Τρίτη, Νοεμβρίου 16, 2021

Η μάχη της Καχαμάρκα



16 Νοεμβρίου 1532 (489 χρόνια πριν):

Ο Φρανθίσκο Πιθάρρο και οι άντρες του αιχμαλωτίζουν τον αυτοκράτορα των Ίνκας Αταουάλπα στη μάχη της Καχαμάρκα.

https://www.historical-quest.com/el/histquest/608-cajamarca.html

Τι ήταν αυτό που έκανε τον Πισάρο να αποδυθεί σ' έναν απεγνωσμένο αγώνα κατά μήκος των ακτών της Νότιας Αμερικής, ξοδεύοντας την περιουσία του και διακινδυνεύοντας τη ζωή του σε αναζήτηση μιας χίμαιρας;

Ο σκληροτράχηλος επαγγελματίας έγινε ένας προσκολλημένος στο όραμά του Δον Κιχώτης. Ο καθηγητής Χοσέ Αντόνιο δελ Μπούστο, ο κορυφαίος Περουβιανός βιογράφος του Πισάρο, μας υπενθυμίζει, ότι υπήρξε μανιώδης παίκτης τυχερών παιχνιδιών. «Όσο περνούσαν τα χρόνια του άρεσε να παίζει ζάρια και να δοκιμάζει την επιδεξιότητά του στο μπόουλινγκ, την πελότα ή τη ρίψη πετάλων. Δεν ήταν, όμως, μεγάλος παίκτης. Ωστόσο ήταν ευτυχισμένος όταν συναγωνιζόταν ναύτες και εργάτες για μικροστοιχήματα».

Ο Πισάρο ήταν ένας ήρεμος, συνετός άνδρας χωρίς ακριβά γούστα. Το μόνο που γνώριζε ήταν: να πολεμά και να εξερευνά. Αντί να αποσυρθεί, προτίμησε να ρίξει το ζάρι άλλη μια φορά, να αναζητήσει τη δόξα - αυτή τη φορά ως επικεφαλής της δικής του επιχείρησης.

Η μάχη της Καχαμάρκα - Πισάρο

Ο Πισάρο συνεταιρίστηκε με τον Ντιέγο δε Αλμάγρο κι έναν ιερέα, τον Ερνάντο δε Λούκε, για να χρηματοδοτήσει τα εξερευνητικά ταξίδια προς τα νότια, κατά μήκος των δυτικών ακτών της Νότιας Αμερικής. Οι τρεις τους αγόρασαν ένα πλοίο και ξόδεψαν όλα τους τα χρήματα σε άνδρες και προμήθειες. Στις 14 Νοεμβρίου του 1524 ο Πισάρο ξεκίνησε από τον Παναμά επικεφαλής της πρώτης από τις τρεις εξερευνητικές του αποστολές. Τρία χρόνια αργότερα σημειώθηκε η κρίσιμη καμπή, η διαχωριστική γραμμή στην άμμο της Νήσου Γκάγιο.

Με μόλις 13 άνδρες να του έχουν μείνει πιστοί, ο Πισάρο αισθάνθηκε πως η Νήσος Γκάγιο ήταν πολύ ευάλωτη σε ενδεχόμενη επίθεση. Έτσι, μεταφέρθηκε σ' ένα νησί ακόμη μακρύτερα από τις ακτές του Ειρηνικού. Οι ολιγάριθμοι αυτοί άντρες κατάφεραν να επιβιώσουν σαν ναυαγοί επί επτά μήνες στο νησί που οι ίδιοι ονόμασαν Γοργόνα.

Τελικά, στα τέλη 'Μαρτίου του 1528 η τύχη του Πισάρο άλλαξε. Ο πλοηγός Μπαρτολομέ Ρουίς έπλευσε από τον Παναμά ως τη Νήσο Γοργόνα και έσωσε την ομάδα. Ύστερα ταξίδεψαν νότια, περνώντας τον Ισημερινό και παραπλέοντας τις ακτές του Εκουαδόρ και του Περού. Σε κάποιο σημείο της πορείας τους φιλοξενήθηκαν από μια γυναίκα φύλαρχο• φεύγοντας, πήραν μαζί τους αγόρια για να εκπαιδευθούν ως διερμηνείς, καθώς και αποδείξεις του πλούτου του Περού: εξαίρετα υφάσματα, χρυσάφι, ασήμι και καμαρωτά λάμα (προβατοκάμηλους).

