Κυριακή, Μαΐου 02, 2021

Έλα πάρε μου τη λύπη - Ελένη Τσαλιγοπούλου

 

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος 
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
 
Έλα πάρε μου τη λύπη - Ελένη Τσαλιγοπούλου


Είσαι ένα περιστέρι
που πετάς στον ουρανό
πάμε να βρούμε ένα αστέρι
σε ένα κόσμο μακρινό

Έλα να βρούμε ένα αστέρι
που πετά ψηλά ψηλά στον ουρανό

Είσαι ένα καρδιοχτύπι
μου 'χεις κόψει τα φτερά
έλα πάρε μου τη λύπη
έλα δωσ' μου τη χαρά

Είσαι ένα καρδιοχτύπι
μου 'χεις κόψει τα φτερά

Τα γαρίφαλα σου μέτρα
σ' αγαπώ όσο κανείς
κάνω την καρδιά μου πέτρα
και προσμένω να φανείς

Έλα και σε περιμένω
στη γωνιά του δρόμου να φανείς
 
You are a dove 
 flying in the sky 
 let's go find a star 
 in a world far away 
 Let's find a star  
flying high in the sky  
You are a heartbeat 
 you have cut off my wings 
 Come and take my sadness 
 come give me joy  
You are a heartbeat  
you have cut off my wings  
Your carnations measures 
 I love you as much as anyone 
 I make my heart stone  
and I look forward to seeing you 
 Come and I am waiting for you  
on the street corner to look 



 

Πάσχα επί τουρκοκρατίας

O εορτασμός της Ανάστασης επί Τουρκοκρατίας και οι παραδόσεις της εποχής που διατηρήθηκαν υπό το βλέμμα των κατακτητών




Άποψη των Αθηνών, λίγα χρόνια πριν από την Επανάσταση (Dodwell).

 
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.


Το χριστιανικό Πάσχα είναι η γιορτή της χαράς, της Ανάστασης. Η Σαρακοστή, της νηστείας και της περίσκεψης, δίνει τη θέση της στη Λαμπρή και το παραδοσιακό φαγοπότι. Ωστόσο, χρόνο με τον χρόνο, η πρόοδος και ο πολιτισμός απομακρύνουν τις γενιές όλο και περισσότερο από ήθη, έθιμα και γεγονότα που άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στο διάβα του Ελληνισμού, που παραμένει ιστορική έννοια στο πέρασμα των αιώνων. Το Πάσχα των Ελλήνων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έχει απασχολήσει τους Έλληνες και ξένους ερευνητές και ο Γιάννης Βλαχογιάννης συγκέντρωνε και δημοσίευε αυτό το υλικό.

Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄.

Το μαρτύριο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’.
Τον 17ο αιώνα οι Ευρωπαίοι περιηγητές καταγράφουν πως το Πάσχα οι χριστιανοί φιλιούνται τρεις φορές, μία στο κάθε μάγουλο και μία στο στόμα. Το Μεγάλο Σάββατο έτρωγαν μόνον μία φορά, ίσια να κρατηθούν στα πόδια τους, και στις τρεις το απόγευμα άρχιζε ο Εσπερινός που κρατούσε όλη τη νύχτα. Πολλοί είχαν μαζί τους ψωμί, μπανάνες, σύκα κ.ά. για να μην λιποθυμήσουν από την πείνα. Το ξημέρωμα άρχιζε η Λειτουργία με το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ» και αμέσως ακολουθούσε το «Χριστός Ανέστη». Οι μαλωμένοι έσπευδαν να φιλιώσουν και να ανταλλάξουν την «αγάπη», αλλιώς θεωρούνταν ειδωλολάτρες.

Πανηγυρισμοί των Ελλήνων τις ημέρες του Πάσχα.

