Δευτέρα, Νοεμβρίου 15, 2021

Εμίλ Ντιρκέμ Γάλλος κοινωνιολόγος



15 Νοεμβρίου 1917 (104 χρόνια πριν) πέθανε:

Εμίλ Ντιρκέμ Γάλλος κοινωνιολόγος

Ο Εμίλ Ντ. Ντιρκέμ (γαλλ.: Emile D. Durkheim, 15 Απριλίου 1858, Επινάλ (Λωρραίνη) - 15 Νοεμβρίου 1917, Παρίσι) ήταν Γάλλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, που θεωρείται μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες που συνέβαλαν στην εξέλιξη της επιστήμης της κοινωνιολογίας. Πολλοί τον αποκαλούν επίσης "Πατέρα του λειτουργισμού" διότι έθεσε τις βάσεις και τα θεμέλια του λειτουργισμού, στον οποίο όσο οι κοινωνίες εξελίσσονται σε λειτουργικές τόσο χαλαρώνουν οι κοινωνικοί κανόνες που πρέπει να διέπουν την κοινωνία έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή.

Βίος

Η μητέρα του, Μελανί, ήταν η κόρη εμπόρου και ο πατέρας του ήταν ο ραβίνος του Επινάλ και επίσης αρχιραβίνος των Βοσγίων (Vosges) και του Άνω Μάρνη (Haute-Marne). Ο Εμίλ πέρασε ένα μέρος των σχολικών του χρόνων σε ένα ραβινικό σχολείο, καθώς προοριζόταν να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του, του παππού και του προπάππου του, που ήταν ραβίνοι. Όμως, η επιθυμία του δεν κράτησε και πολύ, καθώς ξέκοψε από τον Ιουδαϊσμό αφότου έφθασε στο Παρίσι.

Ο Ντιρκέμ, λαμπρή διάνοια, αρίστευσε στο Κολέγιο του Επινάλ. Κατόπιν έφυγε από το Επινάλ για το Παρίσι για να προετοιμαστεί για την αποδοχή στην École Normale Supérieure, αλλά η συναισθηματική ένταση που προκλήθηκε από την ασθένεια του πατέρα του, είχε επιπτώσεις στη μελέτη του. Τελικά, το 1879 πέρασε τις εισαγωγικές εξετάσεις μετά από την τρίτη προσπάθειά του και έγινε δεκτός στην ηλικία των 21 χρόνων. Στη Σχολή, ο Ντιρκέμ συνάντησε και έγινε φίλος με τους φιλόσοφους Σαρλ Ρενουβιέ (Charles Renouvier) και Εμίλ Μπουτρού (Emile Boutroux). Συνδέθηκε, επίσης, φιλικά με τον ιστορικό Νουμά-Ντενί Φυστέλ ντε Κουλάνζ (Numas-Denis Fustel de Coulanges). Πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις του και άρχισε να διδάσκει φιλοσοφία το 1882 στο Σενς και το Σαιν-Κουεντέν[23]. Το 1887, ο Ντιρκέμ διορίστηκε στο Μπορντώ. Σε αυτή την περίοδο έδωσε έμφαση στην αξία της κοινωνιολογίας και μίλησε επίσης για τη θεωρία, την ιστορία και την πρακτική της εκπαίδευσης. Δίδαξε κοινωνικές επιστήμες, αφιερώνοντας το χρόνο του σε εξειδικευμένες μελέτες, όπως η αυτοκτονία, η συγγένεια, το έγκλημα, ο νόμος, η θρησκεία, η αιμομιξία και ο σοσιαλισμός.

Το 1896, ο Ντιρκέμ έβαλε κατά μέρος το έργο του για την ιστορία του σοσιαλισμού και έστρεψε την προσπάθειά του στην καθιέρωση ενός ογκώδους προγράμματος δημοσιογραφικής συνεργασίας. Το 1898, ίδρυσε το περιοδικό «Κοινωνιολογικά Χρονικά» (L'Année Sociologique), το πρώτο περιοδικό κοινωνικών επιστημών στη Γαλλία[24]. Υποστηρίχθηκε από νέους ερευνητές, οι οποίοι και παρείχαν την ετήσια έρευνά τους για την επετηρίδα. Το 1902, ο Ντιρκέμ διορίστηκε Καθηγητής στην έδρα της Παιδαγωγικής στην Σορβόνη.

Αν δεν κοιμάστε καλά διαγράφονται οι αναμνήσεις σας

 

Αν δεν κοιμάστε καλά διαγράφονται οι αναμνήσεις σας
Η έλλειψη μόλις δύο ωρών ύπνου μπορεί να κάνει τη διαφορά

Αν δεν κοιμηθείτε καλά και αρκετά κατά τη διάρκεια της νύχτας, το πιο πιθανό είναι να μη θυμάστε αύριο καν ότι διαβάσατε αυτό το άρθρο.

Δύο χαμένες ώρες ύπνου έχουν ως αποτέλεσμα ο εγκέφαλος να μην «ξεκουράζεται» και να μην αποθηκεύει σωστά τις αναμνήσεις σας.

Οι ειδικοί τονίζουν ότι έξι αντί για οκτώ ώρες ύπνου έχουν μεγάλη διαφορά και μπορεί να «εξαφανίσουν» κάποιες μνήμες σας για πάντα! Αυτό τουλάχιστον ισχυρίστηκε ο ερευνητής Ted Abel στο ετήσιο συνέδριο Νευροεπιστημών που διεξήχθη στη Νέα Ορλεάνη.

«Ο ύπνος δεν πρέπει να είναι πολυτέλεια στο σύγχρονο τρόπο ζωής. Είναι πολύ σημαντικό για τη λειτουργία του εγκεφάλου και για το ίδιο το άτομο να μπορεί να θυμάται και να συγκεντρώνεται στο τι του συνέβη κατά τη διάρκεια της ημέρας. Πολλές φορές πιστεύουμε ότι το να πιούμε μια κούπα καφέ παραπάνω και να απαντήσουμε σε μερικά ακόμη e-mail σημαίνει ότι κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε. Όμως μερικές φορές ίσως είναι πιο σημαντικό να κοιμηθούμε και να ασχοληθούμε με τις δουλειές μας λίγο αργότερα» είπε ο καθηγητής από το πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια.
Ο καθηγητής μελέτησε πώς αντιμετώπιζαν κάποια τεστ «μνήμης» ποντίκια στα οποία είχε διακοπεί ο ύπνος.
«Βρήκαμε ότι όταν στερούσαμε τον ύπνο από τα ποντίκια, αυτό προκαλούσε μείωση των “αποθηκευμένων” τους αναμνήσεων» είπε.

Ο καθηγητής πιστεύει ότι η απώλεια αναμνήσεων που οφείλεται στην έλλειψη ύπνου, «εξαφανίζει» αυτές τις αναμνήσεις για πάντα, κάτι που σημαίνει ότι αν κάποιος κοιμηθεί την επόμενη μέρα περισσότερο δε σημαίνει ότι θα καταφέρει να τις ανακτήσει.

newsbeast.gr

Αύγουστος Κρογκ Δανός ζωολόγος

 

15 Νοεμβρίου 1874 (147 χρόνια πριν) γεννήθηκε: 

Αύγουστος Κρογκ Δανός ζωολόγος 

Ο Αύγουστος Κρογκ (Schack August Steenberg Krogh, 15 Νοεμβρίου 1874 – 13 Σεπτεμβρίου 1949) ήταν Δανός καθηγητής στο Τμήμα Ζωοφυσιολογίας του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης. Σ' αυτόν ανήκει μία από τις τέσσερις βασικές αρχές της φυσιολογίας. Η αρχή του Κρογκ, όπως ονομάζεται, αναφέρει ότι για κάθε φυσιολογικό φαινόμενο υπάρχει ένα πειραματόζωο επιλογής, δηλαδή ένα πειραματόζωο με συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι όλων των άλλων για την ευκολότερη μελέτη του συγκεκριμένου φαινομένου.

