Παρασκευή, Οκτωβρίου 08, 2021

Βάσος Φαληρέας (1905 – 7 Οκτωβρίου 1979)

 

 8 Οκτωβρίου 1979 (42 χρόνια πριν) πέθανε: 

Βάσος Φαληρέας Έλληνας γλύπτης 

Ο Βάσος Φαληρέας (1905 – 7 Οκτωβρίου 1979) ήταν Έλληνας γλύπτης, ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της ακαδημαϊκής σχολής γλυπτών στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα. 

Ο Βάσος Φαληρέας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1905 και καταγόταν από την Καρδαμύλη της Μάνης. Σπούδασε ζωγραφική από το 1924 έως το 1929 στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (Α.Σ.Κ.Τ.) της Αθήνας με δασκάλους τους διάσημους καθηγητές της Σχολής Γεώργιο Ιακωβίδη και Θωμά Θωμόπουλο.

Μνημείο του Κωστή Παλαμά, έργο του Βάσου Φαληρέα

Το 1930 ο Φαληρέας, προκειμένου να τελειοποιήσει τις τεχνικές του, φεύγει για το Παρίσι και μέχρι το 1935 εργάζεται κοντά στους Γάλλους γλύπτες Σαρλ Ντεσπιώ (Charles Despiau) και Αριστίντ Μαγιόλ (Aristide Maillol). Εκείνη την εποχή, παρακολουθεί και μαθήματα χαρακτικής από τον Έλληνα χαράκτη Δημήτρη Γαλάνη, ο οποίος ζούσε στο Παρίσι.

Στη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων, που πραγματοποιήθηκε το 1937 στη γαλλική πρωτεύουσα, ο Φαληρέας κέρδισε το χρυσό μετάλλιο για το έργο του «Γαλήνη» (1936), που είχε εκθέσει στο γαλλικό περίπτερο, καθώς και αργυρά μετάλλια για τα έργα «Γυμνό» και «Κεφαλή», με τα οποία μετείχε στο ελληνικό περίπτερο. Την ίδια χρονιά της βράβευσής του στην Έκθεση των Παρισίων, ο Φαληρέας τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Α'. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών στο Παρίσι, ενώ το 1976 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών

Ο Φαληρέας πέθανε από συγκοπή στις 7 Οκτωβρίου 1979[4], ενώ συνεδρίαζε η κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1979, όπου μετείχε ως πρόεδρος της επιτροπής.[5] Το 1980 και το 1989 με απόφαση των συγγενών και κληρονόμων του καλλιτέχνη, δεκάδες έργα του παραχωρήθηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας.

Κωνσταντίνος Ανδρέου (24 Μαρτίου 1917 – 8 Οκτωβρίου 2007)



8 Οκτωβρίου 2007 (14 χρόνια πριν) πέθανε:

Κωνσταντίνος Ανδρέου Έλληνας ζωγράφος και γλύπτης

Ο Κωνσταντίνος Ανδρέου (24 Μαρτίου 1917 – 8 Οκτωβρίου 2007) ήταν Έλληνας ζωγράφος και γλύπτης, που χαρακτηρίστηκε από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα.

Γεννήθηκε στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας το 1917 από Έλληνες γονείς. Ο πατέρας του ήταν Αιγυπτιώτης κυπριακής καταγωγής και η μητέρα του Αθηναία. Το 1925 η οικογένειά του επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε πρώτα στην Πάτρα για να καταλήξει τελικά στην Αθήνα.Το 1932, το οικονομικό πρόβλημα της οικογένειας τον ανάγκασε να εργαστεί ως επιπλοποιός ενώ ταυτόχρονα φοιτούσε στη Βιοτεχνική Νυκτερινή Σχολή. Το 1940 παίρνει μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και αργότερα στη διάρκεια της Κατοχής συμμετέχει στην Εθνική Αντίσταση[8][9] μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ.

Το 1945, κέρδισε μια υποτροφία από τη Γαλλική κυβέρνηση και μετακόμισε στο Παρίσι. Το 1947, ξεκίνησε να χρησιμοποιεί μια νέα προσωπική του τεχνική για να εκφράζεται: χρησιμοποιώντας οξυγονοκολλημένα φύλλα ορείχαλκου. Αυτή η νέα του τεχνική του επέτρεψε να εκφράσει τη δημιουργία του με έναν τρόπο που δεν είχε καμιά σχέση με την παράδοση.