Στη Βασιλεύουσα
Η γιορτή του Πάσχα συνέχισε να πανηγυρίζεται με μεγαλοπρέπεια στην Κωνσταντινούπολη. Τρία μερόνυχτα έμενε ανοιχτή η πόρτα του Φαναρίου (Φενέρ Καπουσί) για τους χριστιανούς που ήθελαν να εκκλησιαστούν στο Πατριαρχείο.
Οι Τούρκοι νυχτοφύλακες άφηναν ανοιχτή και την πόρτα του τείχους για να περνούν οι χριστιανοί που έρχονταν από την εξοχή με τα φανάρια τους.
Οι πασχαλιάτικοι εορτασμοί ήταν ιδιαίτερα σημαντικοί για τους χριστιανούς. Σε διάφορες εποχές και ανάλογα με τις διαθέσεις Τούρκων αξιωματούχων καταλάβαιναν στην καθημερινότητά τους τη σκλαβιά. Ο σοφός Μ. Γεδεών διέσωσε την πληροφορία ότι το 1704 ένας μισοπαράφρων βεζύρης υποχρέωνε τους χριστιανούς να μαυροφορεθούν και να έχουν ένα κουδούνι δεμένο στον πήχυ του χεριού τους!
Ο Καισάριος Δαπόντες (1712) μας έδωσε σπουδαία περιγραφή για το Πάσχα στη Βασιλεύουσα. Το Μεγάλο Σάββατο ο Πατριάρχης έστελνε τον πρωτοσύγκελλο με δύο χιλιάδες αβγά για να ζητήσει άδεια για τους επερχόμενους πανηγυρισμούς. Αφού αποσπούσε τη συναίνεση του ανώτατου άρχοντα, την Κυριακή το πρωί τελούνταν η Πασχαλιάτικη Πατριαρχική Θεία Λειτουργία. Στη συνέχεια, ο Πατριάρχης και οι αρχιερείς ανέβαιναν στο Συνοδικό για να πιουν τον καφέ τους. Από εκεί περνούσαν οι χριστιανοί που είχαν παρακολουθήσει τη Λειτουργία για να φιλήσουν το χέρι του Οικουμενικού Ηγέτη και να πάρουν το κόκκινο αβγό τους. Κατεβαίνοντας στην αυλή άρχιζαν τον χορό τους από την αυλή του Πατριαρχείου και χορεύοντας έβγαιναν στα σοκάκια της Πόλης. Το ίδιο συνέβαινε και με τις συντεχνίες. Τρεις ολόκληρες ημέρες γιόρταζαν οι χριστιανοί και τους παρακολουθούσαν οι Τούρκοι και οι υπόλοιπες φυλές που παρεπιδημούσαν στην Πόλη. Καμιά φορά έλεγαν πως ερχόταν τοπτίλι, δηλαδή ινκόγκνιτο, και ο βεζίρης. Με αφορμή τη χριστιανική γιορτή γιόρταζαν όλα τα έθνη. Αυτά όμως συνέβαιναν μέχρι τον 18ο αιώνα, όταν αφαιρέθηκαν τα προνόμια λόγω της διαγωγής των Ελλήνων στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1780).

Άποψη της Κωνσταντινούπολης, αρχές 19ου αιώνα.
«Η Σμύρνη των Γραικών»
και το Πάσχα στα Ιεροσόλυμα
Έτσι την αποκαλούσαν οι περιηγητές στα μέσα του 18ου αιώνα, όταν ο χριστιανοί πλήρωναν πεντακόσια γρόσια στον Μουσελίμη για να αγοράσουν το δικαίωμα του πανηγυρισμού. Έτσι ήταν ελεύθεροι να γιορτάσουν το Πάσχα τους στα σπίτια και τους δρόμους. Τη νύχτα του Σαββάτου προς την Κυριακή πλήθη χριστιανών γέμιζαν τις δύο εκκλησίες. Οι περισσότεροι έβαζαν στο στόμα τους ό,τι είχαν μαζί τους, αφού δεν άντεχαν πλέον τη νηστεία που είχαν τηρήσει με ευλάβεια σαράντα ημέρες. Επί τρεις ημέρες δεν ακουγόταν τίποτε άλλο στους δρόμους στις αυλές και τα σπίτια από τις φωνές και τα χωρατά των Ελλήνων. Ελληνικοί χοροί στον Φραγκομαχαλά, ασκαύλια, τούμπανα και ντέφια.
Ο Σουηδός Frederic Hasselquist μας πληροφορεί για τους χιλιάδες Έλληνες που κατέκλυζαν τα Ιεροσόλυμα στα χρόνια της σκλαβιάς. Η ημέρα του Πάσχα του 1750 βρίσκει τους δρόμους της Ιερουσαλήμ πλημμυρισμένους από Έλληνες «που έκαναν χίλιες τρέλες και συναγωνίζονταν ποιος θα ξεπεράσει τον άλλο στο φαϊ και το πιοτό. Πέρασαν τον φράγκικο δρόμο χορεύοντας με συνοδεία μουσικών οργάνων. Μοναδικές στιγμές κατέγραψε ο περιηγητής με τον Έλληνα που ισορροπούσε ένα μπουκάλι γεμάτο νερό και τριαντάφυλλα στο κεφάλι του και τις χαρούμενες κραυγές με το «Χριστός Ανέστη».

