριλίου του 1870 στο Δήλεσι. Το γεγονός αυτό είχε αντίκτυπο στις διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας, Αγγλίας και Ιταλίας, και οδήγησε τελικά στην πτώση της κυβέρνησης του Θρασύβουλου Ζαΐμη.

Γενικά

Τρεις από τους ληστές του Δηλεσιού φωτογραφημένοι τον Απρίλιο του 1870.

Την εποχή εκείνη ο νεαρός βασιλιάς Γεώργιος Α΄ συμπλήρωσε τον έβδομο χρόνο της βασιλείας του και η ζωή στην Αθήνα κυλούσε σχετικά ήρεμα γιορτάζοντας τα εξάχρονα του νέου συντάγματος, που θεωρούνταν από τα πλέον φιλελεύθερα ευρωπαϊκά συντάγματα της εποχής του.

Χαρακτηριστικό επίσης της εποχής εκείνης ήταν η εκτεταμένη ληστεία, που βρισκόταν σε έξαρση παρ' όλα τα μέτρα που είχαν πάρει αρχικά οι Βαυαροί και στη συνέχεια οι διάφορες κυβερνήσεις για την εξουδετέρωσή της, με συνέπεια τα κρούσματά της να είναι συχνά μέχρι και το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Μία από τις σημαντικότερες εκείνες ληστείες, που ξεκίνησε από το Πικέρμι, είναι και η αναφερόμενη, που κατέληξε σε σφαγή των ομήρων στη περιοχή του Δήλεσι, αλλά και ένα πλήγμα στις διπλωματικές σχέσεις της Ελλάδας.
Τα γεγονότα

Το πρωί της Δευτέρας 29 Μαρτίου του 1870 μια ομάδα Άγγλων, κυρίως, περιηγητών, που την αποτελούσαν ο λόρδος και η λαίδη Μάνκαστερ, ο εγγονός του κόμη Γκρέυ Φρειδερίκος Βίνερ, ο γραμματέας της αγγλικής πρεσβείας Εδουάρδος Χέρμπερτ, ο Δικηγόρος Λόιντ με τη σύζυγο και την κόρη του, o γραμματέας της ιταλικής πρεσβείας της Αθήνας κόμης Αλβέρτος ντε Μπόιλ, ένας Ιταλός υπηρέτης και ένας Έλληνας ξεναγός, ο Αλέξανδρος Ανεμογιάννης, υπάλληλος του ξενοδοχείου Αγγλία, όπου είχε καταλύσει η παραπάνω ομάδα, ξεκίνησαν με δύο άμαξες και τέσσερις έφιππους χωροφύλακες, τους οποίους διέθεσε η τότε Μοιραρχία κατόπιν εθιμικής αίτησης, για να επισκεφθεί η ομάδα των περιηγητών την ιστορική περιοχή του Μαραθώνα.

Μετά την ολοκλήρωση της ξενάγησης και στους γύρω χώρους, η ομάδα, καθώς επέστρεφε στην Αθήνα, γύρω στις 16.30 ώρα, περνώντας ανάμεσα στο Πικέρμι και τα Σπάτα δέχτηκε επίθεση από τη συμμορία των λήσταρχων Τάκου και Χρήστου Αρβανιτάκη, που την αποτελούσαν περίπου 25 ληστές. Τότε οι τέσσερις ιππείς ρίχτηκαν κατά πάνω τους πυροβολώντας, περικυκλώθηκαν οι άμαξες και υποχρεώθηκαν όλοι να κατέβουν. Τη στιγμή εκείνη οι ληστές αφαίρεσαν από το λαιμό της Λαίδης Μάνκαστερ ένα διαμαντένιο κόσμημα λέγοντας σ' όλη την ομάδα να τους ακολουθήσουν, οδηγώντας την σε μια σπηλιά (λημέρι) της Πεντέλης, όπου εκεί ανέμεναν έξι γεροντότεροι λήσταρχοι καπετάνιοι, μεταξύ των οποίων οι αρχηγοί και αδελφοί Αρβανιτάκη και ο περιβόητος Σπανός, στους οποίους και παραδόθηκαν όλα τα μέλη της ομάδας ως αιχμάλωτοι.

Τότε, κατά την ειδησεογραφία της εποχής, πλησίασε το χώρο της αιχμαλωσίας μικρό απόσπασμα έξι στρατιωτών, πιθανόν από το Πικέρμι, που όμως αναγκάστηκαν να διακόψουν και να αποχωρήσουν προ των απειλών των ληστών ότι, αν επέμεναν, θα σκότωναν όλους τους αιχμαλώτους τους.

Οι ληστές μη μπορώντας να υπομένουν στις μετακινήσεις τους τις γυναικείες παρουσίες και δύο τραυματίες χωροφύλακες απελευθέρωσαν αυτούς και τον Ιταλό υπηρέτη και μάλιστα με συνοδεία τούς μετέφεραν στο Χαρβάτι, διαβεβαιώνοντας ότι δεν θα πάθαιναν τίποτε οι σύζυγοί τους. Εκεί περίμεναν οι άμαξες, με τις οποίες και επέστρεψαν στην Αθήνα.

Στη συνέχεια οι ληστές έδωσαν στους αιχμαλώτους τους χαρτί, μελάνι και καλάμους, για ν' αναγγείλουν στην Αθήνα την ομηρία τους και την ανάγκη καταβολής λύτρων 32.000 αγγλικών λιρών, προκειμένου να ελευθερωθούν. Λίγο μετά οι όροι άλλαξαν σε 50.000 αγγλικές λίρες, παροχή αμνηστίας και διακοπή κάθε περαιτέρω καταδίωξης από την πολιτεία μέχρι το τέλος των διαπραγματεύσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου