Τρίτη, Νοεμβρίου 30, 2021

Thriller




30 Νοεμβρίου 1982 (39 χρόνια πριν):

Κυκλοφορεί παγκοσμίως ο έκτος σόλο δίσκος του Μάικλ Τζάκσον Thriller. Θα γίνει ο δίσκος με τις περισσότερες πωλήσεις στην ιστορία.

Το Thriller είναι το 6o στούντιο άλμπουμ του Αμερικανού καλλιτέχνη Μάικλ Τζάκσον. Κυκλοφόρησε στις 30 Νοεμβρίου 1982, από την Epic Records, ως διάδοχος του, εμπορικά επιτυχημένου, άλμπουμ του Τζάκσον, Off the Wall. Το Thriller διαθέτει παρόμοια είδη μουσικής όπως το Off the Wall, όπως pop, rock, R&B και post-disco.



Ειδική έκδοση του άλμπουμ

Οι ηχογραφήσεις διεξήχθησαν μεταξύ Απρίλιου και Νοεμβρίου το 1982 στα Westlake Recording Studios στο Λος Άντζελες, Καλιφόρνια, με προϋπολογισμό παραγωγής 750.000 δολάρια, με παραγωγό τον Κουίνσι Τζόουνς. Ο Τζάκσον έγραψε τα 4 από τα 9 κομμάτια του άλμπουμ. Σε περίπου 1 χρόνο, το Thriller έγινε, και παραμένει ως σήμερα, το καλύτερο σε πωλήσεις άλμπουμ όλων των εποχών, με τις πωλήσεις να ανέρχονται στα 65-110 εκατομμύρια αντίγραφα παγκοσμίως,[4] και το καλύτερο σε πωλήσεις άλμπουμ στις ΗΠΑ.[5] 7 από τα 9 κομμάτι του άλμπουμ κυκλοφόρησαν ως singles, και όλοι έφθασαν στο Τοp#10 του Billboard Hot 100. Το άλμπουμ επίσης κέρδισε 8 (τα περισσότερα στην ιστορία) Grammy Awards το 1984.

Το Thriller επιβεβαίωσε την άποψη για τον Τζάκσον ως τον εξέχοντα ποπ αστέρα του αιώνα, και τον βοήθησε να σπάσει κάποιους φυλετικούς φραγμούς χάρη στις εμφανίσεις του στο MTV και στη συνάντηση με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρήγκαν στον Λευκό Οίκο. Οι ταινίες μικρού μήκους για το Thriller, το Billie Jean και το Beat It εμφανίζονταν συχνά στο MTV. Το 2001, κυκλοφόρησε μια ειδική έκδοση του άλμπουμ, με επιπλέον ηχητικές συνεντεύξεις, ένα demo recording και το τραγούδι Someone In the Dark, ένα τραγούδι που έλαβε Γκράμι στο ομώνυμο άλμπουμ της ταινίας E.T. the Extra-Terrestrial.[6] Το 2008, κυκλοφόρησε νέα εκδοχή του άλμπουμ, Thriller 25.

To Thriller έλαβε την 20η θέση στον κατάλογο του Rolling Stone, 500 Greatest Albums of All Time, το 2003,[7] και έλαβε την 3η θέση στην Εθνική Επιτροπή Ηχογράφησης Εμπορευμένων στο Definitive 200 Albums of All Time. Η ταινία μικρού μήκους για το τραγούδι Thriller διασώθηκε από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου στο Εθνικό Μητρώο Καταγραφής των ΗΠΑ, καθώς θεωρήθηκε «πολιτιστικά σημαντικό».

Στις 16 Δεκεμβρίου 2015 έγινε ο πρώτος δίσκος που πούλησε περισσότερα από 30 εκατομμύρια αντίτυπα στις ΗΠΑ, καταρρίπτοντας το δικό του προηγούμενο ρεκόρ, 6 χρόνια μετά το θάνατο του Τζάκσον.


Προϊστορία

Το προηγούμενο άλμπουμ του Τζάκσον, Off the Wall (1979), γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία και έλαβε εξαιρετικές κριτικές από το σύνολο σχεδόν του μουσικού τύπου. Ήταν επίσης εμπορική επιτυχία καλώς εκδόθηκαν 20 εκατομμύρια αντίγραφα παγκοσμίως. Τα χρόνια μεταξύ του Off the Wall και του Thriller ήταν μια μεταβατική περίοδος για τον τραγουδιστή, μια περίοδος αυξανόμενης ανεξαρτησίας. Η περίοδος απόδειξε ότι ο τραγουδιστής έγινε δυστυχισμένος - ο Τζάκσον εξήγησε, «Ακόμα και όταν είμαι στο σπίτι, είμαι μοναχικός. Μερικές φορές κάθομαι στο δωμάτιο μου και κλαίω. Είναι τόσο δύσκολο να κάνεις φίλους... Μερικές φορές περπατάω στη γειτονιά μου τη νύχτα, απλά ελπίζοντας να βρώ κάποιον να μιλήσω μαζί του. Αλλά απλά επιστρέφω στο σπίτι». Όταν ο Τζάκσον έγινε 21 τον Αύγουστο του 1979, διόρισε μάνατζερ του τον Τζων Μπράνκα.

Ο Τζάκσον είπε στον δικηγόρο του και στενό συνεργάτη Τζον Μπράνκα ότι θέλει να είναι ο «μεγαλύτερος αστέρας στο show business» και ο «πλουσιότερος». Ο Τζάκσον ήταν θυμωμένος ότι το Off the Wall έλαβε μόνο ένα Βραβείο Γκράμι και δήλωσε ότι «ήταν συνολικά άδικο ότι δεν έλαβε το Record of the Year και ότι δεν μπορεί να ξανασυμβεί». Επίσης ένιωθε ότι η μουσική βιομηχανία τον υποτιμούσε - το 1980, όταν ο Τζάκσον ρώτησε τον αρθρογράφο του Rolling Stone αν θέλει να γράψει μια ιστορία για τον Τζάκσον, η οποία θα γινόταν πρωτοσέλιδο, ο αρθρογράφος αρνήθηκε, κάτι στο οποίο ο Τζάκσον απάντησε, «Μου είπαν ότι οι μαύροι άνθρωποι στα πρωτοσέλιδα των περιοδικών δεν μπορούν να πωλήσουν αντίγραφα... Απλά περίμενε. Κάποτε τα περιοδικά θα με παρακαλούν για μια συνέντευξη. Μπορεί να τη δώσω, μπορεί όμως και να μη τη δώσω».
Ηχογράφηση



Ο Κουίνσι Τζόουνς, ο οποίος συνεργάστηκε με τον Τζάκσον για την παραγωγή του Thriller

Ο Τζάκσον συνεργάστηκε εκ νέου με τον παραγωγό του Off the Wall, Κουίνσι Τζόουνς. Το ζευγάρι δούλεψε μαζί σε 30 τραγούδια, 9 από τα οποία συμπεριλήφθηκαν τελικά στο άλμπουμ.[16] Το Thriller ηχογραφήθηκε από τον Απρίλιο εώς τον Νοέμβριο του 1982, με προϋπολογισμό παραγωγής 750.000 δολαρίων. Για την ηχογράφηση και την παραγωγή του άλμπουμ συνεργάστηκαν και με μερικά μέλη του συγκροτήματος Toto. Ο Τζάκσον έγραψε 4 τραγούδια: Wanna Be Startin' Somethin', The Girl Is Mine, Beat It και Billie Jean. Σε αντίθεση με άλλους καλλιτέχνες, ο Τζάκσον δεν έγραψε αυτά τα τραγούδια στο χαρτί. Αντιθέτως, χρησιμοποίησε ένα καταγραφέα ήχου (sound recorder) - όταν ηχογραφούσε θα τραγουδούσε από τη μνήμη.

Οι σχέσεις μεταξύ του Τζάκσον και Τζόουνς εντάθηκαν κατά την ηχογράφηση του άλμπουμ. Ο Τζάκσον ξόδεψε τον περισσότερο του χρόνο στις πρόβες για τις χορευτικές του κινήσεις. Όταν τα 9 τραγούδια του άλμπουμ ολοκληρώθηκαν, ο Τζόουνς και ο Τζάκσον ήταν απογοητευμένοι από το αποτέλεσμα και ηχογράφησαν ξανά το κάθε τραγούδι, ξοδεύοντας μια εβδομάδα για το καθένα. Ο Τζόουνς πίστευε ότι το Billie Jean δεν ήταν τόσο δυνατό για να συμπεριληφθεί στο άλμπουμ, αλλά ο Τζάκσον ήταν αντίθετος και το κράτησε. Ο Τζόουνς είπε στον Τζάκσον ότι το Thriller δεν θα είχε τόσο εμπορική επιτυχία όπως το Off the Wall, επειδή η αγορά είχε αποδυναμωθεί. Σε απάντηση, ο Τζάκσον απείλησε ότι θα ακυρώσει την κυκλοφορία του άλμπουμ.

Ο Τζάκσον ήταν αποφασισμένος να δημιουργήσει ένα άλμπουμ όπου «το κάθε τραγούδι θα ήταν θανατηφόρο», και έγραφε τα τραγούδια του Thriller με αυτή τη σκέψη. Ο Τζόουνς και ο Ροντ Τέμπερτον διηγήθηκαν αναλυτικά τι γινόταν κατά την ηχογράφηση του άλμπουμ στην ειδική έκδοση του 2001. Ο Τζόουνς μιλούσε για το Billie Jean και για το πόσο προσωπικό ήταν για τον Τζάκσον, ο οποίος αγωνίστηκε για να αντιμετωπίσει αρκετές εμμονές των υπερβολικών θαυμαστών του. Ο Τζόουνς ήθελε η μεγάλη εισαγωγή του τραγουδιού να μικρύνει - ωστόσο, ο Τζάκσον δεν την άλλαξε, δηλώνοντας ότι αυτό του προκαλεί την επιθυμία να χορέψει. Η συνεχιζόμενη αντίδραση κατά της disco έκανε αναγκαίο το άλμπουμ να αλλάξει μουσική κατεύθυνση από το disco-heavy Off the Wall. Ο Τζόουνς και ο Τζάκσον ήταν αποφασισμένοι να κάνουν ένα ροκ τραγούδι που θα ταίριαζε σε όλα τα γούστα και ξόδεψαν εβδομάδες για να βρουν τον κατάλληλο κιθαρίστα για το Beat It. Τελικά, απευθύνθηκαν στον Έντι Βαν Χάλεν από το ροκ συγκρότημα Van Halen.

Όταν ο Ροντ Τέμπερτον έγραψε το τραγούδι Thriller, αρχικά σκέφθηκε να το ονομάσει Starlight ή Midnight Man, αλλά προτίμησε το Thriller επειδή ένιωσε ότι ήταν πιο κατάλληλος τίτλος. Πάντα ψάχνοντας το κατάλληλο άτομο για να απαγγείλει τα τελευταία λόγια, ο Τζόουνς διάλεξε τον ηθοποιό Βίνσεντ Πράις, που ήταν γνωστός της συζύγου του, ο οποίος και ολοκλήρωσε τη δουλεία του σε 2 μόνο ηχογραφήσεις. Ο Τέμπερτον έγραψε το ομιλητικό μέρος σε ένα ταξί, καθώς ήταν στον δρόμο για το στούντιο ηχογράφησης. Ο Τζόουνς και ο Τέμπερτον είπαν ότι μερικές ηχογραφήσεις δεν είχαν συμπεριληφθεί, καθώς δεν είχαν τη «δύναμη» κάποιων άλλων τραγουδιών.

Για εξέταση, ο Τζάκσον ηχογράφησε τραγούδια όπως το Carousel (γραμμένο από τον Μάικλ Σεμπέλλο), το Nite Line (γραμμένο από τον Γκλέν Μπάλλαρντ), το Trouble (ή αλλιώς She's Trouble, γραμμένο από τον Τέρρι Μπρίττεν, Μπιλλ Λίβσεϊ και Σούε Σίφριν) και το Hot Street (γραμμένο από τον Ροντ Τέμπερτον, και γνωστό ως Slapstick). Ο Τζάκσον επίσης έκοψε μια έκδοση του Starlight. Τα ντέμο (demos) όλων αυτών των τραγουδιών υπάρχουν στο διαδίκτυο. Το Carousel και το Hot Street είχαν ολοκληρωθεί, αλλά δεν είχαν συμπεριληφθεί στο άλμπουμ. Στην ειδική έκδοση του 2001, υπάρχει και ένα μικρό βίντεο για το Carousel.
Συγγραφή

Σύμφωνα με τον Στηβ Χούε, από το Allmusic, το Thriller τελειοποίησε τα δυνατά στοιχεία του Off the Wall - τα χορευτικά και ροκ κομμάτια έγιναν πιο επιθετικά, ενώ τα ποπ κομμάτια και οι μπαλάντες ήταν πιο ήπιες και πιο πολλή ψυχή. Το άλμπουμ συμπεριλαμβάνει τις μπαλάντες The Lady in My Life, Human Nature, και The Girl Is Mine - τα funk κομμάτια Billie Jean και Wanna Be Startin' Somethin - και τα disco oriented Baby Be Mine και P.Y.T. (Pretty Young Thing) και είχε παρόμοιο ήχο με το υλικό στο Off the Wall. Το Wanna Be Startin' Somethin συνοδεύεται από μπάσο και κρουστά, ενώ το κεντρικό κομμάτι του τραγουδιού από μια ψαλμωδία σε αφρικάνικο ύφος (mamacosa, καθως προερχεται απο το mama se - mama sa mama- mama cosa, ενώ συχνά εσφαλμένα αναφέρεται ως σουαχίλι, αλλά βασίζεται στη ντουάλα), κάτι που δίνει στο τραγούδι μια διεθνή γεύση. Το The Girl Is Mine μιλά για μια διαμάχη δύο φίλων για μια γυναίκα, οι οποίοι διαφωνούν για το ποιος την αγαπά περισσότερο, και συμπεριλαμβάνει μια ομιλούμενη ραπ.

Παρά τη χαλαρή pop γεύση αυτών των 2 άλμπουμ, το Thriller, περισσότερο από το Off the Wall, είναι προάγγελος των αντιφατικών θεματικών στοιχείων τα οποία θα χαρακτήριζαν τη μετέπειτα καριέρα του Τζάκσον. Με το Thriller, ο Τζάκσον θα ξεκινήσει να συνδέεται με τα μοτίβα της παράνοιας και των σκοτεινών θεμάτων, συμπεριλαμβανομένου του υπερφυσικού στοιχείου στο ομώνυμο τραγούδι. Αυτό είναι εμφανές στα τραγούδια Billie Jean, Wanna Be Startin' Somethin και Thriller.[23] Στο Billie Jean, ο Τζάκσον τραγουδά για μια θαυμάστρια με εμμονές, η οποία υποστηρίζει ότι γέννησε το παιδί του ενώ στο Wanna Be Startin' Somethin τίθεται εναντίον των κουτσομπολιών στα ΜΜΕ. Στο προηγούμενο τραγούδι, ο Τζόουνς ανάθεσε στον σαξοφωνίστα της jazz, Τομ Σκόττ, να παίξει ένα σπάνιο όργανο, το λύρικον, ένα αεροελεγχόμενο όργανο όπως το συνθεσάιζερ. Ο μπασίστας Λούι Τζόνσον έπαιξε το κομμάτι του σε μια κιθάρα-μπάσο της Yamaha. Το τραγούδι ανοίγει με μια μεγάλη bass-and-drums (μπάσο-και-ντράμς) εισαγωγή. Στο τραγούδι Thriller, εμφανίζονται τα ηχητικά εφέ όπως το τρίξιμο της πόρτας, ο άνεμος, βήματα σε ξύλινες σανίδες και σκυλιά που ουρλιάζουν.

Το, κατά της βίας, Beat It με αναφορές στο West Side Story, και ήταν το πρώτο πετυχημένο rock κομμάτι του Τζάκσον. Ο Τζάκσον αργότερα δήλωσε για το Beat It: «το κύριο μήνυμα είναι ότι δεν πρέπει να είσαι σκληρός τύπος, μπορείς να αποφύγεις μια μάχη και να μείνεις άνδρας. Δεν χρειάζεται να πεθάνεις για να αποδείξεις ότι είσαι άνδρας». Το Human Nature είναι κυκλοθυμικό και εσωστρεφές, όπως φαίνεται από τους στίχους, «Looking out, across the morning, the City's heart begins to beat, reaching out, I touch her shoulder, I'm dreaming of the street» (Μεταφρ.: Κοιτώντας έξω, νωρίς το πρωί, η καρδία της Πόλης αρχίζει να χτυπά, βγαίνοντας έξω, αγγίζω των ώμο της, και περπατώ ονειροπολώντας στον δρόμο).

