Τετάρτη, Ιανουαρίου 27, 2021

Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ


Wolfgang-amadeus-mozart 1.jpg
Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (γερμ.: Wolfgang Amadeus Mozart, βαφτίστηκε Johannes Chrysostomus Wolfgangus Theophilus Mozart) (Σάλτσμπουργκ, 27 Ιανουαρίου 1756 - Βιέννη, 5 Δεκεμβρίου 1791) είναι ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες κλασικής μουσικής. Μαζί με τον Γιόζεφ Χάυντν , τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν και τον Φραντς Σούμπερτ αποτελούν τους σημαντικότερους εκπροσώπους του λεγόμενου βιεννέζικου κλασικισμού , του κλασικισμού και τη λεγόμενη «Πρώτη Σχολή της Βιέννης» . Συνέθεσε περισσότερα από 600 έργα, μουσική δωματίου, συμφωνική και εκκλησιαστική μουσική, καθώς και μικρότερες συνθέσεις: παραλλαγές, φαντασίες, σονάτες, άριες κ.α

Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ ήταν γιος του Γιόχαν Γκέοργκ Λέοπολντ Μότσαρτ (Johann Georg Leopold Mozart) και της Άννα Μαρία Βαλμπούργκα Περτλ (Anna Maria Walburga Pertl), γεννημένος στην οδό Getreidegasse, στον αριθμό 9, στο Σάλτσμπουργκ, την πρωτεύουσα της Αρχιεπισκοπής του Σάλτσμπουργκ στη σημερινή Αυστρία, τότε Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το μόνο από τα αδέλφια του που επέζησε της παιδικής του ηλικίας ήταν η μεγαλύτερη αδελφή του, Μαρία Άννα (1751-1829), η οποία είχε το ψευδώνυμο «Ναννέρλ». Υπήρξε και εκείνη μουσικός, ενώ βέβαιη θεωρείται η συμβολή της στο να εμπνεύσει στον αδελφό της το ενδιαφέρον για τη μουσική.

Ο Μότσαρτ βαπτίστηκε την επόμενη ημέρα της γέννησής του στον Καθεδρικό του Αγίου Ρούπερτ. Η πράξη της βάπτισης δίνει το όνομα του στα Λατινικά Joannes Chrysostomus Wolfgangus Theophilus Mozart. Τα δύο πρώτα ονόματα μαρτυρούν πως η ημέρα γέννησής του συνέπεσε με τη γιορτή του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου, ακολουθώντας έτσι την παράδοση της καθολικής εκκλησίας. Βόλφγκανγκ ήταν το όνομα του παππού του, από την πλευρά της μητέρας του, ενώ Θεόφιλος ονομαζόταν ο νονός του, Joannes Theophilus Pergmayr, έμπορος στο επάγγελμα. Ο ίδιος χρησιμοποιούσε ενίοτε το γερμανικό όνομα Gottlieb αντί του Theophilus, πιο συχνά όμως τα ιταλικά ονόματα Αμαντέο ή Αμαντέ[1]

Ο πατέρας του (1719-1787) ήταν από το Άουγκσμπουργκ. Ήταν αναπληρωτής διευθυντής της ορχήστρας στην αυλή του Αρχιεπισκόπου του Σάλτσμπουργκ, μέτριος συνθέτης και έμπειρος δάσκαλος. Τη χρονιά που γεννήθηκε ο Μότσαρτ, ο πατέρας του εξέδωσε ένα εγχειρίδιο για βιολί υπό τον τίτλο «Versuch einer gründlichen Violinschule», το οποίο γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία. Σε αντίθεση με τις συνθέσεις του, το εγχειρίδιο είχε διεθνή απήχηση και μεταφράστηκε στη γαλλική και ολλανδική γλώσσα.

Όταν η Ναννέρλ ήταν επτά ετών, ξεκίνησε μαθήματα αρμονίου με τον πατέρα της ενώ ο τρίχρονος αδελφός της τους παρακολουθούσε. Χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του αδελφού της, είχε πει:

Περνούσε συχνά πολύ χρόνο στο πιάνο χτυπώντας πλήκτρα και η ευχαρίστησή του έδειχνε πότε κάτι του ακουγόταν καλό. [...] Όταν ήταν τεσσάρων χρονών ο πατέρας άρχισε να του διδάσκει κάποια μινουέτα και κομμάτια στο πιάνο, σαν παιχνίδι. [...] Μπορούσε να τα παίζει άψογα και με τη μεγαλύτερη λεπτότητα, κρατώντας πάντα τέλεια το μέτρο. [...]

Στην ηλικία των πέντε ετών, συνέθετε ήδη μικρά κομμάτια, τα οποία έπαιζε στον πατέρα του, ο οποίος τα κατέγραφε. Αυτά τα πρώτα κομμάτια, Κ. 1-5, κατάγραφηκαν στο μουσικό βιβλίο Nannerl Notenbuch. Οι δεξιότητες του νεαρού Μότσαρτ υπήρξαν μοναδικές. Εκτός από την εξαιρετική τεχνική του στο πιάνο, στο όργανο και στο βιολί, είχε την ικανότητα να αποστηθίζει πληθώρα συνθέσεων με φαινομενική ευκολία, ενώ αξιοσημείωτη ήταν επίσης η ικανότητά του να αυτοσχεδιάζει πάνω σε ένα μουσικό θέμα χωρίς προετοιμασία[εκκρεμεί παραπομπή]. Ο βιογράφος Μέηναρντ Σόλομον σημειώνει ότι, ενώ ο πατέρας του Μότσαρτ ήταν ένας αφοσιωμένος δάσκαλος για τα παιδιά του, ενδεχομένως σε υπερβολικό βαθμό [εκκρεμεί παραπομπή], υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Μότσαρτ συνήθιζε προχωράει παραπέρα από ό,τι του δίδασκε ο πατέρας του. Η πρώτη σύνθεση, γεμάτη μουντζούρες από μελάνι, και οι πρώτες του προσπάθειες με το βιολί αποτέλεσαν δική του πρωτοβουλία και εξέπληξαν τον πατέρα του.
Ήδη σε ηλικία έξι ετών, κατέγραφε ο ίδιος τις συνθέσεις του. Ο πατέρας του εγκατέλειψε τελικά τη σύνθεση όταν έγιναν εμφανή τα μουσικά ταλέντα του γιου του. Στα πρώτα του χρόνια, ο πατέρας του Μότσαρτ ήταν ο μοναδικός του δάσκαλος. Εκτός από μουσική δίδασκε στα παιδιά του ξένες γλώσσες και άλλα μαθήματα.
Προσωπογραφία του Μότσαρτ σε ηλικία έξι ετών. Πιθανώς έργο του Pietro Antonio Lorenzoni (1721-1782) κατά παραγγελία του Λέοπολντ Μότσαρτ.

