Παρασκευή, Αυγούστου 06, 2021

Η Βολιβία αποκτά την ανεξαρτησία της από την Ισπανία.

 
6 Αυγούστου 1825 : Η Βολιβία αποκτά την ανεξαρτησία της από την Ισπανία.

Η Βολιβία (με την επίσημη ονομασία «Πολυεθνοτικό Κράτος της Βολιβίας» από τις 4 Μαΐου 2009[6]) είναι χώρα στη Νότια Αμερική. Συνορεύει βορειοανατολικά με τη Βραζιλία, νοτιοανατολικά με την Παραγουάη, νότια με την Αργεντινή, νοτιοδυτικά με τη Χιλή και δυτικά με το Περού. Έχει έκταση 1.098.580 τ.χλμ. και πληθυσμό 11.841.955[2] κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2021. Πρόεδρος της χώρας είναι, από το 2020, ο Λουίς Άρσε.

Πριν από τον Ευρωπαϊκό αποικισμό της, η περιοχή της σημερινής Βολιβίας αποτελούσε τμήμα της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Κατακτήθηκε από τους Ισπανούς τον 16ο αιώνα και για το μεγαλύτερο διάστημα της ισπανικής κατάκτησης ονομαζόταν ως Άνω Περού ή Τσάρκας, ενώ διοικητικά υπαγόταν στην Αντιβασιλεία του Περού, κάτω από την κυριαρχία της οποίας βρισκόταν και οι περισσότερες ισπανικές κτήσεις της Νότιας Αμερικής. Μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της το 1809, ακολούθησαν 16 έτη συνεχών πολέμων μέχρι την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας από τον Σιμόν Μπολίβαρ, στις 6 Αυγούστου του 1825.

Η Βολιβία σήμερα είναι ένα δημοκρατικό κράτος, το οποίο διαιρείται διοικητικά σε 9 διαμερίσματα. Η γεωγραφία της ποικίλλει καθώς περιλαμβάνει την οροσειρά των Άνδεων στα δυτικά, και πεδινές εκτάσεις στα ανατολικά, μέρος της λεκάνης του Αμαζονίου. Κύριες οικονομικές δραστηριότητες είναι η γεωργία, η δασοκομία, η αλιεία, τα ορυχεία και η μεταποίηση σε υφάσματα, ρουχισμό, επεξεργασμένα μέταλλα και η άντληση και διύλιση πετρελαίου.

Η περιοχή της σημερινής Βολιβίας κατοικείται συνεχώς τις τελευταίες δύο χιλιετηρίδες, με πρώτους κατοίκους τους ιθαγενείς Αϊμάρα, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη δυτική Βολιβία, το νότιο (σημερινό) Περού και τη βόρεια (σημερινή) Χιλή. Οι Αϊμάρα σχετίζονται με έναν προηγμένο πολιτισμό της περιοχής, γνωστό με την ονομασία Τιγουανάκου, ο οποίος αναπτύχθηκε στα δυτικά τμήματα της χώρας. Η ομώνυμη πρωτεύουσα του κράτους του Τιγουανάκου πρέπει να ιδρύθηκε γύρω στο 1500 π.Χ., ως ένας μικρός γεωργικός οικισμός. Η κοινότητά του αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε σε πόλη μεταξύ του 5ου και 7ου αιώνα μ.Χ., αποτελώντας παράλληλα μία σημαντική δύναμη στην περιοχή των νότιων Άνδεων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η πόλη στην ακμή της εκτείνονταν σε 6,5 τετρ. χλμ. και είχε πληθυσμό μεταξύ 15.000 και 30.000 κατοίκων.

Γύρω στο 400 μ.Χ., το κράτος του Τιγουανάκου εξελίχθηκε από τοπική δύναμη σε ολοκληρωμένη πολιτεία και επεκτάθηκε στη γειτονική φυλή των Γιούνγκας, καθώς και σε άλλες τοπικές κοινότητες του Περού, της Βολιβίας και της Χιλής, διαδίδοντας και επιβάλλοντος την πολιτιστική δομή του. Η επέκταση έγινε κατά βάση με την ίδρυση αποικιών, εμπορικές συμφωνίες και διάδοση της γλώσσας και της κουλτούρας, ενώ η χρήση των όπλων δεν φαίνεται να ήταν διαδεδομένη.

Το κράτος του Τιγουανάκου επεκτείνονταν συνεχώς, αφομοιώνοντας γειτονικούς πολιτισμούς και φυλές, χωρίς να έχει να αντιμετωπίσει κάποιον σημαντικό ανταγωνιστή στην ευρύτερη περιοχή. Η αφθονία της τροφής από καλλιέργειες και την κτηνοτροφία των λάμα, χρησιμοποιούταν για να ανατροφοδοτήσει φτωχότερες περιοχές μέσω ενός δικτύου συνεχούς εμπορίου. Η ανάπτυξη συνεχίστηκε με αυτό τον τρόπο απρόσκοπτα μέχρι και το 950 μ.Χ., περίοδος που το κράτος του Τιγουανάκου είχε φτάσει στη μέγιστη επικράτειά του.

Την περίοδο εκείνη σημειώθηκε όμως μία έντονη αλλαγή στο κλίμα της περιοχής, καθώς η βροχόπτωση στη λεκάνη της λίμνης Τιτικάκα έπεσε σημαντικά. Ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι επήλθε μία ξαφνική περίοδος ξηρασίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι πόλεις της περιοχής της Τιτικάκα να παράγουν όλο και λιγότερη τροφή, με συνέπεια την έλλειψη πλεονάσματος, το οποίο διαχειριζόταν η αριστοκρατία του κράτους. Με τη σειρά της, η αριστοκρατία έχασε τη δημοτικότητά της καθώς ήταν υπεύθυνη για την αναδιανομή του πλεονάσματος. Η πρωτεύουσα παρέμεινε η μόνη σημαντική παραγωγική περιοχή, αλλά ακόμα και ο τεχνικά έξυπνος σχεδιασμός των καλλιεργειών της, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την ξηρασία. Το κράτος του Τιγουανάκου εξαλείφθηκε σταδιακά μέσα σε 50 χρόνια μέχρι το 1000 μ.Χ., με βασική αιτία την έλλειψη τροφής, που ήταν και η δύναμή του. Η ευρύτερη περιοχή παρέμεινε ερημωμένη με όλο και λιγότερους κατοίκους σε μικρούς αγροτικούς οικισμούς, χωρίς καμία πλέον κρατική δομή ή κεντρική διοίκηση και πολιτισμό.

Μεταξύ του 1438 και του 1527, η αυτοκρατορία των Ίνκας προσάρτησε το μεγαλύτερο δυτικό τμήμα της Βολιβίας. Οι εσωτερικές αδυναμίες όμως της αυτοκρατορίας δεν επέτρεψαν τη συνέχιση της κυριαρχίας, και ακολούθησε η κατάκτηση από τους Ισπανούς, παράλληλα με την πτώση των Ίνκας.

Η κατάκτηση των περιοχών της Βολιβίας ξεκίνησε το 1524 με τη σταδιακή αποδυνάμωση και τελική πτώση του πολιτισμού των Ίνκας από τους Ισπανούς, ενώ μέχρι το 1533 η κυριαρχία του Ισπανικού στέμματος στην περιοχή είχε εδραιωθεί. Η Βολιβία, με τα σημερινά της όρια, αποκαλούταν ως Άνω Περού και βρισκόταν κάτω από την εξουσία της Αντιβασιλείας του Περού με έδρα τη Λίμα. Η τοπική διακυβέρνηση της περιοχής, γνωστή με την ονομασία Αουδιένσια ντε Τσάρκας (Audiencia de Charcas - Κοινό των Τσάρκας), είχε έδρα την Τσουκισάκα, που ταυτίζεται με τη σύγχρονη πρωτεύουσα Σούκρε στην περιοχή Λα Πλάτα.

Μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα, σημαντική πηγή πλούτου για τους αποικιοκράτες ήταν τα τοπικά κοιτάσματα αργύρου, τα οποία θεωρούταν φημισμένα στο σύνολο της Ισπανικής αυτοκρατορίας. Για την εξόρυξη, αλλά και για σχεδόν το σύνολο των εργατικών δραστηριοτήτων, οι Ισπανοί χρησιμοποιούσαν ιθαγενείς, υιοθετώντας ένα προκολομβιανό τοπικό σύστημα εργασίας με την ονομασία μίτα. Το Άνω Περού, ως ευρύτερη περιοχή, μετατέθηκε στην επικράτεια της Αντιβασιλείας του Ρίο ντε λα Πλάτα στη σημερινή Αργεντινή το 1776. Στη συνέχεια, με τη σταδιακή εξασθένηση της ισχύος του Ισπανικού θρόνου κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους, ενισχύθηκαν οι αντιδράσεις και η δυσμένεια απέναντι στην αποικιοκρατία σε όλη την περιοχή, αλλά και γενικότερα σε όλες τις κτήσεις του στέμματος στη Νότια Αμερική.

Ο αγώνας της Βολιβίας για πλήρη ανεξαρτησία από την Ισπανία ξεκίνησε ουσιαστικά το 1809 και διήρκεσε σχεδόν 16 χρόνια. Το ανεξάρτητο κράτος της δημοκρατίας της Βολιβίας ιδρύθηκε στις 6 Αυγούστου του 1825 από τον Σιμόν Μπολίβαρ.

Το 1836, η Βολιβία, με την ηγεσία του στρατηγού Αντρές ντε Σάντα Κρους, εισέβαλε στο Περού για να υποστηρίξει τον απερχόμενο πρόεδρο της χώρας στρατηγό Λουίς Ορμπεγκόσο. Με την επαναφορά του στην εξουσία, οι δύο χώρες συνενώθηκαν στο σχήμα της Βολιβιοπερουβιανής Συνομοσπονδίας, με προκαθήμενο τον Σάντα Κρους με τον τίτλο του Ανώτατου Προστάτη. Μετά από διαδοχικές εντάσεις μεταξύ της Συνομοσπονδίας και της Χιλής, η Χιλή κήρυξε πόλεμο στις δύο χώρες το 1836. Η Αργεντινή, σύμμαχος της Χιλής, κήρυξε με τη σειρά της πόλεμο στη Συνομοσπονδία μερικούς μήνες αργότερα. Οι δυνάμεις του Περού και της Βολιβίας κατάφεραν σημαντικές και αρκετές νίκες κατά τη διάρκεια αυτής της σύρραξης, η οποία είναι πλέον γνωστή ως ο Πόλεμος της Συνομοσπονδίας. Η ήττα των Αργεντινών και στη συνέχεια των Χιλιανών εκστρατευτικών σωμάτων στην περιοχή της Παουκαρπάτα και την πόλη της Αρεκίπα, είναι τα σημαντικά ορόσημα του πολέμου αυτού. Η συνθήκη της Παουκαρπάτα επιβεβαίωσε την άνευ όρων παράδοση των στρατευμάτων της Χιλής και των Περουβιανών επαναστατών που ήταν αντίθετοι στη Συνομοσπονδία και τον πρόεδρο Ορμπεγόσο. Με βάση τη συνθήκη αυτή, η Χιλή ήταν υποχρεωμένη να αποσύρει τις δυνάμεις της από τα εδάφη της Συνομοσπονδίας, να επιστρέψει πολεμικά σκάφη που είχε συλλάβει, και να δεχθεί την εξισορρόπηση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των χωρών αυτών με την πληρωμή του Περουβιανού χρέους στη Χιλή από τη Συνομοσπονδία. Η λαϊκή βούληση όμως δεν δέχθηκε τους όρους της συνθήκης και η Χιλιανή κυβέρνηση την απέρριψε. Τα χιλιανά στρατεύματα οργάνωσαν μία δεύτερη επίθεση και νίκησαν τις δυνάμεις της Συνομοσπονδίας στη μάχη του Γιουνγκάι. Μετά από αυτή την ήττα, ο Σάντα Κρους διέφυγε στο Εκουαδόρ και η Συνομοσπονδία οδηγήθηκε σε διάλυση.

Μετά τη διάλυση και με την ηγεσία του νέου πρόεδρου στρατηγού Αγουστίν Γκαμάρρα, το Περού εισέβαλε στη Βολιβία. Ο Περουβιανός στρατός ηττήθηκε στην αποφασιστική μάχη του Ινγκαβί το 1841, όπου και σκοτώθηκε ο Γκαμάρρα. Αυτό είχε ως συνέπεια, το Περού να μην μπορέσει να αντισταθεί στην Βολιβιανή αντεπίθεση και οι δυνάμεις της Βολιβίας κατέλαβαν το Περουβιανό λιμάνι της Αρίκα. Το 1842, οι δύο χώρες υπέγραψαν την οριστική συνθήκη ειρήνης μεταξύ τους, η οποία και έβαλε τέλος στη σύρραξη.

Ακολούθησε μία περίοδος πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, η οποία μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα κατέβαλε τη Βολιβία. Ο επακόλουθος Πόλεμος του Ειρηνικού από το 1879 ως το 1883 ενάντια στη Χιλή, είχε ως συνέπεια την απώλεια της πρόσβασης της χώρας στον Ειρηνικό ωκεανό, αλλά και την παραχώρηση στη Χιλή των περιοχών Σαλίτρε και των λιμανιών της Αντοφαγάστα και της Αρίκα.

Από την ανεξαρτησία της και στη συνέχεια, η Βολιβία έχασε σχεδόν τη μισή έκτασή της σε πολέμους με τις γειτονικές χώρες. Η πολιτεία του Άκρε, γνωστή για την παραγωγή γομαλάκας, προσχώρησε το 1903 με τη σειρά της στη Βραζιλία, αποχωρώντας από το Βολιβιανό κράτος.

Με το τέλος του 19ου αιώνα και την άνοδο των παγκόσμιων τιμών αργύρου, η Βολιβία πέρασε σε μία περίοδο σχετικής οικονομικής ευμάρειας και πολιτικής σταθερότητας. Με την αλλαγή του αιώνα, σταδιακά ο βωξίτης αντικατέστησε τον άργυρο ως πρώτη πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας, ενώ μέχρι το 1930 οι κυβερνήσεις ακολούθησαν τα καπιταλιστικά πρότυπα, καθώς ελέγχονταν από την κοινωνική και οικονομική ελίτ. Οι συνθήκες διαβίωσης των ιθαγενών, που αποτελούσαν και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, παρέμειναν ιδιαίτερα δύσκολες. Με περιορισμένες δυνατότητες εργασίας και πρωτόγονες συνθήκες στα ορυχεία και σε μεγάλα αγροκτήματα που θύμιζαν Ευρωπαϊκή φεουδαρχία, οι ιθαγενείς δεν είχαν πρόσβαση στην εκπαίδευση, σε οικονομικές ευκαιρίες και σε συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα. Αυτή η κατάσταση, παράλληλα με την ήττα της Βολιβίας από την Παραγουάη στον Πόλεμο του Τσάκο (1932-35), οδήγησαν σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής τη χώρα.

Το Εθνικιστικό Επαναστατικό Κίνημα (M.N.R.) ξεκίνησε ως ένα πολιτικό κόμμα με ευρεία βάση. Αν και ακυρώθηκε η νίκη του στις εκλογές του 1951, το MNR πρωτοστάτησε σε μία επιτυχημένη επανάσταση το 1952. Με πρόεδρο τον Βίκτορ Πας Εστενσόρο και με ισχυρό λαϊκό έρεισμα, το κίνημα καθιέρωσε την καθολική ψήφο και πραγματοποίησε ριζικές αλλαγές προωθώντας την αγροτική εκπαίδευση και την εθνικοποίηση των μεγαλύτερων ορυχείων βωξίτη της χώρας.

Το 1969, ο θάνατος του προέδρου Ρενέ Μπαριέντος Ορτούνιο, εκλεγμένου πρόεδρου του καθεστώτος το 1966, οδήγησε σε διαδοχικές αδύναμες κυβερνήσεις. Η αναρχία και η λαϊκή δυσμένεια, ο στρατός μαζί με το κίνημα εγκατέστησαν τον συνταγματάρχη (και μετέπειτα στρατηγό) Ούγο Μπανσέρ Σουάρες στη θέση του πρόεδρου το 1971. Ο Μπανσέρ κυβέρνησε με την υποστήριξη του MNR μέχρι το 1974, οπότε και με αυτόνομη απόφασή του αντικατέστησε τους αξιωματούχος με στρατιωτικό προσωπικό και ανέστειλε τις πολιτικές δραστηριότητες. Η οικονομία παρουσίασε έντονη ανάπτυξη σε όλη τη διακυβέρνηση του Μπανσέρ, αλλά υπήρχαν παράλληλα παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τελικά οικονομικές κρίσεις που ελάττωσαν την υποστήριξη στο πρόσωπό του. Εξαναγκάστηκε να προκηρύξει εκλογές το 1978, και η Βολιβία μπήκε σε μία περίοδο πολιτικών αναταραχών.

Κώστας Βίρβος (Τρίκαλα Θεσσαλίας, 29 Μαρτίου 1926 - Παλαιό Φάληρο, 6 Αυγούστου 2015)

\

6 Αυγούστου 2015  πέθανε: Κώστας Βίρβος Έλληνας στιχουργός

Ο Κώστας Βίρβος (Τρίκαλα Θεσσαλίας, 29 Μαρτίου 1926 - Παλαιό Φάληρο, 6 Αυγούστου 2015) ήταν Έλληνας στιχουργός.

Ο Κώστας Βίρβος είναι ένας από τους σημαντικότερους στιχουργούς χιλιάδων τραγουδιών τα οποία έμειναν διαχρονικά, μελοποιήθηκαν από τους σπουδαιότ τραγουδιστών στο Ελληνικό τραγούδι. Το έργο του καλύπτει μια μεγάλη γκάμα τραγουδιών από το Ρεμπέτικο, Λαϊκό και Έντεχνο, ενώ ασχολήθηκε και με το Παραδοσιακό. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 29 Μαρτίου 1926. Ο πατέρας του, πλούσιος έμπορος, τον στέλνει στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών. Τελειώνοντας το γυμνάσιο το 1943 κατεβαίνει στην Αθήνα και φοιτά στην Πάντειο. Ο ίδιος σύμφωνα με διηγήσεις του έγραφε στιχάκια από νωρίς, αλλά ήθελε να γίνει σκηνοθέτης μιας και του άρεσε ιδιαίτερα το θέατρο. Στην Ναζιστική Κατοχή βρίσκεται πρωτοετής φοιτητής της Παντείου στην Αθήνα. Το 1943 περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης ως μέλος του ΕΑΜ[1]. Το Μάρτη του '44 συλλαμβάνεται και βασανίζεται, γιατί έγραφε συνθήματα στους τοίχους για την τότε κυβέρνηση του βουνού. Ο πατέρας του με 800 χρυσές λίρες τον απελευθερώνει και έπειτα φεύγει για το βουνό, όπου εκεί συναντά και τον Άρη Βελουχιώτη.

Εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών απ' το 1954 έως το 1985 απ' όπου συνταξιοδοτήθηκε με τον βαθμό του Διευθυντή. Ήταν παντρεμένος με την Καίτη Καραντζή και έχει δυο κόρες, την Αναστασία και την Μαρία. Η κόρη του Μαρία Βίρβου είναι καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Πειραιώς και έχει συγγράψει την βιογραφία του με τίτλο "Κώστας Βίρβος- Εγώ δεν ζω γονατιστός" που έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Παπαζήση. Το βιβλίο της βιογραφίας 730 σελίδων, αναφέρεται λεπτομερώς στη ζωή και το έργο του λαϊκού ποιητή Κώστα Βίρβου, του οποίου τα ποιήματα έχουν μελοποιηθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από το σύνολο σχεδόν των μεγαλύτερων συνθετών του 20ου αιώνα.

Τα πρώτα του στιχάκια τα δίνει στον Απόστολο Καλδάρα, με τον οποίο γνωρίζονταν από μικροί. Το πρώτο στιχούργημα του λέγεται "Ο φαντάρος" {ανέκδοτο τραγούδι του 1947}, που αν και μελοποιήθηκε αρχικά από τον Β. Τσιτσάνη και αργότερα από τον Α. Καλδάρα δε γραμμοφωνήθηκε, λόγω εμφυλίου και παρά το εμφανές μήνυμα της συμφιλίωσης, ("μα ο φαντάρος δεν παραπονιέται/ κι έχει ελπίδα μέσα στην καρδιά/ πως θα γυρίσει πάλι στους δικούς του/ τα χέρια όταν δώσουμε ξανά").

Το πρώτο τραγούδι που κυκλοφόρησε ήταν το «Να το βρεις από άλλη» σε μουσική Καλδάρα και ερμηνευτές τους Σούλα Καλφοπούλου και Μάρκο Βαμβακάρη (1948). Έχει γράψει πάνω από 2000 τραγούδια, λαϊκά, έντεχνα, μέχρι και παραδοσιακού ύφους με κοινωνικό και πολιτικό, άμεσο ή έμμεσο, περιεχόμενο. Ο ίδιος συνδιαμορφώνει το Ελληνικό τραγούδι, καθώς συμπορεύεται διαδοχικά με πολλές γενιές κορυφαίων καλλιτεχνών. Ξεκινά από το Ρεμπέτικο τραγούδι, προχωρά στο Λαϊκό, αλλά και στο Έντεχνο και το Παραδοσιακό. Συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους συνθέτες, από το ρεμπέτικο, λαϊκό, όπως Βασίλη Τσιτσάνη,Απόστολο Καλδάρα, Θεόδωρο Δερβενιώτη, Μπάμπη Μπακάλη, Χρήστο Νικολόπουλο αλλά και έντεχνο τραγούδι, όπως Μίκη Θεοδωράκη, Μίμη Πλέσσα, Γιάννη Μαρκόπουλο, Χρήστο Λεοντή κ.ά. και με τους κορυφαίους ερμηνευτές, όπως Στέλιο Καζαντζίδη, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Πάνο Γαβαλά, Γιώργο Νταλάρα , Μανώλη Μητσιά, Γιώτα Λύδια, Καίτη Γκρέυ, Μπάμπη Τσετίνη, Βαγγέλη Περπινιάδη, Τόλη Βοσκόπουλο, Γιάννη Πάριο, Γιάννη Καλαντζή, Μαρινέλλα, Βίκυ Μοσχολιού, Χάρις Αλεξίου κ.ά. Άλλα σημαντικά του τραγούδια είναι: «Της γερακίνας γιος» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Το καράβι» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Μια παλιά ιστορία» του Στέλιου Καζαντζίδη, «ο κυρ Θάνος πέθανε», "Ένα όμοφο αμάξι με δυο άλογα", "Στου Μπελαμή το ουζερί" σε μουσική Γρηγόρη Μπιθικώτση, "Ζαϊρα", "Γεννήθηκα για να πονώ" σε μουσική Βασίλη Τσιτσάνη, "Κοιμήσου αγγελούδι μου" σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, «Πάρε τα χνάρια μου» , "'Ισως" σε μουσική Θεόδωρου Δερβενιώτη, «Άγια Κυριακή» σε μουσική Μίμη Πλέσσα, «Μακριά μου να φύγεις» σε μουσική Πάνου Γαβαλά, και άλλα. Το πέρασμά του και στους ολοκληρωμένους κύκλους τραγουδιών έγινε με το μνημειώδες δισκογραφικό έργο "Καταχνιά" του Χρήστου Λεοντή, με το «Α-Ω», σε μουσική Μπιθικώτση, το «Θάλασσα, πικροθάλασσα», σε μουσική Μίμη Πλέσσα και πλήθος άλλων. Επίσης είναι ο συνθέτης του ύμνου της ποδοσφαιρικής ομάδας του Α.Ο. Τρίκαλα. Ένα σημαντικό έργο του είναι ο Θεσσαλικός Κύκλος σε μουσική τού Γιάννη Μαρκόπουλου.

Ο Κώστας Βίρβος εξέδωσε ανθολογία 300 ποιημάτων του, που περιλαμβάνουν τις μεγάλες ενότητες ποιημάτων που έγραψε ο ίδιος όπως την «ΚΑΤΑΧΝΙΑ» (τα κείμενα της οποίας συνέγραψε με την επιμέλεια του Νικηφόρου Βρεττάκου), «ΘΕΣΣΑΛΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ», «ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ», «ΝΕΚΡΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ», σε ελεύθερη μετάφραση/απόδοση του ιδίου από τον Λουκιανό, «ΤΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ», «ΖΕΙ;», «ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ» «ΟΥΤΟΠΙΑ» και πολλά άλλα, καθώς και ένα βιβλίο ποιημάτων για τη Θεσσαλία «ΠΡΑΣΙΝΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΟΙ ΚΑΜΠΟΙ», αλλά και ποιήματα τα οποία μελοποιήθηκαν μεμονωμένα, όπως το «ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥΔΙ ΜΟΥ», «ΤΗΣ ΓΕΡΑΚΙΝΑΣ ΓΙΟΣ» κ.ά. Το έργο του ασχολήθηκε με τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα αλλά και τις ηρωικές σελίδες της ιστορίας της Ελλάδας, όπως ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Αντίσταση στο έργο Καταχνιά, το Κιλελέρ στον Θεσσαλικό Κύκλο, τα κύματα μετανάστευσης της δεκαετίας του 50, οι αγώνες ανεξαρτησίας της Κύπρου κ.ά. Το έργο του έχει τύχει ευρύτατης κοινής αλλά και φιλολογικής αποδοχής. Ο ίδιος τιμήθηκε από δύο Προέδρους Δημοκρατίας της Κύπρου και τον Ραδιοτηλεοπτικό Οργανισμό ΡΙΚ της Κύπρου, από τα Πανεπιστήμια Αθηνών, Ιωαννίνων και Πειραιώς, από τον Φιλολογικό Ιστορικό Λογοτεχνικό Σύνδεσμο (Φ.Ι.ΛΟ.Σ.) Τρικάλων ο οποίος έχει καταξιωθεί ως ένα από τα δραστηριότερα πολιτιστικά σωματεία της χώρας μας και έχει τιμηθεί για την προσφορά του στα Ελληνικά Γράμματα από την Ακαδημία Αθηνών, από τους πολιτιστικούς φορείς δεκάδων δήμων της χώρας και του εξωτερικού. Στην γενέτειρα πόλη του, των Τρικάλων, ένας δρόμος της πόλης και ένα δημόσιο δημοτικό σχολείο έχουν λάβει το όνομά του, ως απόδοση τιμής στην προσφορά του, ενώ εκθέματα από τη ζωή και το έργο του εκτίθενται σε τρία μουσεία. Μετά το θάνατό του, η εκπαιδευτική περιφέρεια Θεσσαλίας συνδιοργάνωσε με τον Δήμο Τρικκαίων, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας, το 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τη ζωή και το έργο του με τη συμμετοχή πλήθους Πανεπιστημιακών και εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Ο Μίκης Θεοδωράκης Μίκη Θεοδωράκη είχε πει: «Ο Βίρβος είναι ένα από τα μεγάλα κλαριά επάνω στο δέντρο της Ελληνικής μουσικής. Είναι ο λαϊκός ποιητής που έγραψε χιλιάδες τραγούδια. Πολλοί από μας και από σας δεν θα ξέρετε ότι τα τραγούδια που έχετε αγαπήσει και τραγουδήσει και με τα οποία έχετε συγκινηθεί, έχετε κλάψει, έχετε πονέσει, έχετε ελπίσει, τα έχει γράψει εκείνος. Έχει συνεργαστεί με όλους σχεδόν τους πιο μεγάλους και κλασικούς συνθέτες της λαϊκής μας μουσικής».

Έφυγε το βράδυ της Πέμπτης 6 Αυγούστου 2015, ταλαιπωρημένος από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο ενώ βρισκόταν διασωληνωμένος στο σπίτι του, στο Παλαιό Φάληρο.

ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ-ΑΙΤΩΛΙΚΟΥ




«ΠEPIKAΛΛEA λίμνη» την ονόμαζε ο Oμηρος. Xιλιοτραγουδισμένη στη δημοτική ποίηση, ονομαστή για την ομορφιά της και τους φυσικούς της πόρους, η μεγάλη λιμνοθάλασσα Mεσολογγίου-Aιτωλικού αποτελεί μαζί με το Δέλτα των ποταμών Aχελώου και Eύηνου έναν από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους υδροβιότοπους της Mεσογείου.

O πανέμορφος αυτός τόπος, που έχει κηρυχθεί Eθνικό Πάρκο, είναι ένα σύμπλεγμα υδροβιότοπων όπου οι γλυκόβαλτοι εναλλάσσονται με αλμυρόβαλτους, λασποτόπια, υδροχαρή δάση, αμμοθίνες, λουρονησίδες και αλμυρολίβαδα. Γύρω τους ορθώνουν τον όγκο τους η Bαράσοβα και ο Aράκυνθος, όπως και το φαράγγι της Kλεισούρας, ενώ φύλακες του τόπου, αιώνες τώρα, στέκουν τα βυζαντινά μοναστήρια και τα ασκηταριά της περιοχής.
Aγρια ζωή και παραγωγική δραστηριότητα συνυπάρχουν εδώ για χιλιάδες χρόνια. Στην περιφέρεια της λιμνοθάλασσας άκμασαν κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους τέσσερις ναυτικές αιτωλικές πόλεις. Aπό τότε η λιμνοθάλασσα είναι πηγή πλούτου για τους ανθρώπους της, με τα πλούσια αλιεύματα και το αλάτι της. Oι ντόπιοι θα αξιοποιήσουν αυτόν τον πλούτο· θα επινοήσουν δικούς τους τρόπους αλιείας, προσαρμοσμένους στις ιδιαιτερότητες της λιμνοθάλασσας, τα περίφημα διβάρια και τα σταφνοκάρια, και θα αναπτύξουν πρώτοι, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, ναυπηγική και ναυτεμπορική δράση.

H πρώτη αναφορά στο Aιτωλικό, ως «Nατολικό», εμφανίζεται τον 12ο αι. Tο Mεσολόγγι θα το δούμε να μνημονεύεται πολύ αργότερα, τον 16ο αι., σε περιγραφή της Nαυμαχίας της Nαυπάκτου.

Tο Mεσολόγγι και το Aιτωλικό εξακολουθούν να μετράνε τον χρόνο με τον κύκλο της λιμνοθάλασσας: εποχή του αυγοτάραχου, εποχή του αλατιού, της τσιπούρας, του λαβρακιού, του γοβιού.

Oι βάλτοι, τα λασποτόπια και οι αλυκές είναι τόποι ιδανικοί για τα μεταναστευτικά υδρόβια και παρυδάτια πουλιά, ενώ στα παρόχθια μέρη φυτρώνουν ορισμένα σπάνια φυτά.

Παρά τις ανθρώπινες επεμβάσεις και τις αδυναμίες των αρμοδίων φορέων που είχαν ως αποτέλεσμα την περιβαλλοντική υποβάθμιση της λιμνοθάλασσας Mεσολογγίου-Aιτωλικού, τα «νερά της λίμνης τ' άβαθα» διατηρούνται σε ικανοποιητική κατάσταση· το ψάρι είναι ακόμη άφθονο και καλό, η αλιεία παραμένει πυλώνας της οικονομικής ζωής του τόπου και η περιοχή διασώζει την ομορφιά της κεντρίζοντας το ενδιαφέρον των επισκεπτών.

Tην προικισμένη φύση ήρθε «να γεμίσει με νόημα» η ιστορία και τα έργα των ανθρώπων, όπως έγραψε ο I.M. Παναγιωτόπουλος. H περιοχή υπήρξε πεδίο ηρωισμών και τόπος έμπνευσης για μεγάλους ποιητές: από τον Διονύσιο Σολωμό που θα υμνήσει τους «Eλεύθερους Πολιορκημένους» έως τον Kωστή Παλαμά που θα τραγουδήσει «Tους καημούς της λιμνοθάλασας».

Μπεν Τζόνσον (Benjamin Jonson, 11 Ιουνίου 1572 - 6 Αυγούστου 1637)




6 Αυγούστου 1637  πέθανε  Μπεν Τζόνσον Άγγλος συγγραφέας

Ο Μπεν Τζόνσον (Benjamin Jonson, 11 Ιουνίου 1572 - 6 Αυγούστου 1637) ήταν Άγγλος δραματικός και λυρικός ποιητής, θεωρούμενος ο σημαντικότερος δραματουργός της Ελισαβετιανής και της Ιακώβειας περιόδου, ύστερα από τον Σαίξπηρ. Υπήρξε ο εισηγητής και ο διαμορφωτής της καθαρόαιμης αγγλικής κωμωδίας της ελισαβετιανής εποχής (city comedy και comedy of humours)

Αν και καταγόταν από φτωχή οικογένεια σπούδασε για ένα διάστημα στο Σχολείο του Γουέστμινστερ, πολέμησε μετά ως εθελοντής στις Κάτω Χώρες και επέστρεψε στην Αγγλία για ν’ ασχοληθεί με το θέατρο ως ηθοποιός και συγγραφέας.

Η πρώτη του επιτυχία ήταν το έργο Ο καθένας με τον χαρακτήρα του, μια προσπάθεια προσαρμογής του πνεύματος της ρωμαϊκής κωμωδίας στην αγγλική σκηνή. Ακολούθησε το Ο καθένας έξω από τον χαρακτήρα του, που ήταν παταγώδης αποτυχία. Έγραψε άλλα δύο έργα αμέσως μετά και ασχολήθηκε επί πολύ με τις «μάσκες», αυλικές παραστάσεις με χορούς, μουσική και φανταχτερά κοστούμια, όπου ο ρόλος του ποιητή αν και μικρός, ήταν σημαντικός.

Φυλακίστηκε αρκετές φορές, για φόνο σε μονομαχία, προσβολή των Σκωτσέζων ευγενών και για χρέη, προσηλυτίστηκε στον Καθολικισμό, υπήρξε πότης, γλεντζές ακατάβλητος και πρωταγωνιστής στις θυελλώδεις «ποιητομαχίες» που διεξήγοντο στις «φιλολογικές» ταβέρνες της εποχής, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν έχασε την εύνοια της Αυλής. Τα έργα του Βολπόνε και Αλχημιστής κέρδισαν την γενική εκτίμηση και επιζούν μέχρι τις μέρες μας.

Ο Τζόνσον σατιρίζει ανελέητα τα πάθη και ιδίως την απληστία των συγχρόνων του, μαστιγώνει την κοινωνία της εποχής του με όλη την δύναμη του παράφορου χαρακτήρα του. Η πλοκή και οι χαρακτήρες που δημιούργησε αποτέλεσαν πρότυπο για την μετέπειτα αγγλική κωμωδία.

Ο τάφος του βρίσκεται στο αβαείο του Γουέστμινστερ και έχει την επιγραφή «O Rare Ben Johnson» (Ω, σπάνιε Μπεν Τζόνσον).