Πανηγυρισμοί των Ελλήνων τις ημέρες του Πάσχα.
Η τελευταία χρονιά πάντως, το Πάσχα που θα έμεινε αλησμόνητο στους σκλαβωμένους θα ήταν εκείνο της 10ης Απριλίου 1821.
Μετά τη Λειτουργία του Πάσχα συλλαμβάνεται, κηρύσσεται έκπτωτος και απαγχονίζεται στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου ο Εθνομάρτυρας Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’. Παραμένει κρεμασμένος για τρεις ημέρες μέχρι ο όχλος να ρίξει το πτώμα του στον Κεράτιο Κόλπο και από εκεί περιπετειωδώς να φτάσει στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών.
Την ημέρα της δολοφονίας του Πατριάρχη η Αθήνα δεν είχε ακόμη ξεσηκωθεί. Οι σκλαβωμένοι απέφυγαν τις δεκάδες εκκλησίες της πόλης και προτίμησαν τα Μοναστήρια της Αττικής και τα ξωκλήσια για να βρίσκονται μακριά από τους Τούρκους. Τα μηνύματα έρχονταν από παντού. Οι Τούρκοι ξεσηκωμένοι προετοίμαζαν σφαγές. Οι Έλληνες καιροφυλακτούσαν και εκείνη η Ανάσταση, για όσους έμειναν μέσα στην πόλη, γιορτάστηκε με τους αγριεμένους σερασκιέρηδες να σεργιανούν έξω από τις εκκλησίες. Οι ιερείς έψελναν γρηγορότερα το «Χριστός Ανέστη» και οι σκλαβωμένοι κοιτούσαν συνέχεια προς την πόρτα. Την επόμενη Πασχαλιά όλα ήταν διαφορετικά και η Ελλάδα ζούσε τον πυρετό του αγώνα για την ελευθερία.

http://mikros-romios.gr/2274/tourkokratia/

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

 


ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ! πρέπει να το λέμε 40 ημέρες

πηγή: ΗΜΕΡΗΣΙΑ 8-11/4/04

ΔΙΗΓΗΜΑ "ΑΜΑΡΤΗΣΕ" του ΚΩΝ/ΝΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ
Εις άφεσιν αμαρτιών...τη μέρα της Ανάστασης

