Δευτέρα, Μαρτίου 29, 2021

Ιωάννης Γεωργιάδης



Ο Ιωάννης Γεωργιάδης (1874 ή 1876 - 1960) ήταν Έλληνας αθλητής, οπλομάχος και τρεις φορές Ολυμπιονίκης στην ξιφασκία.
Βιογραφία

Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 29 Μαρτίου 1874 ή 1876. Σπούδασε ιατρική και αργότερα έγινε καθηγητής ιατροδικαστικής και τοξικολογίας στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, εξέδωσε πολλά βιβλία ιατρικής και επιστημονικά συγγράμματα. Ήταν αθλητής της Γυμναστικής Εταιρείας Πατρών και της Αθηναϊκής Λέσχης. Το 1933 με δική του πρωτοβουλία άνοιξε μουσείο Εγκληματολογίας. Νωρίτερα, ίδρυσε το Ανθρωπομετρικό Τμήμα της Αστυνομίας (1909) και το Νεκροτομείο Αθηνών (1912).

Στους Α΄ Ολυμπιακούς αγώνες του 1896 στην Αθήνα κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους αγώνες σπαθασκίας φιλάθλων. Το αγώνισμα έγινε στις 8 Απριλίου στο Ζάππειο Μέγαρο, συμμετείχαν πέντε αθλητές -δύο ξένοι και τρεις Έλληνες- και αγωνίστηκαν όλοι εναντίον όλων με τον Γεωργιάδη να νικά και τους τέσσερις αντιπάλους του. Συμμετείχε και στους επόμενους Ολυμπιακούς αγώνες του 1900 στο Παρίσι, αλλά αποκλείστηκε από τους κριτές για αντικανονικά χτυπήματα. Ο Γεωργιάδης και πριν τους αγώνες βρισκόταν στην γαλλική πρωτεύουσα, όπου σπούδαζε Ιατρική. Σε διεθνείς αγώνες σπάθης που έγιναν το 1900 στο Παρίσι νίκησε τον Γάλλο ολυμπιονίκη Κοστέ, όπως και το 1901.

Στην Μεσολυμπιάδα του 1906 κατέκτησε άλλα δύο μετάλλια, ένα χρυσό κι ένα αργυρό. Ήταν πρώτος στην σπάθη ενώ ήταν δεύτερος με την εθνική ομάδα οπλομαχίας στο ομαδικό της σπάθης. Ο Ιωάννης Χρυσάφης αναφέρει ότι πριν τους αγώνες «το σπαθί του ήταν 10 χρόνια αήττητο» είχε να χάσει δηλαδή 10 χρόνια σε αγώνα.

Η τελευταία του συμμετοχή σε αθλητική διοργάνωση ήταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού το 1924, χωρίς όμως κάποια επιτυχία. Πάντως, μέχρι την δεύτερη πρωτιά του Πύρρου Δήμα στην Ατλάντα (1996), ο Γεωργιάδης ήταν ο μόνος έλληνας ολυμπιονίκης με δύο χρυσά μετάλλια. Από το 1918 έως το 1936 διετέλεσε μέλος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής.

Απεβίωσε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 1960.

Ιάκωβος Καμπανέλλης




Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης (2 Δεκεμβρίου 1921 - 29 Μαρτίου 2011) ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, σεναριογράφος, δημοσιογράφος και ακαδημαϊκός. Από τα θεατρικά του έργα τα πλέον γνωστά είναι "Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια", "Έβδομη μέρα της δημιουργίας", "Η Αυλή των θαυμάτων", "Ηλικία της νύχτας", "Παραμύθι χωρίς όνομα", "Γειτονιά των Αγγέλων", "Βίβα Ασπασία", "Οδυσσέα γύρισε σπίτι", "Αποικία των τιμωρημένων", "Το μεγάλο μας τσίρκο", "Ο εχθρός λαός" και "Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα".

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου 1921. Ήταν το έκτο από τα εννέα παιδιά του Στέφανου Καμπανέλλη, εμπειρικού φαρμακοποιού, και της Αικατερίνης Λάσκαρη.

Ο πατέρας του καταγόταν από την Χίο, ενώ η μητέρα του προερχόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Στη Νάξο, στις δύο πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, είχε συμμαθητή τον Μανώλη Γλέζο.