Ο άγγελος με τις μαργαρίτες


Κύρβα, Ο άγγελος με τις μαργαρίτες, Βιβλιοεπιλογή 2012, σελ. 366

Η Μαρίνα Σαμπροβαλάκη που υπογράφει με το ψευδώνυμο Κύρβα, ξεκίνησε από την ποίηση, και μάλιστα την παραδοσιακή κρητική του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου, τόσο του ανομοιοκατάληκτου όσο και της ζευγαρωτής ομοιοκαταληξίας της μαντινιάδας, για να καταλήξει στην πεζογραφία. Έχουμε ήδη παρουσιάσει τα βιβλία της «Ξεφύλλισμα ψυχής» και «Το πέρασμα του ερωδιού», που είναι και τα δυο ποιητικά. Σήμερα θα ασχοληθούμε με το τελευταίο της βιβλίο, ένα πεζογράφημα με τίτλο «Ο άγγελος με τις μαργαρίτες».
Συνήθως τα πεζογραφήματα τα κατατάσσουμε είτε στα διηγήματα, όταν είναι ολιγοσέλιδα, είτε στα μυθιστορήματα, όταν είναι πολυσέλιδα, χαρακτηρίζοντας τα ενδιάμεσα ως νουβέλες. Το πεζογράφημα όμως αυτό ξεφεύγει από αυτές τις κατηγοριοποιήσεις. Ως πολυσέλιδο θα έπρεπε κανονικά να ανήκει στο είδος του μυθιστορήματος. Δεν ανήκει όμως, και πολύ σωστά αφήνεται κενός ο χαρακτηρισμός του. Αν θέλαμε να του δώσουμε έναν κατά προσέγγιση χαρακτηρισμό, θα το ονομάζαμε ως «αυτοβιογραφικές εξομολογήσεις».
Οι αυτοβιογραφικές αυτές εξομολογήσεις παίρνουν κάποιες φορές τον χαρακτήρα του εσωτερικού μονόλογου, του άτακτου συνειρμού που ονομάζεται και «χείμαρρος συνείδησης» (stream of consciousness). Συνήθως όμως αναφέρονται σε συγκεκριμένα επεισόδια από τη ζωή της αφηγήτριας που επικεντρώνονται στον Νώνη, τον νεκρό αγαπημένο, με παρέμβλητες ιστορίες και αναμνήσεις, από την παιδική κυρίως ηλικία. «Θυμάμαι, όταν ήμουν μαθήτρια…. Ο αναστεναγμός με γύρισε στο παρόν μου» (σελ. 163-168). Τέλος έχουν και μια δόση μαγικού ρεαλισμού, με τη «σκιά» του αγαπημένου όχι να την ακολουθεί, αλλά να την οδηγεί στο «βράχο» τους σε κάποιες αφηγήσεις.
Η γραφή της Κύρβα, καθώς έχει ήδη μια μακρά θητεία στην ποίηση με τρία βιβλία, είναι σε μεγάλο βαθμό λυρική. Είναι ένα «ξεφύλλισμα ψυχής», όπως το πρώτο της βιβλίο που έχει αυτόν τον τίτλο, όπου και πάλι πρωταγωνιστεί ο αγαπημένος.
Όμως ας δώσουμε ένα χαρακτηριστικό λυρικό απόσπασμα, ως δείγμα γραφής:
«Το μελαγχολικό απόγευμα του Μάρτη, τα σύννεφα έκλεβαν το τελευταίο ροζ από το φως του Φοίβου μου, προσφέροντάς το στο χλωμό φως του αδελφού του ήλιου που έδυε. Αλαργόφεγγε στ΄ ουρανού τ΄ ακρόκορφα και στου Άδη τα πυκνοϋφασμένα σκοτάδια, αποδεχόμενος θαρρετά την ροή της νομοτέλειας και της μοίρας. Ο Αυγερινός μου, έκλεινε γλυκά τα κουρασμένα βλέφαρα σε έναν ύπνο βαθύ, λυτρωτικό» (σελ. 11-12).
Δίπλα όμως στον αρκαδικό λυρισμό που τον εμπνέει ο γενέθλιος τόπος (η Μαρίνα Σαμπροβαλάκη κατάγεται από την Βαϊνιά, ένα χωριό έξω από την Ιεράπετρα που βρίσκεται στα ριζά ενός βουνού) υπάρχει και ο στοχασμός πάνω στην σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, πάνω στην υπαρξιακή συνθήκη του ανθρώπου, πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις. Ακόμη η Μαρίνα είναι σε αρκετά σημεία διδακτική-παραθέτει μάλιστα και δυο στροφές από την «Ιθάκη» του Καβάφη. Ο διδακτισμός αυτός όμως δεν ξενίζει, καθώς είναι απότοκος εμπειριών και καταστάσεων που έχει βιώσει η αφηγήτρια. Τέλος είναι αναπόφευκτο να εμφιλοχωρήσουν και κάποια λαογραφικά στοιχεία στην αφήγησή της.
«Αρκετά τέτοια βράδια, ερχότανε και καθότανε η κουκουβάγια στην κορυφή του στύλου της ΔΕΗ και φώναζε πάνω απ΄ τα κεφάλια μας. Πετούσαν μικρές πέτρες να τη διώξουν, γιατί όπως πίστευαν, δεν ήταν «καλό προμήνυμα» (σελ. 257).
Διαβάζοντας τις παραπάνω γραμμές θυμήθηκα ένα ανάλογο επεισόδιο από την παιδική μου ηλικία. Μόλις είχε νυχτώσει. Καθόμασταν με την μητέρα μου στην αυλή. Ένα πουλί, μια ζάρα, ήλθε και κάθισε σε ένα κοντινό δέντρο, κρώζοντας «κλαψιάρικα». -Διώξε το, διώξε το, μου κάνει τρομαγμένη. Την έκφραση τρόμου που είχε το πρόσωπό της δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Αυτά ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά του έργου. Ως ξεχωριστά υφολογικά χαρακτηριστικά θα αναφέρουμε τα εξής:
Η Σαμπροβαλάκη χρησιμοποιεί συχνά το εφέ της αποστροφής. Η αφηγήτρια απευθύνεται κυρίως στον νεκρό αγαπημένο και στο αγαπημένο της καναρίνι, τον φιρφιρίκο, αλλά και σε άλλα πρόσωπα. Χρησιμοποιεί επίσης πολύ συχνά λαϊκές εκφράσεις, μαντινιάδες και αποφθέγματα, δίνοντας ένα τόνο αυθεντικότητας στις εξομολογήσεις της. «Ακόμα και ο αητός πρέπει να υποφέρνει/ να δούνε τα μικιά πουλιά ότι τα καταφέρνει», «Άλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα χαρτιά κρατούνε», «Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια», «Γελά καλά όποιος γελά τελευταίος», «Ο Αύγουστος επάτησε στην άκρα του χειμώνα», κ.ά. Τέλος δημιουργεί ένα μίνι εφέ απροσδόκητου, δίνοντας έμφαση ταυτόχρονα, με το να χρησιμοποιεί μπροστά από κάποιες λέξεις αποσιωπητικά. Έτσι διαβάζουμε για παράδειγμα:
«Ο κοσμάκης-μέσα και η χάρη μου-πληρώνει με τον τίμιο μόχθο και ίδρω του, ενώ οι μακρυχέρηδες της πολιτικής-κάθε κανόνας με την εξαίρεσή του-παίρνουν δάνεια ενός φεγγαριού για το πολιτικό άλλοθί τους, σπεύδοντας να το ξεπληρώσουν οσονούπω, επισήμως και με τη βούλα, με τα δωράκια της… διαπλεκόμενης, διεφθαρμένης, πολιτικής κουμπαριάς. Οι… απαπούτσωτοι γάτοι, γίνανε… χρυσοπαπουτσωμένες σταχτοπούτες του πολιτικού κουρμπετιού» (σελ. 37-38).
Το υφολογικό αυτό χαρακτηριστικό το χρησιμοποιεί και ο Θέμος Κορνάρος στο βιβλίο του «Το νησί των σημαδεμένων», που δεν είναι άλλο από τη Σπιναλόγκα. Στην παρουσίαση που του έκανα στο ηλεκτρονικό περιοδικό Λέξημα γράφω: «Παρεμπιπτόντως, ο Κορνάρος κάνει κατάχρηση αυτών των τριών τελειών, που μπαίνουν σαν να προετοιμάζουν ένα εφέ έκπληξης με μια μη αναμενόμενη λέξη. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Κι έπρεπε να κρατώ το πιρούνι, σαν υπηρέτης του, μια ώρα μπροστά στο στόμα του… μωρού κι εκείνος να μη με προσέχει καθόλου» (σελ. 44). Το ...μωρό είναι ο γείτονάς του τον οποίο περιποιείται». Έτσι πορεύτηκαν οι λεπροί της Σπιναλόγκας: βοηθώντας αυτοί που ήταν σε καλύτερη κατάσταση τους πιο ανήμπορους.
Θα παραθέσω ακόμη κάποιους κανονικούς ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, καθώς είναι πια χόμπι μου να τους ανιχνεύω σε πεζά κείμενα ή σε ελεύθερο στίχο, που έχουν γραφεί προφανώς εντελώς ασυνείδητα.
«…όταν τα άλλα δίπλα μου κοιμούνται ησυχασμένα» (σελ. 22).
«…και κάθε άγριο μέσα μου μερώνει, άγγελέ μου» (σελ. 24).
«Χίλιες φορές τα διάβηκα τα μονοπάτια ετούτα» (σελ. 24).
«Ολόχαρος ο έρωτας, στο άρμα της κάθε μέρας» (σελ. 75.
«Τριαντάφυλλα κι ασφόδελοι, κρίνα και πικροδάφνες» (σελ. 75).
«…τους σπόρους του καναβουριού τριγύρω στο κλουβί του» (σελ. 213).
Το βιβλίο αυτό της Σαμπροβαλάκη, πέρα από τις άλλες λογοτεχνικές αρετές του, έχει μια συγκινητική ειλικρίνεια. Είμαι σίγουρος ότι θα συναρπάσει τον καθένα.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

http://lexima.gr/lxm/read-1741.html 


Στο έργο, η ηρωίδα η «Ναρίμα», αδειάζει με ευλάβεια την καρδιά της. Ξεδιπλώνει τα συναισθήματα μιας αγάπης αιώνιας και τον βαθύ πόνο που ο θάνατος του λατρεμένου «Νώνη» άφησε στην τρυφερή καρδιά της τον Μάρτη του 2010. Η πικρή μοίρα που είχε προσδιορίσει την πορεία της αγάπης τους, συνέχιζε να γράφει, σφραγίζοντάς την με τον οδυνηρό επίλογο του θανάτου του. Πέταξε σε ουράνιους τόπους, αφήνοντας έρημο τον παράδεισό τους.


«Η πλάνη και το ψέμα δολοφονούν την αγάπη» έλεγε ο Νώνης στην λατρεμένη σύντροφο της πληγωμένης του καρδιάς, και ήταν ακόμα μια πικρή διαπίστωση.
Το έργο, ένα ρέκβιεμ, μια πένθιμη ωδή στον αρχάγγελο του Λυβικού, που όπως αναφέρεται στο έργο,
«σαν άριστος κεραμέας, συγκολλούσε με άμετρη αγάπη και υπομονή το εύθραυστο αγγείο της ψυχής της αγαπημένης του Ναρίμας. Η ευτυχία της αγαπημένης του, ήταν το κύριο μέλημά του».
Ένα χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου που δυστυχώς, για τους ήρωες του έργου, ήρθε τραγικά νωρίς. Το κύκνειο άσμα του λατρεμένου Νώνη, οδηγεί όλους σε μονοπάτια βαθύτερων νοημάτων ζωής, σε ανώτερες πνευματικές καταστάσεις με αποκορύφωμα το μετα-φυσικό, την συνέχιση της αλήθειας της δικής τους αιώνιας αγάπης πέρα από το φυσικό.
Ο Όρμος των Αγγέλων, ο παράδεισος της αγάπης τους, είναι ο τόπος που άφησε την τελευταία πνοή του ο Νώνης.
Την θέση του αγαπημένου συντρόφου στην καρδιά της ηρωΐδας, έχει τώρα πια «ο Φιρφιρίκος» το καναρίνι. Η επιλογή δεν έγινε τυχαία. Συμβολίζει την ανθρώπινη ανυπαρξία, την συναισθηματική ξηρασία και την μοναδικότητα του σπάνιου ήθους και αλήθειας της ψυχής του. Ο Φιρφιρίκος είναι ο σύντροφος στην μοναχικότητα της ηρωΐδας, ο φίλος στα πικρά και στα γλυκά.
Δεν είναι τυχαίο που μετά το θάνατό του, η ηρωΐδα ζει με την ανάμνηση εκείνου. Είχε πάρει μαζί του φεύγοντας τα κλειδιά της καρδιάς της και του παραδείσου τους.
Το έργο είναι αλήθειες συμπυκνωμένες, αποκρυπτογραφημένες, που το κλειδί της αποκάλυψής τους είναι σκεπασμένο κάτω από τη σάρκα του κειμένου. Αν αλλάξετε τα ονόματα των πρωταγωνιστών, το έργο είναι για όλους εσάς όπως είναι και για την συγγραφέα. Η αληθινή αγάπη των κεντρικών ηρώων του έργου «Ο Άγγελος με τις μαργαρίτες» είναι το προσωπικό βίωμα της συγγραφέως.
Η συγγραφέας έντυσε τη δική της αλήθεια με σύνθετα στοιχεία μύθου συναισθήματος και ορθολογισμού. Πασχίζει να αποκρύψει, και παράλληλα καλεί να αποκαλύψετε με τη δική σας γνωστική δύναμη την κάθε ψηφίδα της αλήθειας και του μύθου.
«Αγαπημένε Νώνη, βιάστηκες. Η αγαπημένη σου δασκάλα, που ήξερες, γονάτισε, παραδίνοντας όλα τα κουράγια της. Γιατί κι εσύ μ΄ έμαθες να σ΄αγαπώ, καλέ μου. Το ακριβότερο μάθημα της ζωής μου. Της έλειψε έτσι η θαλπωρή της αγκαλιάς σου. Δεν ήθελε άλλους μαθητές. Της αρκούσες εσύ. Βλέπεις τριγύρω; Το διδακτήριό μας έκλεισε μετά τον θάνατό σου. «Κλειστόν λόγω θανάτου».
Σήμερα, καλέ μου μαθητή, της απέμεινε μόνο η σιωπή του νου και η αλήθεια της καρδιάς. Άντε κι αν, σκαλίσεις βαθιά, να ξεθάψεις και καμιά σπίθα χαράς, σαν ετούτη εδώ που μου χάρισες. Αλήθεια, πρόλαβες να πάρεις μαζί σου το πρώτο ποίημα της αγάπης μας, εκείνο που σου είχα χαρίσει στις 19 του Μάρτη;
Αγαπημένε μου, πήρες όμως μαζί σου το κόκκινο τριαντάφυλλο ακουμπισμένο πλάι στο μάγουλό σου και τη γαμήλια ανθοδέσμη μας με τα κατάλευκα τριαντάφυλλα ακουμπισμένα πάνω στο μπεζ κουστούμι που είχαμε αγοράσει στο τελευταίο ταξίδι στην Αθήνα. Πόσο όμορφος Ήλιε μου, έφευγες!»