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΟΡΙ της Μαρίας Παυλοπούλου

ένα καλοκαίρι (φ.Μ.Κυμάκη)
ένα καλοκαίρι (φ.Μ.Κυμάκη)

πηγή http://www.onestory.gr/post/33889235276

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΟΡΙ
της Μαρίας Παυλοπούλου *
.
Το αγόρι ανασηκώθηκε ελαφρά στο κρεβάτι και αφουγκράστηκε τη βαριά σιωπή που είχε τυλίξει το δωμάτιο. Πάλι χιονίζει…, σκέφτηκε ερμηνεύοντας την ξαφνική απουσία κάθε ήχου και τυλίχτηκε πιο σφιχτά γύρω στο αδύνατο κορμάκι του τη φθαρμένη κουβέρτα. Καθώς έβηξε δεν πρόλαβε να φέρει το χέρι του μπροστά στο στόμα και είδε την ανάσα του να παίρνει τη μορφή ενός μικροσκοπικού σύννεφου που έκανε μια σύντομη διαδρομή και δευτερόλεπτα αργότερα εξαφανίστηκε. Το βρήκε παιχνίδι. Έβηξε ξανά, αυτή τη φορά δυο φορές, και έμεινε να παρατηρεί το ταξίδι του μικρού σύννεφου μέσα στο παγωμένο δωμάτιο.
-Γιατί βήχεις;
Η βροντερή φωνή του πατέρα έκανε το αγόρι να καταπιεί απότομα την τελευταία του ανάσα και να διακόψει το παιχνίδι. Με μια σβέλτη κίνηση πέταξε από πάνω του την κουβέρτα και αναζήτησε στα τυφλά τις παντόφλες του. Η μία είχε χωθεί κάτω από το ντιβάνι και του πήρε κάμποσα λεπτά μέχρι να καταφέρει να την ξεθάψει και να χώσει επιτέλους μέσα το παγωμένο του πόδι, κατακόκκινο και πρησμένο από τις χιονίστρες.
Όλη αυτή την ώρα δεν έπαιρνε τα μάτια του από τον πατέρα. Ο άντρας, μετά από την ερώτησή του, δεν ξαναμίλησε παρά μόνο πήγε και ήρθε τέσσερις φορές μέσα στην κουζίνα, μεταφέροντας στο ξύλινο τραπέζι του δωματίου δυο βαθιά πιάτα με αχνιστή σούπα, μισό καρβέλι ψωμί, δύο ποτήρια και μία κανάτα κρασί.
-Κάθισε.
Το αγόρι, υπακούοντας στην εντολή και στο έντονο γουργουρητό της άδειας του κοιλιάς, βρέθηκε αμέσως να κάθεται στην μία από τις δύο ξύλινες καρέκλες. Έπιασε το κουτάλι με το αριστερό χέρι και περίμενε. Ο πατέρας έκοψε το ψωμί σε δύο μεγάλα κομμάτια και ακούμπησε το ένα μπροστά στο γιο του. Το χεράκι σφίχτηκε κι άλλο γύρω από το κουτάλι.
-Με το δεξί τρώμε. Ακούστηκε η δυνατή φωνή και το κουτάλι άλλαξε χέρι στη στιγμή. Το αγόρι το βούτηξε μέσα στο ζεστό φαγητό και ένιωσε το στόμα του να γεμίζει σάλια.
-Το σταυρό σου πρώτα.
Το κουτάλι παρέμεινε βυθισμένο μέσα στο τσίγκινο πιάτο μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της προσευχής και ύστερα οι πρώτες γουλιές από το θρεπτικό υγρό άρχισαν επιτέλους να ανακουφίζουν την πείνα του αγοριού.
Ο ήχος των κουταλιών καθώς χτυπούσαν στα πιάτα και το ελαφρύ ρούφηγμα της σούπας ήρθαν να καλύψουν την θανατερή σιωπή. Το αγόρι δεν έπαιρνε τα μάτια του από το πιάτο. Όχι τόσο από πείνα, μα από φόβο μη χυθεί ούτε σταγόνα και υποστεί μία ακόμη κατσάδα από τον πατέρα. Ο άντρας δεν έπαιρνε τα μάτια του από το γιο του. Εκμεταλλευόμενος την προσήλωση του μικρού στο φαγητό, επέτρεψε για λίγες στιγμές στη ματιά του να πλανηθεί πάνω στη λιπόσαρκη μορφή του αγοριού. Το βλέμμα του ξαφνικά σκοτείνιασε. Τα χείλη σφίχτηκαν. Μετά από μερικές μπουκιές, σταμάτησε απότομα, πήρε το κομμάτι από το ψωμί που του αναλογούσε, το έκοψε μικρά κομματάκια και το έριξε με τη χούφτα μέσα στη σούπα του αγοριού.
-Τρώγε γρήγορα, πριν κρυώσει, διέταξε ανακτώντας το οικείο και στους δύο ύφος του. Στη συνέχεια γέμισε το ποτήρι του με κρασί και μετά από σύντομη σκέψη έβαλε δύο δάχτυλα και σε αυτό του γιου του που σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε με απορία.
-Κάνει πολύ κρύο σήμερα. Θα σου κάνει καλό, εξήγησε μα κι αυτό άγαρμπα και σκληρά βγήκε απ’ το στόμα του στην προσπάθειά του να κρύψει κάθε ίχνος έγνοιας και τρυφερότητας.
Μετά από κάμποσες μπουκιές παπαριασμένου μέσα στη σούπα ψωμιού, το αγόρι ένιωσε επιτέλους το στομάχι του να γεμίζει και το ενοχλητικό γουργουρητό σταμάτησε. Τότε μόνο η συνεχής κίνηση του χεριού του από το πιάτο στο στόμα διακόπηκε και το βλέμμα του σκάλωσε στο ποτήρι με το κρασί μπροστά του. Διστάζοντας να γευτεί το μέχρι πρότινος απαγορευμένο για την ηλικία του ποτό – παρόλο που ήταν διαταγή - βάλθηκε να παρατηρεί το έντονο κόκκινο χρώμα του και τις λαμπερές, θαρρείς μαγικές αποχρώσεις που αυτό έπαιρνε καθώς η αντανάκλαση από τη φωτιά που σιγόκαιγε στο τζάκι διαπερνούσε το θαμπό, ραγισμένο κατά τόπους γυαλί.
Σε τούτο τον έρημο, άγονο σχεδόν τόπο, το αγόρι δεν είχε συνηθίσει να βλέπει χρώματα παρά μόνο τις λιγοστές φορές που κάποιος πραματευτής έσερνε στο πίσω μέρος της καρότσας του χρωματιστά σεντόνια και πετσέτες. Μα κι αυτός, μόλις αντιλαμβανόταν την έλλειψη ενδιαφέροντος των λίγων κατοίκων του ορεινού χωριού, έμπαινε βιαστικός στο φορτηγό του και συνέχιζε κατά την πεδιάδα αναζητώντας ίσως καλύτερη τύχη.
-Πιες, ακούστηκε και πάλι η φωνή του πατέρα, πιο ήρεμη αυτή τη φορά, λες και είχε κάνει ένα κουραστικό ταξίδι μέσα στις σκοτεινές σκέψεις του μυαλού του, προτού σχηματίσει τη μοναδική λέξη.
Το αγόρι υπάκουσε, σφίγγοντας στο χεράκι του το ποτήρι με το κρασί. Έτσι όπως το σήκωσε και το έφερε μπρος στα μάτια του, θαμπώθηκε από το έντονο χρώμα, τόσο πολύ που σχεδόν λυπήθηκε να το πιει μη και χαθεί η μαγική στιγμή. Φαντάστηκε τότε ότι πίνει κάποιο μαγικό φίλτρο από αυτά που διάβαζε κατά καιρούς στα λιγοστά βιβλία που έπεφταν στα χέρια του, κι αυτά δανεικά από το σχολείο όπου ο πατέρας δούλευε σαν δάσκαλος.
Ακούμπησε τα χείλη του στην άκρη του ποτηριού και έγειρε πίσω το κεφάλι, μα πριν προλάβει να γεμίσει το στόμα του με το «μαγικό φίλτρο» ένας δυνατός γδούπος στην πόρτα τσάκισε στα δυο τη σιωπή. Η μαγική στιγμή εξαφανίστηκε ξαφνικά, αφήνοντας το αγόρι απογοητευμένο και τον πατέρα απορημένο για το ποιος μπορεί να χτυπούσε την πόρτα τους μια τόσο κρύα νύχτα του Γεναριάτικου χειμώνα.