Παρουσιάστηκε στο κοινό, μαζί με την αδελφή του Μαρία Άννα, σαν ένα «παιδί θαύμα», για πρώτη φορά το Σεπτέμβριο του 1761 στο πανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ). Το πρώτο ταξίδι για συναυλίες του νεαρού Μότσαρτ τον οδήγησε τον Ιανουάριο 1762 στο Μόναχο, ένα νεώτερο από το Σεπτέμβριο μέχρι το Δεκέμβριο του 1762 μέσω Πάσαου και Λιντς στη Βιέννη. Εκεί έπαιξε μπροστά στην αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία, ανακοινώνοντας μάλιστα πως θα παντρευόταν την αρχιδούκισσα Μαρία Αντουανέτα, μετέπειτα βασίλισσα της Γαλλίας[2]. Η αυτοκράτειρα του χάρισε ένα παιδικό κοστούμι.
Ταξιδεύοντας για το Παρίσι, επισκέφτηκε για συναυλίες τη Φρανκφούρτη, το Μάιντζ, το Άαχεν και άλλες πόλεις ως προσκεκλημένος Γερμανών ηγεμόνων, φθάνοντας τελικά στη γαλλική πρωτεύουσα στις 18 Νοεμβρίου 1763. Από την αλληλογραφία του Λέοπολντ Μότσαρτ πληροφορούμαστε για την επιτυχία του ταξιδιού στο Παρίσι, την εγκάρδια υποδοχή της βασίλισσας και τη γνωριμία με τους συνθέτες Γιόχαν Σόμπερτ (Johann Schobert) και Γιόχαν Γκότφριντ Έκαρντ (Johann Gottfried Eckard). Επόμενος σταθμός υπήρξε το Λονδίνο, όπου έφτασε στις 23 Απριλίου 1764 και παρέμεινε για δεκαπέντε μήνες. Εκεί, υποδέχτηκε τα δύο «παιδιά θαύματα» ο Γεώργιος Γ΄ πληρώνοντας για την επίσκεψή τους το ποσό των 24 γουινέων. Αυτά τα ταξίδια έδωσαν την ευκαιρία να συναντηθεί ο Μότσαρτ με σημαντικούς μουσικούς της εποχής του. Ο σπουδαιότερος από αυτούς ήταν στο Λονδίνο ο Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ, ένας από τους γιους του μεγάλου Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο οποίος και επηρέασε σημαντικά τον Μότσαρτ στη σταδιοδρομία του[3]. Στο Παρίσι τυπώθηκαν τα πρώτα έργα (σονάτες) του Μότσαρτ ενώ κατά την αναχώρησή του από το Λονδίνο τον Ιούλιο του 1765, παρουσίασε το χειρόγραφο ενός χορωδιακού κομματιού σε τέσσερα μέρη (Κ. 20) στο Βρετανικό Μουσείο. Ακολούθησαν συναυλίες στη Χάγη το Σεπτέμβριο του 1765, ξανά στο Παρίσι το Μάιο του 1766 όπου παρέμεινε για δύο μήνες και αργότερα στη Λυόν, τη Γενεύη καταλήγοντας εν τέλει στο Μόναχο.

Ο Μότσαρτ είχε εντατικοποιήσει ήδη κατά το τελευταίο ταξίδι συναυλιών τις εργασίες του στη σύνθεση και προσπάθησε να παρέμβει και στη μουσική ζωή της γενέτειράς του: συνέθεσε την όπερα Apollo und Hyacinthus που παίχτηκε στο θέατρο του πανεπιστημίου της πόλης και την πρώτη πράξη του ορατορίου Die Schuldigkeit des ersten Gebots (σε συνεργασία με τον Μίχαελ Χάυντν και τον Αντόν Αντλγκάσερ). Κατά τη διάρκεια της δεύτερης μεγάλης επίσκεψής του στη Βιέννη (Σεπτέμβριος 1767 - Ιανουάριος 1769) διηύθυνε μεν ο Μότσαρτ με επιτυχία μία Λειτουργία για το Ορφανοτροφείο (Waisenhausmesse, K. 49=47a) και παρουσίασε την όπερα Bastien und Bastienne στη βίλα του γιατρού F. A. Mesmer, δεν βρήκε όμως ανταπόκριση στην Αυτοκρατορική Αυλή. Συνέθεσε επίσης την κωμική όπερα με τίτλο La finta semplice, κατόπιν παραγγελίας του αρχιεπισκόπου. Αν και αρχικά υποστηρίχτηκε από τον Κ. Β. Γκλουκ, ο τελευταίος στη συνέχεια εξέφρασε αντιρρήσεις για το εγχείρημα[4] και η όπερα απορρίφθηκε από τον θεατρικό διευθυντή Giuseppe d'Affligio. Παρουσιάστηκε τελικά την 1η Μαΐου 1769 στο Σάλτσμπουργκ. Ιταλία

Μετά από σχεδόν ετήσια παραμονή στο Σάλτσμπουργκ, ξεκίνησαν πατέρας και γιος Μότσαρτ για την Ιταλία. Ο νεαρός Μότσαρτ ήταν ήδη από τον Οκτώβριο 1769 διευθυντής συναυλίας στην ορχήστρα του αρχιεπισκόπου στο Σάλτσμπουργκ. Δεν επρόκειτο βέβαια πια για περιοδεία ενός εντυπωσιακού παιδιού αλλά για υλοποίηση μιας συνήθειας των μουσικών της εποχής: Σε κάθε μεγάλη πόλη δίνονταν συναυλίες, μετά από πρόσκληση ευγενών, με την ελπίδα να εισπραχθούν δώρα και αναθέσεις ειδικών συνθέσεων, έναντι αμοιβής. Ο Μότσαρτ συνάντησε σ' αυτό το ταξίδι τους γνωστούς μουσικούς της εποχής N. Piccini, G.B. Sammartini και τον πατέρα G.B. Martini (στον οποίο έδωσε κατά την επιστροφή του εξετάσεις) και τους διάσημους καστράτους C. Farinelli και G. Manzuoli. Στη Ρώμη απονεμήθηκε στο νεαρό συνθέτη από τον Πάπα ένα παράσημο και έγινε δεκτός σε τάγμα ιπποτών (στον Γκλουκ απονεμήθηκε το ίδιο παράσημο, αλλά έγινε δεκτός στο τάγμα με ένα βαθμό χαμηλότερα). Στις 26 Δεκεμβρίου του 1770 παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο Teatro Regio Ducale του Μιλάνου η όπερα Μιθριδάτης, βασιλιάς του Πόντου (21 επαναλήψεις). Το Μάρτιο του 1771 ολοκληρώθηκε το πρώτο ταξίδι στην Ιταλία. Στον Μότσαρτ είχαν δοθεί στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού μερικές παραγγελίες για συνθέσεις (για την Πάδοβα, το Μιλάνο και τη Βενετία) και έτσι υπήρχε λόγος να ετοιμαστεί το δεύτερο ταξίδι του. Περίπου 5 μήνες αργότερα ξεκίνησε πάλι από το Σάλτσμπουργκ για την Ιταλία, όπου έμεινε μέχρι το Δεκέμβριο του 1771. Αυτή την εποχή δημιουργήθηκαν το ορατόριο La betulia liberata (Κ. 118), κατά παραγγελία του πρίγκιπα της Αραγονίας Δον Τζουζέπε Χιμένες, και η σερενάτα Ascanio in Alba (Κ. 111) για το Μιλάνο, με αφορμή το γάμο του αρχιδούκα Φερδινάνδου και της πριγκίπισσας Μαρίας Βεατρίκης της Μοντένα. Το ορατόριο, σε λιμπρέτο του Πιέτρο Μεταστάζιο, τελικά δεν παρουσιάστηκε ποτέ δημόσια. Από τον Οκτώβριο 1772 μέχρι το Μάρτιο 1773 πραγματοποιήθηκε το τρίτο ταξίδι του Μότσαρτ στην Ιταλία. Κατά τη διάρκειά του παρουσιάστηκε η όπερα Lucio Silla (Κ. 135) στο Μιλάνο, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία σε 26 παραστάσεις.
Επιστροφή στο Σάλτσμπουργκ
Απόσπασμα από το έργο του Μότσαρτ Ein Muskalischer Spaß