Τζοβάνι Μπατίστα Οντιέρνα (Giovanni Battista Hodierna, Ραγκούζα, 13 Απριλίου 1597 - Πάλμα ντι Μοντετζάρο, 6 Αυγούστου 1660)


6 Αυγούστου 1660  πέθανε: Τζοβάνι Μπατίστα Οντιέρνα Ιταλός αστρονόμος

O Τζοβάνι Μπατίστα Οντιέρνα (Giovanni Battista Hodierna, Ραγκούζα, 13 Απριλίου 1597 - Πάλμα ντι Μοντετζάρο, 6 Αυγούστου 1660) ήταν Ιταλός φυσιοδίφης, ιερέας και αστρονόμος, ο οποίος ασχολήθηκε με την οπτική και την βοτανική. Ήταν υποστηρικτής του Γαλιλαίου[2] και θεωρείται στην Ιταλία πρωτοπόρος των φυσικών επιστημών.

Σε νεαρή ηλικία παρατήρησε κομήτες από την γενέτηρά του την Ραγκούζα στη νότια Σικελία. Έγινε ιερέας και δίδαξε Μαθηματικά, ενώ αργότερα ασχολήθηκε συστηματικά με τις αστρονομικές παρατηρήσεις.

Το 1654 δημοσίευσε τον κατάλογο νεφελωμάτων με τίτλο De Amirandis Coeli Characteribus στον οποίο κατέγραψε 40 απομακρυσμένα από την Γη αντικείμενα. Επρόκειτο για ένα πρωτοποριακό για τα δεδομένα της εποχής έργο. Παρόλα αυτά οι παρατηρήσεις και οι πληροφορίες που συγκέντρωσε παρέμειναν σχετικά άγνωστες τους επόμενους αιώνες. Μόλις την δεκαετία του 1980 έγινε ξανά γνωστό το έργο του.

Κέικ σταφυλιού

Photo
Κέικ σταφυλιού




























































































Τι χρειαζόμαστε:

140 γρ. αμυγδαλόσκονη
140 ml ελαιόλαδο
140 γρ. caster sugar
100 γρ. γιαούρτι
140 γρ. αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
2 αυγά
250 γρ. σταφύλι (σουλτανίνα)
1/4 κ.γ. εκχύλισμα αμυγδάλου

Πως το κάνουμε:

Διαβάστε περισότερο: Κέικ σταφυλιού

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (Κωνσταντινούπολη, 3 Φεβρουαρίου 1791 - Αίγινα, 6 Αυγούστου 1865)



6 Αυγούστου 1865 πέθανε: Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος Έλληνας πολιτικός

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (Κωνσταντινούπολη, 3 Φεβρουαρίου 1791 - Αίγινα, 6 Αυγούστου 1865) ήταν κυρίαρχη προσωπικότητα στις τάξεις  των εκσυγχρονιστών,, διπλωμάτης και πολιτικός που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή του τόπου κατά την Επανάσταση και στις πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες. Έδρασε αρχικά στις παραδουνάβιες ηγεμονίες λαμβάνοντας πολιτικές θέσεις δίπλα στον θείο του Ιωάννη Καρατζά, εγκαταστάθηκε στην Πίζα (αποτελώντας επίλεκτο μέλος του ομώνυμου κύκλου) και στη συνέχεια κατέβηκε στην Ελλάδα για να λάβει μέρος στην επανάσταση του 1821. Αναρριχήθηκε στα ανώτατα αξιώματα σε σύντομο χρόνο αναλαμβάνοντας, διαδοχικά, πρόεδρος της Πρώτης Εθνοσυνέλευσης, του Εκτελεστικού Σώματος και στη συνέχεια του Βουλευτικού. Μετά την επανάσταση ηγήθηκε της αντιπολίτευσης εναντίον του Καποδίστρια, ως εκφραστής της αγγλικής πολιτικής και συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή της Ελλάδας διατελώντας τέσσερις φορές πρωθυπουργός, εντός της περιόδου 1822 - 1844.

Ο Μαυροκορδάτος είναι μια από τις περισσότερο αμφιλεγόμενες για την κοινή γνώμη προσωπικότητες της Επανάστασης.

Γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1791 στο Μέγα Ρεύμα (νυν Αρναούτκιοϊ, Arnavutköy στα τούρκικα ), προάστιο της Κωνσταντινούπολης, και ήταν γιος του λογίου και αξιωματούχου (ποστέλνικου) στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες Νικολάου Μαυροκορδάτου (1744 - 1818) και της Σμαράγδας Καρατζά[4]. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από την ισχυρή φαναριώτικη οικογένεια Μαυροκορδάτου, ήταν δε τρισέγγονος του περίφημου Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του «Εξ Απορρήτων» ενώ από την πλευρά της μητέρας του από την φαναριώτικη Οικογένεια Καρατζά. Η απώτερη καταγωγή της οικογένειας του πατέρα του είναι από τη Χίο. Διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα από οικοδιδάσκαλο και έμαθε από νωρίς να μιλά με εξαιρετική ευχέρεια την τουρκική και τη γαλλική. Την περίοδο 1807-1811 σπούδαζε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.

Το 1812 ο θείος του Ιωάννης Καρατζάς ανήλθε στο αξίωμα του ηγεμόνα της Βλαχίας και τον προσλαμβάνει γραμματέα του. Σύντομα όμως ο Μαυροκορδάτος διακρίνεται και προάγεται στο αξίωμα του ποστέλνικου. Το 1818 και συγκεκριμένα στις 29 Σεπτεμβρίου ο Ιωάννης Καρατζάς, φοβούμενος για τη ζωή του, αναχωρεί από το Βουκουρέστι συνοδευόμενος από την οικογένειά του και διαφόρους αυλικούς, μεταξύ των οποίων και ο Μαυροκορδάτος.

Πρώτος σταθμός των φυγάδων ήταν η Γενεύη της Ελβετίας, όπου παρέμειναν για ένα εξάμηνο. Εκεί ο Μαυροκορδάτος παρακολούθησε μαθήματα οχυρωματικής, τα οποία θα εφάρμοζε αργότερα στο Μεσολόγγι. Έπειτα αναχώρησαν για την Πίζα της Ιταλίας, όπου συνάντησαν τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας, στου οποίου το σπίτι εγκαταστάθηκαν. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του παρακολούθησε μαθήματα ιατρικής στο Πανεπιστήμιο και έλαβε μέρος σε επαναστατικές διεργασίες δημιουργώντας τον λεγόμενο «Κύκλο της Πίζας», ο οποίος διαδραμάτισε παρασκηνιακό ρόλο στην εξέλιξη της επανάστασης του '21. Το 1819 ο Μαυροκορδάτος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Τσακάλωφ, ο οποίος τον είχε επισκεφθεί στην Πίζα μαζί με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο.β[›] Ο «κύκλος της Πίζας» θεωρούσε ότι η επανάσταση απαιτούσε περισσότερο χρόνο και μεγαλύτερη προετοιμασία, ενώ ήταν αντίθετος στην τοποθέτηση του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας. Στην Πίζα ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ανέπτυξε στενούς φιλικούς δεσμούς με τον Άγγλο ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ και τη σύζυγό του, συγγραφέα, Μαίρη Σέλλεϋ, στην οποία δίδασκε αρχαία ελληνικά. Μέσω της γνωριμίας του με τον Σέλλευ διοχέτευσε στον βρετανικό τύπο δύο επιστολές με σχόλια για την ελληνική επανάσταση, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στην Morning Chronicle, την εφημερίδα με την μεγαλύτερη κυκλοφορία της εποχής, και στο περιοδικό Examiner. Η φιλική αυτή σχέση φαίνεται να διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην σταδιακή απόσυρση της αφοσίωσής του προς τον ρόλο της Ρωσίας και στην επιφυλακτική στροφή του προς τα βρετανικά συμφέροντα. Λίγο μετά την φυγή του Μαυροκορδάτου για την επαναστατημένη Ελλάδα, ο Σέλλευ του αφιέρωσε το ποίημα «Ελλάς: στην Εξοχότητά του πρίγκιπα Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο» (Hellas: «To His Excellency Prince Alexander Mavrocordato»), που δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο του 1821, εις ένδειξι "θαυμασμού, συμπάθειας και φιλίας".

Την περίοδο της παραμονής του στην ιταλική χερσόνησο έγραψε στα γαλλικά το έργο «Συνοπτικά περί Τουρκίας» (Coup d’ oeil sur la Turquie), το οποίο δεν εξέδωσε λόγω των φιλελεύθερων ιδεών που εξέφραζε, έστειλε όμως αντίγραφα σε διάφορες προσωπικότητες.

Με το ξέσπασμα της επανάστασης του '21 ο Μαυροκορδάτος εξόπλισε ένα πλοίο, έπλευσε από το Λιβόρνο στην Μασσαλία, πήρε μαζί του Έλληνες της Ευρώπης και φιλέλληνες και ανεχώρησε για την Πάτρα πιστεύοντας ότι είχε ελευθερωθεί. Στην πορεία όμως έμαθε ότι βρισκόταν ακόμα στα χέρια των Οθωμανών γι' αυτό εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι. Εκεί άρχισε αμέσως τις ενέργειες για τοπική πολιτική οργά­νωση. Συναντάται με τον Δημήτριο Υψηλάντη τον Αύγουστο του '21, ορίζεται πληρε­ξούσιός τουγ[›] και συγκαλεί την «Συνέλευσιν της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος» της οποίας εκλέγεται πρόεδρος. Η διαφωνία του με τον Δημήτριο Υψηλάντη και η επακόλουθη συμμαχία του με τους προεστούς του δίνουν την ευκαιρία αλματώδους προώθησης: εκλέγεται πρόεδρος της πρώτης Εθνικής Συνέλευσης της Επιδαύρου (που την 1η Ιανουαρίου 1822 ψήφισε το «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος» και στις 15 Ιανουαρίου εξέδωσε την περίφημη «Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του Ελληνικού Έθνους»), πρόεδρος την ίδια μέρα του Εκτελεστικού Σώματος και αργότερα του Βουλευτικού. Η σύντομη Διακήρυξη που προτάσσεται στο «Προσωρινό Πολίτευμα» («πεμπτουσία της αρχής των εθνοτήτων») συντάχθηκε από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον στενό του συνεργάτη Αναστάσιο Πολυζωίδη.