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι ικανότητες του Τζάκσον ως τραγουδιστή είχαν δεχθεί πολλούς επαίνους - το Allmusic τον περιγράφει ως «εκτυφλωτικά ταλαντούχο τραγουδιστή» Το Rolling Stone συγκρίνει τα φωνητικά του με «την κομμένη ανάσα και το ονειρικό τραύλισμα» του Στήβι Γουόντερ. Η ανάλυσή τους ανέφερε επίσης ότι «το ελαφρύ νόημα του Τζάκσον είναι εξαιρετικά όμορφο. Γλιστρά ομαλά σε ένα αναπάντεχο falsetto, το οποίο χρησιμοποιείται πολύ τολμηρά». Με την κυκλοφορία του Thriller, ο Τζάκσον μπορούσε να τραγουδήσει σιγανά, αλλά επέλεξε να τραγουδά με πιο δυνατή φωνή επειδή οι τραγουδιστές της ποπ είχαν περισσότερο εύρος στο να δημιουργούν μουσικά ύφη. Το Rolling Stone είχε την άποψη ότι ο Τζάκσον τραγουδούσε με «απόλυτη ενήλικη φωνή», η οποία ήταν «γεμάτη από λύπη». Το P.Y.T. (Pretty Young Thing), του Τζέιμς Ίνγρκαμ και του Κούινσι Τζόουνς, και το The Lady in My Life του Ροντ Τέμπερτον, έδωσαν στο άλμπουμ πιο δυνατή R&B κατεύθυνση - αυτά τα τραγούδια περιγράφθηκαν ως «οι πρώτες sexy, soulful μπαλλάντες του Τζάκσον μετά τα χρόνια του στην Motown», από τον Ταραμπορρέλλι. Ο τραγουδιστής είχε ήδη υιοθετήσει ένα φωνητικό λόξιγκα (vocal hiccup), το οποίο συνέχιζε να εφαρμόζει στο Thriller, σκοπός του οποίου ήταν να προωθήσει ένα συγκεκριμένο αίσθημα - όπως ενθουσιασμό, λύπη και φόβο.

Μηνάς Χατζησάββας Έλληνας ηθοποιός




30 Νοεμβρίου 2015 (6 χρόνια πριν) πέθανε:

Μηνάς Χατζησάββας Έλληνας ηθοποιός

Ο Μηνάς Χατζησάββας (Αθήνα, 28 Ιανουαρίου 1948 – Αθήνα, 30 Νοεμβρίου 2015) ήταν Έλληνας ηθοποιός και σεναριογράφος.


Βιογραφία

Υπήρξε απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου (1969) και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι. Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του «Ελεύθερου Θεάτρου»[4] ενώ τη περίοδο 1978 - 1983 συνεργάστηκε σταθερά με το Εθνικό Θέατρο και την περίοδο 1984 - 1998 με το Ανοιχτό Θέατρο. Έπαιξε σε πολλές θεατρικές παραστάσεις, ενώ σημαντική ήταν η παρουσία του στον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το σενάριο της ταινίας Η ζωή ενάμιση χιλιάρικο.

Για τον τελευταίο του ρόλο, στην ταινία Ένας άλλος κόσμος, τιμήθηκε μετά θάνατον με το βραβείο Β' Ανδρικού Ρόλου από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.


Προσωπική ζωή

Ήταν ομοφυλόφιλος και συζούσε με τον σύντροφό του Κώστα Φαλελάκη τα 24 τελευταία χρόνια της ζωής του.


Θάνατος

Στις 23 Νοεμβρίου 2015 εισήχθη για νοσηλεία στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, έχοντας υποστεί εγκεφαλικά επεισόδια και απεβίωσε στις 30 Νοεμβρίου λόγω αυτών. Η κηδεία του τελέστηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών στις 2 Δεκεμβρίου.

Κατόπιν επιθυμίας του ηθοποιού η κηδεία του ήταν πολιτική και αντί ταφής ακολούθησε αποτέφρωση, ενώ επιθυμία της οικογένειάς του ήταν αντί στεφάνων να συγκεντρωθούν χρήματα για τους συλλόγους των μεταναστών. Συλλυπητήριο μήνυμα για το θάνατο του εξέδωσε και ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας.

Φράνσις Πικαμπιά Γάλλος ζωγράφος και ποιητής




30 Νοεμβρίου 1953 (68 χρόνια πριν) πέθανε:

Φράνσις Πικαμπιά Γάλλος

ζωγράφος και ποιητής

Ο Φράνσις Πικαμπιά (Francis-Marie Martinez de Picabia, 22 Ιανουαρίου 1879 - 30 Νοεμβρίου 1953) ήταν σημαντικός Γάλλος ζωγράφος και ποιητής, γεννημένος από Γαλλίδα μητέρα και Ισπανό πατέρα, ο οποίος εργαζόταν στην κουβανική πρεσβεία στο Παρίσι. Γεννήθηκε στο Παρίσι όπου και σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών. Οι πρώτες του δημιουργίες ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένες από τον ιμπρεσιονιστή ζωγράφο Άλφρεντ Σίσλεϋ. Το 1909 είναι η χρονιά που έρχεται σε επαφή με το κίνημα του κυβισμού που θα τον επηρεάσει σημαντικά. Λίγο αργότερα μάλιστα (1911) θα γίνει μέλος της ομάδας κυβιστών Puteaux όπου θα γνωρίσει και τον Μαρσέλ Ντυσάν.

Την περίοδο 1913-1915, ταξιδεύει συχνά στη Νέα Υόρκη όπου συμμετέχει σε αβάν γκαρντ (avant-garde) ρεύματα και προωθεί την μοντέρνα τέχνη στην Αμερική. Αργότερα, το 1916 και ενώ βρίσκεται στην Βαρκελώνη, δημοσιεύει το ντανταϊστικό περιοδικό 391 όπου και εμφανίζονται για πρώτη φορά τα λεγόμενα μηχανικά σχέδια του.

Ο Πικαμπιά συνέχισε την ενασχόληση του με το ντανταϊστικό κίνημα το 1919 στη Ζυρίχη και το Παρίσι μέχρι που το εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τον υπερρεαλισμό. Κάτω από την επίδραση του σουρεαλισμού και περί τα 1925 σηματοδοτείται και μια αλλαγή στην τεχνική των έργων του.

Τη δεκαετία του 1930 συνδέεται φιλικά με την Γερτρούδη Στάιν, σημαντική μορφή της μοντέρνας τέχνης. Πριν από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου επιστρέφει στο Παρίσι όπου ασχολείται κυρίως με αφηρημένη ζωγραφική αλλά και γράφει ποιήματα.

Το 1949 παρουσιάζεται σημαντική αναδρομική έκθεση για τον Πικαμπιά στο Παρίσι, στην γκαλερί René Drouin.

Χαρακτηριστικό του Πικαμπιά είναι το γεγονός ότι ποτέ δεν ακολούθησε δογματικά κάποιο ρεύμα ή τεχνοτροπία στη ζωγραφική, παράλληλα όμως ο ίδιος, υπήρξε πρόδρομος των κυριότερων ρευμάτων της μοντέρνας τέχνης.

Είναι αξιοσημείωτο ακόμα πως ο Πικαμπιά υπήρξε μεγάλος συλλέκτης αυτοκινήτων (υπολογίζεται ότι περισσότερα από 150 αυτοκίνητα είχαν περιέλθει στην κατοχή του).

Όσκαρ Ουάιλντ Ιρλανδός συγγραφέας




30 Νοεμβρίου 1900 (121 χρόνια πριν) πέθανε:

Όσκαρ Ουάιλντ Ιρλανδός συγγραφέας

Ο Όσκαρ Γουάιλντ (πλήρες όνομα Όσκαρ Φίνγκαλ Ο'Φλάχερτι Γουίλς Γουάιλντ, αγγλ. Oscar Fingal O'Flahertie Wills Wilde, 16 Οκτωβρίου 1854 – Παρίσι, 30 Νοεμβρίου 1900) ήταν Ιρλανδός μυθιστοριογράφος, ποιητής, δραματουργός και κριτικός. Έχοντας περάσει από διάφορα είδη γραπτού λόγου καθ' όλη τη δεκαετία του 1880, γεύτηκε τη δόξα ως θεατρικός συγγραφέας στο Λονδίνο στις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Στις μέρες μας έχει γίνει γνωστός για τα ευφυολογήματά του, το μοναδικό του μυθιστόρημα (Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ), τα θεατρικά έργα του, τις συνθήκες φυλάκισής του καθώς και τον πρόωρο θάνατό του.

Οι γονείς του ήταν επιφανείς Δουβλινέζοι διανοούμενοι, με Αγγλικές ρίζες. Ο Όσκαρ από μικρός έμαθε άπταιστα Γαλλικά και Γερμανικά. Στο πανεπιστήμιο ασχολήθηκε με τις κλασικές σπουδές, επιδεικνύοντας από μικρή ηλικία κλίση προς τον Κλασικισμό, τόσο στο Δουβλίνο όσο και αργότερα στην Οξφόρδη. Έγινε γνωστός για την ενασχόλησή του με το νεόκοπο αλλά ανερχόμενο ρεύμα του Αισθητισμού, το οποίο ίδρυσαν δύο από τους καθηγητές του, οι Γουόλτερ Πέιτερ (Walter Pater, 1839 - 1894) και Τζον Ράσκιν (John Ruskin, 1819 - 1900). Μετά το πανεπιστήμιο, ο Γουάιλντ μετακόμισε στο Λονδίνο όπου εντάχθηκε στους ανώτερους πνευματικούς και κοινωνικούς κύκλους. Ως εκπρόσωπος του κινήματος του Αισθητισμού ασχολήθηκε με όλες τις μορφές διανόησης: εξέδωσε μία ποιητική συλλογή, έδωσε ομιλίες στις Η.Π.Α. και στον Καναδά σχετικά με τον «Αγγλικό Διαφωτισμό στην Τέχνη» και έπειτα επέστρεψε στο Λονδίνο όπου έγραψε μεγάλο αριθμό άρθρων ως δημοσιογράφος. Γνωστός για το οξυδερκές πνεύμα, τις εξεζητημένες εμφανίσεις και τους πνευματώδεις διαλόγους του, ο Γουάιλντ έγινε μια από τις διασημότερες προσωπικότητες της εποχής του.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 τελειοποίησε τις ιδέες του σχετικά με την ανωτερότητα της τέχνης σε μια σειρά από διαλόγους και δοκίμια, ενώ ενσωμάτωσε σκέψεις του για την παρακμή, την δολιότητα και την ομορφιά στο μοναδικό του μυθιστόρημα, Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ (The picture of Dorian Grey, 1890). Η δυνατότητα που του παρείχε, να αναλύσει σε βάθος λεπτομέρειες του Αισθητισμού καθώς και να καταπιαστεί με ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, έστρεψε τον Γουάιλντ στο θέατρο. Έγραψε το θεατρικό Σαλώμη (Salome, 1891) στο Παρίσι, στα γαλλικά, έργο που δεν ανέβηκε στην Αγγλία παρά μόνο χρόνια αργότερα, εξαιτίας της απαγόρευσης έργων με Βιβλικό περιεχόμενο στο αγγλικό θέατρο. Ανεπηρέαστος από τις αντιδράσεις, ο Γουάιλντ έγραψε τέσσερις ακόμα κοινωνικές σάτιρες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας, οι οποίες τον έκαναν έναν από τους πιο επιτυχημένους συγγραφείς του ύστερου Βικτωριανού Λονδίνου.

Στο απόγειο της φήμης του, και ενόσω το αριστούργημά του, Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός (The importance of being Earnest, 1895) παιζόταν στο Λονδίνο, ο Γουάιλντ μήνυσε τον Μαρκήσιο του Κουίνσμπερι, Τζον Ντάγκλας (John Douglas, 9th Marquess of Queensberry, 1844 - 1900) για συκοφαντία. 

Ο Μαρκήσιος

Ο Μαρκήσιος ήταν ο πατέρας του εραστή του Γουάιλντ, του Λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας (Lord Alfred Douglas, 1870 - 1945). Οι κατηγορίες μπορούσαν να επιφέρουν κάθειρξη έως και δύο ετών. Στην διάρκεια της δίκης παρουσιάστηκαν αποδείξεις οι οποίες ανάγκασαν τον Γουάιλντ να αποσύρει τις κατηγορίες και οδήγησαν στη σύλληψή του με την κατηγορία του σοδομισμού (η ομοφυλοφιλία ήταν τότε ποινικό αδίκημα στην Αγγλία). Ύστερα από δύο ακόμα δίκες, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα. Το 1897, στην φυλακή, έγραψε το Εκ Βαθέων (De Profundis), μία επιστολή 80 περίπου πυκνογραμμένων σελίδων που εκδόθηκε το 1905, όπου αναλύει την ψυχοσύνθεσή του στις δίκες, δημιουργώντας ένα σκοτεινό «αντίβαρο» στην πρότερη φιλοσοφία της απόλαυσης. Μετά την αποφυλάκισή του έφυγε κατευθείαν για τη Γαλλία, όπου και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκεί έγραψε και το τελευταίο του έργο, Η μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ (The Ballad of Reading Gaol, 1898), ένα μακροσκελές ποίημα όπου παρουσιάζει τις κακουχίες της ζωής στην φυλακή. Πέθανε άπορος στο Παρίσι , τον Νοέμβριο του 1900, σε ηλικία 46 ετών.
 

Νεανικά χρόνια

Άγαλμα του Όσκαρ Ουάιλντ στην πλατεία Merrion Square στο Δουβλίνο

Ο Όσκαρ Γουάιλντ γεννήθηκε στο Δουβλίνο, το δεύτερο από τα τρία παιδιά της Τζέην Φρανσέσκα Έλτζι (Jane Francesca Elgee, 1821 - 1896) και του Σερ Γουίλλιαμ Γουάιλντ (Sir William Wilde, 1815 - 1876). Η μητέρα του, υπέρμαχη της επανένωσης της Ιρλανδίας, έγραφε ποίηση για το επαναστατικό κίνημα των Young Irelanders, με το ψευδώνυμο Speranza (ελπίδα στα ιταλικά). Διάβαζε στα δύο αδέλφια (τον Όσκαρ και τον κατά δύο χρόνια μεγαλύτερό του Γουίλλυ(Willie Wilde, 1852 - 1899)) από μικρή ηλικία ποιήματα του κινήματος, μεταλαμπαδεύοντάς τους την αγάπη της για αυτά. Ο Σερ Γουίλλιαμ ήταν επιτυχημένος χειρούργος ωτορινολαρυγγολόγος και χρίστηκε ιππότης το 1864 για τις ιατρικές υπηρεσίες του στην χώρα. Επίσης, έγραψε βιβλία για την Ιρλανδική αρχαιολογία και λαογραφία και υπήρξε επιφανής φιλάνθρωπος. Η κλινική του, όπου προσέφερε φροντίδα στους άπορους πίσω από το Trinity College, υπήρξε ο πρόδρομος της Ωτορινολαρυγγικής κλινικής του Δουβλίνου. Ο Ουάιλντ βαφτίστηκε στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Μάρκου στο Δουβλίνο.

Εκτός των τριών παιδιών του με την Τζέην, ο Γουίλλιαμ Γουάιλντ είχε αποκτήσει τρία ακόμη παιδιά εκτός γάμου, πριν παντρευτεί την σύζυγό του: Τον Χένρι Γουίλσον (Henry Wilson) (1838), και τις Έμιλυ (Emily Wilde) (1847) και Μαίρυ Γουάιλντ (Mary Wilde) (1849). Ο Σερ Γουίλλιαμ αναγνώρισε την πατρότητα των νόθων παιδιών του, τους παρείχε όλα τα απαραίτητα για την μόρφωσή τους, όμως πάντοτε υστερούσαν σε σχέση με τα «νόμιμα» παιδιά του.

Το 1855 η οικογένεια Γουάιλντ μετακόμισε σε νέο, μεγαλύτερο σπίτι, όπου γεννήθηκε η μικρή Άισολα (Isola Wilde, 1857 - 1867) δύο χρόνια αργότερα. Σύντομα, το σπίτι των Γουάιλντ μετατράπηκε σε σημείο αναφοράς της κοινωνικής και καλλιτεχνικής ζωής της πόλης, συγκεντρώνοντας σε πολυάριθμα σουαρέ προσωπικότητες των τεχνών και της επιστήμης, όπως τους Σέρινταν Λε Φανού (Sheridan Le Fanu, 1814 - 1873), Τζόρτζ Πετρί (George Petrie, 1790 - 1866), Σάμουελ Φέργκιουσον (Samuel Ferguson, 1810 - 1886) και Γουίλλιαμ Χάμιλτον (William Hamilton, 1805 - 1865).