Η καρέκλα σούρθηκε στο πάτωμα καθώς σηκωνόταν, ενώ το αγόρι δεν τόλμησε να κουνηθεί από τη θέση του. Φανταζόταν ήδη κάποιον πειρατή που ξεστράτισε από τη θάλασσα να χτυπάει με το γάντζο του την ξύλινη πόρτα, ή κάποιον ληστή που έψαχνε καταφύγιο μέσα στα δύσβατα βουνά και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από το ενδιαφέρον που αποκτούσε τόσο ξαφνικά η βραδιά. Γι’ αυτό και όταν στο άνοιγμα της πόρτας εμφανίστηκε το καμπουριασμένο σώμα του σιδερά, ο μικρός ένιωσε τον ενθουσιασμό του να ξεφουσκώνει.
Του ήρθε να κλάψει και θα το έκανε αν δεν του τράβαγε την προσοχή η σιγανή μα τρομοκρατημένη φωνή του απρόσμενου επισκέπτη.
-Δάσκαλε… το παιδί!
Ο πατέρας, συνηθισμένος να ακούει τα προβλήματα των συγχωριανών του ακόμα και αυτά που δεν είχαν να κάνουν με το επάγγελμά του – καθότι «γραμματιζούμενος», έκανε πίσω αφήνοντας τον σιδερά να μπει μέσα στο σπίτι.
-Τι συμβαίνει Γιώργη; Μπες μέσα. Χαλάει ο κόσμος.
Ο άντρας έκανε μισό βήμα φροντίζοντας να τινάξει το περιττό χιόνι από τις αρβύλες του, μη και λερώσει την κάμαρα του δασκάλου. Ύστερα κοντοστάθηκε και τον κοίταξε κατάματα.
Το αγόρι, από τη θέση του, μπορούσε να διακρίνει το υγρό ασπράδι των ματιών του και το τρομαγμένο του βλέμμα. Μα αυτό που το έκανε να σηκωθεί από την καρέκλα του ήταν τα δάκρυα που είδε να κυλούν στο αυλακωμένο πρόσωπο του πρόωρα γερασμένου ανθρώπου. Δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του άντρα να κλαίει. Ο πατέρας δεν είχε κλάψει ούτε εκείνη τη ζεστή μέρα που είχαν βάλει μέσα στη γη τη μαμά. Ούτε καν μετά, όταν πήραν το δρόμο για το σπίτι και του εξήγησε ότι η μαμά δε θα ερχόταν μαζί τους.
Ο σιδεράς σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα υγρά του μάγουλα και προτού μιλήσει έβγαλε το καπέλο του και άρχισε να το στριφογυρίζει στα ροζιασμένα του χέρια.
-Το παιδί… ο γιος μου, δεν είναι καλά. Ψήνεται στον πυρετό δάσκαλε. Το γιατρό… το γιατρό! Πρώτα η μάνα του, τώρα κι αυτό… δε θα το αντέξω δάσκαλε.
Το αγόρι πήρε τα μάτια του από τον σιδερά και κοίταξε τον πατέρα του. Σα να διάβαζε τη σκέψη του. Στο χωριό τους δεν υπάρχει γιατρός. Το πιο κοντινό αγροτικό ιατρείο βρίσκεται στην κωμόπολη, στην πεδιάδα, τουλάχιστον δώδεκα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο. Τα λόγια του πατέρα επιβεβαίωσαν τις υποψίες του.
-Πρέπει να πάμε με τα πόδια Γιώργη. Μα το παιδί, πώς θα το κουβαλήσουμε τόσο δρόμο μέσα στο χιόνι;
Αντί για απάντηση, ο σιδεράς άρχισε να κλαψουρίζει απελπισμένα και τότε ο πατέρας τον έπιασε από τα λεπτά του μπράτσα και τον ταρακούνησε δυνατά μέχρι που τον ανάγκασε να σταματήσει. Ύστερα στράφηκε στο αγόρι που στεκόταν τώρα πίσω του.
-Ντύσου, είπε με μια φωνή που δε σήκωνε αντίρρηση.
Οι δύο άντρες και το αγόρι βγήκαν στο χιόνι ντυμένοι τα πιο βαριά τους ρούχα. Στο δρόμο μέχρι το σπίτι του σιδερά, ο μικρός έσκυβε πού και πού και κοίταζε την μικρή τρύπα στο παπούτσι του απ’ όπου τρύπωνε το παγωμένο χιόνι και έκανε τη φαγούρα στις χιονίστρες του αφόρητη. Προσπαθούσε να κάνει δύο βήματα με το δεξί πόδι και ένα με το αριστερό μα ο πατέρας έσφιξε γερά το παιδικό χεράκι στην τραχιά χούφτα του, τράβηξε το αγόρι προς το μέρος του και τάχυνε το βήμα πλάι σ’ εκείνο, το ασταθές, του σιδερά.
Σ’ όλη τη διαδρομή δε μίλησε κανείς. Ο πατέρας και ο σιδεράς κρατούσαν το στόμα τους κλειστό κι όλο κι έσφιγγαν γύρω απ’ το λαιμό τους τα μάλλινα κασκόλ, να προστατευτούν απ’ το κρύο. Το αγόρι απ’ την άλλη θυμήθηκε το παιχνίδι του και άνοιγε κάθε τόσο το στοματάκι του, αφήνοντας μικρές ανάσες που έπαιρναν μορφή μόλις συναντούσαν τον παγωμένο αέρα. Το έκανε ξανά και ξανά, μέχρι που ξέχασε τον πόνο απ’ τις χιονίστρες. Μέχρι που το σπίτι του σιδερά φάνηκε στην επόμενη στροφή.
Το αγόρι παρατήρησε το χαλκοκόκκινο χρώμα που ξεχυνόταν από το πλαϊνό παράθυρο και φαντάστηκε με αγαλλίαση μια μεγάλη φωτιά να καίει στο πέτρινο τζάκι. Θα μπορούσε βέβαια το πορφυρό αυτό φως να προέρχεται από κάτι άλλο πολύ πιο συναρπαστικό και ενδιαφέρον, τις φλεγόμενες κορίνες ενός ταχυδακτυλουργού ας πούμε, όμως με τα παπούτσια και τις κάλτσες του να έχουν διπλασιάσει το βάρος τους από το παγωμένο νερό, το αγόρι δεν μπορούσε να φανταστεί τίποτα πιο ανακουφιστικό από μία μεγάλη φωτιά όπου θα μπορούσε να τα απλώσει να στεγνώσουν.
Ο σιδεράς έσπρωξε την ετοιμόρροπη ξύλινη πόρτα και άφησε πρώτα το δάσκαλο να περάσει. Το αγόρι ακολούθησε και μόλις ένιωσε το χέρι του να ελευθερώνεται μέσα από την φαρδιά παλάμη του πατέρα, τίναξε από τα πόδια του το χιόνι και σκούπισε την ιδρωμένη του χούφτα στο παντελόνι του.
Ο πατέρας έσκυψε και κοίταξε το αγόρι στα μάτια.
-Μείνε εδώ.
Αμέσως μετά ακολούθησε τον σιδερά στο μέσα δωμάτιο και το αγόρι έμεινε μόνο του στη μέση της φτωχικής κάμαρας. Ένιωσε τα πόδια του να μυρμηγκιάζουν από την ξαφνική αλλαγή της θερμοκρασίας και αυτό το αίσθημα σα να το έβγαλε από το λήθαργο. Κούνησε τα δάχτυλά του μέσα στα φαρδιά παπούτσια, να βοηθήσει το αίμα να κυκλοφορήσει κανονικά, κι έπειτα έσκυψε και τα έβγαλε, πρώτα τα παπούτσια, μετά και τις κάλτσες. Έκανε μερικά βήματα πάνω στο θαμπό ξύλινο πάτωμα. Με το μεγάλο του δάχτυλο βάλθηκε να ακολουθεί μια αράχνη κι όταν βαρέθηκε, πλησίασε το τζάκι απλώνοντας τα χέρια του προς τη φωτιά. Το υγρό κούτσουρο τριζοβολούσε καθώς καιγόταν και σπίθες πεταγόντουσαν από δω κι από κει δίνοντας στο αγόρι την εντύπωση ότι είχε μπροστά του ένα πυροτέχνημα!
Το αγόρι έμεινε στην ίδια θέση για κάμποσα λεπτά, μέχρι που ένιωσε τα δάχτυλά του να πυρώνουν. Μα αυτό που το έκανε να τιναχτεί και να γυρίσει το βλέμμα προς τα πίσω, ήταν η φωνή του πατέρα που αθόρυβα είχε πλησιάσει προς το μέρος του.