Στον Παναμά οι συνέταιροι αποφάσισαν ότι ένας από αυτούς έπρεπε να επιστρέψει στην Ισπανία. Κανένας κονκισταδόρ δεν τολμούσε να ενεργήσει χωρίς βασιλική άδεια. Τελικά πήγε ο Πισάρο, που έφθασε στην Αυλή του βασιλιά Καρόλου, στο Τολέδο, στα τέλη του 1528. Ο βετεράνος στρατιώτης, με την τραχιά επιδερμίδα, έκανε εντύπωση στον 28χρονο βασιλιά. Ο Ερνάν Κορτές, ο κατακτητής των Αζτέκων στο Μεξικό, έτυχε να βρίσκεται εκείνη την περίοδο στο Τολέδο θαμπώνοντας την Αυλή με τον πλούτο που είχε αποκομίσει από την κατάκτηση μιας χώρας μεγαλύτερης και από την ίδια την Ισπανία. Ξάδελφος του Πισάρο και με καταγωγή επίσης από την Εστρεμαδούρα, είναι πιθανόν να συμβούλευσε τον Πισάρο και να του δάνεισε χρήματα. Η επιτυχία του Κορτές έπεισε το βασιλιά ότι τα πάντα ήταν πιθανά στο Νέο Κόσμο. Έτσι, τα λάμα και τα χειροτεχνήματα των Ίνκα που έφερε ο Πισάρο στην ισπανική Αυλή δεν πήγαν χαμένα,• του απέφεραν τον τίτλο του Κυβερνήτη καθώς και μια άδεια με τους πιο ευνοϊκούς όρους που είχε ποτέ αποσπάσει επίδοξος κονκισταδόρ.

Πίσω στην Αμερική, ο Πισάρο και οι συνέταιροί του προετοίμαζαν την επίθεσή τους. Τα τρία πλοία τους απέπλευσαν από τον Παναμά τον Ιανουάριο του 1531 μεταφέροντας 180 άνδρες, οι μισοί από τους οποίους «ήταν εξαντλημένοι και ασθενικοί», καθώς και 37 άλογα.


Η τρίτη αποστολή του Πισάρο

Η τρίτη αποστολή του Πισάρο άρχισε καλά: τα πλοία του χρειάστηκαν μόλις δύο εβδομάδες για να φτάσουν στο βόρειο Εκουαδόρ. Ύστερα προχώρησε δια ξηράς κατεβαίνοντας την αφιλόξενη ακτή, εγχείρημα που του κόστισε 15 μήνες γεμάτους αντιξοότητες. Οι εισβολείς τελικά έπλευσαν από τον Κόλπο του Γκουαγιακίλ ως το Περού μ' ένα στολίσκο από σχεδίες - κατασκευασμένες από ξύλο βαλσαμόδεντρου (μπάλσα) - τον Απρίλιο του 1532. Απογοητεύτηκαν πικρά από το Τούμπες, μια πόλη για την οποία είχαν ακούσει υπερβολικές περιγραφές τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Το Τούμπες ήταν ερειπωμένο και ερημωμένο, χτυπημένο από την ευλογιά, την αρρώστια που πιθανώς ήταν υπεύθυνη για το θάνατο του αυτοκράτορα Ουάινα Κάπακ γύρω στα 1530.

Η χώρα σπαρασσόταν επίσης από έναν εμφύλιο πόλεμο που θα έκρινε ποιος από τους γιους του Ίνκα θα τον διαδεχόταν. Τέτοιου είδους έριδες ήταν συνηθισμένες στην ιστορία των Ίνκα. Ο ικανότερος παρά ο μεγαλύτερος γιος γινόταν ανώτατος άρχοντας. Ο Αταουάλπα, ο ένας γιος, βρισκόταν στο Βορρά μαζί με τον επαγγελματικό στρατό. Ο Ουάσκαρ, ο άλλος γιος, βρισκόταν μαζί με την παραδοσιακή αριστοκρατία στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα, το Κούσκο. Καθώς η ένοπλη ομάδα του Πισάρο έφτανε στο Περού, οι στρατηγοί του Αταουάλπα κέρδιζαν τον εμφύλιο πόλεμο, υποτάσσοντας το Κούσκο και αιχμαλωτίζοντας τον ανταγωνιστή Ουάσκαρ.