Μέχρι την ηλικία των εννέα ετών λάμβανε μαθήματα κατ' οίκον, ενώ στην συνέχεια φοίτησε στο Portora Royal School, 160 χιλιόμετρα έξω από την πόλη του Δουβλίνου. Μέχρι τα είκοσί του χρόνια ο Γουάιλντ παραθέριζε στην εξοχική κατοικία του πατέρα του, στο παραθαλάσσιο χωριό Κονγκ (Cong), στην επαρχία του Μάγιο (Mayo) στην Δυτική Ιρλανδία. Εκεί, ο Όσκαρ με τον Γουίλλυ περνούσαν τον χρόνο τους με τον μετέπειτα συγγραφέα Τζορτζ Μούρ (George Moore, 1852 - 1933).

Η Άισολα απεβίωσε σε ηλικία εννέα ετών από μηνιγγίτιδα. Το ποίημα του Γουάιλντ Requiescat είναι αφιερωμένο στην μνήμη της:

"Πάτα ελαφρά, είναι κοντά,
Κάτω απʼ το χιόνι
Τʼ άνθος ακούει, μίλα σιγά,
Που μεγαλώνει."
 

Ακαδημαϊκή εκπαίδευση: 1870
Κολλέγιο Trinity, Δουβλίνο


Ο Γουάιλντ κέρδισε υποτροφία για να σπουδάσει Κλασική Φιλολογία από το 1871 έως το 1874 στο Trinity College στο Δουβλίνο όπου συγκατοίκησε με τον αδελφό του Γουίλλυ. Το Trinity, ένα από τα κορυφαία σχολεία στο είδος του, του παρείχε τα απαραίτητα εχέγγυα για να αναπτύξει το ταλέντο του και η συναναστροφή του με τον Τζων Μάχαφυ (J.P. Mahaffy, 1839 - 1919) του ενέπνευσε την αγάπη για την Αρχαία Ελληνική γραμματεία. Όσο σπούδαζε στο κολλέγιο, συνεργάστηκαν στην συγγραφή του βιβλίου του Μάχαφυ Η κοινωνική ζωή στην Ελλάδα από τον Όμηρο μέχρι τον Μένανδρο (Social life in Greece from Homer to Menander, 1874). Ο Γυάιλντ, παρά τις μεταγενέστερες επιφυλάξεις του, χαρακτήριζε τον Μάχαφυ «ο πρώτος και καλύτερος δάσκαλός μου» και «ο λόγιος που μου έμαθε να αγαπάω κάθε τι ελληνικό». Από την πλευρά του, ο Μάχαφυ υπερηφανευόταν ότι εκείνος δημιούργησε τον Γουάιλντ· αργότερα όμως θα τον αποκαλούσε «το μόνο μελανό σημείο της διδασκαλίας μου».

Στο κολλέγιο δραστηριοποιείτο η «Φιλοσοφική Κοινωνία» του Πανεπιστημίου, μια ομάδα όπου φοιτητές μαζεύονταν και συζητούσαν ζητήματα τέχνης και φιλοσοφίας, η οποία ιδρύθηκε το 1683 από τον Ιρλανδό φιλόσοφο Γουίλλιαμ Μολυνό (William Molyneux, 1656 - 1698), γεγονός που την έκανε την παλαιότερη αντίστοιχη φοιτητική οργάνωση. Ο Γουάιλντ σύντομα καθιερώθηκε ως μέλος, και οι εβδομαδιαίες συζητήσεις της ομάδας για τους Άλτζερνον Τσαρλς Σουΐνμπορν (Algernon Charles Swinburne, 1837 - 1909) και Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι (Dante Gabriel Rossetti, 1828 - 1882), ανάμεσα σε άλλους, βοήθησαν σημαντικά στην ανάπτυξη του πνεύματός του. Εκεί παρουσίασε και ένα δοκίμιό του, με τίτλο Αισθητική Ηθική (Aesthetic Morality). Στο Trinity ο Γουάιλντ διέπρεψε ως μαθητής: στο πρώτο έτος ήταν πρώτος στην τάξη του, στο δεύτερο κέρδισε υποτροφία ύστερα από εξετάσεις ενώ στο τελευταίο έτος βραβεύτηκε με το «Χρυσό μετάλλιο του Μπέρκλεϋ», το υψηλότερο ακαδημαϊκό επίτευγμα στις ελληνικές σπουδές. Έδωσε εξετάσεις για υποτροφία στο Κολλέγιο Magdalen του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης



Ο 'Οσκαρ Ουάιλντ στην Οξφόρδη, σε ηλικία 22 ετών

Στο Magdalen συνέχισε τις σπουδές του στην Κλασική Φιλολογία, μέχρι και το 1878. Στην διάρκεια της φοίτησής του προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να ενταχθεί στην ρητορική ομάδα του Πανεπιστημίου, την περίφημη «Oxford Union».

Γοητευμένος τόσο από την αμφίεση όσο και από την μυστικότητα και τις τελετουργίες της Μασονικής Στοάς Apollo, υπέβαλε αίτηση, έγινε δεκτός, και σύντομα ανελίχθη μέχρι τον βαθμό του «Ανώτερου Διδασκάλου». Ύστερα από την αναθέρμανση του ενδιαφέροντός του για την Μασονία, στο τρίτο έτος, δήλωσε: «Θα ήταν πολύ θλιβερό να την άφηνα, αν ποτέ εγκατέλειπα την αίρεση του Προτεσταντισμού». Σκεφτόταν σοβαρά να ασπαστεί τον Καθολικισμό, μάλιστα είχε συζητήσει ενδελεχώς το θέμα με μέλη του κλήρου. Το 1877, ύστερα από μία ακρόαση από τον Πάπα Πίο Θ', μαγεύτηκε από το χάρισμα του θρησκευτικού ηγέτη. Διάβασε με ενθουσιασμό τα βιβλία του Καρδιναλίου Τζον Νιούμαν (Cardinal John Henry Newman, 1801 - 1890), ενώ με την συνάντησή του με τον Αιδεσιμότατο Σεμπάστιαν Μπόουντεν (Sebastian Bowden) το 1878, απέδειξε ότι έπαιρνε σοβαρά το θέμα της μεταστροφής του προς τον Καθολικισμό, καθώς ο Άγγλος κληρικός είχε χειριστεί στο παρελθόν αντίστοιχες υποθέσεις επιφανών προσωπικοτήτων. Ούτε ο πατέρας του (ο οποίος απείλησε να του κόψει την χρηματοδότηση) ούτε ο Μάχαφυ είδαν με καλό μάτι το σχέδιό του· κυρίως όμως ο ίδιος ο Γουάιλντ, ο ιδανικός ατομικιστής, εναντιώθηκε την ύστατη στιγμή στην ένταξή του σε ένα τόσο τυπικό σύστημα αξιών όπως ο Καθολικισμός. Την ημέρα της βάπτισής του, αντί για τον Γουάιλντ εμφανίστηκε στην εκκλησία ένα μπουκέτο λευκοί κρίνοι. Παρ' όλα αυτά, καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, παρέμεινε αμείωτο το ενδιαφέρον του, τόσο για την κοσμοθεωρία όσο και για τα μυστήρια της Καθολικής Εκκλησίας.

Ο Όσκαρ Ουάιλντ ντυμένος τσολιάς, από την επίσκεψή του στην Ελλάδα

Κατά την διάρκεια των σπουδών του στο Magdalen, ο Γουάιλντ έγινε αρκετά γνωστός ως πρωτεργάτης τόσο του Αισθητικού όσο και του Παρακμιακού κινήματος (Decadence movement). Είχε τα μαλλιά του μακριά, περιφρονούσε δημόσια όλα τα «αντρικά» αθλήματα - αν και περιστασιακά έπαιζε μποξ - και είχε διακοσμήσει το δωμάτιό του με φτερά παγωνιού, κρίνους, ηλιοτρόπια, μπλε πορσελάνες και άλλα objets d'art. «Το βρίσκω κάθε μέρα όλο και πιο δύσκολο να φανώ αντάξιος των γαλάζιων πορσελάνων μου», είχε πει κάποτε σε φίλους, ευφυολόγημα το οποίο έγινε σύντομα γνωστό και χρησιμοποιήθηκε ευρέως από αισθητιστές αλλά και από τους επικριτές τους, οι οποίοι έβρισκαν σε αυτό μία τρομερή κενότητα. Συχνά οι αισθητιστές αντιμετωπίζονταν με σκεπτικισμό, ακόμη και περιφρόνηση, όμως οι σχεδόν απαθείς τρόποι τους, σε συνδυασμό με τα επιδεικτικά ντυσίματα τους δημιούργησαν μια αναγνωρίσιμη «μόδα». Μάλιστα υπάρχει καταγεγραμμένο περιστατικό από τα φοιτητικά χρόνια του Γουάιλντ, όταν τέσσερις συμφοιτητές του του επιτέθηκαν και κατάφερε να τους απωθήσει μόνος του. Μέχρι το τρίτο έτος, ο Γουάιλντ είχε ξεκινήσει να φτιάχνει τον μύθο του και οι γνώσεις του είχαν ξεπεράσει κατά πολύ τις προκαθορισμένες, στείρες ακαδημαϊκές διαλέξεις. Αυτή του η συμπεριφορά οδήγησε στην αποβολή του για ένα εξάμηνο από το Madgalen, όταν μετά από ένα ταξίδι στην Ελλάδα με τον καθηγητή Μάχαφυ γύρισε αδικαιολογήτως αργοπορημένος στο Πανεπιστήμιο.

Ο Γουάιλντ γνώρισε τον Γουόλτερ Πέιτερ όταν ήταν στο τρίτο έτος στο Magdalen, όμως τον είχε ήδη σαγηνεύσει το έργο του Σπουδή στην ιστορία της Αναγέννησης (Studies in the history of Renaissance, 1873), το οποίο εκδόθηκε τον τελευταίο χρόνο του Γουάιλντ στο Trinity. Ο Πέιτερ ισχυριζόταν ότι πρωτίστως ο άνθρωπος πρέπει να εξευγενίσει την δεκτικότητά του στην ομορφι και ότι πρέπει να ζει την κάθε στιγμή στον μέγιστο βαθμό. Χρόνια αργότερα, στο Εκ Βαθέων, ο Γουάιλντ έγραψε για το βιβλίο του Πέιτερ: «Το βιβλίο που είχε μια τόσο παράξενη επίδραση στη ζωή μου». Είχε μάθει αποσπάσματα του βιβλίου απ' έξω, και το είχε πάντοτε μαζί του στα ταξίδια του τα επόμενα χρόνια. Ο Πέιτερ ήταν εκείνος που εμφύσησε στον Γουάιλντ την σχεδόν παιδιάστικη, απαίδευτη αφοσίωσή του στην τέχνη, όμως ο Τζον Ράσκιν έδωσε σκοπό σε αυτήν. Ο Ράσκιν διαφωνούσε με τον ρηχό Αισθητισμό του Πέιτερ, αντιπαραβάλλοντας στην κενότητά του την ανάγκη της Τέχνης να βελτιώνει την κοινωνία. Ο Ράσκιν λάτρευε την Ομορφιά, αλλά θεωρούσε ότι έπρεπε να συνυπάρχει με το Καλό και να εφαρμόζεται για αυτό. Στην σειρά διαλέξεων του Ράσκιν Ο Αισθητισμός και τα Μαθηματικά στις σχολές Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας, τις οποίες ο Γουάιλντ παρακολούθησε με ενθουσιασμό, ο Άγγλος συγγραφέας παρουσίασε τον Αισθητισμό ως το μη μαθηματικό κομμάτι ενός πίνακα. Παρ' όλο που ο Γουάιλντ δεν ήταν φίλος ούτε του πρωινού ξυπνήματος ούτε της χειρωνακτικής εργασίας, προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει τον Ράσκιν να μετατρέψουν έναν λασπωμένο επαρχιακό καρόδρομο σε έναν ωραίο, καθαρό δρόμο περιστοιχισμένο από παρτέρια με λουλούδια.

Κέρδισε το 1878 το Βραβείο Newdigate, το οποίο απονέμεται από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης σε προπτυχιακούς φοιτητές, για το ποίημά του Ραβένα (Ravenna), εμπνευσμένο από την επίσκεψη του στην ιταλική πόλη τον προηγούμενο χρόνο. Αποφοίτησε τον Νοέμβριο του 1878, κερδίζοντας μία σπάνια διάκριση· ήταν από τους ελάχιστους φοιτητές που βγήκαν πρώτοι και στους δύο κύκλους σπουδών του τμήματος.
 

Μαθητεία ενός αισθητιστή: 1880

Οδός Τάιτ 1 (πλέον 44), Τσέλσι, Λονδίνο
Ντεμπούτο στην κοινωνία


Μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο Γουάιλντ επέστρεψε στο Δουβλίνο, όπου ξανασυνάντησε την Φλόρενς Μπαλκόμπ (Florence Balcombe, 1858 - 1937), παιδικό του έρωτα. Εκείνη όμως, αρραβωνιάστηκε τον Μπραμ Στόκερ ( Bram Stoker, 1847 - 1912), τον οποίο και παντρεύτηκε το 1878. Αυτή της η απόφαση απογοήτευσε τον Γουάιλντ, αλλά παρέμεινε στωικός· της έγραψε, λέγοντάς της: «Θυμάμαι τα δύο χρόνια - τα πιο γλύκα χρόνια όλης μου της εφηβείας» που είχαν περάσει μαζί. Επίσης ανέφερε την πρόθεσή του να επιστρέψει στην Αγγλία, «αυτή την φορά για τα καλά», επιθυμία που έκανε εν τέλει πραγματικότητα το ίδιο έτος, επιστρέφοντας στη γενέτειρά του μόλις άλλες δύο φορές.

Αβέβαιος για το επόμενο βήμα του, επικοινώνησε με αρκετούς γνωστούς του ψάχνοντας για θέσεις Κλασικών σπουδών στην Οξφόρδη και στο Κέιμπριτζ. Ακριβώς όπως το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης έδινε το βραβείο Newdigate για ποίηση, έτσι και το αντίστοιχο του Κέιμπριτζ έδινε το βραβείο Chancellor για πρόζα. Ο Γουάιλντ, αν και δεν ήταν φοιτητής του Πανεπιστημίου, συμμετείχε κανονικά το 1879 με το δοκίμιό του Η άνοδος της ιστορικής κριτικής (The rise of historical criticism). Το θέμα του, «Η ιστορική κριτική στους Αρχαίους», έμοιαζε ιδανικό για τον Γουάιλντ, ο οποίος όμως, παρά την ικανότητά του στον γραπτό λόγο και τη βαθιά γνώση του για τον Αρχαίο κόσμο, δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στην μακρόσυρτη, επίπεδη ακαδημαϊκή γλώσσα. Παραδόξως, δεν δόθηκε βραβείο εκείνη την χρονιά. Με όσα χρήματα του περίσσεψαν από την πώληση των σπιτιών που κληρονόμησε από τον πατέρα του, ο Ουάιλντ μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου έμεινε με τον Άγγλο ζωγράφο Φρανκ Μάιλς (Frank Miles, 1852 - 1891) στον αριθμό 1 της οδού Τάιτ, στο Τσέλσι. Τα επόμενα έξι χρόνια ο Γουάιλντ θα τα περνούσε ανάμεσα στο Λονδίνο, το Παρίσι και τις Η.Π.Α., όπου ταξίδευε δίνοντας διαλέξεις.