Το 1935 η οικογένειά του μετέβη για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα. Εργαζόταν το πρωί και το βράδυ σπούδαζε τεχνικό σχέδιο στη Σιβιτανίδειο. Το φθινόπωρο του 1942 συνελήφθη από τους Γερμανούς και οδηγήθηκε και κρατήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν μέχρι τον Μάιο του 1945, οπότε και απελευθερώθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις.

Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, μαγεύτηκε από τις παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, τον χειμώνα του 1945-46. Προσπάθησε να γίνει ηθοποιός, ελλείψει όμως γυμνασιακού απολυτηρίου δεν έγινε αποδεκτός από το Εθνικό Θέατρο. Έτσι αφοσιώθηκε στο γράψιμο. Τον Καμπανέλλη ανακάλυψε ο Αδαμάντιος Λεμός. Το πρώτο θεατρικό έργο του ήταν «ο Χορός πάνω στα στάχυα», που παρουσιάστηκε τη θερινή θεατρική περίοδο του 1950 από τον θίασο Λεμού στο Θέατρο «Διονύσια» της Καλλιθέας.

Τον Οκτώβριο του 1981 τοποθετήθηκε στη θέση του διευθυντή ραδιοφωνίας της ΕΡΤ. Έγινε ακαδημαϊκός το 1999, στη νέα έδρα του Θεάτρου της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2000 του απονεμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του τάγματος του Φοίνικα.

Πέθανε στις 29 Μαρτίου 2011, λόγω νεφροπάθειας, λίγες μέρες μετά τον θάνατο της γυναίκας του Νίκης.

Καρλ Ορφ


 

O Καρλ Ορφ (γερμ. Carl Orff, 10 Ιουλίου 1895 - 29 Μαρτίου 1982) ήταν Γερμανός συνθέτης και μουσικοπαιδαγωγός του 20ού αιώνα. Από τα πλέον γνωστά έργα του είναι η καντάτα Carmina Burana, γραμένη το 1937 για σολίστες, χορωδίες και μεγάλη ορχήστρα.

Γεννήθηκε στο Μόναχο από οικογένεια στρατιωτικών και έδειξε τη μουσική του κλίση από νωρίς. Αρχικά σπούδασε όργανο και τσέλο, μα στράφηκε γρήγορα στη σύνθεση· τα πρώτα του έργα, μάλιστα, εκδόθηκαν όταν ήταν 16 μόλις ετών, ενώ δυο χρόνια αργότερα γράφει την πρώτη του όπερα, Gisei, das Opfer. Κατά τη διάρκεια του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου συνεχίζει τις σπουδές του στην Ακαδημία Μουσικής του Μονάχου, ενώ τη δεκαετία του 1920 αρχίζει να επεξεργάζεται την ιδέα της "elementare Musik". Η "στοιχειώδης μουσική" είναι μια σύλληψη που εκφράζεται από τη συνένωση των τεχνών, περιλαμβάνοντας τη μουσική, τον χορό, την ποίηση, το θέατρο και τις εικαστικές τέχνες. Κάτι ανάλογο αποτέλεσε και η Gesamtkunstwerk του ρομαντικού συνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ, που βρήκε την πραγμάτωσή της στις όπερές του.

Ο πρώτος του γάμος με την Alice Solscher γίνεται το 1920, ωστόσο πέντε χρόνια αργότερα παίρνουν διαζύγιο. Το 1924 ιδρύει μαζί με την Dorothee Günther τη Σχολή Γκύντερ (Günther Schule)· από τη θέση του διευθυντή (την οποία διατηρεί μέχρι το τέλος της ζωής του) διδάσκει έναν συνδυασμό μουσικής, χορού και γυμναστικής. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο αναπτύσσει τη θεωρία του για την μουσική παιδεία και ιδιαιτέρως το προσχολικό της μέρος. Στα 1930 εκδίδει μια μέθοδο που ονομάζει Schulwerk ("σχολικό έργο"), εκθέτοντας τις απόψεις του επί του θέματος. Παράλληλα με τη διδασκαλία, ο Ορφ μελετά την προκλασική μουσική και επιμελείται την έκδοση αρκετών έργων. Χάρη σ' αυτόν αναβιώνει η μουσική του Κλαούντιο Μοντεβέρντι, που αν και δεν σημειώνει επιτυχία εντούτοις προσφέρει μια τεράστια πηγή έμπνευσης.