-Εσύ θα μείνεις εδώ. Ο κυρ-Γιώργης κι εγώ πρέπει να πάμε να φέρουμε το γιατρό. Μπορεί να αργήσουμε, δεν ξέρω τι χιόνι θα συναντήσουμε μέχρι κάτω. Να ρίχνεις ξύλα στη φωτιά μη και σβήσει. Κι ύστερα, χαμηλώνοντας κι άλλο για να κοιτάξει το αγόρι κατάματα να είσαι φρόνιμος και να προσέχεις το παιδί μέχρι να γυρίσουμε. Και χωρίς να περιμένει απάντηση έκανε μεταβολή σέρνοντας από πίσω του και τον σιδερά που όλη αυτή την ώρα δεν είχε πάψει να μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτα λόγια ανακατεμένα πότε με δάκρυα και πότε με αναστεναγμούς.
Οι δυο άντρες κούμπωσαν τα παλτό τους, καλύπτοντας το πρόσωπό τους μέχρι το λαιμό και μετά ο πατέρας έκλεισε πίσω του την πόρτα, χωρίς να ρίξει άλλη ματιά στο αγόρι που έμεινε μόνο μέσα στο ξένο σπίτι.
Ξαφνικά το δωμάτιο του φαινόταν μεγαλύτερο. Τότε μόνο παρατήρησε τα λιγοστά έπιπλα – ένα τραπέζι, μία καρέκλα και ένα μπαούλο - καθώς και τις μεγάλες τους σκιές όπως ρίχνονταν πάνω στους τέσσερις τοίχους. Ένιωσε τις τρίχες στο κεφάλι του να ορθώνονται και η πρώτη του σκέψη ήταν να φορέσει τις κάλτσες και τα παπούτσια του και να τρέξει πίσω, στην ασφάλεια του σπιτιού του. Μα η εντολή του πατέρα ήταν ξεκάθαρη. Έπρεπε να περιμένει εκεί. Όσο για εκείνο το «να προσέχεις το παιδί» ξαφνικά τον έκανε να αισθανθεί μεγαλύτερος. Να λοιπόν που η βραδιά αποκτούσε τελικά ενδιαφέρον, κι ας μην ήταν ο πειρατής ή ο ληστής εκείνος που είχε χτυπήσει νωρίτερα την πόρτα τους.
Έλεγξε τη φωτιά που ήταν έτοιμη να σβήσει και έριξε ένα ακόμη κούτσουρο αναζωπυρώνοντας τις φλόγες. Έπειτα πήγε και στάθηκε στο κατώφλι που ένωνε το υποτυπώδες καθιστικό με την κάμαρα.
Από εκεί, μισοκρυμμένο στις σκιές, παρακολούθησε για λίγο το αγόρι, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα στο σιδερένιο κρεβάτι, και μόνο όταν σιγουρεύτηκε ότι δεν απειλείται από κάτι πλησίασε κι άλλο με διστακτικό ωστόσο βήμα, μέχρι που έφτασε δίπλα του. Τράβηξε τη μοναδική καρέκλα που υπήρχε στο χώρο κι έκατσε. Άρχισε τότε να παίζει με την κουβέρτα την παλιά, να μετρά τα φθαρμένα, φαγωμένα κρόσσια της. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, μέχρι το δέκα. Ως εκεί ήξερε να μετρά. Και πάλι απ’ την αρχή. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα… Το έκανε πολλές φορές αυτό, αποφεύγοντας έτσι να κοιτάξει το παιδί.
Εκείνο, τινάχτηκε ξαφνικά κάποια στιγμή και το αγόρι έβγαλε μια τρομαγμένη φωνούλα. Ανάγκασε τότε τον εαυτό του να σηκώσει το βλέμμα πάνω του. Το είδε να τρέμει. Τα δόντια του να χτυπούν το ένα στο άλλο. Θα’ ταν δε θα’ ταν στην ηλικία του, μα πιο αδύνατο ακόμα, όπως μπόρεσε να μαντέψει ρίχνοντας μια ματιά στο μικρό φούσκωμα που δημιουργούσε το σωματάκι του κάτω από την μάλλινη κουβέρτα. Το τρέμουλο έγινε ακόμα πιο δυνατό, πιο γρήγορο. Τα μάτια του είχαν συνηθίσει πια το σκοτάδι και μπόρεσε να δει και τις χοντρές σταγόνες ιδρώτα που γυάλιζαν στο παιδικό μέτωπο και κυλούσαν στα βαθουλωμένα μάγουλα. Έκανε να το σκεπάσει με την κουβέρτα μα το παιδί, σα να αντιλήφθηκε την κίνηση, τινάχτηκε ξανά και το πρόσωπό του συσπάστηκε σε μια έκφραση καθόλου παιδική.
Έτσι όπως γύρισε το κεφάλι του, το αγόρι μπόρεσε να παρατηρήσει πιο προσεκτικά τα χείλη του. Λεπτά, ξερά, αφυδατωμένα και μισάνοιχτα σε αναζήτηση ανάσας ή μιας σταγόνας νερού. Έκανε ένα γύρο το βλέμμα του στο χώρο και το χέρι του απλώθηκε αυτόματα πάνω στο ποτήρι με το νερό και την πετσέτα που ήταν ακουμπισμένα πάνω στο κομοδίνο. Έβρεξε την πετσέτα και άρχισε μετά για ώρα να την περνάει πάνω απ’ τα διψασμένα χείλη. Όπως έκανε και η μαμά όταν εκείνος καιγόταν μέσα στον πυρετό του. Τότε, πριν πάει στον ουρανό. Πάνε τώρα δυο καλοκαίρια που έφυγε η μαμά. Κάποια παιδιά στο σχολείο του είχαν πει ότι πέθανε, όμως όταν γύρισε κλαμένος και το είπε στον πατέρα, εκείνος τον πήρε στα γόνατά του και του εξήγησε ότι η μαμά δεν είχε πεθάνει, αλλά είχε πάει σε κάποιο άλλο μέρος, κάπου στον ουρανό, όπου δεν υπάρχει ούτε πόνος, ούτε πυρετός, ούτε πείνα και ότι κάποτε θα πήγαιναν κι εκείνοι να τη βρουν. Μα το αγόρι είχε σταματήσει από ώρα να τον ακούει γιατί ήταν η πρώτη φορά που ο πατέρας το έπαιρνε στα γόνατά του και πέρναγε έτσι απαλά την άγρια παλάμη του πάνω στα γυμνά μπράτσα του. Κι αυτό έκανε το αγόρι να θέλει να κλάψει περισσότερο κι από τα ανάλγητα λόγια των παιδιών στο σχολείο.
Ένα μουρμουρητό ξέφυγε από τα χείλη του παιδιού και το αγόρι έμεινε ακίνητο. Έβρεξε ξανά την πετσέτα κι έκανε να την ακουμπήσει στο ιδρωμένο μέτωπο, μα το παιδί άρχισε και πάλι να τρέμει, όλο και περισσότερο. Τώρα τιναζόταν όλο του το σώμα, μέχρι που το αγόρι αναγκάστηκε να κλείσει στη χούφτα του το χέρι του παιδιού. Και τόση ώρα, ήταν η πρώτη φορά που το άγγιζε. Η επαφή το ξάφνιασε. Όπως και τότε που ο πατέρας τον είχε πάρει στα γόνατά του.
Το αγόρι άρχισε να τρίβει και να τρίβει απαλά το χέρι μέχρι που το τρέμουλο ηρέμησε. Το στήθος ανεβοκατέβαινε πια πιο αργά. Όλο και πιο αργά…
Απ’ το μισάνοιχτο στόμα του παιδιού βγήκαν μερικές μικρές, κοφτές ανάσες. Κάθε μία έκανε τον πόνο όλο και πιο μικρό, όλο και πιο ανίσχυρο. Μέχρι που όλα γύρω τους ηρέμησαν.
Τώρα δεν ακουγόταν τίποτα. Ούτε ανάσα, ούτε αναστεναγμός.
Το αγόρι έμεινε εκεί, ανακουφισμένο από την ξαφνική σιωπή που απλώθηκε στο χώρο. Συνέχισε να κρατάει το χέρι του παιδιού ακόμη και τη στιγμή που είδε ένα ασπριδερό, θολό χρώμα να απλώνεται στο ήρεμο πρόσωπό του. Πήγε τότε να τραβηχτεί. Είχε πιαστεί τόση ώρα στην καρέκλα. Μα αμέσως θυμήθηκε την εντολή του πατέρα «Να προσέχεις το παιδί…» κι έσφιξε ακόμη περισσότερο στη χούφτα του το παγωμένο, ακίνητο χεράκι.
Με το άλλο χέρι, το άδειο, έπιασε πάλι το μέτρημα. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα… ως το δέκα. Και πάλι απ’ την αρχή…
.
Η Μαρία Παυλοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα όμως μέσα από τα άπειρα βιβλία που έχει διαβάσει, έχει ζήσει ίσα με 100 ζωές μέχρι σήμερα. Της αρέσει να γράφει, να διαβάζει και να ταξιδεύει. Νοερά ή όχι. Το ίδιο είναι.
[ facebook ] [ e-mail ]