Από τα χρόνια στο Trinity δημοσίευε στίχους και ποιήματα σε περιοδικά, κυρίως στο Cottabos, το οποίο εξέδιδε το Κολλέγιο, και στο Dublin University Magazine, ένα ανεξάρτητο μηνιαίο περιοδικό με λογοτεχνική θεματολογία. Στα μέσα του 1881, στα 27 του χρόνια, εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιήματα (Poems). Το βιβλίο έγινε δεκτό με αρκετά θετικά σχόλια, πούλησε και τα 750 αντίτυπά του, και επανεκδόθηκε το επόμενο έτος. Ήταν δεμένο με μία πανέμορφη, εμαγιέ περγαμηνή με ανάγλυφα άνθη και ήταν τυπωμένο σε χειροποίητο Ολλανδικό χαρτί. Ο Γουάιλντ χάρισε πολλά αντίτυπα του βιβλίου σε επιφανείς προσωπικότητες και λογοτέχνες που τον επισκέφτηκαν τα επόμενα χρόνια. Η «Oxford Union» του ζήτησε να της αποστείλει ένα αντίτυπο για τη βιβλιοθήκη της, αλλά κατά την παρουσίασή του, το έργο καταδικάστηκε ως προϊόν λογοκλοπής ύστερα από οριακή ψηφοφορία. Το αντίτυπο, προς μεγάλη στεναχώρια της Ένωσης, επιστράφηκε στον Γουάιλντ. Ο βιογράφος Ρίτσαρντ Έλμαν (Richard Ellmann, 1918 - 1987) υποστήριζε πως το ποίημά του Hélas (αλίμονο στα Γαλλικά) αποτελεί μια ειλικρινή, αν και κάπως εξεζητημένη προσπάθειά να εξηγήσει τις αντιθέσεις που έβλεπε στον εαυτό του:


"Να καταπιαστώ με κάθε πάθος ιερό
μέχρι η ψυχή μου να γένει
λάουτο έγχορδο, παλιό
οι ανέμοι όλοι να παίζουνε μ' αυτό"


Το εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό Punch δεν συμμεριζόταν τον ίδιο ενθουσιασμό· «ο ποιητής είν' Γουάιλντ, μα η ποίησή του ήμερη», κατέληγε, παίζοντας με την ομοηχία του επιθέτου του ποιητή με το επίθετο «άγριος» (Wilde - wild)

Αμερική: 1882


Ο Αισθητισμός εκείνα τα χρόνια ήταν αρκετά της μόδας και μεταφέρθηκε σε οπερέτα από το δίδυμο Γκίλμπερτ-Σάλιβαν (Gilbert and Sullivan) στην Υπομονή (Patience, 1881). Ο Ρίτσαρντ Ντ' Όυλυ Κάρτ (Richard D'Oyly Carte, 1844 - 1901), ξακουστός Άγγλος ιμπρεσάριος, στα πλαίσια προώθησης του έργου στις Η.Π.Α. κάλεσε στην αμερικάνικη ήπειρο για μια σειρά από διαλέξεις τον πλέον θελκτικό όλων των αισθητιστών, τον Όσκαρ Γουάιλντ. Έφτασε στη Νέα Υόρκη στις 2 Ιανουαρίου 1882, με το Α/Π Αριζόνα (SS Arizona), μετά από ταξίδι 9 ημερών. Αν και αρχικά ήταν σχεδιασμένη διαρκέσει τέσσερεις μήνες, η περιοδεία συνεχίστηκε για πάνω από ένα έτος, εξαιτίας της μεγάλης εμπορικής επιτυχίας της. Ο Γουάιλντ επιθυμούσε να μεταφέρει την ομορφιά που έβλεπε στην τέχνη, στην καθημερινότητα. Αυτό ήταν ένα πρακτικό όσο και φιλοσοφικό ζήτημα: στην Οξφόρδη είχε διακοσμήσει το δωμάτιό του με κρίνους και γαλάζιες πορσελάνες, ενώ στην Αμερική μία από τις διαλέξεις του είχε σαν θέμα την εσωτερική διακόσμηση. Όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει την φήμη ότι κάποτε είχε παρελαύνει στην οδό Πικαντίλι (Piccadilly Str.) στο Λονδίνο, με τα μακριά μαλλιά του να ανεμίζουν, κρατώντας ένα κρίνο, απάντησε: «Σημασία δεν έχει αν το έκανα ή όχι, αλλά αν ο κόσμος πιστεύει ότι το έκανα». Ο Γουάιλντ θεωρούσε ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να δημηγορεί για τα υψηλότερα ιδεώδη, και ότι η ηδονή και η ομορφιά θα αντικαταστήσουν την ωφελιμιστική ηθική.Ο Τύπος ασκούσε ανηλεή κριτική τόσο στον Γουάιλντ όσο και στον Αισθητισμό: παραδείγματος χάριν, η εφημερίδα Springfield Republican, με αφορμή την επίσκεψη του Γουάιλντ στην Βοστώνη για μία διάλεξη, θεώρησε ότι η συμπεριφορά του Άγγλου αισθητιστή αντικατόπτριζε περισσότερο άνθρωπο κακόφημο, παρά διανοητή αφιερωμένο στην Ομορφιά και στην Ηδονή. Ο Τόμας Χίγγινσον (Thomas Wentworth Higginson, 1823 - 1911), Αμερικανός κληρικός και υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας, έγραψε στο άρθρο του με τίτλο Unmanly Manhood τους προβληματισμούς του για το ότι ο Γουάιλντ, του οποίου «η μόνη διάκριση είναι ένα μικρό βιβλίο με πολύ μέτρια ποίηση», θα επηρέαζε αρνητικά την συμπεριφορά ανδρών και γυναικών. Παρόλο που ο Τύπος ήταν εχθρικός απέναντί του, ο Γουάιλντ έχαιρε θερμής υποδοχής στα πιο ετερόκλιτα περιβάλλοντα στις Η.Π.Α.· την μία ημέρα έπινε ουίσκι με μεταλλωρύχους (δηλώνοντας μάλιστα: «οι μόνοι καλοντυμένοι άνθρωποι που έχω δει στις Η.Π.Α. είναι οι μεταλλωρύχοι των Βραχωδών Ορέων») και την επόμενη τον υποδέχονταν με τιμές στα πιο μοντέρνα σαλόνια κάθε πόλης που επισκεπτόταν ζωή στο Λονδίνο και ο έγγαμος βίος

Τα έσοδά του, σε συνδυασμό με τις αναμενόμενες εισπράξεις από το θεατρικό του, την Δούκισσα της Πάδουας (The Duchess of Padua, 1883), του επέτρεψαν να μετακομίσει στο Παρίσι από τον Φεβρουάριο μέχρι τα μέσα Μαΐου του 1883. Εκεί γνώρισε τον Ρόμπερτ Σέραρντ (Robert Sherard, 1861 - 1943), Άγγλο συγγραφέα και δημοσιογράφο, τον οποίο φιλοξενούσε σε τακτική βάση. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους επέστρεψε για λίγο στη Νέα Υόρκη για να ανεβάσει το πρώτο θεατρικό έργο που είχε γράψει, την Vera, το οποίο είχε απορριφθεί στο Λονδίνο. Φημολογείται ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ψυχαγωγούσε τους συνταξιδιώτες του απαγγέλοντας στίχους από το ποίημά του Ave Imperatix!, A Poem on England (Χαίρε, Αυτοκράτειρα!, Ένα ποίημα για την Αγγλία), σχετικά με την άνοδο και την πτώση των αυτοκρατοριών. Ο Έντμουντ Κλάρενς Στίντμαν (E.C. Stedman, 1833 - 1908), Αμερικανός ποιητής και κριτικός, έγραψε στο έργο του Victorian Poets για τον «αντρίκειο στίχο του - μία ποιητική και εύγλωττη επίκληση». Η παρουσία του Γουάιλντ στην αμερικανική μεγαλούπολη για ακόμη μία φορά δεν πέρασε απαρατήρητη. Το έργο αρχικά έτυχε καλής υποδοχής από το κοινό, όμως ύστερα από τις χλιαρές αντιδράσεις των κριτικών η προσέλευση έπεσε κατακόρυφα με αποτέλεσμα η παράσταση να ακυρωθεί μόλις μία εβδομάδα μετά την πρεμιέρα.

Ο Ρόμπερτ Ρος, 24 χρονών

Το μόνο που έμενε στον Γουάιλντ ήταν να επιστρέψει στο Λονδίνο και να συνεχίσει τις διαλέξεις: Εντυπώσεις από την Αμερική, Η αξία της Τέχνης στην σύγχρονη ζωή και Ενδυματολογία ήταν μερικά από τα θέματά του.

Το 1881 ο Γουάιλντ είχε γνωρίσει την Κόνστανς Λόυντ (Constance Lloyd, 1859 - 1898), κόρη του Οράσιο Λόυντ (Horace Lloyd), ενός πλουσίου συμβούλου της Βασίλισσας. Το 1884, η Κόνστανς έτυχε να επισκεφτεί το Δουβλίνο, όπου ο Γουάιλντ έδινε διαλέξεις στο θέατρο Gaiety. Εκείνος τη ζήτησε σε γάμο, και παντρεύτηκαν στις 29 Μαΐου 1884 στην Αγγλικανική εκκλησία του Αγίου Ιακώβου στο Πάντινγκτον (Paddington) του Λονδίνου. Το ετήσιο εισόδημα της Κόνστανς ανερχόταν σε 250 λίρες, ποσό αξιοπρεπέστατο για γυναίκα εκείνης της εποχής (αντιστοιχεί σε 22.100£ με σημερινή αξία), όμως τα ιδιαιτέρως ακριβά γούστα του Γουάιλντ, καθώς και το ότι το ζευγάρι κήρυσσε συνεχώς την αξία της διακόσμησης, έκαναν το κοινό να θεωρεί ότι το σπίτι τους θα έπρεπε να γίνει ο «ναός» του Αισθητισμού. Ως εκ τούτου, το σπίτι τους στον αριθμό 16 της οδού Τάιτ ανακαινίστηκε πλήρως, με αρκετά υψηλό κόστος. Απέκτησαν δύο γιους, τον Κύριλλο (Cyril Wilde, 1885 - 1915) και τον Βίβιαν (Vyvyan Holland, 1886 - 1967).

Ενδεικτικό της πολιτικής ευαισθητοποίησής του είναι ότι υπήρξε ο μόνος λογοτέχνης που υπέγραψε την αίτηση του Τζορτζ Μπέρναρντ Σω (George Bernard Shaw, 1856 - 1950) για να δοθεί χάρη στους αναρχικούς που είχαν συλληφθεί (και εν τέλει εκτελέστηκαν) ως υπεύθυνοι του μακελειού στην πλατεία Χέιμαρκετ (Haymarket square) στο Σικάγο, στις 4 Μαΐου 1886.

Ο Ρόμπερτ Ρος (Robert Ross, 1869 - 1918), 17 χρονών τότε, είχε διαβάσει τα ποιήματα του Ουάιλντ πριν συναντηθούν και εναντιωνόταν στη Βικτωριανή απαγόρευση της ομοφυλοφιλίας σε τέτοιο βαθμό ώστε είχε αποξενωθεί από την οικογένεια του. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Έλμαν, βιογράφου του Γουάιλντ, ο Ρος ήταν «...τόσο νέος και τόσο γνώστης, αποφασισμένος να γοητεύσει τον Γουάιλντ». Ο Ντάνιελ Μέντελσον (Daniel Mendelsohn, γεν. 1960), Αμερικανός συγγραφέας και κριτικός, θεωρεί ότι ο Γουάιλντ, ο οποίος έκανε συχνά αναφορές στον «Ελληνικό έρωτα» (κατ' ευφημισμό η ομοφυλοφιλία), μυήθηκε στον ομοφυλοφιλικό έρωτα από τον Ρος, σε μια εποχή που «ο γάμος του είχε αρχίσει να περνάει κρίση μετά τη δεύτερη εγκυμοσύνη της συζύγου του, η οποία πλέον τον απωθούσε ερωτικά».

συνέχεια στη βικιπαίδεια

Τα Μπαρμπάντος αποκτούν την ανεξαρτησία τους


Η θέση του Μπαρμπάντος (πράσινο)

30 Νοεμβρίου 1966 (55 χρόνια πριν):

Τα Μπαρμπάντος αποκτούν την ανεξαρτησία τους απ το Ηνωμενο Βασιλειο
 

Η νησιωτική χώρα Μπαρμπάντος (αγγλικά: Barbados, προφέρεται [/bɑːrˈbeɪdɒs/]) έχει έκταση 430 τ.χλμ. και πληθυσμό 287.708 , σύμφωνα με τη μέση εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών για το 2021. Πρωτεύουσα είναι η Μπρίτζταουν. Πολίτευμα της χώρας είναι η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και αρχηγός του Κράτους είναι η Πρόεδρος που είναι σήμερα η Σάντρα Μέισον. Το 2018 η Μία Μότλεϊ ανέλαβε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός. Είναι ανεξάρτητο κράτος από τις 30 Νοεμβρίου του 1966. Στις 30 Νοεμβρίου 2021 ανακηρύχθηκε Κοινοβουλευτική Δημοκρατία

Κατοικήθηκε από ανθρώπους του Καλινάγκο από τον 13ο αιώνα, και προηγουμένως από άλλους ιθαγενείς Αμερικανούς. Ισπανοί ναυτικοί κατέλαβαν τα Μπαρμπάντος στα τέλη του 15ου αιώνα και τα διεκδίκησαν. Η Πορτογαλική Αυτοκρατορία διεκδίκησε το νησί μεταξύ 1532 και 1536, αλλά αργότερα, το 1620 το εγκατέλειψε. Ένα αγγλικό πλοίο, το Olive Blossom, έφτασε στα Μπαρμπάντος στις 14 Μαΐου 1625 και οι άνδρες του κατέλαβαν το νησί. Το 1627, οι πρώτοι μόνιμοι άποικοι έφτασαν από την Αγγλία και τα Μπαρμπάντος έγιναν αγγλική και αργότερα βρετανική αποικία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η αποικία λειτουργούσε με οικονομία φυτειών, βασιζόμενη στην εργασία των σκλάβων Αφρικανών που δούλευαν στις φυτείες του νησιού. Οι σκληρές συνθήκες εργασίας των σκλάβων είχαν ως αποτέλεσμα αρκετές σχεδιασμένες εξεγέρσεις σκλάβων, η μεγαλύτερη από τις οποίες ήταν η εξέγερση του Μπούσα το 1816 που καταπνίχθηκε από τους Βρετανούς. Το δουλεμπόριο στο νησί συνεχίστηκε έως ότου τέθηκε εκτός νόμου από τον Νόμο για το Εμπόριο Σκλάβων του 1807, με την τελική χειραφέτηση του σκλαβωμένου πληθυσμού στα Μπαρμπάντος να λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο πέντε ετών μετά τον Νόμο κατάργησης της δουλείας του 1833.


Στις 30 Νοεμβρίου 1966, τα Μπαρμπάντος έγιναν ανεξάρτητο κράτος και βασίλειο της Κοινοπολιτείας. Τον Οκτώβριο του 2021, η Dame Sandra Mason εξελέγη από το Κοινοβούλιο η πρώτη Πρόεδρος των Μπαρμπάντος. Στις 30 Νοεμβρίου 2021, η Μέισον αντικατέστησε τη βασίλισσα της Αγγλίας ως αρχηγός του κράτους, με τα Μπαρμπάντος να μεταβαίνουν στη δημοκρατία.

Ο πληθυσμός των 287.000 κατοίκων είναι κατά κύριο λόγο αφρικανικής καταγωγής. Ενώ είναι νησί του Ατλαντικού, τα Μπαρμπάντος συνδέονται στενά με την Καραϊβική και κατατάσσονται ως ένας από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς του.


Ετυμολογία

Το όνομα «Μπαρμπάντος» προέρχεται είτε από τον πορτογαλικό όρο "os barbudos" είτε από το ισπανικό ισοδύναμο, "los barbudos", και τα δύο σημαίνουν «τα γενειοφόρα». Δεν είναι σαφές εάν το «γενειοφόρος» αναφέρεται στις μακρές, κρεμασμένες ρίζες της γενειοφόρου συκής (Ficus citrifolia), ενδημική στο νησί, ή στους φερόμενους γενειοφόρους Καραΐβους που κάποτε κατοικούσαν στο νησί ή σε μία οπτική εντύπωση μιας γενειάδας που σχηματίζεται από τον αφρό της θάλασσας που ψεκάζεται πάνω από τους απομακρυσμένους υφάλους. Το 1519, ένας χάρτης που παρήγαγε ο γενουάτης χαρτογράφος Βισκόντε Ματζόλο έδειξε και ονόμασε το Μπαρμπάντος στη σωστή του θέση. Επιπλέον, το νησί της Μπαρμπούντα στις Υπήνεμες Νήσους έχει παρόμοιο όνομα και κάποτε ονομαζόταν "Las Barbudas" από τους Ισπανούς.

Το αρχικό όνομα για το Μπαρμπάντος την Προκολομβιανή εποχή ήταν Ichirouganaim, σύμφωνα με τους απογόνους των αυτόχθονων φυλών που μιλούσαν τη γλώσσα των Αραουάκων σε άλλες περιφερειακές περιοχές, με πιθανές μεταφράσεις όπως «Κόκκινη γη με λευκά δόντια»[6] ή «Νησί της κόκκινης πέτρας με δόντια έξω (ύφαλοι)» ή απλά «Δόντια».
Ιστορία


Προ-αποικιακή περίοδος

Αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι άνθρωποι ίσως εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά ή επισκέφτηκαν το νησί γύρω στο 1600 π.Χ. Μόνιμη αμερικανική κατοίκηση στο Μπαρμπάντος χρονολογείται από τον 4ο έως τον 7ο αιώνα μ.Χ., από μια ομάδα γνωστή ως Saladoid-Barrancoid. Οι δύο κύριες ομάδες ήταν οι Αραουάκοι από τη Νότια Αμερική, οι οποίοι κυριάρχησαν γύρω στο 800–1200 μ.Χ., και οι πιο πολεμικοί Καραΐβοι που έφτασαν από τη Νότια Αμερική τον 12ο-13ο αιώνα.
 