Οι δυνάμεις του Πισάρο κατέβηκαν τη βόρεια ακτή του Περού. Την ομάδα του αποτελούσαν 160 τυχοδιώκτες, κυρίως Ισπανοί αλλά και εκχριστιανισμένοι Εβραίοι και Μαυριτανοί από τη Γρανάδα, Λεβαντίνοι, Ιταλοί κι ένας Έλληνας. Στους αξιωματικούς του Πισάρο συγκαταλέγονταν τα νεότερα αδέλφια του και ο Ερνάντο δε Σότο. Υπήρχε επίσης κι ένας ιερέας. Οι περισσότεροι από τους άνδρες αυτούς ήταν αγρότες και τεχνίτες, όμως υπήρχαν και στρατιώτες, ναυτικοί, ράφτες, έμποροι μεταχειρισμένων ενδυμάτων, μεταλλοτεχνίτες και δουλέμποροι Ινδιάνων της Κεντρικής Αμερικής.

Ο Ίνκα Αταουάλπα

Ο Ίνκα Αταουάλπα ήταν ενήμερος για την προέλαση και την αναίσχυντη συμπεριφορά αυτών των ξένων. 'Ένας κατάσκοπός του τον πληροφόρησε ότι ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι που μπορούσαν να ηττηθούν και να υποδουλωθούν.

Το Νοέμβριο του 1532 ο Φρανσίσκο Πισάρο πήρε άλλη μια μοιραία και πολύ γενναία απόφαση. Η κύρια βασιλική οδός των Ίνκα που ένωνε το Κίτο με το Κούσκο διέσχιζε τις κοιλάδες των Άνδεων και ο Πισάρο έμαθε ότι ο νικητής στη διαμάχη για τη διαδοχή στο θρόνο, ο Αταουάλπα, βάδιζε προς το Νότο κατά μήκος αυτής της οδού για να στεφθεί αυτοκράτορας στο Κούσκο.

Ο Αταουάλπα έτυχε να έχει στρατοπεδεύσει στην ορεινή κωμόπολη Καχαμάρκα, λίγο πιο βαθιά στην ενδοχώρα σε σχέση με τους Ισπανούς, που προχωρούσαν κατά μήκος της παράκτιας οδού. Ο Πισάρο αποφάσισε να οδηγήσει τη μικρή του δύναμη στους λόφους για να αντιμετωπίσει τον αυτοκράτορα των Ίνκα. Οι άνδρες του πέρασαν την έρημο μέσα από στενά φαράγγια. Ψηλότερα, η γη γινόταν πιο εύφορη, με χωράφια σπαρμένα με καλαμπόκι στις όχθες των ποταμών και με πατάτες στις πλαγιές των λόφων.

Σε μια επίπεδη καταπράσινη κοιλάδα ανάμεσα στους λόφους βρισκόταν η Καχαμάρκα. Επαρχιακή πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Ίνκα, υπήρξε περισσότερο διοικητικό κέντρο της χώρας όπου διεξάγονταν θρησκευτικές γιορτές παρά τόπος κατοικίας ανθρώπων. Η κωμόπολη περιλάμβανε μια τεράστια πλατεία και μια πέτρινη εξέδρα, που ονομαζόταν Ούσνου, πάνω στην οποία κυβερνητικοί αξιωματούχοι και ιερείς προέδρευαν σε συγκεντρώσεις αγροτών από τη γύρω ύπαιθρο. Ολόγυρα στην πλατεία υπήρχαν επιμήκη, χαμηλά κτίρια όπου το πλήθος μπορούσε να προστατευθεί από τις βροχές. Οι άνδρες του Πισάρο κυριεύτηκαν από δέος όταν αντίκρισαν την Καχαμάρκα από ψηλά, στους λόφους όπου στάθηκαν. Η κοιλάδα, πέρα από τις αχυρένιες στέγες της πόλης, ήταν γεμάτη με τα στρατεύματα του Αταουάλπα.