Τσαρλς Τόμσον Ρις Γουίλσον Σκωτσέζος φυσικός

CTR Wilson.jpg

15 Νοεμβρίου 1959 (62 χρόνια πριν) πέθανε:

Τσαρλς Τόμσον Ρις Γουίλσον Σκωτσέζος φυσικός

Ο Τσαρλς Τόμσον Ρις Γουίλσον (Charles Thomson Rees Wilson, 14 Φεβρουαρίου 1869 – 15 Νοεμβρίου 1959) ήταν Σκωτσέζος φυσικός και μετεωρολόγος ο οποίος βραβεύθηκε με το Νόμπελ Φυσικής για τη μέθοδο που κάνει ορατές τις τροχιές φορτισμένων σωματιδίων, μέσω υγροποίησης σταγονιδίων.

Βιογραφία

Ο Γουίλσον γεννήθηκε στο Midlothian της Σκωτίας. Πατέρας του ήταν ο αγρότης Τζον Γουίλσον και μητέρα του η Άννι Κλερκ Χάρπερ. Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1873, η οικογένειά του μετακόμισε στο Μάντσεστερ. Σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ με σκοπό να γίνει ιατρός. Ύστερα φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ όπου ενδιαφέρθηκε για τη χημεία και τη φυσική.[11]

Ο Γουίλσον, στη συνέχεια, άρχισε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη μετεωρολογία και το 1893 ξεκίνησε να μελετά τα σύννεφα και τις ιδιότητές τους. Εργάστηκε για κάποιο χρονικό διάστημα στο παρατηρητήριο του Μπεν Νέβις, όπου έκανε παρατηρήσεις σχηματισμού νεφών. Προσπάθησε να αναπαραγάγει το φαινόμενο αυτό σε μικρότερη κλίμακα στο εργαστήριο του Κέιμπριτζ. Για την ανακάλυψη του, πήρε το βραβείο Νόμπελ Φυσικής το 1927.

Ο Γουίλσον νυμφεύθηκε το 1908 την Τζέσι Φρέιζερ, κόρη ιερέως από τη Γλασκώβη, με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Πέθανε στο Εδιμβούργο.
Κληρονομιά

Ο κρατήρας Γουίλσον στην Σελήνη ονομάστηκε προς τιμήν του και του Αλεξάντερ Γουίλσον και Ραλφ Γουίλσον. Ο σχηματισμός νεφών, που εμφανίζεται μετά από μια πολύ μεγάλη έκρηξη (όπως μια πυρηνική έκρηξη), πήρε το όνομά του. Το Wilson Society, στις φυσικές επιστήμες της κοινωνίας του Sidney Sussex College, φέρει επίσης το όνομα του. Τα αρχεία του Τσαρλς Γουίλσον συντηρούνται από τα Αρχεία του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης (GUAS).

Όπως παλιά...


για μεγέθυνση ροδάκι να ανοίξει καρτέλα με φακό +-


ξεφυλλίζοντας το παλιό λεύκωμα αναρωτιέμαι ποιό ερέθισμα μου προκαλούσαν αυτές οι εικόνες για να τις συμπεριλάβω εδώ  .... 

σίγουρα κάτι μου έκανε το κλικ σ εκείνη τη δεδομένη στιγμή που τώρα αδυνατώ να εξηγήσω ... 

δεν μένει παρά να αφεθώ στην περιήγηση των εικόνων και στα συναισθήματα που μου προκαλεί η εδραιωμένη κατάσταση χωρίς να είμαι πλέον στην θέση του επιλέκτη αλλά στη θέση του παρατηρητή

ο πίνακας με τα λιοντάρια σίγουρα με αλιγορικά νοήματα το λιοντάρι που κοιμάται τί συμβολίζει σε αντίθεση με το λιοντάρι που επιτίθεται ... ιδού το ερώτημα...

κι ενώ οι άγγελοι πετούν στην γκαλερί  κάποιος πετά για Χίο ....

αναρωτιέμαι τι θα μπορούσε να συναρπάσσει περισσότερο ; ένα ταξίδι στο υποθαλάσσιο υπέροχο σύμπαν ή ένα ταξίδι στην παραμυθένια πολιτεία του δίκαιου βασιλιά Μπαμπάρ;

Τάσος Βουρνάς Έλληνας ιστορικός



15 Νοεμβρίου 1990 (31 χρόνια πριν) πέθανε:

Τάσος Βουρνάς Έλληνας ιστορικός

Ο Τάσος Βουρνάς (Αγριλόβουνο Μεσσηνίας, 1913 – Αθήνα, 15 Νοεμβρίου 1990) ήταν Έλληνας ιστορικός, δημοσιογράφος, μεταφραστής και κριτικός. Ήταν συμμαθητής του Αλέκου Σακελλάριου, με τον οποίο εξέδωσε μια μαθητική εφημερίδα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αρθρογράφησε σε περιοδικά της λογοτεχνίας και των τεχνών όπως η Επιθεώρηση Τέχνης, ενώ συνεργάστηκε με εφημερίδες του αριστερού κυρίως χώρου, ειδικά με την εφημερίδα Αυγή. Το 1962 αναγορεύθηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου.

Μετέφρασε έργα αρχαίων και βυζαντινών συγγραφέων, όπως τους μύθους του Αισώπου και το Χρονικό του Γεωργίου Φραντζή, κατά τη διάρκεια της επταετίας και με τα ψευδώνυμα "Β. Τάσος" και "Α. Ελευθερίου". Κεντρικό θέμα στο ιστοριογραφικό του έργο αποτέλεσε η νεότερη ελληνική ιστορία -την οποία κυκλοφόρησε σε έξι τόμους- η ελληνική Επανάσταση του 1821 αλλά και ζητήματα της ελληνικής Αριστεράς. Το 1987 πήρε την πρωτοβουλία για τη σύσταση επιτροπής αποκατάστασης της μνήμης των ελλήνων κομμουνιστών που διώχθηκαν από την ηγεσία του ΚΚΕ. Έγραψε τέλος τα σενάρια για τα ντοκιμαντέρ της Άννας Μποτοπούλου-Βουρνά Λευκή Πολιτεία (1979) και Η Αθήνα που φεύγει (1978). Πέθανε από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία 77 ετών. 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ "Αναφορα στον Γκρέκο" (προλογος)




https://antikleidi.com
Από τον πρόλογο του βιβλίου του Ν.Καζαντζάκη, “Αναφορά στον Γκρέκο”.
___
Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα στο σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.
Ο ήλιος βασίλεψε, θάμπωσαν τα βουνά, οι οροσειρές του μυαλού μου κρατούν ακόμα λίγο φως στην κορφή τους, μα η άγια νύχτα πλακώνει, ανεβαίνει από τη γης, κατεβαίνει από τον ουρανό, και το φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί, μα το ξέρει, σωτηρία δεν υπάρχει δε θα παραδοθεί, μα θα σβήσει.
Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιόν ν’αποχαιρετίσω; τι ν’αποχαιρετίσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια, κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.

Σε ποιόν να εμπιστευτώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους, και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγουνται μα αρνιούνται, ως το θάνατο, να γίνουν στάχτη; Σε ποιόν να πω πόσες φορές σκαρφάλωνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν’ανηφορίζω;
Πού να βρώ μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Σφίγγω ήσυχα, πονετικά, ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου, το κρατούσα το χώμα ετούτο πάντα μαζί μου, σε όλες μου τις περιπλάνησες, και στις μεγάλες μου αγωνίες το’σφιγγα μέσα στη φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη, δύναμη μεγάλη, σαν να’σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη; Δεν την έχω ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα, τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη, σαν να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν’αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν αιώνια, αυτό θα’μια αιώνια, πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες, άγριο χώμα της Κρήτης, κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.
Τι αγώνας, τι αγωνία, τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα ετούτη το χώμα! Ζυμώθηκε μ’αίμα, δάκρυο κι ιδρώτα, γίνηκε λάσπη, γίνηκε άνθρωπος, πήρε τον ανήφορο, να φτάσει-που να φτάσει; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, άπλωνε τα χέρια, έψαχνε, έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπό του.