Λίγο μετά την επιστροφή πατέρα και γιου από το δεύτερο ταξίδι στην Ιταλία πέθανε ο επίσκοπος- πρίγκιπας του Σάλτσμπουργκ , Sigismund von Schrattenbach. Ο νέος εργοδότης της οικογένειας Μότσαρτ, Hieronymus Graf Colloredo, για του οποίου την ενθρόνιση ο νεαρός συνθέτης έγραψε το έργο "Il sogno di Scipione", δεν ήταν ένας πρίγκιπας με νοοτροπία του μπαρόκ, όπως ο Schrattenbach, αλλά εκπρόσωπος του διαφωτισμού, με κλίση προς τις ανανεωτικές ιδέες του γιοζεφινισμού (από το όνομα του αυτοκράτορα Josef (Ιωσήφ)).
Η επόμενη παραμονή του Μότσαρτ στο Σάλτσμπουργκ διακόπηκε μόνο από ταξίδια στη Βιέννη και στο Μόναχο. Αυτή την εποχή ανέπτυξε ο συνθέτης ακόμα περισσότερο την συνθετική τεχνική του, πράγμα που ενισχύθηκε από τη συνάντηση και γνωριμία του με τον Ιωσήφ Χάυδν στη Βιέννη. Αυτή η γνωριμία έμελλε να μετουσιωθεί μουσικά σε έργα που απετέλεσαν την πρώιμη περίοδο του βιεννέζικου κλασικισμού. Αυτή την εποχή απέκτησε η ενόργανη μουσική του Μότσαρτ (συμφωνίες, κοντσέρτα, σερενάτες) μεγαλύτερη σημασία, δίπλα στην εκκλησιαστική μουσική του που προέκυπτε από την υπαλληλική σχέση του στην αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ.

Ένα νεώτερο ταξίδι του Μότσαρτ στο Παρίσι (Σεπτ. 1777 μέχρι Ιαν. 1779), το τελευταίο μεγάλο ταξίδι συναυλιών του συνθέτη, αφενός σκιάστηκε από το θάνατο της μητέρας του στις 3 Ιουλίου 1778, η οποία τον συνόδευε, αφετέρου δεν απετέλεσε μία καλλιτεχνική επιτυχία, η οποία θα συνοδευόταν από τον περιπόθητο διορισμό σε κάποια Αυλή. Αντίθετα, έχασε και τη θέση του στο Σάλτσμπουργκ, μετά από αντιδικία με τον αρχιεπίσκοπο. Ο συνθέτης επαναπροσλήφθηκε μεν μετά από παρέμβαση του πατέρα του, αλλά η επόμενη σύγκρουση ήταν θέμα χρόνου. O Μότσαρτ δεν είχε σκοπό να υποταγεί στο πρωτόκολλο της Αυλής, το οποίο βέβαια δεν προέβλεπε ρυθμίσεις για μία μουσική ιδιοφυΐα. Λίγο πριν από την αναχώρηση για τη Βιέννη ολοκληρώθηκε η όπερα "Idomeneo" (1780-81) που προοριζόταν για το Μόναχο. Από τον Μάρτιο 1781 βρισκόταν ο Μότσαρτ στη Βιέννη, όπου κορυφώθηκε η σύγκρουσή του με τον αρχιεπίσκοπο, κατάληξη της οποίας ήταν στις αρχές Ιουνίου η παραίτηση/απόλυσή του.
Βιέννη
Προσωπογραφία του Μότσαρτ της Μπάρμπαρα Κραφτ (1819)

Το ξεκίνημα του Μότσαρτ στη Βιέννη ήταν ελπιδοφόρο. Σ' ένα από τα πολλά γράμματα στον πατέρα του έγραφε ότι εδώ είναι το σωστό πεδίο δράσης γι' αυτόν και μπορεί να βρει όσους μαθητές ήθελε για διδασκαλία. Ο Μότσαρτ άρχισε να συνθέτει μανιωδώς - περίπου τα μισά από τα έργα του γράφτηκαν στα 10 χρόνια της παραμονής του στη Βιέννη. Σύντομα παρουσιάστηκε σαν διοργανωτής συναυλιών, σαν βιρτουόζος πιανίστας αλλά και σαν μέλος ορχήστρας σε ιδιωτικές συναυλίες (ακαδημίες) σαν μαέστρος σαν σημαντικός συνθέτης. Ένα σημαντικό βήμα του Μότσαρτ για την αποδοχή του από την αυτοκρατορική Αυλή απoτέλεσε η επιτυχία του με την όπερα "Η απαγωγή από το σεράι" τον Ιούλιο του 1782. Το ίδιο έτος παντρεύτηκε με την Konstanze Weber, νεώτερη αδελφή της νεανικής αγάπης του Αλοΰσια. Αυτός ο γάμος δεν βελτίωσε τη σχέση με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν πικραμένος από την εποχή της σύγκρουσης του γιου του με τον αρχιεπίσκοπο. Μέχρι το 1785 ο Μότσαρτ συνέθετε κυρίως έργα για πιάνο και μουσική δωματίου (μεταξύ άλλων τα 6 κουαρτέτα εγχόρδων που αφιέρωσε στον Ιωσήφ Χάυδν). Ιδιαίτερα τα κοντσέρτα για πιάνο του Μότσαρτ βρήκαν σημαντική ανταπόκριση στο βιεννέζικο κοινό και αποτελούν μέχρι σήμερα κορυφαίες δημιουργίες, τόσο του ίδιου του συνθέτη, όσο και του μουσικού αυτού είδους γενικότερα.

Η συνεργασία του Μότσαρτ με τον Λορέντσο ντα Πόντε, περίπου από το 1784-85, μετατοπίζει το κέντρο βάρους των συνθετικών δραστηριοτήτων του μεγάλου συνθέτη προς όφελος του δραματικού μουσικού είδους. Αυτή η μεταστροφή ήταν πολύ παρακινδυνευμένη για την καριέρα του Μότσαρτ, δεδομένου ότι ο ντα Πόντε, όταν ρωτήθηκε πόσα σενάρια για όπερες είχε γράψει μέχρι τότε, απάντησε αποστομωτικά στον αυτοκράτορα Ιωσήφ: "Κανένα, Μεγαλειότατε!" Το 1785/86 ανέβηκε η όπερα "Οι γάμοι του Φίγκαρο", το 1787 ο "Ντον Τζιοβάννι". Το δεύτερο έργο ανέβηκε για πρώτη φορά με μεγάλη επιτυχία στην Πράγα. Το 1787 διορίστηκε επιτέλους ο Μότσαρτ ως αυλικός συνθέτης από τον Ιωσήφ, αλλά οι εποχές είχαν αλλάξει λόγω του πολέμου με τους Τούρκους και η μουσική ζωή της Βιέννης βρισκόταν σε παρακμή. Την ίδια περίπου εποχή με τις όπερες του da Ponte δημιουργήθηκαν μερικές από τις γνωστές συμφωνίες, διάφορα έργα για πιάνο (κοντσέρτα και σονάτες), καθώς και έργα για μουσική δωματίου. Τελευταία χρόνια

Και τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του Μότσαρτ (1789-91) ήταν καλλιτεχνικά και οικονομικά επιτυχημένα. Το γεγονός ότι συσσωρεύονταν χρέη οφείλονται κατά κάποιο μέρος στην κακή διαχείριση του συνθέτη, στις συνεχείς ασθένειες της γυναίκας του, αλλά και σε κάποια ροπή για συμμετοχή του σε τυχερά παιχνίδια. Μετά από ένα ταξίδι του Μότσαρτ ως συνοδός του πρίγκιπα Lichnowsky, παρουσιάστηκε η τελευταία από τις 3 όπερες του ντα Πόντε, Cosi fan tutte (Έτσι κάνουν όλες). Με την τιμητική ανάθεση της πανηγυρικής όπερας, λόγω της στέψης στην Πράγα του Λεοπόλδου του Β', βρήκε ευκαιρία να συνδέσει ο Μότσαρτ την παραδοσιακή όπερα του μπαρόκ με τα σύγχρονα ρεύματα - μία προσπάθεια που δεν αναγνωρίστηκε από την αυτοκρατορική Αυλή. Αντίθετα, η όπερα Ο Μαγικός Αυλός (Die Zauberflöte), που ανέβηκε περίπου παράλληλα, υπήρξε μεγάλη επιτυχία.