Μεσούσης της ναζιστικής περιόδου ο Ορφ ανεβάζει στην Φρανκφούρτη το 1937 τη σκηνική καντάτα Κάρμινα Μπουράνα. Το έργο, που αποτελεί μελοποίηση μεσαιωνικών ποιημάτων στα μεσαιωνικά γερμανικά και τα λατινικά (βλ. Κάρμινα Μπουράνα), σημειώνει τεράστια επιτυχία. Η ηγεσία του ναζιστικού κόμματος καπηλεύεται την περίσταση (αν και όχι χωρίς αντιρρήσεις) και ο Ορφ βρίσκεται - χρόνια αργότερα - κατηγορούμενος για φιλοναζιστική στάση. Ο Ορφ αρνείται τις κατηγορίες και εν τέλει αθωώνεται με το δικαιολογητικό ότι κανείς την εποχή εκείνη δεν μπορούσε να δράσει ανεξάρτητα και ότι απλώς εκμεταλλεύτηκε την επιτυχία του έργου του υπό τη σκιά του εθνικισμού. Ο δεύτερός του γάμος, με την Alice Willert λαμβάνει χώρα το 1939· και πάλι παίρνει διαζύγιο, για να ξαναπαντρευτεί τη Luise Rinser το 1954. Ούτε αυτός ο γάμος κρατάει πολύ και το 1960 κάνει τον τέταρτο και τελευταίο γάμο του με την Liselotte Schmitz. Από τον πρώτο του γάμο έχει μια κόρη, την Γκοντέλα (γενν. 1921), την οποία όμως αργότερα απορρίπτει.

Ο Ορφ πεθαίνει στο Μόναχο σε ηλικία 86 ετών. Στη ζωή του έχει βιώσει την αυτοκρατορική εποχή, την περίοδο του εθνικισμού, τη μετάβαση στη δημοκρατία καθώς και την απαρχή της ευρωπαϊκής ένωσης. Στον τάφο του, στη Μονή του Andechs, νότια του Μονάχου, αναγράφεται η λατινική φράση "Summus Finis" — "το υπέρτατο τέλος".

Το πιο γνωστό έργο του - η σκηνική καντάτα Κάρμινα Μπουράνα - είναι μέρος μια τριλογίας, που περιλαμβάνει τις καντάτες "Catulli Carmina" και "Trionfo di Afrodite" ("Ο θρίαμβος της Αφροδίτης"). Και τα τρία συνοψίζουν το θρίαμβο του ανθρώπινου πνεύματος και μέρη τους έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές, μουσικές παραστάσεις (βλ. Μάικλ Τζάκσον), αλλά και σε πολιτικές συγκεντρώσεις (βλ. ύμνος του ΠΑΣΟΚ). Η μουσική του χαρακτηρίζεται από απλές μελωδίες σε αντίθεση με πολύπλοκα ρυθμικά σχήματα και το έντονο στοιχείο της επανάληψης. Η χρήση πολλών κρουστών οργάνων είναι σχεδόν παροιμιώδης, ενώ η αρμονική του γλώσσα είναι μάλλον απλοϊκή και κάπως επηρεασμένη από τη μουσική της αναγέννησης.

Όσον αφορά στο παιδαγωγικό του έργο, η Μέθοδος Ορφ έχει πλέον γίνει η πρότυπη μεθοδολογική προσέγγιση του αντικειμένου, τόσο σε ωδεία και μουσικές σχολές, όσο και σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια γενικής παιδείας. Η προαναφερθείσα μέθοδος ανάγεται στο έργο Schulwerk του 1930, η οποία αποτελεί μια συλλογή μικρών κομματιών, που σκοπό έχουν να δείξουν στο μαθητή τα επιμέρους τεχνικά χαρακτηριστικά της μουσικής, έννοιες όπως χροιά, ρυθμός, επανάληψη κλπ. Η μέθοδος προτείνει την ευρεία χρήση διαφόρων κρουστών οργάνων, αλλά και το συνδυασμό της μουσικής με τον χορό, την κίνηση, το παιχνίδι και τον αυτοσχεδιασμό. Στην πράξη, ο δάσκαλος είναι ελεύθερος να προσαρμόσει τη μέθοδο στις δυνατότητες των παιδιών, τη διαθεσιμότητα σε μουσικά όργανα και στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των μαθητών.