Στο Παρίσι, γνωρίζεται με μεγάλους καλλιτέχνες και πνεύματα και συνεργάζεται, μεταξύ άλλων, και με τον Λε Κορμπυζιέ (Le Corbusier), το μεγάλο Ελβετό αρχιτέκτονα. Ο Ανδρέου επίσης είχε την ευκαιρία να εκθέσει με κάποιους από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, όπως ο Πάμπλο Πικάσσο (1961 και 1962), ο Ανρί Ματίς (1961) και ο Μαξ Ερνστ (1962).

Το 1998, του απονεμήθηκε το βραβείο «Gran Prix d'Antoine Pevsner» για τη γλυπτική του και το 1999, η βιβλιοθήκη του δήμου του Ville-du-Bois, όπου διέμενε ο Ανδρέου όταν ήταν στη Γαλλία, μετονομάστηκε προς τιμήν του.

Το 2000, του απονεμήθηκε από τη Γαλλική κυβέρνηση ο τίτλος «Croix de Chevalier de la Légion d'honneur». Το 2001, του απονεμήθηκε από τη Γαλλική κυβέρνηση ο τίτλος «Commandeur de l'Ordre des Arts et des Lettres» (ανώτατος βαθμός της Légion d'honneur).Έργα του Ανδρέου βρίσκονται σε πολλές συλλογές στην Ευρώπη, Βόρεια Αμερική και Ασία.

Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ),

Ο Κωνσταντίνος Ανδρέου πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 2007, στο σπίτι του στην Αθήνα ενώ ασχολιόταν με τη συγγραφή βιβλίου και επίσης προετοιμαζόταν για μια ακόμη έκθεση.

βικιπαίδεια

Ζακ Ντεριντά (γαλλ. Jacques Derrida, 15 Ιουλίου 1930 – 9 Οκτωβρίου 2004)




8 Οκτωβρίου 2004 (17 χρόνια πριν) πέθανε:

Ζακ Ντεριντά Γάλλος φιλόσοφος

Ο Ζακ Ντεριντά (γαλλ. Jacques Derrida, 15 Ιουλίου 1930 – 9 Οκτωβρίου 2004) ήταν Γάλλος φιλόσοφος γεννημένος στην Αλγερία, γνωστός και ως θεμελιωτής της αποδόμησης. Το ευρύ και λεπτομερές έργο του είχε βαθιά επίδραση στο πεδίο της λογοτεχνικής θεωρίας και στην φιλοσοφία (καθώς αυτό το έργο στάθηκε κρίσιμο για τον διαχωρισμό ανάμεσα σε ηπειρωτική (continental philosophy) και αγγλοσαξωνική (anglosaxon philosophy) φιλοσοφία. Το έργο του επηρέασε πολλά επιστημονικά πεδία που δεν σχετίζονταν ευθέως με την φιλοσοφία όπως το πεδίο των επιστημών του δικαίου και της αρχιτεκτονικής. Ανάμεσα στα πιο γνωστά του έργα συγκαταλέγονται το Περί Γραμματολογίας, Τα φαντάσματα του Μάρξ, Η φωνή και το φαινόμενο.