Ο Μότσαρτ ήταν ασθενής ήδη από το τέλος του καλοκαιριού του 1791, αλλά στις αρχές Δεκεμβρίου προέκυψε μία δραματική επιδείνωση, η οποία και τον οδήγησε στο θάνατο. Το Ρέκβιεμ (Requiem), μία παραγγελία του κόμητα Φ. Βάλζεγκ-Στούπαχ, έμεινε ημιτελές. Με εντολή της χήρας Κονστάντσε ανέλαβαν να το ολοκληρώσουν αρχικά ο J. Eybler και στη συνέχεια ο Φ. Συσμάιερ (F. X. Suessmayer). Αυτή η μορφή του έργου εκτελείται, συνήθως, μέχρι σήμερα.

Ο Μότσαρτ άφησε, εκτός από τη χήρα του, δύο παιδιά: τον Καρλ (1784-1858), ο οποίος όρισε το Mozarteum του Σάλτσμπουργκ ως γενικό κληρονόμο του, και τον Βόλφγκανγκ (1791-1844), συνθέτη, πιανίστα και μαέστρο περιορισμένου βεληνεκούς. Ο μεγάλος συνθέτης Β. Α. Μότσαρτ κηδεύτηκε φτωχικά (με έξοδα του Δήμου) και ετάφη σε μαζικό τάφο στο νεκροταφείο του Άγιου Marx. Ο τάφος του δεν εντοπίστηκε ποτέ με ακρίβεια, γι' αυτό ο επίσημος τάφος στην πτέρυγα τιμωμένων του κεντρικού νεκροταφείου της Βιέννης (Zentralfriedhof) είναι κενοτάφιο.

Οι μουσικές ικανότητες του Μότσαρτ

Ήδη από την παιδική του ηλικία ο Μότσαρτ έδειξε ότι διέθετε σημαντικές μουσικές ικανότητες, οι οποίες υποστηρίχθηκαν συστηματικά από τον πατέρα του, έναν από τους καλύτερους μουσικούς παιδαγωγούς της εποχής του. Ιδιαίτερα τα ταξίδια σε χώρους με υψηλή μουσική καλλιέργεια έδωσαν σημαντική ώθηση στη συνθετική δραστηριότητα του μεγάλου συνθέτη και βοήθησαν στη δημιουργία ενός χαρακτηριστικού προσωπικού στιλ. Αντίθετα, αμελήθηκε σημαντικά η εκμάθηση διαφόρων τεχνικών της συνθέσεως, με αποτέλεσμα ο Μότσαρτ να έχει διαρκώς ορισμένα προβλήματα, π.χ. με την αντίστιξη. Μόνο στα χρόνια της Βιέννης κατάφερε, μέσω της επαφής του με τον Ιωσήφ Χάυδν και τον φιλόμουσο ευγενή G. van Swieten, αλλά κυρίως λόγω της ενασχολήσεώς του με τα ορατόρια του Χαίντελ, να διορθώσει τις παιδικές παραλείψεις. Όπως και πολλοί άλλοι συνθέτες εκείνης της εποχής, ο Μότσαρτ συνέθετε τα έργα του σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η φήμη, όμως, ότι συνέγραφε τις συμφωνίες χωρίς προετοιμασία, "από το μυαλό", αποτελεί μάλλον καλοπροαίρετη υπερβολή.

Ο ηλεκτρικός λαμπτήρας, λυχνία ή λάμπ




Η ανακάλυψη του λαμπτήρα πυρακτώσεως συνήθως αποδίδεται στον Τόμας Έντισον, ο οποίος έλαβε και το σχετικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στις 27 Ιανουαρίου του 1880.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.sansimera.gr/articles/61#ixzz2JA9Mzsuv

Τζουζέπε Φορτουνίνο Φραντσέσκο Βέρντι

 

Ο Τζουζέπε Φορτουνίνο Φραντσέσκο Βέρντι (ιταλικά:Giuseppe Fortunino Francesco Verdi, 10 Οκτωβρίου 1813 – 27 Ιανουαρίου 1901) ήταν Ιταλός μουσικός συνθέτης, από τους διασημότερους στο είδος της όπερας. Ανάμεσα στα δημοφιλέστερα έργα του ανήκουν οι όπερες Ριγκολέττο, Ναμπούκο, Τραβιάτα και Αΐντα, μέρη των οποίων ("La donna è mobile", "Va, pensiero", "Libiamo" και θριαμβικό εμβατήριο αντίστοιχα) είναι πασίγνωστα.Γεννήθηκε στη Ρονκόλα της τότε Γαλλικής Αυτοκρατορίας, κοντά στο Μπουσέτο της Ιταλίας και πέθανε στο Μιλάνο. Πολύ νωρίς έδειξε καταπληκτική κλίση στη μουσική και στα 23 του χρόνια πήρε τη θέση του διευθυντή της φιλαρμονικής του Μπουσέτο. Το 1839 παρουσιάστηκε η πρώτη του όπερα Ομπέρτο, στη Σκάλα του Μιλάνου, με πολύ καλές κριτικές. Τον ίδιο χρόνο ο θάνατος της γυναίκας του και των δύο παιδιών του τον έφεραν σε απελπισία σε σημείο να μη θέλει πλέον άλλο ν' ασχοληθεί με τη μουσική.Παρά ταύτα το 1840 παρουσιάστηκε η κωμική όπερα Μια μέρα βασιλείας, η οποία όμως σημείωσε αποτυχία. Στενοχωρημένος ο Βέρντι αποσύρθηκε στο σπίτι του στο Μιλάνο. Έτσι δύο χρόνια μετά, με τον θρίαμβο της τέχνης πάνω στον πόνο του, το 1842, αποδέχθηκε την πρόταση να ξαναρχίσει να γράφει όπερες για τη Σκάλα του Μιλάνου και η όπερά του Ναμπούκο ή Ναβουχοδονόσωρ απέσπασε πολύ καλές κριτικές και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Από τότε ο Βέρντι αφοσιώθηκε στη σύνθεση όπερας. Ήταν η αρχή μιας θριαμβευτικής σταδιοδρομίας που συνδέθηκε πολύ στενά με τις προσπάθειες για την πολιτική ένωση (Risorgimento) της Ιταλίας. Μια τάση που ο ίδιος ο Βέρντι ενεθάρρυνε με τη θεματολογία των έργων του, τα οποία, εμπνεόμενα από το ιστορικό παρελθόν και επενδυμένα με εντυπωσιακά χορωδιακά, δημιουργούσαν εύκολα στο κοινό συνειρμούς με την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό της ταύτισης του ονόματος του Βέρντι με το Risorgimento ήταν το σύνθημα που ακουγόταν τότε Viva VERDI (Viva Vittorio Emanuele Re D'Italia - Ζήτω ο Βίκτωρ Εμμανουήλ βασιλιάς της Ιταλίας).Με τους Λομβαρδούς (1843), τον Ερνάνη (1844), τον Αττίλα (1846), τη Λουίζα Μίλλερ (1847) και τον Μάκβεθ (1849) ο Βέρντι πέτυχε την αναγνώρισή του ως συνθέτη και εκτός Ιταλίας. Στις αρχές τις δεκαετίας του 1850 τρεις όπερές του, ο Ριγκολέττο (1851), ο Τροβατόρε (1853) και η Τραβιάτα (1853), είχαν τεράστια επιτυχία, όπως και Οι Σικελικοί Εσπερινοί (1855) και ο Χορός Μεταμφιεσμένων (1859). Η διεθνής του καταξίωση φαίνεται και από το γεγονός ότι οι επόμενες όπερές του πρωτοανέβηκαν σε λυρικά θέατρα εκτός Ιταλίας. Το 1862 Η Δύναμη του Πεπρωμένου παρουσιάστηκε στην Αγία Πετρούπολη, ο Δον Κάρλος το 1867 στο Παρίσι και η Αΐντα το 1871 στο Κάιρο, για τα εγκαίνια της διώρυγας του Σουέζ.