Ευρωπαϊκή άφιξη

Η Αυτοκρατορία της Πορτογαλίας διεκδίκησε το Μπαρμπάντος από το 1532 έως το 1620.

Είναι αβέβαιο ποιο ευρωπαϊκό έθνος έφτασε πρώτο στο Μπαρμπάντος, το οποίο πιθανότατα θα έγινε κάποια στιγμή τον 15ο αιώνα ή τον 16ο αιώνα. Μια λιγότερο γνωστή πηγή επισημαίνει παλαιότερα αποκαλυφθέντα αρχεία που προηγούνται σύγχρονων πηγών που δείχνουν ότι θα μπορούσε να ήταν οι Ισπανοί. Πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, πιστεύουν ότι οι Πορτογάλοι, καθ 'οδόν προς τη Βραζιλία, ήταν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που ήρθαν στο νησί. Το νησί αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους Ευρωπαίους, αν και η ισπανική επιδρομή για σκλάβους θεωρείται ότι έχει μειώσει τον ιθαγενή πληθυσμό, ενώ πολλοί έφυγαν σε άλλα νησιά.


Βρετανικός αποικισμός το 1600

Στις 14 Μαΐου του 1625 έφτασε το πρώτο βρετανικό πλοίο με επικεφαλής τον Τζον Πάουελ. Ο πρώτος οικισμός ιδρύθηκε στις 17 Φεβρουαρίου του 1627, κοντά στο σημερινό Χόλταουν (Holetown) (πρώην Τζέιμσταουν), από μια ομάδα με επικεφαλής τον μικρότερο αδερφό του Τζον Πάουελ, τον Χένρι, αποτελούμενη από 80 εποίκους και 10 άγγλους εργάτες. Ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι ορισμένοι Αφρικανοί ήταν μεταξύ αυτών των πρώτων εποίκων.

Ο οικισμός ιδρύθηκε ως ιδιόκτητη αποικία και χρηματοδοτήθηκε από τον Ουίλιαμ Κούρτεν, έναν έμπορο της πόλης του Λονδίνου που απέκτησε τον τίτλο του Μπαρμπάντος και πολλών άλλων νησιών. Έτσι, οι πρώτοι άποικοι ήταν στην πραγματικότητα μισθωτές και πολλά από τα κέρδη της εργασίας τους επέστρεψαν στον Κούρτεν και την εταιρεία του. Ο τίτλος του Κούρτεν μεταφέρθηκε αργότερα στον Τζέιμς Χέι, 1ο κόμη του Κάρλαϊλ, σε αυτό που αργότερα ονομάστηκε «Μεγάλη Ληστεία του Μπαρμπάντος». Ο Κάρλαϊλ επέλεξε στη συνέχεια ως κυβερνήτη τον Χένρι Χάουλι, ο οποίος ίδρυσε τη Συνέλευση το 1639, σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει τους καλλιεργητές, οι οποίοι διαφορετικά θα είχαν αντιταχθεί στον αμφιλεγόμενο διορισμό του.

Κατά την περίοδο 1640–60, οι Δυτικές Ινδίες προσέλκυσαν πάνω από τα δύο τρίτα του συνολικού αριθμού των Άγγλων μεταναστών στην Αμερική. Μέχρι το 1650 υπήρχαν 44.000 έποικοι στις Δυτικές Ινδίες σύγκριση με 12.000 στο Τσέσαπικ και 23.000 στη Νέα Αγγλία. Οι περισσότεροι Άγγλοι που αφίχθηκαν ήταν εργάτες. Μετά από πέντε χρόνια εργασίας, τους δόθηκαν «τέλη ελευθερίας» περίπου 10 £, συνήθως σε αγαθά. Πριν από τα μέσα της δεκαετίας του 1630, λάμβαναν επίσης 5 έως 10 στρέμματα γης, αλλά αργότερα το νησί γέμισε και δεν υπήρχε άλλη ελεύθερη γη.[εκκρεμεί παραπομπή] Κατά τη διάρκεια της εποχής της Κοινοπολιτείας της Αγγλίας (1650) ένας μεγάλος αριθμός αιχμαλώτων πολέμου, ασεβών και ανθρώπων που είχαν απαχθεί παράνομα, μεταφέρθηκαν βίαια στο νησί και πουλήθηκαν ως υπηρέτες. Αυτές οι δύο τελευταίες ομάδες ήταν κατά κύριο λόγο Ιρλανδοί, καθώς αρκετές χιλιάδες Ιρλανδοί μαζεύτηκαν από άγγλους εμπόρους και πουλήθηκαν ως υπηρέτες στο Μπαρμπάντος και σε άλλα νησιά της Καραϊβικής κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, μια πρακτική που έγινε γνωστή ως Barbadosed. Στην καλλιέργεια καπνού, βαμβακιού, πιπερόριζας και λουλακί εργάστηκαν κυρίως ευρωπαίοι εργάτες με άδεια εργασίας μέχρι την έναρξη της βιομηχανίας ζαχαροκάλαμου τη δεκαετία του 1640 και την εισαγωγή Αφρικανών σκλάβων.

Η ζωή στη νέα αποικία δεν ήταν εύκολη, με τα μητρώα των ενοριών του 1650 να δείχνουν ότι στους λευκούς πληθυσμούς, υπήρχαν τέσσερις φορές περισσότεροι θάνατοι από ότι γάμοι.[εκκρεμεί παραπομπή] Το στήριγμα της οικονομίας της αποικίας ήταν η εξαγωγή καπνού, αλλά οι τιμές του καπνού τελικά μειώθηκαν το 1630 καθώς η παραγωγή στο Τσέσαπικ αναπτύχθηκε.

Η εισαγωγή του ζαχαροκάλαμου από την Ολλανδική Βραζιλία το 1640 μετέτρεψε πλήρως την κοινωνία, την οικονομία και το φυσικό τοπίο. Το Μπαρμπάντος είχε τελικά μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες ζάχαρης στον κόσμο. Μια ομάδα που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση της πρώιμης επιτυχίας της βιομηχανίας ήταν οι Σεφαρδίτες, οι οποίοι είχαν αρχικά εξορισθεί από την Ιβηρική χερσόνησο, και κατέληξαν στην Ολλανδική Βραζιλία. Καθώς οι επιπτώσεις της νέας καλλιέργειας αυξήθηκαν, το ίδιο συνέβη και με τη μετατόπιση της εθνοτικής σύνθεσης του Μπαρμπάντος και των γύρω νησιών. Η φυτεία ζάχαρης ήταν μια μεγάλη επένδυση και απαιτούσε βαριά εργασία. Αρχικά, οι Ολλανδοί έμποροι προμήθευαν τον εξοπλισμό, χρηματοδοτούσαν και υποδούλωσαν Αφρικανούς, πέραν του ότι μετέφεραν το μεγαλύτερο μέρος της ζάχαρης στην Ευρώπη. Το 1644 ο πληθυσμός του Μπαρμπάντος υπολογίστηκε σε 30.000, εκ των οποίων περίπου 800 ήταν αφρικανικής καταγωγής, με το υπόλοιπο κυρίως αγγλικής καταγωγής. Αυτοί οι Άγγλοι μικροκαλλιεργητές τελικά εξαγοράστηκαν και το νησί γέμισε με μεγάλες φυτείες ζάχαρης και Αφρικανούς σκλάβους. Μέχρι το 1660 υπήρχε σχεδόν ισοπαλία, με 27.000 μαύρους και 26.000 λευκούς. Μέχρι το 1666 τουλάχιστον 12.000 λευκοί μικροκαλλιεργητές είχαν εξαγοραστεί, πέθαναν ή έφυγαν από το νησί, πολλοί επέλεξαν να μεταναστεύσουν στην Τζαμάικα ή στις αμερικανικές αποικίες (κυρίως στην Καρολίνα).

Μέχρι το 1680 υπήρχαν 20.000 ελεύθεροι λευκοί και 46.000 Αφρικανοί σκλάβοι.Έως το 1724, υπήρχαν 18.000 ελεύθεροι λευκοί και 55.000 Αφρικανοί σκλάβοι.


18ος και 19ος αιώνα

Άγαλμα του Μπούσα, Μπρίτζταουν. Ο Μπούσα οδήγησε τη μεγαλύτερη εξέγερση σκλάβων στην ιστορία των Μπαρμπάντος κατά των βρετανών αποικιοκρατών.

Οι σκληρές συνθήκες εργασίας των σκλάβων είχαν ως αποτέλεσμα αρκετές σχεδιασμένες εξεγέρσεις σκλάβων, η μεγαλύτερη από τις οποίες ήταν η εξέγερση του Μπούσα το 1816, η οποία καταπιέστηκε από τα βρετανικά στρατεύματα. Η αυξανόμενη αντίθεση στη δουλεία οδήγησε στην κατάργησή της στη Βρετανική Αυτοκρατορία το 1834. Ωστόσο, η λευκή φυτειοκρατία διατηρεί τον έλεγχο της πολιτικής και οικονομικής κατάστασης στο νησί, με τους περισσότερους εργάτες να ζουν σε σχετική φτώχεια.

Ο τυφώνας του 1780 σκότωσε πάνω από 4.000 άτομα στο Μπαρμπάντος. Το 1854, μια επιδημία χολέρας σκότωσε περισσότερους από 20.000 κατοίκους.


20ός-21ος αιώνας

Η βαθιά δυσαρέσκεια με την κατάσταση στο Μπαρμπάντος οδήγησε πολλούς να μεταναστεύσουν. Η δυσαρέσκεια κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1930 κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, καθώς οι κάτοικοι του Μπαρμπάντος άρχισαν να απαιτούν καλύτερες συνθήκες για τους εργαζόμενους, τη νομιμοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων και τη διεύρυνση του δικαιώματος ψήφου, το οποίο σε αυτό το σημείο περιοριζόταν στους άντρες ιδιοκτήτες ακινήτων. Ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης αναταραχής, οι Βρετανοί έστειλαν μια επιτροπή (The Royal Indies Royal Commission, ή Moyne Commission) το 1938, η οποία συνέστησε τη θέσπιση πολλών από τις ζητούμενες μεταρρυθμίσεις στα νησιά. Ως αποτέλεσμα, οι αφρικανικής καταγωγής κάτοικοι του Μπαρμπάντος άρχισαν να διαδραματίζουν πολύ πιο σημαντικό ρόλο στην πολιτική της αποικίας, με την καθολική ψηφοφορία που εισήχθη το 1950.

Επιφανής μεταξύ αυτών των πρώτων ακτιβιστών ήταν ο Grantley Herbert Adams, ο οποίος βοήθησε στην ίδρυση του Εργατικού Κόμματος του Μπαρμπάντος (BLP) το 1938.[28] Έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός του Μπαρμπάντος το 1953, ακολουθούμενος από τον συνιδρυτή του BLP Hugh Gordon Cummins από το 1958-1961. Μια ομάδα αριστερών πολιτικών που υποστήριξαν ταχύτερες κινήσεις για ανεξαρτησία αποχώρησαν από το BLP και ίδρυσαν το Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (DLP) το 1955. Στη συνέχεια, το DLP κέρδισε τις γενικές εκλογές του 1961 και ο ηγέτης τους Έρολ Μπάροου έγινε πρωθυπουργός.

Η πλήρης εσωτερική αυτοδιοίκηση θεσπίστηκε το 1961.Το Μπαρμπάντος εντάχθηκε στη βραχύβια Ομοσπονδία Δυτικών Ινδιών από το 1958 έως το 1962, αποκτώντας αργότερα πλήρη ανεξαρτησία στις 30 Νοεμβρίου του 1966.Ο Έρολ Μπάροου έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός της χώρας. Το Μπαρμπάντος έμεινε εντός της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, διατηρώντας τη βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ ως μονάρχη έως το 2021.

Στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, εισήχθη στο Κοινοβούλιο των Μπαρμπάντος, λίγο περισσότερο από έναν ολόκληρο χρόνο μετά την ανακοίνωση για τη μετάβαση, το Σύνταγμα (Τροπολογία) (Αριθ. 2) Νομοσχέδιο του 2021. Ψηφίστηκε στις 6 Οκτωβρίου, εισάγοντας το αξίωμα του Προέδρου των Μπαρμπάντος για να αντικαταστήσει το ρόλο της Βασίλισσας. Στις 12 Οκτωβρίου 2021, η εν ενεργεία Γενική Κυβερνήτης των Μπαρμπάντος Ντάμ Σάντρα Μέισον προτάθηκε από κοινού από τον Πρωθυπουργό και τον Αρχηγό της Αντιπολίτευσης ως υποψήφια πρώτη πρόεδρος των Μπαρμπάντος και εξελέγη στις 20 Οκτωβρίου. Η Μέισον ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 30 Νοεμβρίου 2021 και η χώρα ανακηρύχθηκε επισήμως Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.

Μαρκ Τουαίην Αμερικανός συγγραφέας



30 Νοεμβρίου 1835 (186 χρόνια πριν) γεννήθηκε:

Μαρκ Τουαίην Αμερικανός συγγραφέας

Ο Σάμουελ Λάνγκχορν Κλέμενς (Samuel Langhorne Clemens, 30 Νοεμβρίου 1835 – 21 Απριλίου 1910), γνωστός κυρίως με το ψευδώνυμο Μαρκ Τουαίην, ήταν Αμερικανός συγγραφέας. Ανάμεσα στα πιο γνωστά βιβλία του είναι οι Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ και οι Περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν.

Νεανικά χρόνια

Ο Σάμουελ Λάνγκχορν Κλέμενς γεννήθηκε στο χωριό Φλόριντα της πολιτείας του Μιζούρι των Ηνωμένων Πολιτειών, γιος του Τζον και της Τζέην Κλέμενς. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στην παραποτάμια πόλη Χάνιμπαλ, αναζητώντας καλύτερες οικονομικές συνθήκες. Οι εντυπώσεις του από τη ζωή στον ποταμό Μισσισσιππή οφείλονται στην ίδια την προσωπική του εμπειρία. Η πόλη που μεγάλωσε καθώς και οι κάτοικοί της, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του Τουαίην, τις Περιπέτειες του Τομ Σώγιερ (1876). Αν και η πρώτη μόρφωσή του ήταν μικρή, ωστόσο μπόρεσε ν' αντλήσει το υλικό που απαθανάτισε σε πολλά του έργα από τη ζωή της παιδικής του ηλικίας.

Ο Μαρκ Τουαίην σε ηλικία 15 ετών

Ο πατέρας του πέθανε το 1847 αφήνοντας στην οικογένεια αρκετά οικονομικά χρέη, γεγονός που ανάγκασε τον Τουαίην να εγκαταλείψει το σχολείο και να εργαστεί. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Οράιον, ξεκίνησε το 1850 να εκδίδει την εφημερίδα Hannibal Journal, στην οποία ο Τουαίην δημοσίευε κατά διαστήματα κείμενά του. Παράλληλα πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στις ανατολικές και στις δυτικές πολιτείες των Η.Π.Α., εργαζόμενος ως τυπογράφος. Έπειτα από δέκα χρόνια, ενώ ταξίδευε για δουλειές στη Νέα Ορλεάνη, αποφάσισε ξαφνικά να γίνει οδηγός ποταμόπλοιου, ένα επάγγελμα το οποίο ο ίδιος αναγνώρισε πως του πρόσφερε σημαντικές εμπειρίες, ενώ ήρθε σε επαφή με πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος σε συνδυασμό με την εμφάνιση των σιδηροδρόμων, είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί το εμπόριο μέσω ποταμόπλοιων, γεγονός που ανάγκασε τον Τουαίην να αναζητήσει μία νέα επαγγελματική διέξοδο.

Ο Τουαίην απέφυγε την ανάμιξη του στον εμφύλιο και γύρισε πίσω με το σκοπό να συνεργασθεί και πάλι με τον αδελφό του, Οράιον, αναλαμβάνοντας το ρόλο ιδιαίτερου γραμματέα του αδελφού του, ο οποίος είχε διοριστεί γραμματέας του κυβερνήτη της Νεβάδα. Οι εμπειρίες τους στην αμερικανική Δύση, αποτέλεσαν τη βάση για το δεύτερο βιβλίο του Τουαίην, Roughing It (1872). Καθώς η θέση του ως ιδιαίτερος γραμματέας δεν ήταν θεσμοθετημένη και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να αμοίβεται, το επόμενο διάστημα εργάστηκε ως ανθρακωρύχος χωρίς να σημειώσει ωστόσο ιδιαίτερη επιτυχία. Αργότερα ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας Territorial Enterprise της Βιρτζίνια, του ανέθεσε την έκδοσή της. Σε κείμενό του, στις 3 Φεβρουαρίου του 1863 χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Μαρκ Τουαίην (Mark Twain).