Αλλά οι θεσμοί και τ’ αξιώματα δεν ήταν αυτό που πρωτίστως χρειαζόταν η Ελλάδα. Έτσι ο Μαυροκορδάτος για να δυναμώσει τη θέση του και να εφαρμόσει τις περί συγκεντρωτικής εξουσίας ιδέες του αποφάσισε ν’ αναλάβει και στρατιωτική δράση.

Η επιτυχία όμως στον στρατιωτικό τομέα δεν ήταν ανάλογη με αυτήν στον πολιτικό. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που πίστευε ότι αν πετύχαινε μια περιφανή νίκη εναντίον των τουρκικών στρατευμάτων θα κατάφερνε να επισκιάσει τους οπλαρχηγούς και να αποκτήσει ακόμα περισσότερο κύρος, οργάνωσε εκστρατεία στην Ήπειρο, η οποία οδήγησε στην αποτυχημένη μάχη του Πέτα. Είναι πάντως ο μόνος πρωθυπουργός που έλαβε προσωπικά ενεργό μέρος σε (τρεις) πολεμικές επιχειρήσεις.

Την άνοιξη του 1822 ο Χουρσίτ Πασάς ύστερα από διαταγή της Πύλης αναχώρησε για την Πελοπόννησο και την Ήπειρο· αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων διορίστηκε ο Ομέρ Βρυώνης με εντολή να πολιορκήσει το Σούλι. Πολύ πριν από την εκδήλωση της τουρκικής επίθεσης εναντίον των Σουλιωτών, η κυβέρνηση λάμβανε εκκλήσεις από την Ήπειρο για αποστολή ενισχύσεων. Επικεφαλής της εκστρατείας ήταν ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος, ο οποίος συγκέντρωσε στρατό 3.000 ατόμων καθώς και σώμα Φιλελλήνων η αρχηγία των οποίων ανατέθηκε στον Γερμανό αξιωματικό Κάρολο Νόρμαν. Η πρώτη νικηφόρα μάχη δόθηκε στο Κομπότι της Άρτας στις 10 Ιουνίου. Τρεις εβδομάδες αργότερα στα υψώματα του Πέτα τα δύο στρατεύματα ήρθαν σε αποφασιστική σύγκρουση αλλά στην κρίσιμη στιγμή της μάχης ο οπλαρχηγός Γώγος Μπακόλας, όπως κατηγορήθηκε αργότερα, άφησε τους Τούρκους να περάσουν και οι Έλληνες βρέθηκαν σε δεινή θέση. Ο Μαυροκορδάτος, όντας 6 ώρες μακριά από τον τόπο της μάχης, δεν μπορούσε να δώσει οδηγίες για οργανωμένη υποχώρηση (αλλά κι αυτές που είχε δώσει δεν εισακούστηκαν) με αποτέλεσμα Έλληνες και Φιλέλληνες να υποστούν πανωλεθρία. Εξοντώθηκαν τα δύο τρίτα των φιλελλήνων, οι μισοί Επτανήσιοι και το ένα τρίτο του Τακτικού, που ήταν και ο πρώτος τακτικός ελληνικός στρατός. Τα λάθη του Μαυροκορδάτου σε συνδυασμό με την προδοσία του Μπακόλα οδήγησαν όχι μόνο στην ήττα των Ελλήνων αλλά και στην διάλυση των οργανωμένων ελληνικών δυνάμεων της περιοχής, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να προελάσουν μέχρι το Μεσολόγγι το οποίο και πολιόρκησαν.

Λικέρ Σταφύλι


Λικέρ Σταφύλι (απο μαυρη σταφιδα).

Τι χρειαζόμαστε:

1000 γρ ζάχαρη
1000 γρ ρώγες σταφύλι (σταφιδα μαύρη)
700 γρ ρακί

Πως το κάνουμε:

Διαβάστε περισότερο: Λικέρ Σταφύλι

Τζιρόλαμο Φρακαστόρο (Girolamo Fracastoro, 1476/1478 – 6 Αυγούστου 1553)




6 Αυγούστου 1553  πέθανε: Τζιρόλαμο Φρακαστόρο Ιταλός ιατρός

Ο Τζιρόλαμο Φρακαστόρο (Girolamo Fracastoro, 1476/14786 Αυγούστου 1553) ήταν Ιταλός γιατρός, ποιητής, αστρονόμος και γεωλόγος. Πρότεινε μια θεωρία μικροβίων για τη μετάδοση διαφόρων ασθενειών. Οι ιδέες του είναι ίδιες με αυτές του Λουί Παστέρ και του Ρόμπερτ Κοχ, οι οποίοι έζησαν 3 αιώνες μετά. Το όνομα του Φρακαστόρο φέρει προς τιμή του o κρατήρας Φρακαστόριους της Σελήνης.

Ο Φρακαστόρο γεννήθηκε στη Βερόνα, που εκείνη την εποχή ανήκε στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, και σπούδασε στην Πάδοβα, όπου σε ηλικία μόλις 19 ετών διορίσθηκε καθηγητής στο εκεί Πανεπιστήμιο. Με δεδομένη την εξαιρετική του επίδοση στην άσκηση της ιατρικής, εκλέχθηκε ως ο ιατρός της Συνόδου του Τριδέντου. Κατόπιν έζησε και εξάσκησε την ιατρική στη γενέτειρα πόλη του. Το 1546 πρότεινε ότι οι λοιμώδεις νόσοι προκαλούνται από μεταφερόμενα μικροσκοπικά σωματίδια ή «σπόρια», που μπορούσαν να μεταδώσουν τη μόλυνση με άμεση ή έμμεση επαφή, ή και με μεταφορά από τον αέρα σε μεγαλύτερες αποστάσεις.

Φαίνεται ότι χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τη λατινική λέξη fomes = «προσάναμμα», με την έννοια του μολυσματικού παράγοντα, στο δοκίμιό του επί της μεταδόσεως νόσων De Contagione et Contagiosis Morbis, που εκδόθηκε το 1546: «Αποκαλώ fomites αντικείμενα όπως ρούχα, εσώρρουχα κλπ., που αν και δεν είναι τα ίδια μολύσματα, μπορούν να φιλοξενήσουν τα ουσιαστικά σπόρια που μεταδίδουν το μόλυσμα και άρα να προκαλέσουν μόλυνση.». Η θεωρία του άσκησε επίδραση για σχεδόν τρεις αιώνες, μέχρι να αντικατασταθεί από μία πλήρως ανεπτυγμένη θεωρία για τη μετάδοση των νόσων από τα μικρόβια.

Το όνομα για την ασθένεια σύφιλη προήλθε από το μεγάλο ποίημα του Φρακαστόρο Syphilis sive morbus gallicus (= «Σύφιλις ή η γαλλική ασθένεια», 1530), με θέμα ένα βοσκόπουλο που ονομαζόταν Σύφιλις και προσέβαλε τον αρχαίο θεό Απόλλωνα[7], οπότε τιμωρήθηκε από αυτόν με μία τρομερή αρρώστια. Το ποίημα συνιστά και θεραπεία για τη νόσο: υδράργυρο και «αγιόξυλο» (αρωματικό απόσταγμα ξύλου του φυτού Bulnesia sarmientoi). Εξάλλου, το βιβλίο του Φρακαστόρο De contagione (= «Επί της μεταδόσεως ασθενειών», 1546) παρέχει την πρώτη περιγραφή για τον τύφο. Τα άπαντα του Φρακαστόρο εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1555.

Εκτός από το Syphilis, ο Φρακαστόρο έγραψε ένα βιβλικό επικό ποίημα σε δύο βιβλία, το Ιωσήφ, και μια ποιητική συλλογή, την Carmina.

Μια προσωπογραφία του Φρακαστόρο, που βρίσκεται στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου από το 1924, ταυτοποιήθηκε πρόσφατα ως αυθεντικό έργο του περίφημου Ιταλού ζωγράφου Τισιανού. Αυτό οδήγησε κάποιους ειδήμονες να εικάσουν ότι ο Τισιανός ίσως να ζωγράφισε το έργο ως αντάλλαγμα για θεραπεία σύφιλης.

"Ενας εβραίος Σαλονικιός στο Παρίσι"



Βαρών - Βασάρ, Οντέτ
'Ένας εβραίος Σαλονικιός στο Παρίσι"
Η μυθιστορηματική ζωή ενός «Ισραηλίτη της Ανατολής» που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και διέπρεψε ως έμπορος στη Γαλλία

Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης σε φωτογραφία του 1916, χρονιά μετανάστευσης του Βιντάλ Ναχούμ στη Γαλλία

Εμπλουτισμένο με μια εισαγωγική μελέτη 70 σελίδων του επιμελητή Αλέξανδρου Δάγκα γύρω από τον στοχαστή Εντγκάρ Μορέν και τη διανοητική του πορεία, εκδόθηκε στα ελληνικά 22 χρόνια μετά την έκδοσή του στη Γαλλία το βιβλίο που ο Μορέν αφιέρωσε στον πατέρα του, Βιντάλ Ναχούμ. Και όμως, το βιβλίο αυτό, που άργησε να μεταφραστεί, ενώ έχουμε 20 περίπου βιβλία του συγγραφέα στην Ελλάδα (αυτόνομα και συλλογικά), αφορά άμεσα τη Θεσσαλονίκη, αφού εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε ο πατέρας του και αυτή σφράγισε την ταυτότητά του.

Είναι λοιπόν ευτυχές γεγονός ότι Ο Βιντάλ και οι δικοί του προστέθηκαν στη μακρά λίστα των έργων του Μορέν στα ελληνικά, προσδίδοντάς της μια εντελώς διαφορετική διάσταση: αυτή της προσωπικής ιστορίας ενταγμένης στη συλλογικότητα. Γιατί, μιλώντας για τον πατέρα και την ευρύτερη οικογένεια, μιλά πρώτη φορά και για τον εαυτό του, τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, το τραύμα της πρόωρης απώλειας της μητέρας του και φυσικά τη διαμόρφωση της ταυτότητάς του. Μικροϊστορία, λοιπόν, αλλά και προσωπική ιστορία (ego-histoire) διαπλέκονται με την κοινωνιολογική και ιστορική προσέγγιση που αφορά ευρύτερα σύνολα.

Το πλέον ενδιαφέρον όμως για τον αναγνώστη είναι ο τρόπος που αφηγείται τη διαδρομή ενός «Ισραηλίτη της Ανατολής», που γεννήθηκε το 1894 στη Θεσσαλονίκη και πέθανε 90 ετών, πλήρης ημερών, στο Παρίσι το 1984. Η πορεία αυτή, αντιπροσωπευτική πολλών χιλιάδων ανθρώπων, μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό το μεταναστευτικό ρεύμα των εβραίων της Θεσσαλονίκης προς τη Γαλλία κυρίως μετά την ένταξη της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος (1912), αλλά και τη μεγάλη πυρκαγιά που έκανε στάχτη μεγάλο μέρος του παλιού κέντρου της πόλης (1917).

Συχνά, πρώτος σταθμός της διαδρομής ήταν η Μασσαλία, αφού το ταξίδι γινόταν με πλοίο. Στην περίπτωση του Βιντάλ, που έφθασε εκεί ως κρατούμενος λόγω μιας σκοτεινής ιστορίας, η άφιξη και η υποδοχή στη νέα χώρα, αργότερα πατρίδα, ήταν όντως μυθιστορηματικές.