Φωτ :Αναμνηστικό γερμανικό γραμματόσημο του 1995 με θέμα τα "Κάρμινα Μπουράνα"
http://el.wikipedia.org/wiki/Καρλ_Ορφ

Κώστας Βίρβος



 

Ο Κώστας Βίρβος είναι γνωστός συνθέτης και στιχουργός κυρίως του λαϊκού τραγουδιού.
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 29 Μαρτίου 1926. Ο πατέρας του, πλούσιος τυρέμπορας, τον στέλνει στην Κοργιαλένειο Σχολή. Τελειώνοντας το γυμνάσιο το 1943 κατεβαίνει στην Αθήνα και φοιτά στην Πάντειο. Ο ίδιος σύμφωνα με διηγήσεις του έγραφε στιχάκια από νωρίς, αλλά ήθελε να γίνει σκηνοθέτης μιας και του άρεσε ιδιαίτερα το θέατρο.

Το 1943 περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης ως μέλος του ΕΑΜ[1]. Τον Μάρτη του '44 συλλαμβάνεται και βασανίζεται, γιατί έγραφε συνθήματα στους τοίχους για την τότε κυβέρνηση του βουνού. Ο πατέρας του με 800 χρυσές λίρες τον απελευθερώνει και έπειτα φεύγει για το βουνό, όπου εκεί συναντά και τον Άρη Βελουχιώτη. Εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος απ' το 1954 έως το 1985. Έχει δυο κόρες.

Τα πρώτα του στιχάκια τα δίνει στον Απόστολο Καλδάρα, με τον οποίο γνωρίζονταν από μικροί. Το πρώτο στιχούργημα του λέγεται "Ο φαντάρος" {ανέκδοτο τραγούδι του 1947}, που αν και μελοποιήθηκε αρχικά από τον Β. Τσιτσάνη και αργότερα από τον Α. Καλδάρα δεν γραμμοφωνήθηκε, λόγω εμφυλίου και παρά το εμφανές μήνυμα της συμφιλίωσης, ("μα ο φαντάρος δεν παραπονιέται/ κι έχει ελπίδα μέσα στην καρδιά/ πως θα γυρίσει πάλι στους δικούς του/ τα χέρια όταν δώσουμε ξανά").

Το πρώτο τραγούδι που κυκλοφόρησε ήταν το «Να το βρεις από άλλη» σε μουσική Καλδάρα και ερμηνευτές τους Σούλα Καλφοπούλου και Μάρκο Βαμβακάρη (1948). Έχει γράψει πάνω από 2000 τραγούδια, λαϊκά, έντεχνα, μέχρι και παραδοσιακού ύφους με κοινωνικό και πολιτικό, άμεσο ή έμμεσο, περιεχόμενο. Άλλα σημαντικά του τραγούδια είναι: «Της γερακίνας γιος», «Το καράβι», «Μια παλιά ιστορία» και άλλα. Το πέρασμά του και στους ολοκληρωμένους κύκλους τραγουδιών έγινε με το άσμα "Καταχνιά" του Χρήστου Λεοντή, με το «Α-Ω», σε μουσική Μπιθικώτση, το «Θάλασσα, πικροθάλασσα», σε μουσική Μίμη Πλέσσα και πλήθος άλλων. Επίσης είναι ο συνθέτης του ύμνου της ποδοσφαιρικής ομάδας του Α.Ο. Τρίκαλα. Ένα σημαντικό έργο του είναι ο Θεσσαλικός Κύκλος σε μουσική τού Γιάννη Μαρκόπουλου.

http://el.wikipedia.org/wiki/Κώστας_Βίρβος

ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ ( (29 Μαρτίου 1870 – 13 Οκτωβρίου 190...



 

ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ ( (29 Μαρτίου 1870 – 13 Οκτωβρίου 1904) ΠΙΝΑΚΑΣ- Γ. ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ

Σε κλαίει λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλικάρι.
Πανάλαφρος ο ύπνος σου του Απρίλη τα πουλιά
σαν του σπιτιού σου να τ΄ακούς λογάκια και φιλιά
και να σου φτάνουν του σκληρού χειμώνα οι καταρράχτες
σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.
Πλατιά του ονείρου μας η γη και απόμακρη. Και γέρνεις
εκεί και σβεις γοργά.
Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατιά τη δείχνεις, και τη φέρνεις
σαν πιο κοντά!
Κ ΠΑΛΑΜΑΣ

Μίλτος Σαχτούρης


 

Ο Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919 – Αθήνα, 29 Μαρτίου 2005) ήταν ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία.
Γεννήθηκε στην κλινική Λούρου στην Αθήνα και ήταν γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους, Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελική Παπαδήμα. Από το γένος του πατέρα του καταγόταν από την Υδραϊκή οικογένεια των Σαχτούρηδων και ήταν εγγονός του αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού Μιλτιάδη Σαχτούρη και δισέγγονος του ναυμάχου του '21 Γιώργη Σαχτούρη.