Κι όταν, τα ολοστερνά ετούτα χρόνια, απελπισμένος πια, ένιωσε πως ο σκοτεινός αυτός όγκος δεν έχει πρόσωπο, τι καινούριος, όλο αναίδεια και τρόμο, αγώνας να πελεκήσει την ακατέργαστη κορφή και να της δώσει πρόσωπο-το πρόσωπό του!
Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου, ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα, είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και χτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί.
Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Εχετε γειά!
Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γής, ν’ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο, δύσκολο, δύσκολο πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ’αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα το κόσμου λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα, τέλεψα το χρέος και φεύγω, μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει:
“Στάσου ακόμα!»
Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σαν σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σαν βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δε θέλουν πια, και σηκώνουνται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει:
«Στάσου ακόμα!»
Στέκουμαι, ρίχνω στερνή ματιά στο φως, που αντιστέκεται κι αυτό, σαν την καρδιά του ανθρώπου, και παλεύει. Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, έπεσε απάνω στα χείλια μου μια χλιαρή ψιχάλα, η γης μύρισε, γλυκιά φωνή, μαυλιστικιά, ανεβαίνει από τα χώματα:
“Eλα… έλα… έλα…»
Με κοίταξες, κι ως με κοίταξες ένιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο, σύννεφο κι η ψυχή του ανθρώπου φορτωμένη αστροπελέκι κι άνεμο, κι από πάνω φυσάει ο Θεός και σωτηρία δεν υπάρχει.
Σήκωσα τα μάτια, σε κοίταξα. Εκαμα να σου πω:
«Παππού, αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;» μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου, έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.
Άπλωσες τότε το χέρι, σαν να πνίγουμουν κι ήθελες να με σώσεις.
Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου, πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα, έκαιγε. Άγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω:
-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’μου μια προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου, δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά, ως τις ρίζες του μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σαν να’βγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
Έφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ’μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο, είχε πια ξημερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν, τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
Ήταν η φωνή σου, κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορούσε έναν τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει, μονάχα εσύ, Παππού ανεχόρταγε! Δεν είσαι εσύ ο αρχηγός ο απροσκύνητος, ο ανέλπιδος, της στρατευόμενης γενιάς μου; Δεν είμαστε εμείς οι λαβωμένοι, οι πεινασμένοι, οι μπουμπουνοκέφαλοι, οι σιδεροκέφαλοι, που αφήσαμε πίσω μας την καλοπέραση και τη βεβαιότητα και πας εσύ μπροστά και κάνουμε γιουρούσι να σπάσουμε τα σύνορα;
To λαμπρότερο πρόσωπο της απελπισίας είναι ο Θεός, το λαμπρότερο πρόσωπο της ελπίδας είναι ο Θεός, πέρα από την ελπίδα και την απελπισία, πέρα από τα παμπάλαια σύνορα, με σπρώχνεις, Παππού. Πού με σπρώχνεις; Κοιτάζω γύρα μου, κοιτάζω μέσα μου, η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε, πρέπει να’ρθει πάλι ο Νούς ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους, πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος.
Αυτό θες, κατά κει με σπρώχνεις, κατά κει μ’έσπρωχνες πάντα, άκουγα μέρα νύχτα την προσταγή σου, μάχουμουν, όσο μπορούσα, να φτάσω όπου δεν μπορούσα, αυτό είχα βάλει χρέος μου, αν έφτασα ή δεν έφτασα, εσύ θα μου πεις. Όρθιος στέκουμαι μπροστά σου και περιμένω.
Στρατηγέ μου, τελεύει η μάχη, κάνω την αναφορά μου, να που πολέμησα, να πως πολέμησα, λαβώθηκα, δείλιασα, μα δε λιποτάχτησα, τα δόντια μου καταχτυπούσαν από το φόβο, μα τύλιγα σφιχτά το κούτελό μου μ’ένα κόκκινο μαντίλι, να μην ξεκρίνουνται τα αίματα, κι έκανα γιουρούσι.
Ένα ένα μπροστά σου τα φτερά της καλιακούδας μου ψυχής θα τα μαδήσω, ωσότου ν’απομείνει ένα σβωλαράκι χώμα κι αυτή. Θα σου πω τον αγώνα μου, ν’αλαφρώσω, θα πετάξω από πάνω μου την αρετή, την ντροπή, την αλήθεια, ν’αλαφρώσω.
Άκουσέ το λοιπόν, Στρατηγέ, την αναφορά μου και κάμε κρίση, άκουσε, Παππού, τη ζωή μου, και αν πολέμησα κι εγώ μαζί σου, αν λαβώθηκα χωρίς κανένας να μάθει πως πόνεσα, αν δε γύρισα ποτέ την πλάτη μου στον οχτρό, δώσε μου την ευκή σου!

Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο by Αντικλείδι , 

Ρενέ Γκενόν Γάλλος συγγραφέας



15 Νοεμβρίου 1886 (135 χρόνια πριν) γεννήθηκε:

Ρενέ Γκενόν Γάλλος συγγραφέας

Ο Ρενέ Γκενόν (René Jean Marie Joseph Guénon), γνωστός και ως Σεΐχης Αμπντούλ-Ουάχιντ Γιάχια (το όνομα που χρησιμοποιούσε αφότου ασπάστηκε το Ισλάμ), (Μπλουά, Γαλλία, 15 Νοεμβρίου 1886 – Κάιρο, Αίγυπτος, 7 Ιανουαρίου 1951), ήταν Γάλλος συγγραφέας και στοχαστής. Υπήρξε δεξιός στις πολιτικές του απόψεις.

Βιογραφία

Γεννήθηκε σε μια παραδοσιακή καθολική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν αρχιτέκτονας. Στα νεανικά του χρόνια (1905-1912) εντυπωσιάστηκε από τις εσωτεριστικές/αποκρυφιστικές οργανώσεις, τον τεκτονισμό καθώς και από τον γνωστικισμό.
Βιβλιογραφία
Εισαγωγή στη Μελέτη των Ινδικών Δογμάτων (Introduction générale à l'étude des doctrines hindoues, 1921)
Θεοσοφία: Ιστορία μιας Ψευδο-θρησκείας (Le Théosophisme – Histoire d'une pseudo-religion, 1921)
Η Πνευματική Πλάνη (L'erreur spirite, 1923)
Ανατολή και Δύση (Orient et Occident, 1924)
Ο Εσωτερισμός του Δάντη (L'ésotérisme de Dante, 1925)
Ο Βασιλιάς του Κόσμου (Le Roi du Monde, 1927)
Η Κρίση του Σύγχρονου Κόσμου (La crise du monde moderne, 1927)
Πνευματική Αρχή και Εγκόσμια Δύναμη (Autorité Spirituelle et Pouvoir Temporel, 1929)
Άγιος Βερνάρδος (Saint-Bernard, 1929)
Ο Συμβολισμός του Σταυρού (Le symbolisme de la croix, 1931)
Ασιατική Μεταφυσική (La metaphysique orientale, 1939)
Η Εξουσία της Ποσότητας και τα Σημάδια των Καιρών (Le règne de la quantité et les signes des temps, 1945)
Προοπτικές στη Μύηση (Aperçus sur l'initiation, 1946)
Οι Μεταφυσικές Αρχές του Απειροελάχιστου Υπολογισμού (Les principes du calcul infinitésimal, 1946)
Η Μεγάλη Τριάδα (La Grande Triade, 1946)
Μεταθανάτιες συλλογές
Μύηση και Πνευματική Πραγματοποίηση (Initiation et réalisation spirituelle, 1952)
Διαισθήσεις στον Χριστιανικό Εσωτερισμό (Aperçus sur l'ésotérisme chrétien, 1954)
Σύμβολα της Ιερής Επιστήμης (Symboles de la Science Sacrée, 1962)
Μελέτες για τον Ελευθεροτεκτονισμό και τη Μαθητεία (Études sur la Franc-Maçonnerie et le Compagnonnage, 1964)
Μελέτες για τον Ινδουισμό (Études sur l'Hindouisme, 1966)
Παραδοσιακές Μορφές και Κοσμικοί Κύκλοι (Formes traditionelles et cycles cosmiques, 1970)
Αναθεωρήσεις (Comptes rendus, 1973)
Διάφορα (Mélanges, 1976)

Vintage Ράφι Κρασιού από μια παλέτα

 

texnotropieskaidiakosmisi. com

Φτιάξτε μόνοι σας ένα Vintage Ράφι Κρασιού από μια παλέτα

Οι παλέτες είναι ένα εύκολο, και φθηνό υλικό για κατασκευές και μπορείτε να κάνετε χιλιάδες πράγματα για όλους τους χώρους του σπιτιού.