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αριστίντ Μπρυάν, χάρη σε διαμεσολάβηση του πατέρα μέσω κάποιων γνωριμιών θα παρέμβει ώστε να αναγνωριστεί ως ιθαγένεια του νεαρού Βιντάλ η καταγωγή από τη γενέθλια πόλη (Σαλονικιός επιμένει πως είναι κι όχι Ιταλός, Ελληνας ή Οθωμανός) και έτσι τελικά αφήνεται ελεύθερος.
Ιστορία που θα μπορούσε άνετα να είχε επινοήσει για τους ήρωές του ο Αλμπέρ Κοέν, ο κερκυραίος εβραίος που μετανάστευσε από παιδί στη Μασσαλία και με το λογοτεχνικό του έργο έδωσε φωνή στους εβραίους της Μεσογείου.


Η «καλπάζουσα γαλλομανία»
Στη Μασσαλία ο Βιντάλ μένει μόνο τρία χρόνια (1916-1919), είναι όμως χρόνια που θα τον σημαδέψουν, αφού η πόλη «δεν θα πάψει σε όλη του τη ζωή να φωνάζει μέσα του πολύ δυνατά». Το 1919 εγκαθίσταται οριστικώς στο Παρίσι, όπου θα ζήσει τα υπόλοιπα 65 χρόνια της πλούσιας σε εμπειρίες ζωής του. Με το σπίτι του στο 9ο διαμέρισμα του Παρισιού και το μαγαζί (δεύτερο σπίτι) στο Σαντιέ, ενταγμένος στον ισχυρό ιστό των Σεφαραδιτών της Θεσσαλονίκης, που έχουν ανοίξει τα εμπορικά τους καταστήματα σε αυτή τη γειτονιά, εγκλιματίζεται δίχως ιδιαίτερη δυσκολία.
Το εμπόριο είναι η δραστηριότητα πολλών μελών της οικογένειας και ο Βιντάλ αξιοποιεί αυτό το δίκτυο.
Τα γαλλικά είναι ούτως ή άλλως δεύτερη γλώσσα του, αφού έχει σπουδάσει σε γαλλογερμανικό σχολείο στη Θεσσαλονίκη και έτσι παίρνουν σιγά-σιγά τη θέση της μητρικής, των ισπανοεβραϊκών, για να συνυπάρξουν μαζί της, στο νέο μείγμα που ο γλωσσολόγος Χαΐμ Βιντάλ Σεφιχά ονόμασε «φρανιόλ» από τα γαλλικά και τα ισπανικά.
Η «καλπάζουσα γαλλομανία», όρος επίσης του Σεφιχά, είχε καταλάβει τους Σεφαραδίτες της Θεσσαλονίκης ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι γόνοι μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων άρχισαν να σπουδάζουν στα σχολεία της Alliance Israélite Universelle ή της Mission Laïque Française και να ανακαλύπτουν, εκτός από μια νέα γλώσσα, και μια νέα κουλτούρα, που δημιουργούσε τη ρήξη με το ανατολίτικο παρελθόν και τους συνέδεε με τη Δύση.
Αυτή τη γνωστή από την Ιστορία πραγματικότητα έρχεται να ζωντανέψει το βιβλίο του Μορέν στην καθημερινότητά της: μέσα από περιγραφές και αφηγήσεις, μέσα από εδέσματα, τραγούδια, ενδύματα, συμπεριφορές, νοοτροπίες, ο κόσμος αυτός ανασυστήνεται και κυρίως ερμηνεύεται αριστοτεχνικά σε αυτό το βιβλίο. Το εύστοχο βλέμμα του συγγραφέα δεν παραμένει στη νοσταλγική αναπόληση, αλλά ερμηνεύει κριτικά αυτή την κοινωνική πραγματικότητα που παρουσιάζει.

Η κυρία Ο. Βαρών-Βασάρ είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.
Το βιβλίο της «Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων» θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο από τις Εκδόσεις της Εστίας.

Η γαστρονομία στον πυρήνα του πολιτισμού
Η πολιτισμική ταυτότητα των εξόριστων από την Ισπανία εβραίων θα διαφοροποιηθεί στο πέρασμα του χρόνου. Μέσα σε τεσσερισήμισι αιώνες πολλοί από αυτούς θα διανύσουν μια διαδρομή, αρχικώς προς Ανατολάς (από την Ισπανία προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία) και έπειτα πάλι πίσω προς Δυσμάς (από Θεσσαλονίκη προς Γαλλία). Ετσι θα δομηθεί μια ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα της εβραϊκής διασποράς, απολύτως διακριτή από εκείνη των ασκενάζι εβραίων. Και στον πυρήνα της ταυτότητας αυτής, έπειτα από τόσες μεταλλαγές, σύμφωνα με τον Εντγκάρ Μορέν, δεν βρίσκεται πλέον η θρησκεία, αλλά η γαστρονομία. Γράφει: «Και όταν, στους Φράγκους, ο σεφαρδιτισμός διαλύθηκε, ο μητρικός πυρήνας της κουλτούρας του διατηρήθηκε. Ο πυρήνας αυτός σε κάθε κουλτούρα είναι γαστρονομικός και στον πυρήνα αυτού του πυρήνα βρίσκεται το παστελίκο» (είδος πίτας με τυρί, σπανάκι ή μελιτζάνα). Και μιλώντας για τον εαυτό του: «Αυτός ο Παριζιάνος αγαπά τη γαλλική κουζίνα, λατρεύει τα μικρά λουκάνικα και τα γλυκάδια του βοδινού. Αλλά προτιμά τη μεσογειακή κουζίνα με το ελαιόλαδο και αυτό που του αρέσει καλύτερα από κάθε τι άλλο είναι το γκρατέν από μελιτζάνες και το παστελίκο της Θεσσαλονίκης». Θυμίζοντάς μας έτσι πόσο πρωταρχικός είναι ο ρόλος των γυναικών στη διατήρηση και μεταβίβαση αυτής της εύθραυστης ταυτότητας της Διασποράς.

https://www.tovima.gr/2012/07/22/books-ideas/enas-ebraios-salonikios-sto-parisi/

Τζάκοπο Σαννατσάρο (Jacopo Sannazaro, 28 Ιουλίου 1458 - 6 Αυγούστου 1530)


6 Αυγούστου 1530  πέθανε: Τζάκοπο Σαννατσάρο Ιταλός ποιητής

Ο Τζάκοπο Σαννατσάρο (Jacopo Sannazaro, 28 Ιουλίου 1458 - 6 Αυγούστου 1530) ήταν Ιταλός ποιητής από την Νεάπολη.Έγραψε ποιήματα στα Λατινικά, καθώς και ελεγεία και επιγράμματα, αλλά την δόξα του την οφείλει στην Arcadia (Αρκαδία, 1480), έργο σε πρόζα και στίχους, στο βουκολικό ύφος του Θεόκριτου και του Βιργίλιου, όπου ψάλλει τους έρωτες των βοσκών και την ζωή των ψαράδων της Νεάπολης. Ήταν το έργο που, περιγράφοντας ένα ουτοπικό σκηνικό, εισήγαγε το ειδυλλιακό ιδεώδες της «Αρκαδίας» στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία και τέχνη (Οι Γκαρθιλάσο ντε λα Βέγκα, Φίλιπ Σίντνεϋ και Νικολά Πουσέν μεταξύ των όσων την μιμήθηκαν ή επηρεάστηκαν).

Ιερά Μονή Αρκαδίου




Η Ιερά Μονή Αρκαδίου είναι ιστορική Μονή στην Κρήτη. Ιδρύθηκε από έναν μοναχό ονόματι Αρκάδιο και όχι, όπως ενίοτε λέγεται λανθασμένα, από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αρκάδιο. Η πρώτη μορφή της μονής πιθανολογείται ότι οικοδομήθηκε είτε κατά την περίοδο 961 με 1014, είτε στα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας.


Η Μονή Αρκαδίου.

Η Μονή Αρκαδίου βρίσκεται σε μικρό εύφορο και κατάφυτο οροπέδιο, σε θέση στρατηγική της ΒΔ πλαγιάς του όρους Ίδη ή Ψηλορείτης, πάνω από φαράγγι, που συνδέει τις επαρχίες Ρεθύμνου, Μυλοποτάμου και Αμαρίου. Απέχει 23 χιλιόμετρα από την πόλη του Ρεθύμνου και η πρώτη ολοκληρωμένη φρουριακή μορφή της δημιουργήθηκε την τελευταία περίοδο της Βενετοκρατίας (1210 -1645). Το σημαντικότερο μέρος της Μονής Αρκαδίου είναι ο κεντρικός δίκλιτος ναός, το καθολικό, που είναι αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος (το βόρειο κλίτος), και στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη (το νότιο κλίτος), που περιβάλλεται από πολύ παχύ αυλότοιχο εντός του οποίου υφίστανται διάφορα βοηθητικά οικήματα. Σύμφωνα με επιγραφή του κωδωνοστασίου ο δίκλιτος ναός του Αγίου Κωνσταντίνου και της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα ανηγέρθη το 1587. Αποτελεί επομένως έργο της εποχής της βενετικής κυριαρχίας στο νησί, όπως φαίνεται καθαρά από πληθώρα στοιχείων της αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής που μπορεί να εντοπίσει ο επισκέπτης. Ο ναός αυτός αποτελεί ανακαίνιση ενός προηγούμενου που χτίστηκε τον 14ο αιώνα . Στις στέγες των οικημάτων αυτών φέρονται επάλξεις,(στηθαία), με σκοπιές και τυφεκιοθυρίδες. Το μοναστηριακό συγκρότημα έχει σχήμα παραλληλογράμμου με εμβαδό 5.200 τ.μ.

Σημαντικότερα κτίσματα των βοηθητικών χώρων της Μονής αυτής είναι:
Ο «Ξενών» και το «Ηγουμενείο»,
Η «Τράπεζα», (αίθουσα κοινής εστίασης) με ιδιαίτερη αυλή
Τα «Κελαρικά», (μεγάλο θολωτό διαμέρισμα που χωρίζεται σε μαγειρείο, ζυμωτήριο, φούρνο, αρταποθήκη και αλευραποθήκη).
Η «Πυριτιδαποθήκη», μεγάλη επιμήκης αίθουσα χρησιμοποιούμενη παλαιότερα ως «κρασομαγατζές» (οιναποθήκη), που περί το 1866 μετατράπηκε σε πυριτιδαποθήκη όπου στα υφιστάμενα βαρέλια φέρονταν η πυρίτιδα για τη χρήση των όπλων της εποχής.
Τα «Μεσοκούμια» που ίσως εκ παραφθοράς του ονόματος ήταν το νοσοκομείο, πρόκειται για μεγάλο επίσης επίμηκες θολωτό διαμέρισμα που χωρίζονταν σε 8 μικρότερους χώρους κελιά.
Το «Μουσείο» που διαμορφώθηκε το 1932, από πρώην Ηγουμενείο, υπό τη μέριμνα του τότε επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Τιμόθεου Βενέρη, στο οποίο και φυλάσσονται σπουδαία κειμήλια της Μονής (σκεύη, άμφια, κ.λπ.).
Τα «Κλάουστρα», θολωτά διώροφα κελιά μοναχών.
Τα «Κελλία» χώροι κατοικίας των μοναχών που διακρίνονται σε ισόγεια και ανώγεια
Οι «Αποθήκες»
Το σκευοφυλάκιο

Η Μονή Αρκαδίου σήμερα

Στον ίδιο χώρο, εκτός της Μονής Αρκαδίου, περί τα 80 μ. ΒΔ. της Μονής, στο χείλος του φαραγγιού, βρίσκεται οκταγωνικό κτίριο όπου φυλάσσονται τα οστά των υπερασπιστών της κατά το έτος 1866, το Ηρώο που δεσπόζει από μακριά. Στη θέση αυτή παλαιότερα ήταν ο ανεμόμυλος της Μονής. Επίσης εκτός της Μονής βρίσκονται οι "στάβλοι" και το λεγόμενο «Δραγατοκάλυβο» (φυλάκιο του Δραγάτη = αγροφύλακα).