Σε ηλικία πέντε ετών εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του μόνιμα στην Αθήνα. Με προτροπή και επιμονή του πατέρα του, το 1937 άρχισε σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον Επαμεινώνδα Γονατά. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Mίλτος Xρυσάνθης ένα διήγημα στο περιοδικό Εβδομάδα. Το 1939 πέθανε ο πατέρας του και ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα (1944), αν και βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Νομικής, έκαψε τα βιβλία που διάβαζε, αποφασισμένος να επιδοθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Την βιβλιοθήκη του πατέρα του, με τα νομικού περιεχομένου βιβλία, την πούλησε. Κατά τη διάρκεια της κατοχής έπασχε από φυματίωση με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Την εποχή του εμφυλίου υπηρέτησε στον στρατό.

Η πρώτη του επαφή με την ποίηση ήταν την Άνοιξη του 1941, όταν πρωτοέγραψε ποίηση. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλου, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Λησμονημένη». Για την συλλογή αυτή ο Σαχτούρης ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα». Το 1948 εξέδοσε τις «Παραλογαίς» και ακολούθησαν και άλλες πολλές, με αποκορύφωμα το «Μέ τό πρόσωπο στον τοίχο» (1952), το οποίο εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του.

Τα πρώτα του ποιήματα κατακρίθηκαν από την γενιά του '30 και ιδιαίτερα από τους Άλκη Θρύλο, Παλαιολόγο, Αιμίλιο Χουρμούζιο, Πέτρο Χάρη κ.α., οι οποίοι αντιμετώπισαν το έργο του με χλεύη.

Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 άρχισαν οι κριτικοί να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα ποιήματά του Σαχτούρη. Πρώτα ο Αλέκος Αργυρίου και στη συνέχεια η Νόρα Αναγνωστάκη, σύζυγος του Μανόλη Αναγνωστάκη, με το άρθρο της «Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι δύσκολοι καιροί» στο περιοδικό Κριτική. Με το έργο του αργότερα ασχολήθηκαν οι Μαρωνίτης, Γιάννης Δάλλας, Χρήστος Μπράβος, Θάνος Κωνσταντινίδης, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Τατιάνα Μιλλιέξ κ.α.

Στην διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία: Το 1956 με το Α' Βραβείο Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα».

Ο Σαχτούρης αν και επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό δεν αφομοιώθηκε σε αυτόν και θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ξέφυγε από αυτόν αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Μπορεί όμως με ευκολία να χαρακτηριστεί ως ένας ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυθρωπή και σοβαρή. Επίσης η ποίηση του ως προς τη δομή είναι ενιαία, δηλαδή εμπειρίες οι οποίες συνεχώς αναπαράγονται με μια κυκλική φορά, ενώ διακρίνει κανείς μια έντονη εικονοποιία.

Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Ίμβρου 2 στην Κυψέλη γράφοντας ελάχιστα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σαχτούρης για να επιβιώσει είχε αναγκαστεί να πουλήσει το οικογενειακό του κτήμα στην Αργολίδα, έκτασης 230 στρεμμάτων, το οποίο είχε δοθεί στην οικογένεια Σαχτούρη από τον Καποδίστρια, καθώς και το πατρικό του στην Κυψέλη, στην οδό Καλύμνου. Επίσης το υπουργείο πολιτισμού του είχε χορηγήσει τιμητική σύνταξη.

Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2005 στην Αθήνα και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη. Δεν παντρεύτηκε και δεν απέκτησε οικογένεια, διατηρούσε όμως δεσμό από το 1960 με την ζωγράφο Γιάννα Περσάκη.

http://el.wikipedia.org/wiki/Μίλτος_Σαχτούρης

Σήμερα... 29/3 Μάρκου επισκόπου Αρεθουσίων, Μαρτύρων Κυρίλλου διακόνου και των συν αυτοίς παρθένων και ιερωμένων- Αγιος Ευσταθιος ο Ομολογητης Επισκοπος Κιου Βιθυνιας

 

Αγιος Ευσταθιος ο Ομολογητης 

Επισκοπος Κιου Βιθυνιας

Δημοφιλείς αναρτήσεις Τελευταίες 7 ημέρες