Μετά από ένα μεγάλο διάστημα σιωπής, η γνωριμία του με τον κατά πολύ νεότερό του ποιητή και συνθέτη Αρίγκο Μπόιτο ανανέωσε το ενδιαφέρον του Βέρντι για την όπερα. Το 1887 παρουσιάστηκε ο Οθέλλος και τέλος το 1893 ο Φάλσταφ και τα δύο σε λιμπρέτα του Μπόιτο βασισμένα σε έργα του Σαίξπηρ. Ο Βέρντι πέθανε στις 27 Ιανουαρίου 1901 ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Στην κηδεία του προσήλθαν 200.000 άνθρωποι, τιμή που άρμοζε στον μεγάλο Ιταλό που τόσο αγαπήθηκε.
Εκτός από τις 26 όπερες ο Βέρντι έγραψε και εκκλησιαστική μουσική. Κορυφαίο έργο του σε αυτό τον τομέα είναι το Ρέκβιεμ (1874), ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα Τέσσερα ιερά κομμάτια (1898). Επίσης έγραψε αρκετές ρομάνς και ένα κουαρτέτο για έγχορδα σε μι ελάσσονα (1873).

Εκτός μουσικής σκηνής διακρίθηκε για τον καλό χαρακτήρα του και τις αγαθοεργίες του. Μεταξύ άλλων χρηματοδότησε την ανέγερση και τη λειτουργία ενός νοσοκομείου και δημιούργησε έναν Οίκο Ανάπαυσης για τους αναξιοπαθούντες μουσικούς, σε μια κρύπτη του οποίου τάφηκε και ο ίδιος.

Oberto, 1839 Un giorno di regno (Μια μέρα βασιλιάς), 1840
Nabucco, 1842
I Lombardi alla prima crociata (Οι Λομβαρδοί στην Πρώτη Σταυροφορία), 1843
Ernani, 1844
I due Foscari (Οι δύο Φόσκαρι), 1844
Giovanna d'Arco (Ζαν ντ’ Αρκ), 1845
Alzira, 1845
Attila, 1846
Macbeth, 1847
I masnadieri, (Οι Ληστές),1847
Jérusalem (αναθεώρηση και απόδοση στα Γαλλικά των Λομβαρδών) 1847
Il corsaro, 1848
La battaglia di Legnano, (Η μάχη του Λενιάνο), 1849
Luisa Miller, 1849
Stiffelio, 1850
Rigoletto, 1851
Il trovatore (Ο τροβαδούρος), 1853
La traviata (Η παραστρατημένη), 1853
Les vêpres siciliennes (Οι Σικελικοί Εσπερινοί), 1855
Simon Boccanegra, 1857
Aroldo (αναθεώρηση του Stiffelio), 1857
Un ballo in maschera (Χορός μεταμφιεσμένων),1859
La forza del destino (Η δύναμη του πεπρωμένου), 1862
Don Carlos, 1867
Aida, 1871
Otello, 1887
Falstaff, 1893

Τσαρλς Λούτγουϊτζ Ντότζσον


Ο Λιούις Κάρολ το 1863 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
O Τσαρλς Λούτγουϊτζ Ντότζσον (Charles Lutwidge Dodgson, 27 Ιανουαρίου 1832 - 14 Ιανουαρίου 1898), γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Λιούις Κάρολ, ήταν Άγγλος συγγραφέας, μαθηματικός, φωτογράφος και κληρικός. Ανάμεσα στα πιο δημοφιλή λογοτεχνικά έργα του, ανήκουν Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων και τα ποιήματα Το Κυνήγι του Φιρχαρία (The Hunting of the Snark) και Jabberwocky.Η οικογένεια του ήταν Βορειοαγγλικής καταγωγής, ιδιαίτερα συντηρητική, διατηρώντας παραδοσιακά ισχυρούς δεσμούς με την Αγγλικανική Εκκλησία. Η πλειοψηφία των προγόνων του, προέρχονταν από την μεσαία ή ανώτερη τάξη, καταλαμβάνοντας συχνά θέσεις στην εκκλησία και στο στρατό. Ο προπάππους του υπήρξε επίσκοπος, ενώ ο παππούς του ήταν αρχηγός του στρατού, όταν πέθανε το 1803 εν ώρα μάχης. Ο πατέρας του είχε ιδιαίτερη κλίση στα μαθηματικά, ωστόσο απέρριψε το ενδεχόμενο να ακολουθήσει μία ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, επιλέγοντας το ρόλο του εφημέριου. Υπήρξε ενεργό μέλος της Αγγλικανικής εκκλησίας και ένθερμος υποστηρικτής του Τζον Χένρυ Νιούμαν, ο οποίος ηγήθηκε του κινήματος της Οξφόρδης, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην επιστροφή της Εκκλησίας της Αγγλίας στον καθολικισμό. Το 1827, παντρεύτηκε την πρώτη του ξαδέλφη, Φράνσις Τζέην Λούτγουϊτζ, με την οποία απέκτησε συνολικά έντεκα παιδιά, επτά κόρες και τέσσερις γιους, μεταξύ αυτών και ο Τσαρλς.

Ήδη από νεαρή ηλικία, ο Κάρολ έγραφε ποιήματα και διηγήματα, τα οποία δημοσίευε σε λογοτεχνικά περιοδικά με σχετική επιτυχία. Το 1854, ξεκίνησε να συνεισφέρει ως συντάκτης, στο περιοδικό The Comic Tunes, δημοσιεύοντας ποιήματα, κυρίως σατιρικού ύφους. Λίγο αργότερα, γράφοντας στο περιοδικό The Train, χρησιμοποίησε για πρώτη φόρα λογοτεχνικό ψευδώνυμο, για τη δημοσίευση του ποιήματος Solitude. Αρχικά, πρότεινε στον εκδότη του περιοδικού, Έντμουντ Γέιτς, το όνομα Dares, προερχόμενο από το Daresbury που αποτελούσε τον τόπο γέννησης του. Ο Γέιτς δεν έκανε αποδεκτό το ψευδώνυμο αυτό και ο Ντότζσον του πρότεινε τέσσερα εναλλακτικά ονόματα, εκ των οποίων τελικά, ο Γέιτς επέλεξε το Λιούις Κάρολ (Lewis Caroll).[2] Δημοσίευσε έργα του και σε μικρότερα περιοδικά όπως τα Whitby Gazette και Oxford Critic.

