Δευτέρα, Νοεμβρίου 22, 2021

Ο Λίβανος αποκτά την ανεξαρτησία του από τη Γαλλία.



22 Νοεμβρίου 1943 (78 χρόνια πριν):

Ο Λίβανος αποκτά την ανεξαρτησία του από τη Γαλλία.

Ο Λίβανος (Αραβικά: Λουμπνάν) είναι χώρα της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Έγινε ανεξάρτητη στις 22 Νοεμβρίου 1943 μετά από εικοσάχρονη γαλλική κατοχή. Έχει συνολική έκταση 10.452 τ.χλμ. και πληθυσμό, σύμφωνα με τη μέση εκτίμηση του ΟΗΕ για το 2021, 6.769.000 κατοίκους (109η στον κόσμο)[1]. Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Βηρυτός.

Ετυμολογία

Το όνομα της χώρας προήλθε από το όρος Λίβανος, το οποίο προήλθε από τη φοινικική ρίζα lbn (𐤋𐤁𐤍) που σημαίνει "λευκό", προφανώς από τις χιονισμένες κορυφές του.[4]

Ο Λίβανος ως όνομα μιας διοικητικής μονάδας (σε αντίθεση με την οροσειρά) εισήχθη μετά τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις του 1861, ως σαντζάκι του Όρους του Λιβάνου (αραβικά: متصرفية جبل لبنان, τουρκικά: Cebel-i Lübnan Mutasarrıflığı), μετεξελίχθηκε ως Κράτος του Μεγάλου Λιβάνου (αραβικά: دولة لبنان الكبير Dawlat Lubnān al-Kabīr, γαλλικά: État du Grand Liban) το 1920, για να καταλήξει στη σημερινή ονομασία του ως Δημοκρατία του Λιβάνου (αραβικά: الجمهورية اللبنانية al- Jumhūrīyah al-Lubnānīyah) μετά την ανεξαρτησία του το 1943.
Ιστορία

Η περιοχή του Λιβάνου είναι γνωστή από τα πανάρχαια χρόνια, ως τμήμα της Φοινίκης και φημιζόταν για τα δάση της, που την αρωματική ξυλεία τους εμπορεύονταν οι Φοίνικες. Οι φοινικικές πόλεις των παραλίων του Λιβάνου και ιδιαίτερα η Τύρος είχαν αποκτήσει μεγάλη ισχύ και τα πλοία τους έπλεαν σε όλες τις τότε γνωστές θάλασσες. Αργότερα η περιοχή του Λιβάνου δέχτηκε την κυριαρχία των Περσών και των Ελλήνων, όπου στο κράτος του Μεγάλου Αλεξάνδρου αποτέλεσε τμήμα της επικράτειας των Σελευκιδών.

Στη συνέχεια, κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, τον 7ο αιώνα από τους Άραβες και αργότερα από τους Τούρκους. Το 1861 έγινε αυτόνομο κράτος με την επίβλεψη του Σουλτάνου. Το 1914, ο Λίβανος περιήλθε στη γαλλική σφαίρα επιρροής μέχρι το 1926, οπότε αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη δημοκρατία, με την ουσιαστική όμως διακυβέρνηση των Γάλλων. Από το 1940, οι Λιβανέζοι άρχισαν να διεκδικούν την ανεξαρτησία τους και το 1943 κατάφεραν να την αποκτήσουν. Κατά τον Αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1967 έγινε στόχος ισραηλινών επιθέσεων, επειδή ήταν τόπος συγκέντρωσης των Παλαιστινίων και των προσφύγων.

Στις 13 Απριλίου 1975 ξέσπασε στο Λίβανο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ φαλαγγιτών (δεξιών χριστιανών) και αριστερών Μουσουλμάνων Παλαιστινίων που κράτησε ως τις 18 Οκτωβρίου 1976, οπότε υπογράφτηκε ανακωχή στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας. Οι συνέπειες του πολέμου αυτού, που επιδεινώθηκε με την επέμβαση συριακών και άλλων αραβικών δυνάμεων που υποστήριζαν τους Φαλαγγίτες, ήταν δυσμενείς. Ο πόλεμος αυτός κόστισε 6.000 νεκρούς, χιλιάδες τραυματίες και καταστροφή πόλεων. Τον Ιούνιο του 1982 έγινε εισβολή Ισραηλινών, που κατέλαβαν το νότιο τμήμα της χώρας με σκοπό την εξόντωση των Παλαιστινίων. Οι ισραηλινές δυνάμεις αποχώρησαν το 2000.

Ο Λίβανος βρισκόταν υπό συριακή κατοχή μέχρι το 2005, όταν ο συριακός στρατός αποχώρησε. Πρωθυπουργός του Λιβάνου είναι ο Φουάντ Σινιόρα. Μία οργάνωση που χαίρει μεγάλης ισχύος εντός του Λιβάνου είναι η Χεζμπολλάχ. Το καλοκαίρι του 2006, η Χεζμπολλάχ απήγαγε δύο Ισραηλινούς στρατιώτες, προκαλώντας την έκρηξη ενός πολέμου ανάμεσα στο Ισραήλ και την οργάνωση ο οποίος διήρκεσε αρκετούς μήνες και προκάλεσε μεγάλες καταστροφές.
 