Ο ίδιος ο Ίνκα βρισκόταν 6,5 χιλιόμετρα μακριά, σε φυσικές θερμές πηγές που ακόμα αναβλύζουν από το έδαφος, σχηματίζοντας μια θειούχο ομίχλη. Ο Πισάρο έστειλε μερικούς από τους ικανότερους ιππείς του να επισκεφθούν τον Αταουάλπα. Εκείνοι ίππευσαν ανάμεσα στις σιωπηλές τάξεις των τοπικών στρατευμάτων και τελικά έφτασαν στον παντοδύναμο Ίνκα, που ήταν καθισμένος σ' ένα χαμηλό σκαμνί, «περιστοιχισμένος απ' όλες του τις γυναίκες και πολλούς από τους μικρότερους αρχηγούς». Στους ξένους προσφέρθηκε τσίτσα μέσα από χρυσές κανάτες. Ο Αταουάλπα είπε στους Ισπανούς να καταλύσουν στα άδεια κτίρια γύρω από την πλατεία της Καχαμάρκα και υποσχέθηκε να συναντήσει τον κυβερνήτη Πισάρο την επομένη.

Πίσω στο στρατόπεδό τους οι εισβολείς συζήτησαν τι έπρεπε να κάνουν.

«Ελάχιστοι κοιμήθηκαν. Φυλάγαμε σκοπιά στην πλατεία, απ' όπου βλέπαμε τις φωτιές στον καταυλισμό του ινδιάνικου στρατού. Το θέαμα ήταν τρομακτικό και έμοιαζε με λαμπερό ουρανό κατάσπαρτο με αστέρια». Ο Πισάρο προσπαθούσε να εμψυχώσει τους άντρες του. «Δεν υπήρχε διάκριση ανάμεσα σε επώνυμους και ανώνυμους ούτε ανάμεσα σε πεζούς και ιππείς. Εκείνη τη μέρα ήταν όλοι τους ιππότες».

Ο Πισάρο σκέφτηκε ότι η μόνη του ελπίδα στηριζόταν σε μια θρασύτατη ενέργεια: να προσπαθήσει να συλλάβει τον Ίνκα εν μέσω του στρατού του, που αριθμούσε ίσως 80.000 άνδρες. Συμφωνήθηκε ότι ο Πισάρο θα αποφάσιζε την τελευταία στιγμή αν θα πραγματοποιούσε αυτό το παρανοϊκό σχέδιο.

Ο στρατός του Αταουάλπα άρχισε να κινείται το μεσημέρι. «Σε σύντομο διάστημα ολόκληρη η πεδιάδα ήταν γεμάτη στρατιώτες. Όλοι οι Ινδιάνοι φορούσαν μεγάλους χρυσούς και ασημένιους δίσκους σαν στέμματα στο κεφάλι τους». Έψελναν εν χορώ. Οι Ισπανοί περίμεναν με αγωνία.

Καχαμάρκα

Ήταν αργά το απόγευμα όταν η εμπροσθοφυλακή αυτής της μεγαλοπρεπούς πομπής έφθασε στο χώρο της πλατείας της Καχαμάρκα. «Πάνω σε μια φορητή ασημοστόλιστη άμαξα ερχόταν ο Αταουάλπα. Ογδόντα ευγενείς τον μετέφεραν στους ώμους τους. Ο Ίνκα είχε πολύ πλούσια ενδυμασία, με ένα στέμμα στο κεφάλι του κι ένα περιδέραιο με μεγάλα σμαράγδια». Ο Αταουάλπα διέταξε να σταματήσουν καθώς οι άνδρες του εξακολουθούσαν να καταφθάνουν στον ανοιχτό χώρο.

Η πλατεία της Καχαμάρκα ήταν ιδανική για το φονικό σχέδιο των Ισπανών. Τα χαμηλά οικοδομήματα πλαισίωναν τις τρεις πλευρές της ενώ την τέταρτη πλευρά αποτελούσε ένας τοίχος, πέρα από τον οποίο απλώνονταν απέραντα χωράφια. Ο Πισάρο είχε εγκαταστήσει τους άνδρες του σε αυτά τα οικοδομήματα, με τους ιππότες έφιππους και έτοιμους για έφοδο. Ο Έλληνας Πέδρο δε Κάντια ήταν ο υπεύθυνος πυροβολικού της αποστολής, Βρισκόταν πάνω στην εξέδρα, στη μία άκρη της πλατείας, μαζί με «οκτώ ή εννέα μουσκετοφόρους και τέσσερα μικρά πυροβόλα».