To 1856, o Κάρολ γνωρίστηκε με τον νέο πρύτανη του κολεγίου του, τον Χένρυ Λίντελ, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Chist Church με την οικογένειά του, αποτελούμενη από τη σύζυγό του και τρεις κόρες, μεταξύ αυτών και η Άλις Λίντελ. Ο Κάρολ συνδέθηκε στενά με την οικογένεια και ειδικότερα με τη μητέρα και τα τρία παιδιά. Το 1862, κατά τη διάρκεια μίας εκδρομής, προκειμένου να διασκεδάσει τα παιδιά, ο Κάρολ τους διηγήθηκε μία ιστορία που θα αποτελούσε τη βάση για την μετέπειτα συγγραφή του πιο δημοφιλούς λογοτεχνικού του έργου. Όταν η Άλις Λίντελ ζήτησε από τον Κάρολ να καταγράψει την ιστορία αυτή, εκείνος της παρουσίασε αργότερα, το Νοέμβριο του 1864, ένα χειρόγραφο με τον τίτλο Alice's Adventures Under Ground (Οι περιπέτειες της Αλίκης κάτω από τη γη). Νωρίτερα, είχε παρουσιάσει το ημιτελές χειρόγραφο στους αδελφούς Μακμίλαμ, του ομώνυμου εκδοτικού οίκου, από τους οποίους είχε γίνει θερμά δεκτό. Το έργο εκδόθηκε τελικά το 1865 με τον τίτλο Alice's Adventures in Wonderland (Οι περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων), με εικονογράφηση του Σερ Τζον Τένιελ, και είχε σημαντική εμπορική απήχηση, προσδίδοντας μεγάλη φήμη στον Λιούις Κάρολ. Θεωρείται εν γένει πως ο χαρακτήρας της Αλίκης είναι βασισμένος στην Άλις Λίντελ, ωστόσο ο ίδιος ο Κάρολ, αργότερα διέψευσε πως η ηρωίδα του βιβλίου στηρίζεται σε κάποιο υπαρκτό πρόσωπο.[3]

Τα χριστούγεννα του 1871, δημοσιεύτηκε η συνέχεια του βιβλίου (Through the Looking-Glass, and What Alice Found There) ενώ το 1876 εκδόθηκε το τελευταίο σημαντικό του έργο, Το Κυνήγι του Φιρχαρία (The Hunting of the Snark), ένα ποίημα με έντονα στοιχεία φαντασίας, όπως και η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Το τελευταίο του μυθιστόρημα (Silvie and Bruno) δημοσιεύτηκε σε δύο τόμους, το 1889 και 1893 αντίστοιχα, χωρίς να τύχει θερμής υποδοχής.

Λουί ντε Φινές

Louis de funes 1978 ws 1-zoom.jpg 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Ο Λουί ντε Φινές (Louis de Funès), (31 Ιουλίου 1914 - 27 Ιανουαρίου 1983) ήταν γάλλος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους κωμικούς ηθοποιούς στην ιστορία του γαλλικού κινηματογράφου.

Γεννημένος από οικογένεια με ισπανική καταγωγή στο Κουρμπεβουά (Courbevoie), ο Λουί ντε Φινές ξεκίνησε ως πιανίστας και ηθοποιός του καμπαρέ. Από το 1945 μέχρι το 1957 μετείχε ως ηθοποιός σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες ως καρατερίστας ηθοποιός. Είναι γνωστός για τους νευρικούς, υπερκινητικούς χαρακτήρες που ερμήνευσε, όπως το "Αντώνιος και Αντουανέττα", "Το δηλητήριο", "Οι Ουσσάροι", "Διασχίζοντας το Παρίσι", "Ο Βασιλιάς του Μπλα-μπλα-μπλα", Ο Χωροφύλακας του Σαν-Τροπέ, στην ομώνυμη σειρά ταινιών κ.ά. Έγινε περισσότερο γνωστός στην Ευρώπη, ενώ παρά την επιτυχία του στον κινηματογράφο δεν σταμάτησε να παίζει στο θέατρο, ειδικά μετά την επιστροφή του το 1972, που υπήρξε θριαμβευτική, μέχρι το τέλος της ζωής του.

Στην Ελλάδα συχνά αναφέρεται και σαν "Βέγγος της Γαλλίας" λόγω των πολλών κοινών τους σημείων. Πέθανε μετά από καρδιακή προσβολή στη πόλη Ναντ της Γαλλίας.

1982 : Le gendarme et les gendarmettes (Ο Χωροφύλακας και οι Χωροφυλακίνες)
1981 : La soupe aux choux (Ο Λαχανόσουπας)
1979 : L'avare (Ο Φιλάργυρος)
1978 : Le gendarme et les extra-terrestres (Ο Χωροφύλακας και οι εξωγήινοι)
1978 : La zizanie (Το ζιζάνιο)
1976 : L'aile ou la cuisse (Τι θα πάρετε, στήθος ή μπούτι;)
1973 : Les aventures de Rabbi Jacob (Οι περιπέτειες του ραμπί Ζακόμπ)
1971 : Sur un arbre perché
1971 : Jo
1971 : La folie des grandeurs (Η τρέλλα του μεγαλείου)
1970 : Le gendarme en balade (Ο Χωροφύλακας εν δράσει)
1970 : L'homme orchestre (Ο άνθρωπος-ορχήστρα)
1969 : Hibernatus (Ο κατεψυγμένος)
1968 : Le gendarme se marie (Ο Χωροφύλακας παντρεύεται μια Συνταγματαρχίνα)
1968 : Le tatoué
1967 : Le petit baigneur
1967 : Oscar
1967 : Les grandes vacances (Οι Μεγάλες Διακοπές)
1966 : Fantômas contre Scotland Yard (Φαντομάς εναντίον Σκότλαντ Γιαρντ)
1966 : Le grand restaurant (Το μεγάλο Ρεστοράν)
1966 : La Grande Vadrouille (Ασύλληπτη απόδραση)
1965 : Les bons vivants
1965 : Le gendarme à New York (Ο Χωροφύλακας στη Νέα Υόρκη)
1965 : Fantômas se déchaîne (Η Επιστροφή του Φαντοµά)
1965 : Le corniaud
1964 : Une souris chez les hommes (Ενα ποντίκι ανάμεσά μας)
1964 : Le gendarme de Saint-Tropez (Ο Χωροφύλακας του Σαν-Τροπέ)
1964 : Fantômas (Φαντομάς)
1963 : Faites sauter la banque!
1963 : Carambolages
1963 : Pouic-Pouic
1963 : Des pissenlits par la racine
1962 : Le diable et les dix commandements
1962 : Nous irons à Deauville
1962 : Les veinards
1962 : Le gentleman d'Epsom
1962 : Un clair de lune à Maubeuge
1961 : Candide ou l'optimisme au XXe siècle
1961 : La belle Américaine (Ωραία Αμερικάνα)
1961 : Le crime ne paie pas
1961 : La Vendetta
1960 : Les tortillards
1960 : Le capitaine Fracasse
1960 : Dans l'eau qui fait des bulles
1959 : Mon pote le gitan
1959 : Certains l'aiment froide
1959 : Totò, Eva e il pennello proibito
1959 : I Tartassati
1958 : La vie à deux
1958 : Ni vu, ni connu
1958 : Taxi, Roulotte et Corrida
1957 : Comme un cheveu sur la soupe
1956 : Courte tête
1959 : La loi des rues
1956 : Bébés à gogo
1956 : Papa, maman, ma femme et moi
1956 : La Famille Anodin
1956 : La traversée de Paris
1955 : Mädchen ohne Grenzen
1955 : Frou-Frou
1955 : Si Paris nous était conté
1955 : Bonjour sourire
1955 : La bande à papa
1955 : Les hussards
1955 : L'impossible Monsieur Pipelet
1955 : Les impures
1955 : Ingrid - Die Geschichte eines Fotomodells
1955 : Napoléon
1954 : Tourments
1954 : Scènes de ménage
1954 : La reine Margot
1954 : Les pépées font la loi
1954 : Papa, maman, la bonne et moi
1954 : Le mouton à cinq pattes
1954 : Mam'zelle Nitouche
1954 : Les intrigantes
1954 : Huis clos
1954 : Les hommes ne pensent qu'à ça
1954 : Escalier de service
1954 : Les corsaires du Bois de Boulogne
1954 : Le chevalier de la nuit
1954 : Le blé en herbe
1954 : Ah! Les belles bacchantes
1954 : Poisson d'avril
1953 : Mon Frangin du Sénégal
1953 : Faites-moi confiance
1953 : Le secret d'Hélène Marimon
1953 : Capitaine Pantoufle
1953 : Légère et court vêtue
1953 : Au diable la vertu
1953 : Dortoir des grandes
1953 : L'étrange désir de Monsieur Bard
1953 : Le rire
1953 : La vie d'un honnête homme
1953 : Les compagnes de la nuit
1952 : La putain respectueuse
1952 : L'amour n'est pas un péché
1952 : Moineaux de Paris
1952 : Le huitième art et la manière
1952 : Monsieur Leguignon Lampiste
1952 : Monsieur Taxi
1952 : Je l'ai été trois fois
1952 : Elle et moi
1952 : Innocents in Paris
1952 : La fugue de Monsieur Perle
1952 : Agence matrimoniale
1952 : Les dents longues
1952 : Ils étaient cinq
1952 : Les sept péchés capitaux
1951 : Ma femme est formidable
1951 : Folie douce
1951 : L'amant de paille
1951 : Le dindon
1951 : Pas de vacances pour Monsieur le Maire
1951 : La poison
1951 : Le roi du bla bla bla
1951 : Champions Juniors
1951 : La rose rouge
1951 : Sans laisser d'adresse
1951 : Boîte à vendre
1951 : Boniface Somnambule
1951 : Bibi Fricotin
1951 : Un amour de parapluie
1951 : Les joueurs
1951 : Knock
1950 : Adémaï au poteau-frontière
1950 : La rue sans loi
1949 : Le jugement de Dieu
1949 : Je n'aime que toi
1949 : Un certain monsieur
1949 : Pas de week-end pour notre amour
1949 : Rendez-vous avec la chance
1949 : Au revoir M. Grock
1949 : Millionnaires d'un jour
1949 : Mission à Tanger
1949 : Mon ami Sainfoin
1949 : Vient de paraître
1948 : Du Guesclin
1947 : Croisière pour l'inconnu
1947 : Antoine et Antoinette
1946 : Dernier refuge
1946 : Six heures à perdre
1945 : La tentation de Barbizon