Ήτανε μια δροσερή απριλιάτικη αυγή : η αυγή της Λαμπρής . Ο ήλιος δεν είχε βγεί ακόμα κι οι καμπάνες της εκκλησιάς του χωριού εσημαίναν καλώντας τους πιστούς στη λειτουργία.
Κι εμπαίνανε απ'όλες τις πόρτες οι άνθρωποι, πολλοί τη φορά, καθαροί,χαρούμενοι, ντυμένοι με ρούχα καινούργια και κατόπι ο ένας στον άλλο, με τάξη και ευλάβεια, επροσκυνούσαν τις εικόνες και εσταμάταιναν απέκει στη μέση της εκκλησιάς και επαίρναν θέση στα στασίδια.Και οι γυναίκες ερχόνταν μπουλούκια-μπουλούκια με τις άσπρες μπόλιες τους στο κεφάλι με χρυσάφια στα στήθια, σεμνές, ευλαβητικές, στολισμένες,κι εμέναν όλες μαζί ξεχωριστά στο βάθος της εκκλησιάς, που δεν είχε γυναικίτη. Όλοι επροσμέναν τώρα να αρχίσει η ακολουθία.
Η θύρα του Ιερού άνοιξε, ακούστηκε ένας μικρός σάλαγος ανθρώπων που κινιόνταν, ο παπάς αποτέλειωσε τα μυστικά του , εθυμιάτισε, εκοντόβηξε, έμεινε μια στιγμή σιωπηλός και, κάνοντας το σταυρό του, αρχίνησε με ψηλή φωνή την ιεροπραξία ΄Ολα τα χέρια κάμαν του σταυρού το σημάδι.
Ήταν γέροντας ο χρυσοφορεμένος λειτουργός μικρός, με μεγάλα λευκά γένια, με μακριά μαλλιά, ασημένια κι εκείνα, λιγνός, με ζάρες στο γερασμένο μέτωπό του, με γαλανά μάτια που τα γέρα και οι νήστειες τα'χαν ξεθωριάσει. Όλο το χωριό τον εσεβόνταν.
Με την ψιλή του φωνή, που ολοένα εγινότουν σταθερότερη, ο γέροντας εδιάβαζε ψαλτά τις ευκές του, που τις ήξερε όλες απ' όξω και η ακολουθία επροχωρούσε καθώς πάντα, επίσημη, κατανυκτική, μεγαλόπρεπη, κι ο κόσμος, που κρατούσε αναμένες λαμπάδες στα σταυρωμένα του χέρια, αφοκραζόταν με πίστη, κι από καρδιάς εδεότουν, σαν να' δινε μαγαλύτερη αξία στην προσευχή η μεγάλη γιορτή εκείνης της ημέρας.
Μα ο παπάς ήταν ανήσυχος.
Την πρώτη φορά που επρόβαλε στη θύρα για να βλοήσει, το σβησμένο του βλέμμα αναζήτησε κάποιον μέσα στον κόσμο, και με χτυποκάρδι ξεταστικά εκοίταξε ένα γέροντα που εστεκότουν στην πρώτη γραμμή και που εφαινόταν συγχυσμέμος κι εκείνος γιατί δεν έμνεσκε όπως ο άλλος κόσμος ακίνητος και δεν προσευχόταν με ευλάβεια.
Κι είπε ο παπάς με το νού του: "Eδώ θα'ναι κι εκείνη" Μα το βλέμμα του δεν έλαβε καιρό να την εύρει ανάμεσα στις γυναίκες.
Κι εγιόμιζαν τώρα την εκκλησιά οι ύμνοι, που τους έψαλλαν καλόφωνοι ψάλτες και η ευωδία του λιβανιού και στην τρεμάμενη δέηση του ιερέα αποκρινότουν σα μ' ένα στόμα η βοή του λαού, που με πίστη και θέρμη εζητούσε απο τα υπερκόσμια το έλεος, κι ήθελε ν'ανεβάσει τη δέησή του ως στου Θεού το θρόνο, ποθώντας να υποτάξει τα στοιχεία και να λυγίσει τη θέληση της παντοδυναμίας.
Ο παπάς εδιάβαζε πάντα, πότε με χαμηλή φωνή ψιθυριστά, πότε μεγαλόφωνα και ψάλλοντας, μα από στιγμή σε στιγμή η στενοχώρια του άξαινε, και μηχανικά μόνο εδιάβαζε τ' άγια τα ρήματα της θυσίας άλλα εδεότουν η καρδιά του στον ουράνιον Πατέρα, άλλες έγνοιες του ανησυχούσαν τον νού.
Του ήταν μελλούμενο ν' αμαρτήσει;
Εκεί ήταν κι εκείνη. Την είχε ξαγναντήσει, όταν εθυμιάτισε το πλήθος, σαν κρυμμένην ανάμεσα στις γυναίκες. Η ταραχή της, ο φόβος της, η συγκίνησή της ήταν ζωγραφισμένη απάνω στ' όμορφο πρόσωπο της νέας.
Ω, η δύστυχη! ούτε αυτή δεν έφταιγε: το 'χε απαιτήσει ο πατέρας της, ο γέροντας που εστεκόταν ορθός στην πρώτη γραμμή και που δεν επροσευκότουν. Πώς είχε κλάψει προχτές στην ξομολόγησή της, όταν με συντριμμένη καρδιά του' χε μαρτυρήσει την άτυχη και απελπισμένη αγάπη της, το μεγάλο της φταίσμα σ'έναν άντρα παντρεμένον. Εκείνη ποτέ δε θα τολμούσε να ζητήσει τα θεία δώρα, μα ο πατέρας την υποχρέωσε, ο πατέρας ήθελε βεβαίωση, ήθελε ή να'ναι περήφανος για τη θυγατέρα του ή να ξεπλύνει τη ντροπή του στο αίμα!