Αυτό το υλικό είναι επίσης ιδανικό για την κατασκευή ενός vintage στην εμφάνιση ράφι κρασιού. Αυτά που θα χρειαστείτε για την κατασκευή είναι μια παλέτα, ξυλόβιδες, γυαλόχαρτο,και κάποιο σκουρόχρωμο βερνίκι.

Πάρτε το κάτω μέρος της παλέτας και κόψτε κατά μήκος των τριών δοκών της. Προσθέστε ένα σανίδι από την υπόλοιπη παλέτα στο κάτω και στο πίσω μέρος του ραφιού κρασιού. Ασφαλίστε κάθε σύνδεση με ξυλόβιδες. Τρίψτε το ξύλο καλά με ένα πολύ λεπτό γυαλόχαρτο και βάψτε το με κάποιο σκούρο ξυλοντεκόρ.

Κρεμάστε το στον τοίχο με βίδες και να απολαύσετε την όμορφη και εύκολη κατασκευή σας.

Η δίκη των 6



15 Νοεμβρίου 1922 (99 χρόνια πριν):

Το έκτακτο στρατοδικείο που δικάζει τους πρωταιτίους της μικρασιατικής καταστροφής, εκδίδει την ετυμηγορία του στις 6:30 το πρωί. Ώρα 11:30 εκτελούνται στου Γουδή οι έξι θεωρούμενοι ως υπαίτιοι της Μικρασιατικής καταστροφής.


Ετυμηγορία και εκτελέσεις


 
Το σημείο όπου εκτελέσθηκαν οι έξι καταδικασμένοι σε θάνατο ως υπεύθυνοι για τη Μικρασιατική καταστροφή, σε άλσος του σημερινού Δήμου Παπάγου - Χολαργού (πρώην περιοχή Γουδή του Δήμου Αθηναίων)

Η απόφαση του εκτάκτου στρατοδικείου ήταν αναμενόμενη, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω. Παρ' όλα αυτά η Μεγάλη Βρετανία καθώς και μερικοί μετριοπαθείς κύκλοι στρατιωτικών και πολιτικών πίεζαν προκειμένου να μην πραγματοποιηθούν εκτελέσεις. Διαμέσου του πρεσβευτή της Lindley, η Βρετανία ασκούσε πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση απειλώντας τους με κυρώσεις. Εκείνη την εποχή πρωθυπουργός της Βρετανίας ήταν ο Άντριου Μπόναρ Λω, ο πρώτος ξάδερφος του οποίου, αντιβασιλέας των Ινδιών, είχε παντρευτεί την αδελφή του Γεώργιου Χατζανέστη. Αντίθετα με όλους αυτούς ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ αδιαφόρησε για τους κατηγορουμένους με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί χάσμα μεταξύ των βασιλικών.

Ο Ιωάννης Μεταξάς με γραπτή επιστολή του, και κατόπιν συγκατάθεσης του πρωθυπουργού Κροκιδά, ζητάει από το υπουργικό συμβούλιο να δοθεί το δικαίωμα της έφεσης στους κατηγορουμένους. Η επαναστατική επιτροπή όμως την απέρριψε. Ο υπουργός εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης, λίγες μέρες πριν την ανακοίνωση της απόφασης, στις 10 Νοεμβρίου παραιτείται κάτω από το βάρος των ασκούμενων πιέσεων.[13] Την παραίτησή του ακολουθεί ολόκληρη η κυβέρνηση Κροκιδά. Τέσσερις μέρες αργότερα σχηματίζεται κυβέρνηση υπό τον Γονατά. 



Στις 15 Νοεμβρίου, 7.15 π.μ., ο στρατηγός Αλέξανδρος Οθωναίος διάβασε την τελική ετυμηγορία του δικαστηρίου:

«Ἐν ὀνόματι τοῦ Βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Γεωργίου Β' τὸ Ἔκτακτον Στρατοδικεῖον συσκεφθὲν κατὰ νόμον, κηρύσσει παμψηφεῖ τοὺς μὲν Γεώργιον Χατζανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζῆν καὶ Νικόλαον Θεοτόκην εἰς τὴν ποινὴν τοῦ Θανάτου. Τοὺς δὲ Μιχαὴλ Γούδαν καὶ Ξενοφῶντα Στρατηγὸν εἰς τὴν ποινὴν τῶν ἰσοβίων δεσμῶν. Διατάσσει τὴν στρατιωτικὴν καθαίρεσιν τῶν Γεωργίου Χατζανέστη, ἀρχιστρατήγου, Ξενοφῶντος Στρατηγοῦ, ὑποστρατήγου καὶ Μιχαὴλ Γούδα, ὑποναυάρχου καὶ ἐπιβάλλει αὐτοὺς τὰ ἔξοδα καὶ τέλη. Ἐπιδικάζει παμψηφεῖ χρηματικὴν ἀποζημίωσιν ὑπὲρ τοῦ Δημοσίου κατὰ τοῦ Δ. Γούναρη δραχμῶν 200 χιλιάδων, Ν. Στράτου δραχμῶν 335 χιλιάδων, Γ. Μπαλτατζῆ καὶ Ν. Θεοτόκη δραχμῶν 1 ἐκατομμυρίου καὶ Μ. Γούδα δραχμῶν 200 χιλιάδων. Ἐγκρίθη, ἀπεφασίσθη καὶ ἐδημοσιεύθη ἐν Ἀθήναις τῇ 15η Νοεμβρίου 1922.»

ο Πρόεδρος - ο Γραμματέας
Α. Οθωναίος - Ιωάννης Πεπόνης

Τα ξημερώματα ο υπουργός στρατιωτικών Πάγκαλος επισκέφθηκε τον Πλαστήρα ζητώντας του την επίσπευση των εκτελέσεων. Και αυτό γιατί ο πλοίαρχος Τάλμποτ με αντιτορπιλικό είχε αποπλεύσει από τη Γένοβα για τον Πειραιά με σκοπό την παράδοση βρετανικού τελεσίγραφου του υπουργού εξωτερικών με το οποίο ζητούσε από την ελληνική πλευρά την πλήρη συμμόρφωση στις υποδείξεις του ξεκαθαρίζοντας ότι σε περίπτωση εκτέλεσης των κατηγορουμένων η Βρετανία θα άφηνε ανυπεράσπιστη την Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης και δεν θα τους παραχωρούσε δάνειο.[15] Η άφιξη του αναμενόταν από ώρα σε ώρα.

Στις 9 π.μ. στις φυλακές Αβέρωφ ανακοινώθηκε από τον επαναστατικό επίτροπο Γρηγοριάδη η απόφαση του δικαστηρίου στους κατηγορουμένους. Κανένας δεν αιφνιαδιάστηκε πλην του Χατζανέστη. Στους μελλοθάνατους δόθηκε προθεσμία δύο ωρών προκειμένου να αποχαιρετίσουν συγγενείς και φίλους. Στις 10.30 οδηγήθηκαν στο Γουδή για να εκτελεστούν. Πριν την εκτέλεση προηγήθηκε η καθαίρεση του Χατζανέστη από κατώτερους αξιωματικούς. Ο ίδιος τότε δήλωσε ότι η μόνη του ντροπή ήταν το ότι υπήρξε αρχιστράτηγος φυγάδων. Φρούραρχος της εκτέλεσης ήταν ο μάρτυρας κατηγορίας, ταγματάρχης Σπαής. Κανένας δεν θέλησε να του δέσουν τα μάτια. Οι καταδικασθέντες σε θάνατο εκτελέσθηκαν στις 11:27΄. Τα πτώματά τους μεταφέρθηκαν υπο δρακόντεια μέτρα ασφαλείας στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών για να ενταφιαστούν με συνοπτικές διαδικασίες.
Διεθνείς αντιδράσειςΤην ίδια ώρα ο πλοίαρχος Τάλμποτ έμπαινε στο γραφείο του Πλαστήρα με σκοπό να του επιδώσει το τελεσίγραφο της κυβερνήσεώς του, για να του ανακοινωθεί ακολούθως ότι οι εκτελέσεις είχαν πραγματοποιηθεί. Η εκτέλεση των πολιτικών δημιούργησε διεθνείς αντιδράσεις. Η Ιταλία ζήτησε από τον πρέσβη της να διακόψει τις επαφές με την ελληνική κυβέρνηση, οι ΗΠΑ εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την εκτέλεση των έξι, η οποία θα δυσκόλευε την συνέχιση της οικονομικής αρωγής στην Ελλάδα, η Σουηδική και Βελγική κυβέρνηση εξέφρασαν την βαθιά αγανάκτησή τους ενώ η Βρετανία διέταξε την διακοπή των διμερών σχέσεων με παράλληλη ανάκληση του πρεσβευτή της. Επίσης διατυπώθηκαν παρατηρήσεις προς την ελληνική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη.