Στρατής Τσίρκας




Ο Στρατής Τσίρκας (10-7-1911 έως 27 -1-1980) είναι από τους αξιολογότερους πεζογράφους της μεταπολεμικής γενιάς. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης Χατζηαντρέας.

Γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου το 1911 και αποφοίτησε το 1928 από το εμπορικό τμήμα της Αμπετείου Σχολής. Για τα επόμενα δέκα χρόνια εργάστηκε ως λογιστής στην Άνω Αίγυπτο, όπου έγραψε τα πρώτα του ποιήματα και διηγήματα για τη ζωή των φελλάχων. Το 1930, γνωρίζει στην Αλεξάνδρεια τον Καβάφη, για τον οποίο έγραψε πολλά χρόνια αργότερα δύο βιβλία, Ο Καβάφης και η Εποχή του (1958) και Ο Πολιτικός Καβάφης (1971). Ασχολήθηκε με την ποίηση, το δοκίμιο, το διήγημα και το μυθιστόρημα, καθώς και με μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών.

Το 1937 παντρεύεται την Αντιγόνη Κερασώτη (πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 2012) και τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου πηγαίνει στο Παρίσι, όπου συμμετέχει στο Β΄ Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας Ενάντια στον Φασισμό. Εκεί συγγράφει μαζί με τον ποιητή Λάνγκστον Χιουζ (Langston Hughes) τον Όρκο των ποιητών προς τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, τον οποίο διάβασε στο συνέδριο ο συγγραφέας Λουί Αραγκόν (Louis Aragon).

To 1938 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αλεξάνδρεια και από τον επόμενο χρόνο εργάζεται διεθυντής στο εργοστάσιο βυρσοδεψίας του Μικέ Χαλκούση, μια θέση που διατηρεί μέχρι την αναχώρησή του για την Αθήνα το 1963.



Από νεαρή ηλικία εντάχθηκε στο αριστερό κίνημα της Αιγύπτου και συνδέθηκε αρχικά, πιθανόν το 1928, με την κομμουνιστική ομάδα του Σακελλάρη Γιαννακάκη στο Κάιρο. Μαζί με τον αλεξανδρινό ζωγράφο Γιάννη Μαγκανάρη (1918 - Αθήνα 2007) και άλλους έλληνες αιγυπτιώτες δημιουργούν τη δραστήριο Πνευματική Εστία Ελλήνων Αλεξανδρείας. Το 1935, μαζί με τον Κύπριο ποιητή Θεοδόση Πιερίδη, εντάσσεται στην πολυεθνική οργάνωση Ligue Pacifiste, που ίδρυσε ο Ελβετός Paul Jacot-Descombes και αναλαμβάνει με τον Πιερίδη, τον συντονισμό του ελληνικού τμήματος της οργάνωσης. Την περίοδο αυτή αρθρογραφεί στο επίσημο όργανο της League, το περιοδικό Πολιτισμός-Civilisation, που εκδίδεται σε τρεις γλώσσες (Γαλλικά, Αραβικά και Ελληνικά).
Από το 1942, μαζί τον Θεοδόση Πιερίδη, τον Οδυσσέα Καραγιάννη, τον Στρατή Ζερμπίνη και άλλους, συμμετέχει στην έκδοση της αντιφασιστικής πολιτικής επιθεώρησης Έλλην, που εκδίδει ο δημοσιογράφος Άγγελος Κασιγόνης. Το 1943-44 είναι ανάμεσα στα ιδρυτικά στελέχη του φιλο-ΕΑΜικού Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (ΕΑΣ) και από το 1945 μέχρι το 1961 είναι στέλεχος της παροικιακής κομμουνιστικής οργάνωσης "Αντιφασιστική Πρωτοπορία", της οποίας διετέλεσε και γραμματέας από το 1946 μέχρι το 1951. Στο διάστημα αυτό γράφει συχνά το κύριο άρθρο στις εφημερίδες Φωνή (1952-53) και Πάροικος (1953-61), που διευθύνει ο δημοσιογράφος Σοφιανός Χρυσοστομίδης και είναι τα επίσημα όργανα της Αντιφασιστικής Πρωτοπορίας.

Έχοντας εκδόσει τρεις συλλογές διηγημάτων από το 1944 μέχρι το 1954, το 1957 γράφει σε δέκα μέρες τη νουβέλλα Νουρεντίν Μπόμπα, που εμπνέεται από την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ από τον Αιγύπτιο πρόεδρο Νάσερ. Ο "Μπόμπα" εκδίδεται στην Αθήνα από τον Κέδρο, κάνοντας έτσι τον Τσίρκα γνωστό στο αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας.

Το σημαντικότερο έργο του όμως αποτελούν οι "Ακυβέρνητες Πολιτείες" (1960-1965), που απαρτίζεται από τρία μυθιστορήματα: τη "Λέσχη", την "Αριάγνη" και τη "Νυχτερίδα", τα οποία εισάγουν έναν τολμηρό και πειραματικό μοντερνισμό στο ελληνικό μυθιστόρημα.