Τι θα'κανε η δύστυχη; Και πόσο είχε συγχυστεί ο παπάς ακούοντάς την! Γιατί τον είχε αφήσει ο Θεός να ζήσει και, στα ύστερά του χρόνια, τον έριχνε σε μια τέτοια στενοχώρια;
Γιατί δεν σπλαχνιζόταν τον κόσμο Του, παρά τον άφηνε να αμαρταίνει, και δεν εδέσμευε ολότελα τη δύναμη του πειρασμού;
Και η λειτουγία επροχωρούσε με το Βασιλέα του κόσμου στα χέρια, ανάμεσα σε δυο λαμπάδες, εβγήκε στο πρεσβυτέριο και εστάθηκε μπρος στο πλήθος. Άκρα σιωπή εβασίλευε, γιατί κανένας δεν εσάλευε.
Ψηλόφωνα εδεήθηκε για τον κόσμο, μια ανατριχίλα εδιάβηκε απ'όλα τα κορμιά,και το "Κύριε ελέησον", που βγήκε απ'όλα τα χείλη, έβγαινε από τα βαθύτατά του Είναι, από φοβισμένες καρδιές που τις εταπείνωνε εκείνη τη στιγμή ο τρόμος της αδυναμίας τους.
Μα ο γέροντας δεν είχε σαν πάντα κατεβασμένο το βλέφαρο.
Το σβησμένο του βλέμμα εκοίταζε στο βάθος της εκκλησιάς, όπου ήταν οι γυναίκες, σα να'θελε ν'ανταμώσει τη ματιά της και να της συστήσει ό,τι της είχε παραγγείλει προχτέςστην ξεμολόηση.
Δεν ημπορούσε, της είχε ειπεί, νατην κοινωνήσει. Όχι, τέτοιαν αμαρτία δεν τη χωρούσε ο νούς του. Ας μην ερχότουν καλύτερα τη Λαμπρή στην εκκλησία ας εύρισκε μιαν πρόφαση, όποιαν ήθελε, ας έκανε την άρρωστη.
Μα αν πάλι δεν ημπορούσε να κάμει αλλιώς, κι αν έπρεπε να παρουσιαστεί για να κοινωνήσει, ας ερχότουν ανάμεσα στις άλλες γυναίκες, κι αυτός σκήμα μόνο θα'κανε πως τη μεταδίνει τη σάρκα και το αίμα του Σωτήρα. ΄Οχι δε θα την κοινωνούσε, αυτή την αμαρτία δεν την χωρούσε ο νούς του.
Και η λειτουργία επροχωρούσε. Είχε διαβάσει κιόλας το Βαγγέλιο και βιαστικά εψαλμούδιζε τώρα τους επίλοιπους ύμνους κι όλο η καρδιά του εστενοχωριότουν περσότερο. Θα΄θελε ο Θεός να κάμει την αμαρτία; ή θα΄φηνε να χυθεί εξ'αιτίας του αίμα στο χωριό του, να κλάψει κόσμος, και να χαίρεται ο πειρασμός στην άβυσσο; Ναι, εφοβότουν τώρα ο παπάς πως δε θα πετύχαινε εκείνο που'χε συμφωνήσε
Έβλεπε πως όσο η ώρα της κοινωνιάς εσήμωνε τόσο περσότερο ανησυχούσε ο πατέρας, που ίσως θα'θελε να ιδεί με τα μάτια του την κόρη του να κοινωνάει για να λάβει απόλυτη βεβαίωση. Κι η λειτουργία ήταν τώρα προς το τέλος. Είχαν ειπεί το"Πιστεύω" και το"Πάτερ Υμών", οι ψάλτες έψαλλαν το κοικωνικό, κι ο τιμημένος γέροντας, χρυσοφορεμένος, επρόβαλε στη μεσινή τη θύρα καλώντας τους πιστούς να μεταλάβουν. Τα χέρια του έτρεμαν σαν να ήταν πάρα βαρύ τ'ασημένιο ποτήρι.
Της έριξε μια ματιά κι άρχισε να κοινωνάει τον κόσμο που κατά το συνήθιο ήταν πολύς αυτή την μέρα.
Κι εκοινωνούσαν πρώτοι οι γέροντες, που έστρεφαν πρώτα προς το λαό ζητώντας συγχώρηση, και κατόπι οι επίλοιποι οι άντρες και τέλος οι γυναίκες.
Κι ανάμεσά τους ήταν κι εκείνη. Κάθε τόσο ο παπάς την εκοίταζε. Μα έβλεπε κιόλας πως κι ο γέροντας πατέρας όλο ανησυχούσε περσότερο, βλέποντας να'φήνει να διαβαίνουν άλλες μπροστά της.
Τον είδε να παρατηρεί προσεχτικός την κόρη του και να ζυγώνει σιμά της. Κι αυτή, ωχρή τότες, με δειλό βήμα και σαν αλαλιασμένη, έβαλε το πόδι της στο πρώτο σκαλί.
Ο πατέρας σιμά της εκοίταζε. Και μ'αναγάλλιασή του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει,ατάραχος τώρα, τη λαβίδα με την κοινωνιά στο στόμα, ενώ με την ψιλή του φωνή επρόφερνε τα τυπικά : "Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν την αιώνιον".