Μάσκα μαλλιών με κονιάκ!



Κι όμως το κονιάκ κάνει πολύ καλό στα μαλλιά σας, γι’ αυτό μπορείτε να δοκιμάσετε μια απλή φυσική μάσκα που υπόσχεται εντυπωσιακά αποτελέσματα. Τα μαλλιά σας θα προστατεύονται από την ρύπανση και το τριχωτό της κεφαλής σας θα είναι πιο υγιές.

- 3-5 κουταλιές της σούπας κονιάκ (ανάλογα με το μήκος των μαλλιών σας)

- 1 κρόκο αυγού

Απλά ανακατέψτε καλά τα υλικά σε ένα μπολ, έτσι ώστε να γίνουν ένα ενιαίο μείγμα.

Απλώστε το μείγμα στα μαλλιά σας και αφήστε το να δράσει για 20 λεπτά. Στη συνέχεια λουστείτε κανονικά.

beautetinkyriaki.gr

Μίνως Βολανάκης Έλληνας σκηνοθέτης



15 Νοεμβρίου 1999 (22 χρόνια πριν) πέθανε:

Μίνως Βολανάκης Έλληνας σκηνοθέτης

Ο Μίνως Βολανάκης (1925 - 15 Νοεμβρίου 1999) ήταν Έλληνας σκηνοθέτης, θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής.

Βιογραφία

Γεννήθηκε στην Αθήνα (στην περιοχή της Κυψέλης), το 1925, κατ΄ άλλους 1926. Σπούδασε θέατρο αρχικά στη σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη. Στον εμφύλιο, μετά τον θάνατο του πατέρα του, αναγκάσθηκε να ασχοληθεί με τη μετάφραση θεατρικών έργων στο θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη και στη συνέχεια στο θίασο του Καρόλου Κουν όπου ειδικότερα για τις ανάγκες του θιάσου του μετέφρασε πολλά έργα του αμερικανικού δραματολογίου. Μετά από υποτροφία που έλαβε από το Βρετανικό Συμβούλιο εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο ειδικευόμενος στη σκηνοθεσία, ξεκινώντας με έργα του Λουίτζι Πιραντέλλο. Κατά την εκεί παραμονή του ανέβασε πολλά έργα αρχαίων Ελλήνων κλασσικών καθώς και έργα του σύγχρονου κλασικού θεάτρου. Στη συνέχεια μετέβη στις ΗΠΑ, όπου και εκεί σκηνοθέτησε πλείστα έργα σε Πανεπιστήμια και ιδιωτικά θέατρα. Στη δεκαετία του 1960 σκηνοθέτησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, με πρώτη παράσταση το έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ καθώς και τη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη στο Φεστιβάλ Αθηνών.

Στη συνέχεια ασχολήθηκε με το ελεύθερο θέατρο όπου και συνεργάστηκε με τους αθηναϊκούς θιάσους «Βεργή», «Λαμπέτη», Κούρκουλο σκηνοθετώντας έργα των Ζαν Ζενέ, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Χάρολντ Πίντερ και Αντόν Τσέχωφ.

Στη διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου συνέχισε τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες. Στη μεταπολίτευση επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε γενικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος κατά την περίοδο 1975 – 1977, όπου και έδωσε αξιόλογες παραστάσεις με την Άννα Συνοδινού στη «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή στο Θέατρο Λυκαβηττού, με την Μελίνα Μερκούρη στη «Μήδεια» του Ευριπίδη κ.ά., συνδέοντας έτσι το όνομά του σε ότι καλύτερο είχε να παρουσιάσει το ελληνικό θέατρο εκείνης της περιόδου.

Το 1980 λαμβάνοντας σχετικές άδειες ξεκίνησε αγώνα αξιοποίησης παλαιών λατομείων, (Βύρωνα, Νίκαιας, Πετρούπολης και Τριανδρίας Θεσσαλονίκης), μεταβάλλοντάς τα σε χώρους πολιτιστικών εκδηλώσεων με αρχή τις «Γιορτές των Βράχων». Το 1982 σκηνοθέτησε στο Εθνικό θέατρο τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, στα Επιδαύρια και στη συνέχεια εκπροσώπησε την Ελλάδα στα Ευρωπάλια και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες (1984).

Ο Μίνως Βολανάκης εκτός από την σκηνοθεσία διακρίθηκε ιδιαίτερα και ως έξοχος μεταφραστής αγγλικών θεατρικών έργων, καθώς και των ελληνικών κλασικών έργων (κωμωδίες ή τραγωδίες) στην αγγλική. Πέθανε στην Αθήνα το πρωί στις 15 Νοεμβρίου του 1999.

Συνταγές με θαλασσινά

Για μεγέθυνση πατάτε ροδάκι και ανοίγει νέα καρτέλα με φακό +-

Ζιζέλ Πράσινος Γαλλίδα συγγραφέας



15 Νοεμβρίου 2015 (6 χρόνια πριν) πέθανε:

Ζιζέλ Πράσινος Γαλλίδα συγγραφέας

Η Ζιζέλ Πράσινος (γαλλικά: Gisèle Prassinos, 26 Φεβρουαρίου 1920 - 15 Νοεμβρίου 2015) ήταν Γαλλίδα συγγραφέας και ποιήτρια ελληνικής καταγωγής που συνδέθηκε με το σουρεαλιστικό κίνημα.

Βιογραφία
Προσωπική ζωή

Γεννήθηκε το 1920 στην Κωνσταντινούπολη και μετανάστευσε με την οικογένειά της στην Γαλλία στην ηλικία των δύο χρόνων. Υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες σχετικά με τη ζωή της. Ο αδερφός της, Μάριο Πράσινος ήταν Γάλλος καλλιτέχνης και εικονογράφος. Ο πατέρας της δι­ηύ­θυ­νε το πε­ρι­ο­δι­κό «Λό­γος» στην Κων­σταντινούπο­λη. Ο άντρας της, Πέ­τρος Φρυ­δάς με­τέ­φρα­σε στα γαλ­λι­κά Κα­ζαν­τζά­κη.
Καλλιτεχνική πορεία

Το 1934, ο αδερφός της Μάριο Πράσινος, παρουσίασε την δεκατετράχρονη αδερφή του στους σουρεαλιστές. Οι σουρεαλιστές ενθουσιάστηκαν μαζί της και εκτίμησαν τα γραπτά της ως πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία για ότι η αυτόματη γραφή εισπράττει από το ασυνείδητο. Ο Αντρέ Μπρετόν μάλιστα την σύγκρινε με το σουρεαλιστικό ιδεώδες της «γυναίκας-παιδί» (femme-enfant). Την ίδια χρονιά έγιναν και οι πρώτες της δημοσιεύσεις. Στο γαλλικό σουρεαλιστικό περιοδικό «Μινώταυρος» και στο Βελγικό «Έγγραφα 34». Το πρώτο της βιβλίο «Η Αρθριτική Ακρίδα» δημοσιεύτηκε ένα χρόνο αργότερα, το 1935, με πρόλογο του Πωλ Ελυάρ και φωτογραφία του Μαν Ρέυ. Ήταν μία από τις γυναίκες που ο Αντρέ Μπρετόν συμπεριέλαβε στο βιβλίο του «Η ανθολογία του μαύρου Χιούμορ».
Μετά τον Σουρεαλισμό

Η Ζιζέλ Πράσινος συνέχισε να γράφει ιστορίες, ποιήματα και μυθιστορήματα και μετά την απομάκρυνσή της από τον σουρεαλισμό.
Βιβλιογραφία
Surrealism and Women By Mary Ann Caws, Gloria Gwen Raaberg
Custom House of Desire: A Half Century of Surrealist Stories By J. H. Matthews

Σήμερα 15/11 ... Μαρτύρων Αβίβου Γουρίου και Σαμωνά, Ευψυχίου Καρτερίου και Νεάρχου

Βασιλικός κ Συκιά (φ/Μ/Κυμάκη)
Βασιλικός κ Συκιά (φ/Μ/Κυμάκη)

Μαρτύρων Αβίβου Γουρίου και Σαμωνά, Ευψυχίου Καρτερίου και Νεάρχου

για μεγέθυνση ροδάκι να ανοίξει καρτέλα με φακό +-

Δημοφιλείς αναρτήσεις Τελευταίες 7 ημέρες