Γεωγραφία
Κύριο λήμμα: Γεωγραφία του Λιβάνου

Ο Λίβανος είναι μια ορεινή παραθαλάσσια χώρα μήκους από βόρεια προς νότια 220 χιλιομέτρων και πλάτους από 32 έως 55 χιλιομέτρων. Συνορεύει βόρεια και ανατολικά με τη Συρία, νότια με το Ισραήλ και δυτικά βρέχεται από τη Μεσόγειο. Έχει έκταση 10.400 τετραγωνικά χιλιόμετρα που είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος ορεινή, εκτός από δύο πεδιάδες: μία παραλιακή στη Μεσόγειο, και την κοιλάδα Μπεκάα, ανάμεσα στα όρη Λίβανος και Αντιλίβανος.
 

Κλίμα

Ο Λίβανος έχει μεσογειακό κλίμα (κλιματική ταξινόμηση Κέππεν: Csa και Csb) που χαρακτηρίζεται από ζεστά και ξηρά καλοκαίρια (Ιούνιο έως Σεπτέμβριο) και δροσερούς και βροχερούς χειμώνες (Δεκέμβριο έως μέσα Μαρτίου), με μέση ετήσια θερμοκρασία 15 °C. Κατά μήκος της ακτής, τα καλοκαίρια είναι ζεστά και υγρά με θερμοκρασίες που ξεπερνούν τους 35 °C τον Αύγουστο. Λόγω της επίδρασης της θάλασσας, το ημερήσιο εύρος θερμοκρασιών στις παράκτιες περιοχές είναι μικρότερο από ό,τι στην ενδοχώρα. Ο Ιανουάριος είναι ο πιο κρύος μήνας, με θερμοκρασίες περίπου 5 έως 10 °C. Η μέση ετήσια βροχόπτωση στην ακτή κυμαίνεται μεταξύ 700 και 1.000 mm. Περίπου το 70% της μέσης βροχόπτωσης στη χώρα καταγράφεται μεταξύ Νοεμβρίου και Μαρτίου και συγκεντρώνεται σε λίγες μόνο ημέρες της εποχής των βροχών, με έντονες βροχοπτώσεις ή βίαιες καταιγίδες. Οι βροχοπτώσεις στο εσωτερικό του Λιβάνου είναι εντονότερες από τις βροχοπτώσεις κατά μήκος της ακτής (1.600 mm), ενώ εμφανίζεται χιόνι στα βουνά.
Οικονομία

Ο Λίβανος έχει οικονομία ελεύθερης αγοράς και ισχυρή εμπορική παράδοση. Η κυβέρνηση δεν περιορίζει τις ξένες επενδύσεις. Ωστόσο, το επενδυτικό κλίμα υποφέρει από γραφειοκρατία, διαφθορά, αυθαίρετες αποφάσεις αδειοδότησης, πολύπλοκες τελωνειακές διαδικασίες, υψηλούς φόρους, τιμολόγια και τέλη, αρχαϊκή νομοθεσία και ανεπαρκή προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Η οικονομία του Λιβάνου είναι προσανατολισμένη στις υπηρεσίες. Οι κύριοι τομείς ανάπτυξης περιλαμβάνουν τις τράπεζες και τον τουρισμό.

Ο εμφύλιος πόλεμος του 1975-1990 έβλαψε σοβαρά την οικονομία της χώρας, μείωσε την εθνική παραγωγή στο μισό και εκτροχίασε η θέση του Λιβάνου ως τραπεζικού κόμβου της Μέσης Ανατολής. Μετά τον εμφύλιο, η κυβέρνηση προσπάθησε να ανακτήσει την οικονομική ισχύ της χώρας, μέσω δανεισμού, κυρίως από τις εγχώριες τράπεζες. Αυτό οδήγησε σε υπέρμετρη αύξηση του δημοσίου χρέους. Πρόσφατα, η εμφύλια σύγκρουση στη Συρία διέκοψε μία από τις μεγάλες αγορές του Λιβάνου και έναν διάδρομο μεταφορών μέσω του Λεβάντε. Η εισροή προσφύγων προκάλε κοινωνικές εντάσεις και αυξημένο ανταγωνισμό για θέσεις ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού και δημόσιες υπηρεσίες. Επί του παρόντος, το υψηλό δημόσιο χρέος σε συνδυασμό με την αδύναμη οικονομική ανάπτυξη της τάξης του 1-2% περιορίζει τα φορολογικά έσοδα, ενώ οι μεγαλύτερες κρατικές δαπάνες παραμένουν η εξυπηρέτηση του χρέους, οι μισθοί για τους δημόσιους υπαλλήλους και οι μεταφορές στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτές οι δαπάνες περιορίζουν τη δυνατότητα του κράτους να επενδύσει σε απαραίτητες βελτιώσεις υποδομής, όπως νερό, ηλεκτρικό ρεύμα και μεταφορές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις Τελευταίες 7 ημέρες