Αποδόμηση

Ο Ντερριντά απέφυγε μέχρι τέλους να δώσει έναν ορισμό στην αποδόμηση ακριβώς γιατί η αποδόμηση ήταν μια στρατηγική και όχι μια μέθοδος. Ως προς αυτή του την επίμονη στάση εξηγεί τον δικό του τρόπο να σκέπτεται την αποδόμηση στην πολύ γνωστή επιστολή του προς τον Ιάπωνα μεταφραστή που προσπαθεί να βρει μια αντίστοιχη λέξη στην Ιαπωνική γλώσσα κατά την μετάφραση του έργου του Ντερριντά. (Επιστολή προς Ιάπωνα φίλο). Η αποδόμηση χαρακτηριζόταν από μια δυναμική ανατροπής ηγεμονικών κατασκευών του λόγου. Αλλά ως τέτοια στρατηγική δεν μπορούσε ποτέ να καθορίζεται με ορισμό. Στην επιστολή προς Ιάπωνα φίλο ο Ντερριντά γράφει ότι η αποδόμηση είναι μια λέξη που θα έπρεπε τελικά να εξαφανιστεί. Μια δυναμική του λόγου καθιστά κάθε διατύπωση έρμαιο της δικής της αποδόμησης. Αλλά είναι η ευθύνη κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου να επιλέξει και να οργανώσει την δολιοφθορά απέναντι σε εκείνο το πεδίο της ηγεμονίας που αξίζει να χτυπηθεί στην εκάστοτε συνθήκη. Η αποδόμηση δεν είναι απλή ορθολογική κριτική των ηγεμονικών σχημάτων του λόγου. Περιλαμβάνει στον τρόπο που οργανώνεται την απόφαση για δράση μέσα σε ένα πλαίσιο που αποφασίζεται μέσα στην εκάστοτε χρήση της. Η στρατηγική της αποδόμησης σχετίζεται δηλαδή με μια τέχνη που βασίζεται στην ίδια την αδυναμία του λόγου να παράγει ακριβή σχήματα: χρησιμοποιεί αυτή την συστηματική ανακρίβεια του λόγου για δράσεις δολιοφθοράς που στοχεύουν ενάντια σε ηγεμονικές απειλητικές κατασκευές.

ο λόγος του Κολοκτρώνη στην Πνύκα

 
   

Εκφωνήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 1838 στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών», που εξέδιδε ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.

Στις 7 Οκτωβρίου 1838 ο γηραιός στρατηγός και εν ενεργεία Σύμβουλος Επικρατείας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας (νυν 1ο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Αθήνας) για να παρακολουθήσει τη διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γεωργίου Γενναδίου (1784-1854) για τον Θουκυδίδη. Τόσο εντυπωσιάστηκε από την «παράδοσιν του πεπαιδευμένου γυμνασιάρχου και από την θέαν τοσούτων μαθητών», ώστε εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει και ο ίδιος προς τους μαθητές. Την πρότασή του απεδέχθη ο Γεννάδιος και λόγω της στενότητας του χώρου και του πλήθους των μαθητών η ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ορίσθηκε για τις 10 το πρωί της 8ης Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα.

Το γεγονός μαθεύτηκε στη μικρά τότε Αθήνα και εκτός από τους μαθητές, πλήθος ανθρώπων «διαφόρων επαγγελμάτων και τάξεων» συνέρρευσε στην Πνύκα το πρωί της 8ης Οκτωβρίου για να ακούσει τον ηγέτη της Επανάστασης του ’21. Ξαφνικά, στον χώρο της ομιλίας εμφανίσθηκε «σμήνος χωροφυλακής», αποφασισμένο να διαλύσει τη συγκέντρωση, επειδή προφανώς, ως βασιλικότερο του βασιλέως Όθωνα, τη θεώρησε αντικαθεστωτική. Όμως, μετά τη διαβεβαίωση του γυμνασιάρχη και των καθηγητών για το «αθώο της πράξεως», οι χωροφύλακες αποχώρησαν και η ομιλία έγινε κανονικά. Άλλωστε, ο Κολοκοτρώνης δεν αποτελούσε κίνδυνο για τη δυναστεία, αφού τα είχε βρει με τον Όθωνα και κατείχε μάλιστα το αξίωμα του Συμβούλου της Επικρατείας, δηλαδή του πολιτικού συμβούλου του βασιλιά. (Το Συμβούλιο της Επικρατείας εκείνης της εποχής, που ήταν πολιτικό σώμα, δεν πρέπει να συγχέεται με το σημερινό Συμβούλιο της Επικρατείας, που είναι δικαστικός σχηματισμός.)

Ολόκληρος ο λόγος του Κολοκτρώνη έχει ως εξής:

Παιδιά μου!