Ο Αταουάλπα εξεπλάγη όταν διαπίστωσε ότι η πλατεία ήταν άδεια από τους γενειοφόρους ξένους. Τότε ο ιερέας των Ισπανών Βισέντε δε Βαλβέρδε, του τάγματος των Δομινικανών, καθώς κι ένας διερμηνέας προχώρησαν ανάμεσα στα στρατεύματα των ιθαγενών προς τη φορητή άμαξα του Αταουάλπα. Ο ιερέας απήγγειλε ένα λόγο για τα «πράγματα του θεού». Κρατούσε στα χέρια του μια Σύνοψη, που ο Αταουάλπα τη θαύμασε για το δέσιμό της. Αλλά ο Ίνκα βρήκε το περιεχόμενο του βιβλίου ακατανόητο -παρά τον προηγμένο πολιτισμό τους, οι Ίνκα δεν διέθεταν σύστημα γραφής, αν και χρησιμοποιούσαν σπάγκους με κόμπους για να κρατούν τους λογαριασμούς τους. Ο Αταουάλπα έριξε το βιβλίο στο έδαφος. Ο πατέρας Βαλβέρδε έσπευσε πίσω στους συμπατριώτες του φωνάζοντας: «Βγείτε έξω, χριστιανοί! Επιτεθείτε σε αυτά τα εχθρικά σκυλιά που απορρίπτουν τα πράγματα του Θεού!»


Πυρ! Ο Πισάρο, ήρεμος και αποφασιστικός, αλλά απερίσκεπτος σε βαθμό παράνοιας, έδωσε το σύνθημα. Ο Δε Κάντια άνοιξε πυρ με το κανόνι του. Ιππείς και πεζοί βγήκαν από τις κρυψώνες τους και έκαναν έφοδο, κραυγάζοντας και σαλπίζοντας με τις τρομπέτες τους. Τα κουδουνάκια που είχαν κρεμάσει στα άλογά τους κροτάλιζαν εντείνοντας το γενικό πανδαιμόνιο. «Οι Ινδιάνοι περιέπεσαν σε σύγχυση και πανικοβλήθηκαν. Οι Ισπανοί όρμησαν εναντίον τους και άρχισαν να τους σκοτώνουν». Οι Ίνκα ήταν άοπλοι, συνωστισμένοι στην πλατεία, εντελώς απροετοίμαστοι. Μέσα στον πανικό τους σχημάτισαν «έναν ασφυκτικό ανθρώπινο σωρό» καθώς τα κοφτερά ισπανικά ξίφη διαμέλιζαν τα κορμιά τους.

Ο Πισάρο, που δεν διακρινόταν για την ιππευτική του δεινότητα, πολεμούσε πεζός με το σπαθί και το ξιφίδιό του. Ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στους ιθαγενείς, έφθασε στη φορητή άμαξα του Αταουάλπα, άρπαξε τον Ίνκα από το χέρι και προσπάθησε να τον τραβήξει προς τα κάτω. «Πολλοί Ινδιάνοι έχασαν τα χέρια τους, αλλά εξακολούθησαν να στηρίζουν με τους ώμους τους την άμαξα του ηγεμόνα τους. Όμως, οι προσπάθειές τους δεν είχαν αποτέλεσμα, αφού σκοτώθηκαν όλοι».

Ο Πέδρο Πισάρο, αδελφός του Φρανσίσκο, είδε άλλους να παίρνουν τη θέση των σκοτωμένων μεταφορέων. «Συνεχίσαμε έτσι για πολλή ώρα, κατανικώντας και σκοτώνοντας τους Ινδιάνους. Τελικά, επτά ή οκτώ έφιπποι Ισπανοί σπιρούνισαν τα άλογά τους, άρπαξαν την άκρη της φορητής άμαξας, την ανασήκωσαν και τη γύρισαν στο πλάι. Έτσι αιχμαλωτίστηκε ο Αταουάλπα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις Τελευταίες 7 ημέρες