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

 Εύχομαι η Ανάσταση του Κυρίου να φέρει και την Ανάσταση του ανθρώπινου γένους 

Χριστός Ανέστη εκ νεκρών,
θανάτω θάνατον πατήσας
και τοις εν τοις μνήμασιν,
ζωήν χαρισάμενος

Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι,
προσκυνήσομεν Άγιον, Κύριον,
Ιησούν
τον μόνον αναμάρτητον.
Τον Σταυρόν Σου Χριστέ προσκυνούμεν
και την Αγίαν σου Ανάστασην
υμνούμεν και δοξάζωμεν
Συ γαρ ει ο Θεός ημών,
εκτός Σου άλλον ουκ οίδαμεν,
το όνομά Σου ονομάζομεν.
Δεύτε, πάντες οι πιστοί, προσκυνήσωμεν
την του Χριστού Αγίαν Ανάστασην.
Ιδού γαρ ήλθε δια του Σταυρού
χαρά εν όλω τω κόσμω.
Δια παντός ευλογούντες τον Κύριον,
υμνούμεν την Ανάστασην Αυτού.
Σταυρόν γαρ υπομείνας δι' ημάς,
θανάτω, θάνατον ώλεσεν.

Αναστάς ο Ιησούς από του τάφου καθώς προείπεν,
Έδωκεν ημίν την αιώνιον ζωήν και το μέγα έλεος.
                                                                  










Σήμερα ...2/5 Άγιο Πάσχα, Αγίου Έσπερου μάρτυρος, Οσίας Ματρώνης εκ Ρωσίας

το στεφάνι του Χριστού (φ.Μ.Κυμάκη)
το στεφάνι του Χριστού (φ.Μ.Κυμάκη)

 Άγιο Πάσχα, Αγίου Έσπερου μάρτυρος, Οσίας Ματρώνης εκ Ρωσίας

Δημοφιλείς αναρτήσεις Τελευταίες 7 ημέρες