Εἰς τὸν τόπο τοῦτο, ὁποὺ ἐγὼ πατῶ σήμερα, ἐπατοῦσαν καὶ ἐδημηγοροῦσαν τὸν παλαιὸ καιρὸ ἄνδρες σοφοί, καὶ ἄνδρες μὲ τοὺς ὁποίους δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ συγκριθῶ καὶ οὔτε νὰ φθάσω τὰ ἴχνη των. Ἐγὼ ἐπιθυμοῦσα νὰ σᾶς ἰδῶ, παιδιά μου, εἰς τὴν μεγάλη δόξα τῶν προπατόρων μας, καὶ ἔρχομαι νὰ σᾶς εἰπῶ, ὅσα εἰς τὸν καιρὸ τοῦ ἀγῶνος καὶ πρὸ αὐτοῦ καὶ ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸν ὁ ἴδιος ἐπαρατήρησα, καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ νὰ κάμωμε συμπερασμοὺς καὶ διὰ τὴν μέλλουσαν εὐτυχίαν σας, μολονότι ὁ Θεὸς μόνος ἠξεύρει τὰ μέλλοντα. Καὶ διὰ τοὺς παλαιοὺς Ἕλληνας, ὁποίας γνώσεις εἶχαν καὶ ποία δόξα καὶ τιμὴν ἔχαιραν κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα ἔθνη τοῦ καιροῦ των, ὁποίους ἥρωας, στρατηγούς, πολιτικοὺς εἶχαν, διὰ ταῦτα σᾶς λέγουν καθ᾿ ἡμέραν οἱ διδάσκαλοί σας καὶ οἱ πεπαιδευμένοι μας. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀρκετός. Σᾶς λέγω μόνον πὼς ἦταν σοφοί, καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἐπῆραν καὶ ἐδανείσθησαν τὰ ἄλλα ἔθνη τὴν σοφίαν των.

Εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἐκατοικοῦσαν οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἡμεῖς καταγόμεθα καὶ ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τοῦτο. Αὐτοὶ διέφεραν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὴν θρησκείαν, διότι ἐπροσκυνοῦσαν τὲς πέτρες καὶ τὰ ξύλα. Ἀφοῦ ὕστερα ἦλθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, οἱ λαοὶ ὅλοι ἐπίστευσαν εἰς τὸ Εὐαγγέλιό του, καὶ ἔπαυσαν νὰ λατρεύουν τὰ εἴδωλα. Δὲν ἐπῆρε μαζί του οὔτε σοφοὺς οὔτε προκομμένους, ἀλλ᾿ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, χωρικοὺς καὶ ψαράδες, καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔμαθαν ὅλες τὲς γλῶσσες τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι, μολονότι ὅπου καὶ ἂν ἔβρισκαν ἐναντιότητες καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ τύραννοι τοὺς κατέτρεχαν, δὲν ἠμπόρεσε κανένας νὰ τοὺς κάμῃ τίποτα. Αὐτοὶ ἐστερέωσαν τὴν πίστιν.

Οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, οἱ πρόγονοί μας, ἔπεσαν εἰς τὴν διχόνοια καὶ ἐτρώγονταν μεταξύ τους, καὶ ἔτσι ἔλαβαν καιρὸ πρῶτα οἱ Ῥωμαῖοι, ἔπειτα ἄλλοι βάρβαροι καὶ τοὺς ὑπόταξαν. Ὕστερα ἦλθαν οἱ Μουσουλμάνοι καὶ ἔκαμαν ὅ,τι ἠμποροῦσαν, διὰ νὰ ἀλλάξῃ ὁ λαὸς τὴν πίστιν του. Ἔκοψαν γλῶσσες εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ᾿ ἐστάθη ἀδύνατο νὰ τὸ κατορθώσουν. Τὸν ἕνα ἔκοπταν, ὁ ἄλλος τὸ σταυρό του ἔκαμε. Σὰν εἶδε τοῦτο ὁ σουλτάνος, διόρισε ἕνα βιτσερὲ (ἀντιβασιλέα), ἕναν πατριάρχη, καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσία τῆς ἐκκλησίας. Αὐτὸς καὶ ὁ λοιπὸς κλῆρος ἔκαμαν ὅ,τι τοὺς ἔλεγε ὁ σουλτάνος. Ὕστερον ἔγιναν οἱ κοτζαμπάσηδες (προεστοὶ) εἰς ὅλα τὰ μέρη. Ἡ τρίτη τάξη, οἱ ἔμποροι καὶ οἱ προκομμένοι, τὸ καλύτερο μέρος τῶν πολιτῶν, μὴν ὑποφέρνοντες τὸν ζυγὸν ἔφευγαν, καὶ οἱ γραμματισμένοι ἐπῆραν καὶ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν πατρίδα των, καὶ ἔτσι ὁ λαός, ὅστις στερημένος ἀπὸ τὰ μέσα τῆς προκοπῆς, ἐκατήντησεν εἰς ἀθλίαν κατάσταση, καὶ αὐτὴ αὔξαινε κάθε ἡμέρα χειρότερα· διότι, ἂν εὑρίσκετο μεταξὺ τοῦ λαοῦ κανεὶς μὲ ὀλίγην μάθηση, τὸν ἐλάμβανε ὁ κλῆρος, ὅστις ἔχαιρε προνόμια, ἢ ἐσύρετο ἀπὸ τὸν ἔμπορο τῆς Εὐρώπης ὡς βοηθός του, ἐγίνετο γραμματικὸς τοῦ προεστοῦ. Καὶ μερικοὶ μὴν ὑποφέροντες τὴν τυραννίαν τοῦ Τούρκου καὶ βλέποντας τὲς δόξες καὶ τὲς ἡδονὲς ὁποὺ ἀνελάμβαναν αὐτοί, ἄφηναν τὴν πίστη τους καὶ ἐγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καὶ τοιουτοτρόπως κάθε ἡμέρα ὁ λαὸς ἐλίγνευε καὶ ἐπτώχαινε.

Εἰς αὐτὴν τὴν δυστυχισμένη κατάσταση μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φυγάδες γραμματισμένους ἐμετάφραζαν καὶ ἔστελναν εἰς τὴν Ἑλλάδα βιβλία, καὶ εἰς αὐτοὺς πρέπει νὰ χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη, διότι εὐθὺς ὁποὺ κανένας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ λαὸ ἐμάνθανε τὰ κοινὰ γράμματα, ἐδιάβαζεν αὐτὰ τὰ βιβλία καὶ ἔβλεπε ποίους εἴχαμε προγόνους, τί ἔκαμεν ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Ἀριστείδης καὶ ἄλλοι πολλοὶ παλαιοί μας, καὶ ἐβλέπαμε καὶ εἰς ποίαν κατάσταση εὑρισκόμεθα τότε. Ὅθεν μᾶς ἦλθεν εἰς τὸ νοῦ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε καὶ νὰ γίνουμε εὐτυχέστεροι. Καὶ ἔτσι ἔγινε καὶ ἐπροόδευσεν ἡ Ἑταιρεία.

Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν Ἐπανάσταση, δὲν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἄρματα, οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε «ποῦ πᾶτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα», ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση.

Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἕνας ἐπῆγεν εἰς τὸν πόλεμο, ὁ ἀδελφός του ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναῖκα του ἐζύμωνε, τὸ παιδί του ἐκουβαλοῦσε ψωμὶ καὶ μπαρουτόβολα εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ ἐὰν αὐτὴ ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δυὸ χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία, καὶ ἴσως ἐφθάναμε καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τοὺς Τούρκους, ὁποὺ ἄκουγαν Ἕλληνα καὶ ἔφευγαν χίλια μίλια μακρά. Ἑκατὸν Ἕλληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός, καὶ ἕνα καράβι μίαν ἁρμάδα. Ἀλλὰ δὲν ἐβάσταξεν. Ἦλθαν μερικοὶ καὶ ἠθέλησαν νὰ γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Μᾶς πονοῦσε τὸ μπαρμπέρισμά τους. Μὰ τί νὰ κάμωμε; Εἴχαμε καὶ αὐτουνῶν τὴν ἀνάγκη. Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ἡ διχόνοια, καὶ ἐχάθη ἡ πρώτη προθυμία καὶ ὁμόνοια. Καὶ ὅταν ἔλεγες τὸν Κώστα νὰ δώσῃ χρήματα διὰ τὰς ἀνάγκας τοῦ ἔθνους, ἢ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν πόλεμο, τοῦτος ἐπρόβαλλε τὸν Γιάννη. Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο κανεὶς δὲν ἤθελε οὔτε νὰ συνδράμῃ οὔτε νὰ πολεμήσῃ. Καὶ τοῦτο ἐγίνετο, ἐπειδὴ δὲν εἴχαμε ἕναν ἀρχηγὸ καὶ μία κεφαλή. Ἀλλὰ ἕνας ἔμπαινε πρόεδρος ἕξη μῆνες, ἐσηκώνετο ὁ ἄλλος καὶ τὸν ἔριχνε, καὶ ἐκάθετο αὐτὸς ἄλλους τόσους, καὶ ἔτσι ὁ ἕνας ἤθελε τοῦτο καὶ ὁ ἄλλος τὸ ἄλλο. Ἴσως ὅλοι ἠθέλαμε τὸ καλό, πλὴν καθένας κατὰ τὴν γνώμη του. Ὅταν προστάζουνε πολλοί, ποτὲ τὸ σπίτι δεν χτίζεται οὔτε τελειώνει. Ὁ ἕνας λέγει ὅτι ἡ πόρτα πρέπει να βλέπῃ εἰς τὸ ἀνατολικὸ μέρος, ὁ ἄλλος εἰς τὸ ἀντικρινὸ καὶ ὁ ἄλλος εἰς τὸν Βορέα, σὰν να ἦτον τὸ σπίτι εἰς τὸν ἀραμπᾶ, καὶ να γυρίζει, καθὼς λέγει ὁ καθένας. Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο δεν κτίζεται ποτὲ τὸ σπίτι, ἀλλὰ πρέπει να εἶναι ἔνας ἀρχιτέκτων, ὁποῦ νὰ προστάζῃ πῶς θὰ γενῇ. Παρομοίως καὶ ἡμεῖς ἐχρειαζόμεθα ἕναν ἀρχηγὸ καὶ ἔναν ἀρχιτέκτονα, ὅστις νὰ προστάζῃ καὶ οἱ ἄλλοι να ὑπακούουν καὶ νὰ ἀκολουθοῦν. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ εἴμεθα εἰς τέτοια κατάστασιν, ἐξ αἰτίας τῆς διχονοίας, μᾶς ἔπεσε ἡ Τουρκιὰ ἐπάνω μας καὶ κοντέψαμε να χαθοῦμε, καὶ εἰς τοὺς στερνοὺς ἑπτὰ χρόνους δὲν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.

Εἰς αὐτὴ τὴν κατάστασιν ἔρχεται ὁ βασιλεύς, τὰ πράγματα ἡσυχάζουν, καὶ τὸ ἐμπόριο καὶ ἡ γεωργία καὶ οἱ τέχνες ἀρχίζουν νὰ προοδεύουν καὶ μάλιστα ἡ παιδεία. Αὐτὴ ἡ μάθησις θὰ μᾶς αὐξήσῃ καὶ θὰ μᾶς εὐτυχήσῃ. Ἀλλὰ διὰ νὰ αὐξήσομεν, χρειάζεται καὶ ἡ στερέωσις τῆς πολιτείας μας, ἡ ὁποία γίνεται μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Θρόνου. Ὁ βασιλεύς μας εἶναι νέος καὶ συμμορφώνεται μὲ τὸν τόπο μας, δεν εἶναι προσωρινός, ἀλλ᾿ ἡ βασιλεία του εἶναι διαδοχικὴ καὶ θὰ περάσῃ εἰς τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν του, καὶ μὲ αὐτὸν κι ἐσεῖς καὶ τὰ παιδιά σας θὰ ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε τὴν πίστη σας καὶ νὰ τὴν στερεώσετε, διότι, ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ πατρίδος. Ὅλα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου ἔχουν καὶ φυλάττουν μία Θρησκεία. Καὶ αὐτοί, οἱ Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι κατατρέχοντο καὶ μισοῦντο καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, μένουν σταθεροὶ εἰς τὴν πίστη τους.

