Παρασκευή, Δεκεμβρίου 10, 2021

Τζορτζ ΜακΝτόναλντ Σκωτσέζος συγγραφέας



10 Δεκεμβρίου 1824 (197 χρόνια πριν) γεννήθηκε:

Τζορτζ ΜακΝτόναλντ Σκωτσέζος συγγραφέας

Ο Τζορτζ ΜακΝτόναλντ (1824-1905) (George MacDonald) ήταν Σκώτος συγγραφέας, ποιητής και ιερέας. Ήταν μια πρωτοποριακή φιγούρα στη λογοτεχνία, στο πεδίο του φανταστικού και μέντορας του φίλου του Λιούις Κάρολ. Το έργο του λειτούργησε ως καταλύτης σε έργα συναδέλφων του, καθώς μεγάλοι συγγραφείς έχουν επηρεαστεί από αυτόν, όπως ο Ουίσταν Ώντεν, ο Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, ο Κλάιβ Στέιπλς Λιούις, ο Γκ. Κ. Τσέστερτον, κ.ά.

Ο Κ.Σ. Λιούις έγραψε ότι τον θεωρούσε «πνευματικό του διδάσκαλο»: «Μια μέρα, βρήκα στο βιβλιοπωλείο ενός σιδηροδρομικού σταθμού ένα αντίτυπο από το βιβλίο του Phantastes κι άρχισα να το διαβάζω. Μια ώρα αργότερα, ήξερα ότι είχα διαβεί ένα μεγάλο σύνορο». Χαρακτηριστικός είναι άλλωστε, ο τρόπος με τον οποίον ο Λιούις αναφέρθηκε στον ΜακΝτόναλντ στο βιβλίο του Το μεγάλο διαζύγιο. Ο Γκ. Κ. Τσέστερτον ανέφερε το The Princes and the Goblin σαν ένα βιβλίο, που «άλλαξε ολόκληρη την ύπαρξή μου». Η Ελίζαμπεθ Γιέϊτς έγραψε για το Sir Gibbie: «Με συγκίνησε όπως με είχαν συγκινήσει στην παιδική μου ηλικία τα βιβλία, που μου άνοιξαν τις πύλες της λογοτεχνίας κι οι πρώτες επαφές μου με ευγενείς σκέψεις και λόγια ήταν απερίγραπτα συναρπαστικές». Ακόμη και ο Μαρκ Τουέην, που αρχικά δεν συμπαθούσε τον ΜακΝτόναλντ, στη συνέχεια έγινε φίλος του και υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις ότι επηρεάστηκε από αυτόν.

Εκτός από παραμύθια, ο ΜακΝτόναλντ έγραψε πολλά βιβλία χριστιανικής απολογητικής, σε πολλά από τα οποία υποστήριζε τον χριστιανικό ουνιβερσαλισμό.
Βιογραφία

Ο Τζορτζ ΜακΝτόναλντ γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου το 1824, στο Αμπερντινσάιρ, στη Σκωτία. Ο πατέρας του ήταν αγρότης. Μεγάλωσε στο περιβάλλον της Κογκρεγκασιοναλιστικής προτεσταντικής εκκλησίας με μια ατμόσφαιρα καλβινισμού. Όμως ο Μακ Ντόναλντ δεν συμπαθούσε ορισμένες όψεις του καλβινισμού. Λέγεται ότι, όταν του εξήγησαν για πρώτη φορά το δόγμα του «απόλυτου προκαθορισμού», ξέσπασε σε κλάματα (παρ’ όλο που, για να τον ησυχάσουν, τον διαβεβαίωσαν ότι ήταν ένας από τους «εκλεκτούς»). Σε μυθιστορήματά του όπως ο Robert Falconer (1870) και η Λίλιθ , είναι φανερή η απόστασή του από την ιδέα ενός Θεού που η αγάπη του περιορίζεται σε ορισμένους εκλεκτούς και αρνείται τους άλλους ανθρώπους. Ιδιαίτερα στο τρίτομο βιβλίο του Unspoken Sermons (Άρρητα κηρύγματα) , δείχνει δείγματα βαθιάς θεολογικής γνώσης.