Για την ύδρευση της Μονής χρησιμοποιούνταν τρία παρακείμενα πηγάδια σε απόσταση περί τα 250 μέτρα, καθώς και μία υπόγεια υδατοδεξαμενή (στέρνα) που βρίσκονταν μέσα στην αυλή.
Τσανλί Μοναστίρ

Μετά την άλωση της Κρήτης από τους Τούρκους, το 1669, ο Πορθητής πασάς (Κιοπρουλής) απαγόρευσε να κτυπούν καμπάνες σ΄ όλες τις εκκλησίες και τα μοναστήρια. Ο τότε ιεροδιάκονος όμως της Μονής Αρκαδίου, ο Νεόφυτος Πατελάρος, που ήταν τουρκομαθής, έσπευσε με δώρα στον πορθητή στο Τυμπάκι της Μεσαράς, όπου είχε εγκαταστήσει το μεγάλο στρατόπεδό του και τον παρακάλεσε να επιτρέψει τουλάχιστον τη χρήση της καμπάνας στη Μονή του Αρκαδίου. Ο Πορθητής δεχόμενος τα δώρα και εκτιμώντας τον ιεροδιάκονο για την μοναδική προσέλευση κληρικού επέτρεψε την κατ΄ εξαίρεση χρήση καμπάνας. Εκ του γεγονότος αυτού η Μονή Αρκαδίου έφερε την ονομασία "Τσανλί-Μαναστίρ" που σημαίνει "ζωντανό Μοναστήρι" δικαιούχος κώδωνας, καμπάνα, (να ηχεί) κατά τις διάφορες ιεροτελεστίες. Μάλιστα δόθηκε και ιδιαίτερη φρουρά για τη Μονή που διέμενε στο παρακείμενο χωριό Αμνάτος.
Ιστορία της μονής

Ο τουρκικός ζυγός στο νησί της Κρήτης μετρούσε ήδη διακόσια πενήντα χρόνια όταν-μετά από συνεχιζόμενους ξεσηκωμούς-Κρήτες επαναστάτες άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Αρκάδι από τις 3 Μαρτίου του 1866 για να φθάσουν το Μάϊο να αριθμούν τους 1.500 πολεμιστές από όλη την Κρήτη που συγκεντρώθηκαν για να εξελέξουν πληρεξουσίους για τις διάφορες επαρχίες της Κρήτης. Η μονή Αρκαδίου από την πρώτη στιγμή της Επανάστασης υπήρξε το επίκεντρο των αγώνων λόγω της σπουδαίας στρατηγικής της σημασίας. Οι Τούρκοι ζήτησαν από τον ηγούμενο Γαβριήλ Μαρινάκη να διώξει την Επαναστατική Επιτροπή από το μοναστήρι με την απειλή ότι θα το καταστρέψουν αλλά ο ηγούμενος αρνήθηκε. Στις 24 Σεπτεμβρίου αφίχθηκε ο συνταγματάρχης του Ε.Σ. Π. Κορωναίος με λίγους εθελοντές και ανακηρύχθηκε αρχηγός. Ο Κορωναίος έκρινε ότι η τοποθεσία δεν ήταν κατάλληλη για άμυνα, όμως ο Ηγούμενος της Μονής Γαβριήλ δεν ήθελε να την εγκαταλείψει. Έτσι προχώρησε σε αμυντικές προπαρασκευές, εγκατέστησε ως φρούραρχο τον ανθυπολοχαγό Ι. Δημακόπουλο και μετέβη στις επαρχίες προς στρατολόγηση πολεμιστών.

Ηγούμενος Γαβριήλ (Γεώργιος Μαρινάκης), έργο αγνώστου, ελαιογραφία σε μουσαμά, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο,Συλλογή

Ο τουρκικός στρατός, αποτελούμενος από 15.000 τακτικό στρατό και υποστηριζόμενος από τριάντα κανόνια, υπό τον Μουσταφά Ναϊλή Πασά, εξεστράτευσε εναντίον της Μονής. Παράλληλα ζήτησε από τον ηγούμενο Γαβριήλ να παραδοθεί. Η απάντηση ήταν αρνητική. Στο μοναστήρι υπήρχαν 964 ψυχές, 325 άνδρες και οι υπόλοιποι γυναικόπαιδα

Η επίθεση ξεκίνησε στις 8 Νοεμβρίου. Στις μάχες διακρίθηκαν οι: Δημακόπουλος, Αδάμ Παπαδάκης, Σπύρος Ολύμπιος, Κούβος, Δενιανάκης, Γαληνάκης. Τη δεύτερη όμως ημέρα η εξωτερική γραμμή άμυνας διασπάται, σκοτώνεται ο Ηγούμενος Γαβριήλ και οι Τούρκοι εισέρχονται στον περίβολο της Μονής. Εξαντλημένοι και με βέβαιη την αιχμαλωσία και όλα τα συνακόλουθα, ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης από το χωριό Άδελε του Ρεθύμνου κλείνεται μαζί με άλλους πολεμιστές και γυναικόπαιδα στην πυριτιδαποθήκη. Η πυροδότηση των βαρελιών με το μπαρούτι προκάλεσε την καταστροφή της Μονής και το θάνατο πολλών Ελλήνων αλλά και πολλών Τούρκων εισβολέων. Ο κρότος λέγεται ότι ακούστηκε μέχρι το Ηράκλειο. Μετά την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης ο Ι. Δημακόπουλος συνέχισε να μάχεται κατά των Τουρκαλβανών στον περίβολο της Μονής. Ο ίδιος την 9η Νοεμβρίου αποφάσισε να παραδοθεί στον τακτικό τουρκικό στρατό όταν έλαβε εγγυήσεις για την ζωή των τελευταίων υπερασπιστών που μάχονταν μέσα από τα ερείπια. Ωστόσο, την επομένη εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό τόσο αυτός όσο και οι περισσότεροι αιχμάλωτοι.

Από όλες τις θυσίες που πρόσφερε η Κρήτη μεσουρανεί το Αρκάδι. Η μονή Αρκαδίου ύψωσε το αίτημα της κρητικής ελευθερίας και ξεσήκωσε τα φιλελληνικά αισθήματα της Ευρώπης, αλλάζοντας τη νοοτροπία και την τακτική των ευρωπαϊκών δυνάμεων απέναντι στο Κρητικό ζήτημα.

Μετά την καταστροφή του, το 1866, το Μοναστήρι του Αρκαδίου ανοικοδομήθηκε πλήρως και αναστηλώθηκε στην πρότερή του μορφή. Μόνο ένα μισοκαμένο τέμπλο στα αριστερά της Αγίας Τράπεζας και μια μπάλα κανονιού σφηνωμένη στο αιωνόβιο κυπαρίσσι στα δεξιά της εκκλησίας μαρτυρούν το αίμα που χύθηκε πριν περίπου 150 χρόνια.

Η UNESCO έχει χαρακτηρίσει το Αρκάδι Ευρωπαϊκό Μνημείο Ελευθερίας.
Εορτές Μονής

Στις 21 Μαΐου, που γιορτάζει το δεξιό κλίτος του Καθολικού που είναι αφιερωμένο στους Αγίους Ισαποστόλους Κωνσταντίνο και Ελένη,

Στις 6 Αυγούστου, που γιορτάζει το αριστερό κλίτος του Καθολικού που είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα Χριστού,

Στις 8 Νοεμβρίου (των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ), που γιορτάζεται πάνδημα το Ολοκαύτωμα της Ιεράς Μονής Αρκαδίου.
 

Ντιέγο Βελάθκεθ (Diego Rodríguez de Silva y Velázquez, Ντιέγο Ροδρίγκεθ ντε Σίλβα ι Βελάθκεθ, προφέρεται: [ˈdjeɣo roˈðɾiɣeθ ðe ˈsilβa i βeˈlaθkeθ], 5 Ιουνίου 1599 - 6 Αυγούστου 1660)



6 Αυγούστου 1660  πέθανε: Ντιέγο Βελάθκεθ Ισπανός ζωγράφος

O Ντιέγο Βελάθκεθ (Diego Rodríguez de Silva y Velázquez, Ντιέγο Ροδρίγκεθ ντε Σίλβα ι Βελάθκεθ, προφέρεται: [ˈdjeɣo roˈðɾiɣeθ ðe ˈsilβa i βeˈlaθkeθ], 5 Ιουνίου 1599 - 6 Αυγούστου 1660) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς ζωγράφους της περιόδου του μπαρόκ, γνωστός κυρίως για τις προσωπογραφίες που φιλοτέχνησε ως καλλιτέχνης της αυλής του βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππου Δ´. Αναγνωρίζεται σήμερα ως μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες στην ιστορία της τέχνης, με σημαντική επίδραση στη ζωγραφική του 19ου αιώνα, ειδικότερα στο κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Αρκετοί καλλιτέχνες της μοντέρνας τέχνης, όπως ο Πάμπλο Πικάσο ή ο Σαλβαδόρ Νταλί, απέδωσαν επίσης φόρο τιμής στον Ισπανό ζωγράφο, αναπαράγοντας ορισμένους από τους διασημότερους πίνακές του.[Νεανικά χρόνιαΕπεξεργασία

Ο Ντιέγο Ροδρίγκεθ ντε Σίλβα ι Βελάθκεθ, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στη Σεβίλλη στις 5 Ιουνίου του 1599, γόνος οικογένειας που ανήκε στην κατώτερη αριστοκρατία. Ο πατέρας του, Χουάν Ροδρίγκεθ ντε Σίλβα, ήταν ευγενούς πορτογαλικής καταγωγής και δικηγόρος στο επάγγελμα, ενώ η μητέρα του, Χερόνιμα Βελάθκεθ[16], ήταν μέλος της αριστοκρατίας της Σεβίλλης.

Είχε επίσης πέντε αδελφούς και μία αδελφή, αν και λίγα είναι γνωστά για την εξέλιξη τους. Από νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη κλίση στη ζωγραφική και σε ηλικία δώδεκα ετών άρχισε να εκπαιδεύεται πιθανότατα δίπλα στον Φρανθίσκο ντε Ερρέρα τον Πρεσβύτερο (περ. 1590-1654). Παρέμεινε κοντά του μόλις για ένα χρόνο αποκτώντας τις πρώτες του βασικές γνώσεις γύρω από την τέχνη της ζωγραφικής και αργότερα μαθήτευσε στο εργαστήριο του Φρανθίσκο Πατσέκο (1564-1644), ο οποίος αν και υπήρξε μέτριος ζωγράφος της σχολής του μανιερισμού, ήταν καλός δάσκαλος, με κατάρτιση σε καλλιτεχνικά θέματα αλλά και γνωριμίες με καλλιτέχνες και λόγιους της Σεβίλλης. Ο Βελάθκεθ εκπαιδεύτηκε κοντά στον Πατσέκο για πέντε χρόνια, σε μία χρονική περίοδο κατά την οποία η Σεβίλλη αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά κέντρα της Ισπανίας.

Πριν γίνει δεκαοκτώ ετών, έγινε δεκτός στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά και, επιχειρώντας τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα στη Σεβίλλη, ακολούθησε τα θεματολογικά πρότυπα της εποχής του, φιλοτεχνώντας ένα είδος ρωπογραφίας, κοινό για την εποχή εκείνη, αποκαλούμενο bodegon. Ο όρος αυτός αναφέρεται στους πίνακες νεκρής φύσης των Ισπανών ζωγράφων, κυρίως σε αυτούς που απεικονίζουν τρόφιμα και ποτά. Ενδέχεται να προστίθενται και ανθρώπινες μορφές αλλά το κυρίαρχο στοιχείο είναι τα ευτελή αντικείμενα, όπως τα πιο πάνω και διάφορα άλλα μικροπράγματα.

Σήμερα 6/8...Μεταμόρφωσις του Σωτήρος

η φύση δικαιούται να αυθαιρετήσει με άτακτη βλάστηση (φ.Μ.Κυμάκη)
η φύση δικαιούται να αυθαιρετήσει με άτακτη βλάστηση (φ.Μ.Κυμάκη)

Μεταμόρφωσις του Σωτήρος

για μεγέθυνση ροδάκι να ανοίξει καρτέλα με φακό +-


Δημοφιλείς αναρτήσεις Τελευταίες 7 ημέρες