Ελάχιστα γνωστό είναι το γεγονός ότι δεν είναι ο πρώτος, αλλά μάλλον ο δεύτερος που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο "Μαρκ Τουαίην". Πριν απ' αυτόν το είχε χρησιμοποιήσει ένας συγγραφέας από το Πικαγιούν της Νέας Ορλεάνης, ο Ησαΐας Σέλερς. "Μαρκ Τουαίην" είναι μία έκφραση των βυθομετρητών που συνόδευαν πάντα τα ποταμόπλοια στα ταξίδια τους. Η φωνή τους ακουγόταν κάθε τόσο να λέει: "Μαρκάρισε μισό", "μαρκάρισε ένα" κ.λπ. "Μαρκ Τουαίην" θα πει "μαρκάρισε δύο βάθη".


Λογοτεχνία

Το 1864, ο Τουαίην μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο, όπου εργάστηκε για αρκετές τοπικές εφημερίδες. Τον επόμενο χρόνο σημείωσε την πρώτη του λογοτεχνική επιτυχία ολοκληρώνοντας ένα σατιρικό σύντομο διήγημα στα πλαίσια μιας συλλογής κειμένων του Artemus Ward. Ο Τουαίην υπέβαλε το έργο του καθυστερημένα και τελικά δεν αποτέλεσε μέρος της συλλογής, ωστόσο ο εκδότης φρόντισε να δημοσιευτεί το κείμενο στην εφημερίδα Saturday Press. Το διήγημα, με τον πρωτότυπο τίτλο "Jim Smiley and his Jumping Frog", γνωστό σήμερα ως "The Celebrated Jumping Frog of Calaveras County," είχε σημαντική απήχηση και στη συνέχεια επανατυπώθηκε και μεταφράστηκε. Ο εκδότης της Atlantic Monthly, James Russell Lowell, περιέγραψε το έργο του Τουαίην ως "το καλύτερο δείγμα χιομουριστικής λογοτεχνίας της Αμερικής."

Την Άνοιξη του 1866, ως απεσταλμένος της εφημερίδας Sacramento Union, ταξίδεψε στις νήσους Σάντουιτς (σημερινή Χαβάη) προκειμένου να γράψει μια σειρά από ταξιδιωτικά άρθρα. Με την επιστροφή του στο Σαν Φραντσίσκο, μετά από προτροπή του εκδότη John McComb (της εφημερίδας Alta California) αλλά και ωθούμενος από την απήχηση των κειμένων του, ο Τουαίην αποφάσισε να παραχωρήσει μία σειρά διαλέξεων, που τον καταξίωσαν ως ικανό ομιλητή.

Το 1867, ο Τουαίην έπεισε τον McComb να χρηματοδοτήσει ένα δεύτερο ταξίδι του, αυτή τη φορά στην Ευρώπη και την Μέση Ανατολή. Τα ταξιδιωτικά κείμενα του, δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Alta California με μεγάλη απήχηση, ενώ αποτέλεσαν επιπλέον την βάση για το πρώτο βιβλίο του Τουαίην, The Innocents Abroad, δημοσιευμένο το 1869, και το οποίο πρόσφερε στον συγγραφέα του σημαντική αναγνώριση από το κοινό.

Στις 14 Αυγούστου του 1867 το ατμόπλοιο Κουάκερ αγκυροβόλησε στο λιμάνι του Πειραιά. Οι επιβάτες, μεταξύ άλλων και ο Τουαίην έβλεπαν τον Παρθενώνα από το πλοίο και ήταν όλοι ανυπόμονοι να βγουν στη στεριά. Όμως, οι ελληνικές αρχές τούς ενημέρωσαν πως, επειδή έρχονταν από λιμάνι της Ανατολής, έπρεπε πρώτα να μπουν σε καραντίνα για 11 ημέρες, αλλιώς έπρεπε να αποπλεύσουν

αποπλεύσουν. Εκείνη τη νύχτα ο Μαρκ Τουαίην μαζί με άλλους τρεις επιβάτες βγήκαν κρυφά στην ακτή, παραβιάζοντας τους νόμους της καραντίνας, με σκοπό να επισκεφθούν την Ακρόπολη. Την περιπέτειά του αυτή στην Αθήνα, ο Μαρκ Τουαίην την περιέγραψε με απίστευτη “αθωότητα” στο βιβλίο του The Innocents Abroad. Η μετάφραση του συγκεκριμένου αποσπάσματος εμπεριέχεται στο ιστορικό μυθιστόρημα Το Νησί Πέρα από Ακτή που το θέμα του αφορά αυθεντικές μαρτυρίες και ιστορίες περιηγητών του 19ου αιώνα, όπως ήταν και ο Τουαίην, στην Αθήνα, τον Πειραιά και τα ελληνικά νησιά.


Η λογοκρισία του Χακ ΦινΕπεξεργασία

Το μυθιστόρημα Χάκλμπερυ (Χακ) Φιν εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βρετανία τον Δεκέμβριο του 1884 και στις ΗΠΑ το επόμενο έτος. Περιγράφει τις περιπέτειες ενός λευκού έφηβου (Χακ Φιν) κατώτερης κοινωνικής τάξης, που φεύγει από το σπίτι του για να απαλλαγεί από τον μέθυσο και βίαιο πατέρα του, παρέα με έναν δραπέτη δούλο, τον Τζιμ. Ο Τουαίην στο μυθιστόρημα χρησιμοποιεί τη λαϊκή γλώσσα της εποχής του και, μεταξύ άλλων, επαναλαμβάνει πάνω από 200 φορές τη λέξη "νέγρος" (nigger). Το έργο ήδη από το 1885 δέχτηκε αρνητική κριτική από τους λευκούς λόγω της χυδαίας γλώσσας και της ανηθικότητάς του, οπότε χαρακτηρίστηκε έως και "αληθινό σκουπίδι", και εξαιρέθηκε από κάποιες δημόσιες βιβλιοθήκες. Εν τούτοις, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ το έχει χαρακτηρίσει ως τη βάση όλης της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας. Στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα το έργο δέχτηκε νέα κριτική ως ρατσιστικό, και απαγορεύθηκε σε ορισμένα σχολεία των ΗΠΑ, όπου προηγουμένως εχρησιμοποιείτο ως βοηθητικό βιβλίο.  Σε νεώτερες αγγλόφωνες εκδόσεις του μυθιστορήματος έχει αντικατασταθεί η λέξη "νέγρος" με το "σκλάβος" και έχει παραληφθεί η λέξη "injun", που αναφερόταν στους ιθαγενείς της Αμερικής. Η απαγόρευση του βιβλίου σε σχολείο της Φιλαδέλφεια "από έναν πολιτικά ορθό όχλο" κρίθηκε αρνητικά, και χαρακτηρίστηκε "λογοκρισία" από εκπρόσωπο του Γραφείου Πνευματικής Ελευθερίας της Αμερικανικής Ένωσης Βιβλιοθηκών.
 

Οικογένεια

Την ίδια χρονιά, ο Τουαίην γνώρισε την Ολίβια (Λίβυ) Λάγκντον με την οποία παντρεύτηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1870 και εγκαταστάθηκαν μαζί, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης. Εκεί, ο Τουαίην ανέλαβε καθήκοντα εκδότη και συγγραφέα για την τοπική εφημερίδα Buffalo Express. Μετά την γέννηση του γιου τους, Λάνγκντον, στις 7 Νοεμβρίου του 1871, εγκαταστάθηκαν στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ. Στις 19 Μαρτίου του 1872, γεννήθηκε η πρώτη τους κόρη, Ολίβια Σούζαν, ενώ τον Ιούνιο του ίδιου έτους ο Λάνγκντον πέθανε έχοντας προσβληθεί από διφθέρια. Απέκτησαν μαζί άλλες δύο κόρες, την Κλάρα (1874) και την Τζέην Λάμπτον (1880). Στο διάστημα αυτό, ο Τουαίην έδωσε αρκετές διαλέξεις, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Αγγλία, την οποία επισκέφτηκε για πρώτη φορά.


Τελευταία χρόνια

Μέχρι το 1891, ο Τουαίην έζησε στο Χάρτφορντ, όπου ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, μεταξύ των οποίων Οι περιπέτειες του Τομ Σώγιερ (1876), Ο Πρίγκιπας και ο Φτωχός (1881) και Ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου (1889). Οι περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν – κατά πολλούς το πιο γνωστό βιβλίο του – δημοσιεύτηκε το 1885 και αποτέλεσε ένα από τα πρώτα βιβλία που εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο του ίδιου του Τουαίην, The Charles L. Webster Company, για τη διεύθυνση του οποίου ανέλαβε καθήκοντα ο ανηψιός του, Charles Webster.

Ο τάφος του Μαρκ Τουαίην στη Νέα Υόρκη

Αν και τα έργα του είχαν μεγάλη απήχηση, γεγονός που του εξασφάλιζε σημαντικά οικονομικά κέρδη, ο Τουαίην προέβη σε πολλές άστοχες επενδύσεις των χρημάτων του, γεγονός που τον οδήγησε τελικά στα όρια της χρεωκοπίας. Σε μία προσπάθεια του να εξοικονομήσει χρήματα, ώστε να καλύψει οικονομικά του χρέη, εγκαταστάθηκε το 1891 οικογενειακώς στην Ευρώπη πραγματοποιώντας αρκετά ταξίδια ανά τον κόσμο μέχρι το 1900. Το 1894, η εκδοτική του εταιρεία αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία της γεγονός που ώθησε τον Τουαίην να δώσει μια σειρά διαλέξεων σε διάφορες χώρες, προκειμένου και πάλι να εξοικονομήσει χρήματα. Καταλυτική για την βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης ήταν η στενή φιλία που ανέπτυξε με τον βιομήχανο Χένρυ Χάτλστον Ρότζερς, στέλεχος της πετρελαϊκής εταιρείας Standard Oil.

Ο Τουαίην επέστρεψε στην Αμερική το 1900. Κατά τον Ισπανο-Αμερικανικό πόλεμο του 1898, είχε ήδη υϊοθετήσει μία σκληρή στάση απέναντι στην αμερικανική κυβέρνηση, πολιτική στάση που διατήρησε και μετά την επιστροφή στην πατρίδα του, ως αντιπρόεδρος της Αμερικανικής Αντι-Ιμπεριαλιστικής Ένωσης (American Anti-Imperialist League). Οι πολιτικές του απόψεις του είχαν ως αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί από ορισμένους ως προδότης, αλλά και την μη δημοσίευση ορισμένων κειμένων του σε περιοδικά της εποχής, εξαιτίας του φόβου πολλών εκδοτών για πιθανή δυσφήμιση. Το 1903, έχοντας ζήσει στην Νέα Υόρκη για τρία χρόνια, η σύζυγός του αρρώστησε και εγκαταστάθηκαν στη Φλωρεντία της Ιταλίας, όπου η Ολίβια Λάγκντον πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Μετά το θάνατό της, ο Τουαίην επέστρεψε στη Νέα Υόρκη. Πέθανε στο Ρέντινγκ του Κονέκτικατ στις 21 Απριλίου του 1910, σε ηλικία 74 ετών.

Ο Μαρκ Τουαίην ήταν αριστοτέχνης χιουμορίστας. Η ζωή του δείχνει τον άνθρωπο, τον γεμάτο ανήσυχη ευθυμία, διαυγή οξυδέρκεια και δυνατή λογική. Τα έργα του, από τη φιλολογική άποψη έχουν γονιμότητα, ευρείς ορίζοντες και αριστοτεχνικό χειρισμό πολλών ζητημάτων και θεμάτων.

Η τύχη και ο πλούτος ευνόησαν απλόχερα τον μεγάλο συγγραφέα που, παρόλο που γελούσε αληθινά στη ζωή, ήταν στο βάθος ένας πικρός σαρκαστής. Και το μυστικό του αυτό το πήρε μαζί του όταν πέθανε.
Ο αστεροειδής 2362 Μαρκ Τουαίην (2362 Mark Twain) πήρε το όνομά του από τον συγγραφέα.

Παρθένιος Γ΄ Πατριάρχης Αλεξανδρείας




30 Νοεμβρίου 1919 (102 χρόνια πριν) γεννήθηκε:

Παρθένιος Γ΄ Πατριάρχης Αλεξανδρείας 

Ο Παρθένιος Γ΄ διετέλεσε Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κατά τα έτη 1987-1996.

Ο κατά κόσμον Άρης Κοϊνίδης γεννήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1919 στο Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου σε καθαρά ελληνικό περιβάλλον. Μετά τα εγκύκλια μαθήματα στα ελληνικά εκπαιδευτήρια της Αιγύπτου, σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης έως το 1939 στην Πόλη, όπου διακρίθηκε για την έφεσή του προς τη μάθηση. Στη συνέχεια μετεκπαιδεύτηκε στην Οξφόρδη και στο Παρίσι.

Διάκονος έγινε το 1939 και Αρχιδιάκονος το 1940. Το 1958 εξελέγη μητροπολίτης Καρθαγένης και στις 23 Φεβρουαρίου 1987 Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής. Διακρίθηκε για τις θεολογικές του γνώσεις και τη δραστηριοποίησή του στο Οικουμενικό Κίνημα. Χαρακτηρίστηκε μάλιστα ως «ο Πατριάρχης των Διαλόγων». Διετέλεσε Πρόεδρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Ασχολήθηκε με την ορθόδοξη ιεραποστολή, ιδιαιτέρως στην Ουγκάντα, όπου ίδρυσε την Μητρόπολη Καμπάλας, και στην Κένυα.

Πέθανε αιφνίδια στις 23 Ιουλίου 1996 στην Αμοργό από ανακοπή καρδιάς

Σήμερα 30/11 ... Αποστόλου Ανδρέου

σταφυλλίνακες στον ήλιο (φ.Μ.κυμάκη)
σταφυλλίνακες στον ήλιο (φ.Μ.κυμάκη)

Αποστόλου Ανδρέου

για μεγέθυνση ροδάκι να ανοίξει καρτέλα με φακό +-

Δευτέρα, Νοεμβρίου 29, 2021

Γιώργος Γεραλής Έλληνας ποιητής



29 Νοεμβρίου 1996 (25 χρόνια πριν) πέθανε:

Γιώργος Γεραλής Έλληνας ποιητής

Ο Γιώργος Γεραλής (23 Απριλίου 1917 - 29 Νοεμβρίου 1996) ήταν Έλληνας Μικρασιάτης φιλόλογος και ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
 

Η ζωή του

Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 23 Απριλίου 1917. Σπούδασε φιλολογία και νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Το 1944 παντρεύτηκε τη Θέα Ανδρεοπούλου. Κόρη του είναι η ηθοποιός Άννα Γεραλή. Είχε συμβολή στη σύνταξη του Μεγάλου Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης του Δημητρίου Δημητράκου, της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας του «Πυρσού» και του Ελληνικού Λεξικού των Τεγόπουλου - Φυτράκη (1988). Εργάστηκε επίσης ως συντάκτης σε διάφορες περιοδικές εκδόσεις καθώς και ως διευθυντής σύνταξης και επιμελητής. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Νέα Εστία», «Καλλιτεχνικά νέα», «Ο κύκλος», «Πειραϊκά Γράμματα» κ.ά. Διετέλεσε τμηματάρχης των Σιδηροδρόμων του Ελληνικού Κράτους (όπου είχε διοριστεί το 1942) μέχρι το 1965. Στη συνέχεια ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη φιλολογική επιμέλεια εκδόσεων.

Για πρώτη φορά δημοσιεύτηκε ποίημα του στο περιοδικό «Εβδομάς», το «Μια ψυχή πέταξε». Το 1936 δημοσίευσε στο περιοδικό «Νέα Εστία» το ποίημα «Διαβάτες».

Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές "Κύκνοι στο λυκόφως" (1939), "Λυρικά τοπία" (1950), "Αίθουσα αναμονής" (Κρατικό Βραβείο 1957), "Τα μάτια της Κίρκης" (1961), "Κλειστός κήπος" (1966), "Η ελληνική νύχτα" (1974), καθώς επίσης και την "Ελληνική Μυθολογία" (που αποτελεί μια εξαίρετη ποιητική ανάπλαση των αρχαίων μύθων - 1959. Τελευταία του ποιητική συλλογή ήταν τα "Νέα ποιήματα" (1984).

Επίσης έχει γράψει "Ορθογραφικό λεξικό της Δημοτικής γλώσσας" (1964).

Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, έλαβε μέρος στο Διεθνές Συνέδριο Λογοτεχνίας για Νέους (Μαδρίτη 1964) όπου τιμήθηκε με Έπαινο του Βραβείου Άντερσεν για τη διασκευή της Ιλιάδας.

Του απονεμήθηκαν:
το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1958 για τη συλλογή «Αίθουσα αναμονής»,
το 1ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1975 για τη συλλογή «Η ελληνική νύχτα»,
το Βραβείο της «Ομάδας των Δώδεκα» (έπαθλο ιδρύματος Χατζηπατέρα) το 1962 για την ποιητική συλλογή «Τα μάτια της Κίρκης»,
το 1986 το Βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη για το σύνολο του έργου του.

Κατά τον μελετητή του έργου του Κώστα Φρουζάκη (εφημερίδα «Η Αυγή» 27/11/2011) ο Γιώργος Γεραλής είναι «ποιητής μεταιχμιακός, με το έργο του «πατά» τόσο στη μεσοπολεμική όσο και στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, με τους εκπροσώπους της οποίας μοιράζεται τους υπαρξιακούς προβληματισμούς σε θεματογραφικό επίπεδο … η ποιητική του συλλογή Κύκνοι στο λυκόφως θα γίνει ασμένως δεκτή από τους εκπροσώπους της αθηναϊκής νεοσυμβολιστικής σχολής (Ν. Λαπαθιώτης, Μ. Παπανικολάου). Σε αυτό το «κλίμα» θα παραμείνει πιστός και στα ποιήματά του που θα εκδοθούν μετά (και παρά) την τραγική εμπειρία του πολέμου (Λυρικά τοπία, 1950). Μονάχα στις επόμενες συλλογές του (Αίθουσα αναμονής, 1957, Τα μάτια της Κίρκης, 1961), χωρίς ακόμη να εγκαταλείψει, θεματογραφικά, τα συμβολιστικά χαρακτηριστικά του και τα διδάγματα της παραδοσιακής ποίησης σε επίπεδο μορφολογίας, απομακρύνεται από την ποιητική «καθαρότητα», αφήνοντας το βίωμα να εισβάλλει με βία στη δημιουργία του: ο θάνατος του πατέρα του («πρόγευση μιας ανερμήνευτης αιωνιότητας», όπως έλεγε και ο ίδιος), αλλά και ο έρωτας (η «ανακάλυψη της ζωής»), θα βρεθούν στο επίκεντρο της ποίησής του...

Υπάρχει μία τομή στο έργο του, που συνεπάγεται το πλησίασμα με το έργο ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς: Με τα Είδωλα (1964) και τον Κλειστό κήπο (1966) οι δεσμοί με το συμβολιστικό παρελθόν χαλαρώνουν, η γλώσσα και η τεχνική του ανανεώνονται, υιοθετώντας στοιχεία μοντερνιστικά και, για πρώτη φορά, ο χαμηλόφωνος αυτός δημιουργός διευρύνει τη θεματολογία της ποίησής του, εντάσσοντας σε αυτήν στοιχεία κοινωνικής και πολιτικής κριτικής που «πλαταίνουν τον λυρισμό του» (στη συλλογή Η ελληνική νύχτα, 1974). Πρόκειται για ποιήματα γραμμένα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, τα οποία αποτελούν τον δικό του τρόπο αντίδρασης στο χουντικό καθεστώς: «Συλλογιστήκαμε τη νύχτα, αυτό μονάχα, / κι είπαμε η λέξη είναι φωτιά, θα την πούμε τη λέξη, / όμως εκείνοι / την ίδια τη φωτιά αγκαλιάσανε δίχως λέξη να πούνε» («Με τι πρόσωπο»).

Ο Γιώργος Γεραλής μιλούσε γαλλικά και ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Πέθανε στις 29 Νοεμβρίου 1996 στην Αθήνα σε ηλικία 79 ετών.

Σπυρίδων Σαμάρας Έλληνας συνθέτης




29 Νοεμβρίου 1861 (160 χρόνια πριν) γεννήθηκε:

Σπυρίδων Σαμάρας Έλληνας συνθέτης

Ο Σπυρίδων - Φιλίσκος Σαμάρας (29 Νοεμβρίου 1861 - 7 Απριλίου 1917) ήταν ένας από τους διαπρεπέστερους Έλληνες συνθέτες και ο κορυφαίος συνθέτης της Επτανησιακής Σχολής. Διακρίθηκε στο χώρο της όπερας.


Η περίοδος 1861-1882

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 17 Νοεμβρίου 1861. Γιος του γεννημένου στη Βιέννη, αλλά με καταγωγή από τη Σιάτιστα, "γραμματέα υποπρόξενου" του Ελληνικού Βασιλικού Προξενείου, Σκαρλάτου Σαμάρα, και της γεννημένης στην Κωνσταντινούπολη Φαννής Ελάου. Πρώτος του δάσκαλος στη μουσική υπήρξε ο επίσης Κερκυραίος μουσουργός Σπυρίδων Ξύνδας, ο οποίος του συνέστησε να συνεχίσει στο Ωδείο Αθηνών, όπου και τελικά ενεγράφη το 1874, παρακολουθώντας συστηματικά μαθήματα από το επόμενο έτος. Δάσκαλοί του ήταν ο Φρειδερίκος Βολωνίνης (βιολί), ο Άγγελος Μασκερόνι και ο Ερρίκος Στανκαμπιάνο (θεωρητικά, ενορχήστρωση και πιάνο).


Η περίοδος 1882-1911

Τον Δεκέμβριο του 1881 έφυγε για ανώτερες σπουδές στο Παρίσι. Σημαντικότερος καθηγητής του στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού υπήρξε ο Λεό Ντελίμπ. Στο παρισινό Ωδείο εκτελέστηκαν μερικές συνθέσεις του, όπως η "Κιταράτα", η οποία απέσπασε τα συγχαρητήρια του Σαρλ Γκουνώ.

Στη συνέχεια (γύρω στο 1885) μετακόμισε στην Ιταλία, όπου και ξεκίνησε συστηματικά τη συνθετική του καριέρα. Ωστόσο, διατηρούσε για πολλά χρόνια μόνιμη κατοικία στο Παρίσι. Στις 16 Μαϊου του 1886 ανέβηκε με επιτυχία στο θέατρο Καρκάνο του Μιλάνου η τρίπρακτη όπερα Φλόρα Μιράμπιλις, θριάμβευσε όμως με το ανέβασμά της στη Σκάλα του Μιλάνου το 1887, με πρωταγωνίστρια την Εμμα Καλβέ. Με επιτυχία στέφθηκε και η εκτέλεση της τετράπρακτης όπερας "Μετζέ" το Δεκέμβριο του 1888 στο θέατρο Kostanzi της Ρώμης παρουσία υψηλών προσώπων.

Ο Σαμάρας ποτέ δεν αποξενώθηκε από την Ελλάδα, η φιλόμουση κοινότητα της οποίας παρακολουθούσε με θαυμασμό την ανοδική πορεία του μουσουργού. Έτσι το 1889 ανέβηκε στην Κέρκυρα και κατόπιν στην Αθήνα η "Φλόρα Μιράμπιλις" ως "Θαυμαστή Ανθώ".

Την αποτυχία της όπερας "Λιονέλλα" στη Σκάλα του Μιλάνου το 1891, ήρθε να αποκαταστήσει ο θρίαμβος της όπερας "La Martire" (Η Μάρτυς) που παρουσιάστηκε στη Νάπολη το Μάιο του 1894. Τοτε ακριβώς ο συνθέτης κατατάχθηκε από τους κριτικούς στη σχολή του βερισμού, της οποίας θεωρείται από τους πρωτεργάτες, πλάι στους Λεονκαβάλλο, Μασκάνι και Πουτσίνι.

Ακολούθησαν και άλλες επιτυχημένες όπερες, όπως "Η Δαμασμένη Μαινάδα" (La Furia Damata) το 1895, βασισμένη στο έργο του Σαίξπηρ "Το Ημέρωμα της Στρίγγλας", "Storia d'Amore" 1903 (αργότερα ανεβάστηκε και στη Γερμανία με τον τίτλο La Biontinetta (Η Ξανθούλα) και "Mademoiselle de Belle-Isle", το 1905.

Το 1895 ανατέθηκε από την Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή στον Σαμάρα η σύνθεση ενός Ολυμπιακού Ύμνου με την ευκαιρία της πραγματοποίησης στην Αθήνα των Πρώτων Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Απρίλιος 1896). Μετά την ανάθεση στον Σαμάρα η επιτροπή επέλεξε να μελοποιηθεί το ομότιτλο ποίημα του Κωστή Παλαμά. Ο ύμνος αυτός καθιερώθηκε ως επίσημος Ολυμπιακός Ύμνος μόλις το 1958 στο Τόκυο, δηλαδή εξήντα δύο χρόνια μετά την παγκόσμια «πρώτη» του και σαράντα ένα χρόνια μετά τον θάνατο του συνθέτη του.

Αποκορύφωμα της συνθετικής του καριέρας ήταν το ανέβασμα της τρίπρακτης όπερας "Rhea" (Ρέα) τον Απρίλιο του 1908 στο θέατρο "Verdi" της Φλωρεντίας. Τον Σαμάρα συγχαίρουν για τη μουσική του σημαντικοί Ιταλοί συνθέτες όπως ο Πουτσίνι και ο Μασκάνι, αναδεικνύοντάς τον ως ομότιμό τους. Κατόπιν το έργο ανεβάστηκε στο Βερολίνο, ενώ στην Αθήνα πρωτοπαίχτηκε το 1911.


Η περίοδος 1911-1917

Το 1911 ο Σαμάρας εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Γιώργο Λεωτσάκο (Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό), ο επαναπατρισμός του ίσως συνδέεται με σκέψεις του βασιλιά Γεωργίου του Α΄ να τον κάνει διευθυντή του Ωδείου Αθηνών, κάτι που τελικά δεν τελεσφόρησε. Ένας ακόμη λόγος που τον ανάγκασε να παραμείνει στην Ελλάδα, παρόλο που οι συνθήκες καλλιτεχνικά ήταν αντίξοες, θεωρείται και γάμος του με την πιανίστα Άννα Αντωνοπούλου (1914). Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος φαίνεται ότι εγκλώβισε οριστικά το Σαμάρα στην Ελλάδα. Ο συνθέτης για να επιβιώσει αναγκάστηκε να στραφεί σε ελαφρότερο μελοδραματικό είδος, την οπερέτα, αλλά και να εμπλουτίσει το έντεχνο ελληνόφωνο τραγούδι.

Απεβίωσε στην Αθήνα στις 25 Μαρτίου / 7 Απριλίου 1917, σε ηλικία 56 ετών από τη νόσο του Bright (χρονία νεφρίτις).

σήμερα 29/11 ... Αγίου Φαίδρου μάρτυρος, Αγίου Φιλουμένου

καμπανούλες (φ.Μ.Κυμάκη)
καμπανούλες (φ.Μ.Κυμάκη)

Αγίου Φαίδρου μάρτυρος, Αγίου Φιλουμένου
 
Για μεγέθυνση ροδάκι να ανοίξει καρτέλα με φακό +-

Κυριακή, Νοεμβρίου 28, 2021

Παύλος Ζάννας Έλληνας συγγραφέας




28 Νοεμβρίου 1929 (92 χρόνια πριν) γεννήθηκε:

Παύλος Ζάννας Έλληνας συγγραφέας

Ο Παύλος A. Ζάννας (Θεσσαλονίκη 1929 – Αθήνα 6 Δεκεμβρίου 1989) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, κριτικός του κινηματογράφου, και ιδρυτής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Γεννήθηκε το 1929 στη Θεσσαλονίκη, σε μια οικογένεια με έντονη παράδοση βενιζελική και δημοκρατική. Ο πατέρας του, Αλέξανδρος Zάννας (1892-1963), στενός συνεργάτης και υπουργός του Ελευθερίου Βενιζέλου και φίλος του Νικολάου Πλαστήρα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ελληνική πολιτική ζωή από την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα έως τα χρόνια που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μητέρα του, Βιργινία Zάννα (1897-1980), ήταν κόρη της Πηνελόπης Δέλτα και εργάστηκε κοινωνικά στον

Ερυθρό Σταυρό, στον Οδηγισμό, στην X.E.N. και στο κίνημα για τα δικαιώματα της γυναίκας.

Ο Παύλος Ζάννας πραγματοποίησε τις γυμνασιακές

σπουδές στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, και αποφοίτησε από το Κολλέγιο Αθηνών το 1947. Από το 1947 έως το 1952, σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Ινστιτούτο Ανωτέρων Διεθνών Σπουδών (Institut de Hautes Études Internationales) του Πανεπιστημίου της Γενεύης, απ' όπου έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα.

Το 1953 παντρεύτηκε με την πιανίστα Mίνα Zάννα (κόρη του Ανδρέα και της Χριστίνας Πράτσικα, 1932-2013) και απέκτησαν δύο γιους και μία εγγονή. Υπηρέτησε στον Στρατό ως έφεδρος ανθυπολοχαγός διαβιβάσεων (1953-1954). Στο τέλος του 1954 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη και ασχολήθηκε με εμπορικές και βιομηχανικές οικογενειακές επιχειρήσεις.

Από το 1955 ως το 1967 υπήρξε αρχικά μέλος, αργότερα γενικός γραμματέας και αντιπρόεδρος της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας «Tέχνη», με πρόεδρο τον Λίνο Πολίτη. Στο ίδιο αυτό χρονικό διάστημα ίδρυσε και διηύθυνε την Κινηματογραφική Λέσχη της «Tέχνης», όπου παρουσίασε πάνω από 300 ταινίες. Σε πρωτοβουλία του, που υιοθέτησε το Δ.Σ. της «Tέχνης» και η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης (Δ.Ε.Θ.), οφείλεται η δημιουργία του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1960. Πρωτοστάτησε, με άλλους κριτικούς και κινηματογραφιστές, στη δημιουργία της πρώτης Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδος, της Ελληνικής Ταινιοθήκης και αργότερα της Ένωσης Κινηματογραφικών Κριτικών Ελλάδος και ήταν μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Ελληνικός Κινηματογράφος (1966-1967). Όλες αυτές οι δραστηριότητες σταμάτησαν την 21η Απριλίου 1967. Ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Η Tέχνη στη Θεσσαλονίκη (1956-1963), όπου κρατούσε κυρίως τη στήλη της ανυπόγραφης (σύμφωνα με τις αρχές του περιοδικού) κινηματογραφικής κριτικής. Από το 1961 ως το 1964 κάλυπτε, από τη Θεσσαλονίκη, τη στήλη της θεατρικής κριτικής στην εφημερίδα Το Βήμα, κυρίως για τις παραστάσεις, κυρίως του

.Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Ήταν μέλος του Δ.Σ. και της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος από το 1965 ως το 1967.

Το 1965 διορίστηκε, από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, γενικός διευθυντής της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης και από τη θέση αυτή οργάνωσε, το 1966, το πρώτο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη, που δεν επέζησε στα χρόνια της δικτατορίας. Η δικτατορία, άλλωστε, της 21ης Απριλίου 1967 τον απέλυσε από τη θέση του στη Δ.E.Θ., αλλά και πρότεινε τον επαναδιορισμό του, τον οποίον εκείνος αρνήθηκε. Συνελήφθη το 1968 για τη συμμετοχή του στην αντιστασιακή οργάνωση «Δημοκρατική Άμυνα» και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10½ ετών, μαζί με τους Στ. Nέστορα, Γ. Σιπητάνο, Σ. Δέδε, A. Μαλτσίδη και K. Πύρζα. Αφέθηκε ελεύθερος στις αρχές του 1972, «λόγω ανηκέστου βλάβης» της υγείας του, και από τότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στη διάρκεια της φυλάκισής του είχε αρχίσει να μεταφράζει το πολύτομο μυθιστόρημα του Μαρσέλ Προυστ Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, εργασία που συνέχισε έως τον θάνατό του. Η μεταφραστική του αυτή εργασία βραβεύτηκε το 1974 με το ετήσιο βραβείο του Ιδρύματος Hautvillers, στο Παρίσι, για την πιο αξιόλογη μετάφραση γαλλικού λογοτεχνικού έργου.

Ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής και τακτικός του συνεργάτης του περιοδικού Η Συνέχεια το 1973, χωρίς να αναφέρεται το όνομά του, γιατί η ιδιότητα αυτή ήταν ασυμβίβαστη με την καταδίκη του, σύμφωνα με νόμο της δικτατορίας Στη Μεταπολίτευση ανέλαβε τη Διεύθυνση Ραδιοφωνίας του EIPT, με γενικό διευθυντή τον Tάκη Χορν, θέση από την οποία παραιτήθηκε ύστερα από τις εκλογές του 1974.