Ο ΜακΝτόναλντ φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Αμπερντίν και στο Ανεξάρτητο Κολλέγιο Χάιμπερι. Ήταν εξαιρετικά μελετηρός και διάβαζε όχι μόνο στ’ αγγλικά αλλά και στα ολλανδικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά, τα ισπανικά, τα λατινικά και τα ελληνικά.

Το 1850 διορίστηκε ιερέας στο Άρουντελ. Το 1851 ολοκληρώνει τη μετάφραση των Δώδεκα πνευματικών ασμάτων του Νοβάλις και την ίδια χρονιά παντρεύεται τη Λουίζα Πάουελ (1822-1902), με την οποία θα κάνει έντεκα παιδιά: τη Λίλια (1852-1891), τη Μαίρη Ζόζεφιν (1853-1878)), την Κάρολιν Γκρέις (1854-1884), τον Γκρέβιλ Μάθεσον (1856-1944), που έγινε περίφημος γιατρός και συγγραφέας, την Ειρήνη (1857-1939), τη Γουίνιφριντ Λουίζα (1858-1946), τον Ρόναλντ (1860-1933), που έγινε και αυτός συγγραφέας, τον Ρόμπερτ Φάλκονερ (1862-1913), τον Μόρις (1864-1879), τον Μπέρναρντ Πάουελ (1865-1928) και τον Τζορτζ ΜακΚέϊ (1876-1909).

Αργότερα όμως ήρθε σε ρήξη με μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, διότι τα κηρύγματά του, στα οποία μιλούσε για την αγάπη του Θεού προς όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, δεν έβρισκαν σύμφωνη την Κογκρεγκασιοναλιστική εκκλησία. Έτσι ο μισθός του περικόπηκε στο μισό και τελικά παραιτήθηκε το 1853. Ωστόσο, δεν σταμάτησε να κηρύττει και να δίνει ομιλίες. Μάλιστα ο Άρτσιμπαλντ Τέιτ (1811-1882), αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι, που τον άκουσε στην Bordighera, είπε ότι δεν είχε συναντήσει ποτέ του καλύτερο κήρυκα από τον ΜακΝτόναλντ.

Μετά την παραίτησή του, για να ζήσει την οικογένειά του ο ΜακΝτόναλντ εργάστηκε σε διοικητικό πόστο στο Μάνστεστερ, αλλά αναγκάστηκε να φύγει εξαιτίας της εύθραυστης υγείας του. Έπειτα από σύντομη παραμονή στο Αλγέρι, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και καταπιάστηκε με διάφορες δουλειές, μεταξύ αυτών, και του δασκάλου. Το 1868 ο ΜακΝτόναλντ πήρε το δίπλωμα του καθηγητή Φιλολογίας. Επίσης, περιόδευσε τις ΗΠΑ, το 1872, δίνοντας αρκετές διαλέξεις.

Το 1877 συνταξιοδοτείται και το 1879 μετακομίζει με την οικογένειά του στην ιταλική κωμόπολη Bordighera, κοντά στα γαλλικά σύνορα, όπου έγραψε τα μισά σχεδόν από τα έργα του κι έζησε μέχρι το 1900. Στην πόλη υπήρχε Αγγλικανική εκκλησία, στην οποία πήγαινε να λειτουργηθεί. Εκεί ίδρυσε μάλιστα μια λογοτεχνική λέσχη, ονόματι Casa Coraggio (Ο οίκος του θάρρους), που σύντομα έγινε ένα από τα γνωστότερα πνευματικά κέντρα.

Το 1902 μετακομίζει στο St George's Wood, στο Haslemere, ένα σπίτι που σχεδίασε γι’ αυτόν ο γυιός του Ρόμπερτ Φάλκονερ και την κατασκευή του επέβλεψε ο μεγαλύτερος γυιός του, ο Γκρέβιλ Μακ Ντόναλντ.

Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1890 η υγεία του άρχισε να κλονίζεται. Το 1902 πεθαίνει η σύζυγός του, με την οποία έζησαν μαζί πάνω από πενήντα χρόνια. Τρία χρόνια μετά, το 1905, ο Τζορτζ ΜακΝτόναλντ πεθαίνει στο Άστεντ της Αγγλίας.

Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε περί το 1855 και μέχρι τον θάνατό του προκαλούσε πάντα την προσοχή αλλά και το ενδιαφέρον των κριτικών και του κοινού.

Δημοσίευσε περισσότερα από πενήντα βιβλία, τα οποία ήταν σχετικά με την ποίηση, τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα, τις παιδικές φανταστικές ιστορίες κ.ά.[8]
Έργο

Τα δυο πρώτα βιβλία που έγραψε ο Τζόρτζ ΜακΝτόναλντ, ήταν ποιήματα – Within and Without: A Dramatic Poem (1855) και Poems (1857) – και ποτέ του δεν σταμάτησε να γράφει ποίηση, βασικά σε μορφή σονέτων. Τα πιο γνωστό βιβλία του όμως, είναι τα Phantastes (1858), At the Back of the North Wind (1871) και Λίλιθ (1895), όλα τους βιβλία φαντασίας, καθώς και παραμύθια όπως τα «The Light Princess» (1864), «The Golden Key» (1867), και «The Wise Woman» (1875). «Δεν γράφω για τα παιδιά», έλεγε, «αλλά για όποιον έχει παιδική καρδιά, είτε είναι πέντε, πενήντα ή εβδομήντα πέντε χρονών».

Οι βασικές επιρροές που δέχτηκε ήταν από τα έργα των Γερμανών ρομαντικών (Γκαίτε, Σίλερ, Χάινε), με τα οποία ήρθε σε επαφή από τα 18 του χρόνια, ιδιαίτερα από την πλούσια φαντασία του Νοβάλις, του Ε.Τ.Α. Χόφμαν και του ντε λα Μοτ Φουκέ, από το μυστικισμό του Γιάκομπ Μπέμε, του Σβέντενμποργκ, και από τους Άγγλους ρομαντικούς Κόλεριτζ και Γουόρντσουορθ.

Δημοσίευσε επίσης βιβλία με τα θεολογικά κηρύγματά του (Unspoken Sermons, The Miracles of our Lord, κ.α.).

Κατά την παραμονή του στην Ιταλία, οργάνωνε στην Casa Corragio συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις, ενώ κάθε Τετάρτη απήγγειλε στίχους από την καλύτερη βρετανική ποίηση.

Είχε γνωριστεί με πολλούς σπουδαίους λογοτέχνες του καιρού του. Όπως φαίνεται από μια παλιά ομαδική φωτογραφία, γνωριζόταν με τον Ντίκενς, τον Θάκερυ, τον Τένυσον, τον Γουίλκι Κόλινς, τον Τρόλοπ και τον Τζόρτζ Λιούις. Μάλιστα κατά την παραμονή του στις ΗΠΑ έκανε παρέα με τον Λονγκφέλοου και τον Ουώλτ Ουίτμαν. Ήταν επίσης φίλος με τον περίφημο συγγραφέα, ποιητή, καλλιτέχνη, δοκιμιογράφο και τεχνοκριτική Τζον Ράσκιν, ο οποίος έλεγε ότι τα Unspoken sermons ήταν το καλύτερο βιβλίο κηρυγμάτων που είχε διαβάσει ποτέ. Μάλιστα ο ΜακΝτόναλντ τού αφιέρωσε το θεολογικό βιβλίο του The miracles of our Lord (1870).

Τέλος, υπήρξε μέντορας του Λιούις Κάρολ. Η ενθουσιώδης υποδοχή της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων από τον Μακ Ντόναλντ και τις κόρες του, έπεισε τον Κάρολ να προχωρήσει στην έκδοση αυτού του περίφημου πλέον βιβλίου του. συνέχεια στη βικιπαίδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις Τελευταίες 7 ημέρες