Η έκδοση της "Λέσχης" το 1960 προκάλεσε την αντίδραση της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε., η οποία του ζήτησε να αποκηρύξει το έργο του. Ο Τσίρκας αρνήθηκε λέγοντας "Κατέγραψα τα γεγονότα, όπως ακριβώς τα έζησα. Η συνείδησή μου δεν είναι καπέλο να την πάρω απ' το ένα καρφί να την κρεμάσω στο άλλο". Λόγω της άρνησής του διαγράφηκε από το κόμμα, αλλά μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, προσχώρησε στο ΚΚΕ-Εσωτερικού. Η Αριάγνη (1962), το δεύτερο μέρος, που περιείχε ισχυρότερα δείγματα νοσηρών καταστάσεων της Αριστεράς, ανέλαβε ο Μάρκος Αυγέρης με «ασύγγνωστη εμπάθεια, να καταδικάσει για τη θέση της , ως ολίσθιμα από τα ιδεολογικά θέσφατα».[1] Κέντρο της τριλογίας είναι τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα της περιόδου στη Μέση Ανατολή και στις συγκρούσεις, που εξελίχθηκαν σε τρεις ακυβέρνητες πολιτείες, την Ιερουσαλήμ, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Ο Τσίρκας θεωρούσε ολόκληρη την τριλογία ως μια προσπάθεια δικαίωσης του κινήματος του Απρίλη του 1944, κατά το οποίο ο ελληνικός στρατός στη Μέση Ανατολή ξεσηκώθηκε ενάντια στην προσπάθεια διάλυσης και ολικής υποταγής του από τα Μεταξικά στοιχεία και την αγγλική διοίκηση.
Μετά το πραξικόπημα που εδραίωσε τη Δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967, ο Τσίρκας συμμετέχει στη "σιωπή" των λογοτεχνών και δε δημοσιεύει παρά μόνο μεταφράσεις. Όταν σταμάτησε η προληπτική λογοκρισία, συμμετείχε στην έκδοση των 18 κειμένων.

Το μυθιστόρημα "Χαμένη Άνοιξη" (1976) προοριζόταν να είναι το πρώτο μέρος μιας νέας τριλογίας με τίτλο "Δίσεχτα χρόνια". Έμελλε όμως να είναι το τελευταίο του έργο.

Η μετάφραση των "Ακυβέρνητων Πολιτειών" στα γαλλικά από την Catherine Lerouvre και τη Χρύσα Προκοπάκη το 1971 απέσπασε το βραβείο του καλύτερου ξένου μθυιστορήματος στη Γαλλία το 1972.

Ο Τσίρκας πέθανε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1980 σε ηλικία 68 ετών.
Εργογραφία

Φελλάχοι (1937), ποιητική συλλογή
Το Λυρικό Ταξίδι (1938), ποιητική συλλογή
Αλλόκοτοι άνθρωποι (1944), συλλογή διηγημάτων
Προτελευταίος Αποχαιρετισμός και το Ισπανικό Ορατόριο (1946), ποιητική συλλογή
Ο Απρίλης είναι πιο σκληρός (1947), συλλογή διηγημάτων
Ο ύπνος του θεριστή (1954), συλλογή διηγημάτων
Νουρεντίν Μπόμπα (1957), νουβέλα
Ο Καβάφης και η Εποχή του (1958) Κρατικό βραβείο καλύτερης βιογραφίας
Ακυβέρνητες Πολιτείες (1960-1965), τριλογία που περιλαμβάνει τα μυθιστορήματα
Η Λέσχη (1960)
Αριάγνη (1962)
Η Νυχτερίδα (1965)
Στον Κάβο (1966), διήγημα
Αλλαξοκαιριά (1970), διήγημα (στον τόμο Δεκαοχτώ Κείμενα).
Ο Πολιτικός Καβάφης, (1971) κριτικά άρθρα
Τα ημερολόγια της Τριλογίας 'Ακυβέρνητες Πολιτείες' (1973)
Χαμένη Άνοιξη (1976), πολιτικό μυθιστόρημα

Κρεμμυδόπιτα με απάκι


Κρεμμυδόπιτα με απάκι

2 φύλλα χωριάτικα
1 κιλό κρεμμύδια ψιλοκομμένα
200 γρ. κρεμμυδάκια φρέσκα ψιλοκομμένα
1 φλιτζάνι ελαιόλαδο
100 γρ. γραβιέρα παλαιωμένη τριμμένη
2 αβγά
300 γρ. απάκι
αλάτι, πιπέρι
2 κουτ. σούπας σουσάμι
1 κουτ. σούπας μαυροκούκι
Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 180°C.

Κόβουμε το απάκι σε λεπτές φέτες και το περνάμε από το τηγάνι με λίγο ελαιόλαδο.

Σοτάρουμε όλα τα κρεμμύδια με το ελαιόλαδο σε μεγάλο τηγάνι για 5 λεπτά και τα αποσύρουμε από τη φωτιά.

Ρίχνουμε τα αβγά, αλάτι, πιπέρι, το απάκι, τη γραβιέρα και ανακατεύουμε καλά.

Λαδώνουμε ένα ταψί, στρώνουμε μέσα το ένα χωριάτικο φύλλο, ρίχνουμε τη γέμιση από το τηγάνι και την απλώνουμε καλά.

Σκεπάζουμε με το άλλο φύλλο, το αλείφουμε με ελαιόλαδο και ραντίζουμε με σουσάμι και μαυροκούκι.

Καλύπτουμε το ταψί με αλουμινόχαρτο και ψήνουμε στους 180°C για 30 λεπτά. Αφαιρούμε το αλουμινόχαρτο και ψήνουμε για 20 λεπτά επιπλέον.

Tip: Αντί για απάκι, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε χοιρινές παντσέτες. Σε αυτήν την περίπτωση, θα τις μαρινάρουμε σε κρασί, θα τις κόψουμε σε μπουκιές και στη συνέχεια θα τις περάσουμε από το τηγάνι.2 φύλλα χωριάτικα
1 κιλό κρεμμύδια ψιλοκομμένα
200 γρ. κρεμμυδάκια φρέσκα ψιλοκομμένα
1 φλιτζάνι ελαιόλαδο
100 γρ. γραβιέρα παλαιωμένη τριμμένη
2 αβγά
300 γρ. απάκι
αλάτι, πιπέρι
2 κουτ. σούπας σουσάμι
1 κουτ. σούπας μαυροκούκι
Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 180°C.

Κόβουμε το απάκι σε λεπτές φέτες και το περνάμε από το τηγάνι με λίγο ελαιόλαδο.

Σοτάρουμε όλα τα κρεμμύδια με το ελαιόλαδο σε μεγάλο τηγάνι για 5 λεπτά και τα αποσύρουμε από τη φωτιά.

Ρίχνουμε τα αβγά, αλάτι, πιπέρι, το απάκι, τη γραβιέρα και ανακατεύουμε καλά.

Λαδώνουμε ένα ταψί, στρώνουμε μέσα το ένα χωριάτικο φύλλο, ρίχνουμε τη γέμιση από το τηγάνι και την απλώνουμε καλά.

Σκεπάζουμε με το άλλο φύλλο, το αλείφουμε με ελαιόλαδο και ραντίζουμε με σουσάμι και μαυροκούκι.

Καλύπτουμε το ταψί με αλουμινόχαρτο και ψήνουμε στους 180°C για 30 λεπτά. Αφαιρούμε το αλουμινόχαρτο και ψήνουμε για 20 λεπτά επιπλέον.

Tip: Αντί για απάκι, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε χοιρινές παντσέτες. Σε αυτήν την περίπτωση, θα τις μαρινάρουμε σε κρασί, θα τις κόψουμε σε μπουκιές και στη συνέχεια θα τις περάσουμε από το τηγάνι.

Σήμερα 27/1...

 
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
 
για μεγέθυνση ροδάκι να ανοίξει με φακό
 

Δημοφιλείς αναρτήσεις Τελευταίες 7 ημέρες