Υπήρξε επίσης ιδρυτικό μέλος και πρώτος πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (1976)· ιδρυτικό μέλος, γενικός γραμματέας και αργότερα πρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστείας (1976-1984)· ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Σημειωτικής Εταιρείας (1978) και της Εταιρείας Συγγραφέων (1982)· μέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Συγγραφέων (1982-1984) και πρόεδρος από τον Ιούνιο 1986 ως το θάνατό του· μέλος του Δ.Σ. του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (1987)· και μέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας της Σχολής Μωραΐτη ως τον θάνατό του.

Από το Νοέμβριο 1981 ως το Mάρτιο 1986, όταν παραιτήθηκε, για να ασχοληθεί πιο συστηματικά με το συγγραφικό του έργο, ήταν πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Ελληνικού Kέντρου Κινηματογράφου, και εκπροσώπησε την Ελλάδα στην επιτροπή εμπειρογνωμόνων για θέματα κινηματογράφου του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τέλος, ήταν ιδρυτικό μέλος του Kέντρου Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας (1986) και μέλος της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Βερολίνου (1988).

Το 1978 άρχισε να επιμελείται την έκδοση του αρχείου της γιαγιάς του Π. Σ. Δέλτα.

Άρθρα του κινηματογραφικής, θεατρικής και κυρίως λογοτεχνικής κριτικής και δοκίμια έχουν δημοσιευθεί στις εφημερίδες Το Βήμα, Η Αυγή, Η Καθημερινή, στους συλλογικούς τόμους Nέα Κείμενα (1971), Mάριος Xάκκας - Κριτική θεώρηση του έργου του (1979) και Η μεταπολεμική πεζογραφία (1988), και στα περιοδικά Η Tέχνη στη Θεσσαλονίκη, Εποχές, Η Συνέχεια, Ο Πολίτης, Αντί, Πρίσμα, Ελληνικά, Χρονικό, Διαβάζω, Η Λέξη, Το Δέντρο, Πόρφυρας κ.ά. Είχε συμμετάσχει σε πολλά συνέδρια, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και έχει δώσει πολλές διαλέξεις και δημόσια μαθήματα.

Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 6 Δεκεμβρίου 1989.

Δημήτριος Φιλιππότης Έλληνας γλύπτης





28 Νοεμβρίου 1919 (102 χρόνια πριν) πέθανε:

Δημήτριος Φιλιππότης Έλληνας γλύπτης

Ο Δημήτριος Ζ. Φιλιππότης (Πύργος Τήνου, 1839 – Αθήνα, 28 Νοεμβρίου 1919) ήταν Έλληνας γλύπτης.




Ο Ξυλοθραύστης

Γεννήθηκε στον Πύργο Τήνου και ήταν γιος του Ζαχαρία Φιλιππότη, γνωστού μαρμαρογλύπτη και εμπειρικού αρχιτέκτονα, ο οποίος είχε κατασκευάσει και αρκετούς ναούς μεταξύ των οποίων την Μονή Αγίου Παύλου στο Άγιο Όρος, στην ανέγερση της οποίας συμμετείχε όταν έφτασε στα δεκατρία του και ο Δημήτριος).

Ο Φιλιππότης πήρε τα πρώτα πρακτικά μαθήματα γλυπτικής κοντά στον πατέρα του και στη συνέχεια πραγματοποίησε κανονικές σπουδές γλυπτικής στην Ρώμη ως μαθητής των Έμιλ Βολφ και Καρλ Φος.Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, εργάστηκε κυρίως στην Αθήνα συμβάλλοντας σημαντικά στην προαγωγή της τέχνης του στην Ελλάδα. Ως καλλιτέχνης ήταν παραγωγικός. Ήταν δε ο πρώτος που εισήγαγε μία πιο ανάλαφρη θεματογραφία στη γλυπτική, που μέχρι τότε ήταν προσκολλημένη στον κλασικισμό. Έτσι δημιούργησε έργα που απεικονίζουν θέματα της καθημερινής ζωής απλών ανθρώπων.

Πολλά γλυπτά του κοσμούν δημόσιους χώρους της πρωτεύουσας: το Παιδί με σταφύλια στην Πλατεία Συντάγματος, ο Ξυλοθραύστης και ο Μικρός ψαράς στο Ζάππειο, ο Θεριστής, η Οπωροπώλις και η Άρτεμις με σκύλο στον κήπο του ΚΑΤ στην Κηφισιά, τα δύο επιβλητικά λιοντάρια στην σκάλα της Βίλας Καζούλη στην Κηφισιά, κ.ά. Έργα του επίσης βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Δημοτικό Βρεφοκομείο, στην Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών (ταφικό μνημείο οικογένειας Κούππα, Αβέρωφ), στο Νεκροταφείο Πειραιώς, στην γενέτειρά του την Τήνο (Μουσείο Νεοελληνικής Γλυπτικής), καθώς και σε πλατείες, ναούς και νεκροταφεία άλλων πόλεων.

Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς:

Ἀποβλέψατε πρὸς μόνον τὸν "Ξυλοθραύστην" τοῦ Τηνίου γλύπτου τοῦ ἐγγηράσαντος ἐν τῇ τέχνῃ, πλὴν στιβαροῦ ἒτι καὶ μὲ κατατομὴν γλύπτου τῆς Ἰταλικῆς Ἀναγεννήσεως, Φιλιππότου ἐν τῷ ἐπί τῆς λεωφόρου Πατησίων μικρῶ αὐτοῦ ἐργαστηρίῳ καὶ θέλετε καταπλαγῇ πρὸ τῇς ἐκτελέσεως. Νομίζεται ὃτι εὑρίσκεσθε πρὸ ἒργου Μυρωνείου, ἢ τινος μαθητοῦ τοῦ Σκόπα ἢ τοῦ Πυθαγόρα! Τοιαὐτη ἡ δύναμις ἡ ζωὴ τὸ μένος τὸ ἐμφυσηθὲν εἰς τὰς ἐκ μαρμάρου σάρκας τοῦ τὰ ἂριστα ἀττικὰ ἐφήβων γλυπτὰ ἀναπολοῦντες μείρακος ξυλοθραὐστου. Δι᾿ ἐμὲ τουλάχιστον ὁσάκις διερχόμενος θεῶμαι καὶ σύννους ἀτενίζω τὸ ἒξοχον τοῦτο ἒργον, οὐδὲν ὑπάρχει τὸ ἀσθενές, τὸ μειονεκτοῦν, τὸ ἐλασσούμενον. Τὸ πᾶν εἶνε εἰς τὴν θέσιν του. Ὃλα εἶνε θαυμαστῶς ἐξειργασμένα, μετ᾿ αὐστηρότητος ἀπαραμίλλου καὶ ὃλως ἀρχαΐκῆς. Ἀλλ᾿ ἐκτὸς τοῦ «Ξυλοθραύστου» πλεῖστα ἂλλα ἀξιοθαύμαστα ἒγλειψεν ὁ τήνιος καλλιτέχνης, οἷον τὸν «Ψαρρᾶν» τὸ θελκτικώτατον ἐν καδίσκῳ «λουόμενον νήπιον», πρὸς δὲ τοσαῦτα ἐν τῷ Νεκροταφεὶῳ γλυπτικὰ μνημεῖα καὶ προτομὰς ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, ἰδίᾳ μἰαν τὴν τῆς μεταστάσης λαοφιλήτου βασιλόπαιδος Ἀλεξάνδρας, πάντας μαρτυροῦντα τεχνίτην πρώτης δυνάμεως καὶ κλασικῆς, τολμῶμεν νὰ εἲπωμεν, τεχνοτροπίας. Πλὴν δυστυχῶς ἡ ἀφιλόστοργος καὶ ἂδικος ἑλληνική Πολιτεία οὐδέποτε τοιούτῳ περιφανεῖ ἀνδριαντοποιῷ δήμοσίον τι μνημεῖον ἀνέθετο, μόνον δ᾿ ἐσχάτως αἱ Πάτραι ἀναγνωρίσασαι τὴν ἀρετὴν τοῦ ἀνδρὀς ἐνεπιστεύθησαν τῷ Φιλιππότῃ τὴν τῆς προτομῆς τοῦ γλυκυτάτου ψάλτη τῆς «Γαλατείας» ἐκτέλεσιν. Μικρότατον τὸ ἒργον ἀλλ᾿ ὁπωσοῦν ἱκανοποιοῦν πως τὴν τετραυματισμένην φιλοτιμία τοῦ ἐξόχου γλύπτου!

Το 1908 τιμήθηκε με το Σταυρό του Σωτήρος ενώ το 1915 έλαβε το Μετάλλιο Γραμμάτων και Τεχνών. Πέθανε στις 28 Νοεμβρίου του 1919 στην Αθήνα.

Γιώργος Φούντας Έλληνας ηθοποιός




28 Νοεμβρίου 2010 (11 χρόνια πριν) πέθανε:

Γιώργος Φούντας Έλληνας ηθοποιός

Ο Γιώργος Φούντας ( 3 Ιουνίου -1924 - 28 Νοεμβρίου 2010) ήταν 'Ελληνας ηθοποιός από τους σημαντικότερους του κινηματογράφου, θεάτρου και της τηλεόρασης, γνωστός εκτός άλλων και για τον ρόλο του στην ταινία Στέλλα (1955) του Μιχάλη Κακογιάννη. Συμμετείχε σε πολλές ακόμη διακεκριμένες ταινίες των δεκαετιών του 1950 και 1960, μεταξύ των οποίων οι Μαγική Πόλη (1954), Το κορίτσι με τα μαύρα (1956), Ποτέ την Κυριακή (1960) και Τα Κόκκινα Φανάρια (1963), ενώ εμφανίστηκε και στις ξένες παραγωγές Αμέρικα, Αμέρικα (1963) και Αλέξης Ζορμπάς (1964). Η σημαντικότερη στιγμή του στην τηλεόραση είναι ο ρόλος του στην σειρά Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται (1975-1976).

Ο Γιώργος Φούντας γεννήθηκε το 1924 στο Μαυρολιθάρι Φωκίδας, Πατέρας του ο Ευθύμιος Φούντας (Καμαράκης) και μητέρα του η Αγγελική το γένος Καδδά σε μια οικογένεια με πέντε αδέρφια τον Παναγιώτη την Μαργαρίτα την Ευφρωσύνη την Λουκία και τον Σωτήρη. Ενώ ήταν ακόμη μικρός, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και συγκεκριμένα στη Ριζούπολη. Τελειώνοντας το Δημοτικό, άρχισε να εργάζεται στο γαλατάδικο του πατέρα του στου Ψυρρή.

Το 1944, ο Φούντας εμφανίστηκε στην ταινία Χειροκροτήματα του Γιώργου Τζαβέλλα, που θεωρείται η σημαντικότερη ταινία που γυρίστηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Στη συνέχεια, σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, όπου μαθήτευσε κοντά στον Αιμίλιο Βεάκη, ενώ παράλληλα ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο, ως παίκτης της αναπληρωματικής ομάδας της ΑΕΚ. Πάντα σε μικρή ηλικία, ασχολήθηκε επίσης (ερασιτεχνικά) με τη σφαίρα, το δίσκο και την πυγμαχία. Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην παράσταση Νυφιάτικο τραγούδι του Νότη Περγιάλη.

Σταδιακά, άρχισε να εμφανίζεται όλο και περισσότερο σε κινηματογραφικές ταινίες, όπως η Καταδρομή στο Αιγαίο (1946) του Μ. Καραγάτση και Νεκρή πολιτεία (1951) του Φρίξου Ηλιάδη. Το 1954 πρωταγωνίστησε στην πρώτη ταινία του Νίκου Κούνδουρου, Μαγική πόλη, μέσω της οποίας έγινε ευρύτερα γνωστός.

Το 1955, ο Φούντας εμφανίστηκε στη Στέλλα, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη. Στην ταινία αυτή περιέχεται μια από τις πλέον εμβληματικές σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου, κατά την οποία ακούγεται η ατάκα «Φύγε Στέλλα, κρατάω μαχαίρι!». Η Στέλλα προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση σε διεθνές επίπεδο, ιδιαίτερα για την ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη, και προτάθηκε για το Χρυσό Φοίνικα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών

και βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.[7] Ο Φούντας ξανασυνεργάστηκε με τον Κακογιάννη λίγο αργότερα, για το Κορίτσι με τα μαύρα (1956).

Την περίοδο 1960-1964, ο Φούντας εμφανίστηκε σε πολλές ταινίες που έτυχαν διεθνούς προβολής. Το 1960 συμμετείχε στο Ποτέ την Κυριακή (1960) του Ζυλ Ντασέν, πλάι και πάλι στη Μερκούρη. Η ξενόγλωσση ταινία «Ποτέ την Κυριακή», του άνοιξε το δρόμο για διεθνή καριέρα και τον έκανε γνωστό και στο εξωτερικό. Η ερμηνεία του ηθοποιού άρεσε τόσο στους ξένους παραγωγούς που, όταν ο Σον Κόνερι αποφάσισε να σταματήσει να ενσαρκώνει τον Τζέιμς Μποντ, εκείνοι πρότειναν στον Φούντα να τον αντικαταστήσει. Η πρόταση, την οποία άλλοι ηθοποιοί ονειρεύονταν, άφησε σχεδόν αδιάφορο τον Φούντα και αρχικά σκέφτηκε να την απορρίψει. Ο Φιλοποίμην Φίνος, μέσω της εταιρίας του οποίου είχε γίνει η πρόταση, τον έπεισε τελικά να δεχτεί και να κάνει τα απαραίτητα δοκιμαστικά. Στο τέλος της οντισιόν είχαν απομείνει ο Φούντας και ο Τζορτζ Λέιζενμπι. Ο Έλληνας ηθοποιός έχασε την τελευταία στιγμή τον ρόλο του πιο διάσημου κινηματογραφικού πράκτορα, επειδή δήλωσε στους παραγωγούς ότι δεν θα προλάβαινε να μάθει αγγλικά μέχρι να ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Ήταν μια εποχή στην οποία κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι ο Τζέιμς Μποντ θα άντεχε για δεκαετίες. Στη συνέχεια επικράτησε ο πρωταγωνιστής να είναι πάντα Βρετανός, όμως στις αρχές της δεκαετίας του ’60 δεν ίσχυε ακόμα αυτός ο άγραφος κανόνας. Το 1963 έπαιξε σε δύο ταινίες που συμμετείχαν στα 36α Βραβεία Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Η μία ήταν τα Κόκκινα φανάρια (1963), σε σκηνοθεσία του Βασίλη Γεωργιάδη, η οποία θεωρείται μία από τις χαρακτηριστικότερες ερμηνείες του Φούντα, και άλλη το Αμέρικα, Αμέρικα του Ελία Καζάν. Το 1964, ο Φούντας συνεργάστηκε ξανά με τον Κακογιάννη, για το βραβευμένο Αλέξης Ζορμπάς.

Επόμενες σημαντικές στιγμές του Φούντα ήταν οι Με τη λάμψη στα μάτια (1966) και

Πυρετός στην άσφαλτο (1967), των Πάνου Γλυκοφρύδη και Ντίνου Δημόπουλου αντίστοιχα. Για τις ερμηνείες του στις ταινίες αυτές, τιμήθηκε με Βραβεία Α' Ανδρικού Ρόλου στο έβδομο και όγδοο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Από το 1970 και έπειτα, η παρουσία του Γιώργου Φούντα στον κινηματογράφο άρχισε να μειώνεται. Το 1973 έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην τηλεόραση, για τη σειρά Κατοχή, που προβαλλόταν στην ΥΕΝΕΔ. Δύο χρόνια αργότερα, έλαβε βασικό ρόλο στη σειρά Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται. Η τελευταία του ταινία ήταν το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ της Βίκυ Πεζίρη, Οι λεβέντες της θάλασσας (1997).


Προσωπική ζωή

Ο Γιώργος Φούντας παντρευτηκε δύο φορές. Το 1947 με την Ελένη Επισκόπου, με την οποία απέκτησε έναν γιο τον Θύμιο (1952) και μια κόρη την Τζέλλα (1950). Δεύτερη σύζυγος από το 1964 ήταν η Χρυσούλα Ζωκα , με την οποία απέκτησε ακόμη έναν γιο τον Παναγιώτη .

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Φούντας έπασχε από τη νόσο Αλτσχάιμερ. Πέθανε ηλικία 86 ετών στις 28 Νοεμβρίου 2010 και ετάφη στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.

Ήταν υποστηρικτής του Παναθηναϊκού.

Δημοφιλείς αναρτήσεις Τελευταίες 7 ημέρες