Νὰ μὴν ἔχετε πολυτέλεια, να μὴν πηγαίνετε εἰς τοὺς καφενέδες καὶ τὰ μπιλιάρδα. Νὰ δοθεῖτε εἰς τὰς σπουδάς σας καὶ καλύτερα νὰ κοπιάσετε ὀλίγον, δύο καὶ τρεῖς χρόνους καὶ νὰ ζήσετε ἐλεύθεροι εἰς τὸ ἐπίλοιπο τῆς ζωῆς σας, παρὰ νὰ περάσετε τέσσαρους – πέντε χρόνους τὴ νεότητά σας, καὶ να μείνετε ἀγράμματοι. Νὰ σκλαβωθεῖτε εἰς τὰ γράμματά σας. Νὰ ἀκούετε τὰς συμβουλὰς τῶν διδασκάλων καὶ γεροντοτέρων, καὶ κατὰ τὴν παροιμία, «μύρια ἤξευρε καὶ χίλια μάθαινε». Ἡ προκοπή σας καὶ ἡ μάθησή σας νὰ μὴν γίνῃ σκεπάρνι μόνο διὰ τὸ ἄτομό σας, ἀλλὰ να κοιτάζῃ τὸ καλὸ τῆς κοινότητος, καὶ μέσα εἰς τὸ καλὸ αὐτὸ εὑρίσκεται καὶ τὸ δικό σας.

Ἐγώ, παιδιά μου, κατὰ κακή μου τύχη, ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων, ἔμεινα ἀγράμματος καὶ διὰ τοῦτο σᾶς ζητῶ συγχώρηση, διότι δὲν ὁμιλῶ καθὼς οἱ δάσκαλοί σας. Σᾶς εἶπα ὅσα ὁ ἴδιος εἶδα, ἤκουσα καὶ ἐγνώρισα, διὰ νὰ ὠφεληθῆτε ἀπὸ τὰ ἀπερασμένα καὶ ἀπὸ τὰ κακὰ ἀποτελέσματα τῆς διχονοίας, τὴν ὁποίαν νὰ ἀποστρέφεσθε, καὶ νὰ ἔχετε ὁμόνοια. Ἐμᾶς μὴ μᾶς τηρᾶτε πλέον. Τὸ ἔργο μας καὶ ὁ καιρός μας ἐπέρασε. Καὶ αἱ ἡμέραι τῆς γενεᾶς, ἡ ὁποία σᾶς ἄνοιξε τὸ δρόμο, θέλουν μετ᾿ ὀλίγον περάσει. Τὴν ἡμέρα τῆς ζωῆς μας θέλει διαδεχθῇ ἡ νύκτα τοῦ θανάτου μας, καθὼς τὴν ἡμέραν τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων θέλει διαδεχθῇ ἡ νύκτα καὶ ἡ αὐριανὴ ἡμέρα. Εἰς ἐσᾶς μένει νὰ ἰσάσετε καὶ νὰ στολίσετε τὸν τόπο, ὁποὺ ἡμεῖς ἐλευθερώσαμε· καί, διὰ νὰ γίνῃ τοῦτο, πρέπει νὰ ἔχετε ὡς θεμέλια της πολιτείας τὴν ὁμόνοια, τὴν θρησκεία, τὴν καλλιέργεια τοῦ θρόνου καὶ τὴν φρόνιμον ἐλευθερία.

Τελειώνω τὸ λόγο μου. Ζήτω ὁ βασιλεύς μας Ὄθων! Ζήτω οἱ σοφοὶ διδάσκαλοι! Ζήτω ἡ Ἑλληνικὴ Νεολαία!

Αριστοτέλης Νικολαΐδης (25 Νοεμβρίου 1922 - 8 Οκτωβρίου 1996)

www.poiein.gr/wp-content/uploads/2018/09/207122...


8 Οκτωβρίου 1996 (25 χρόνια πριν) πέθανε:

Αριστοτέλης Νικολαΐδης Έλληνας συγγραφέας

Ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης (25 Νοεμβρίου 1922 - 8 Οκτωβρίου 1996) ήταν Έλληνας ψυχίατρος, λογοτέχνης, πεζογράφος, ποιητής και δοκιμιογράφος.
Ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης γεννήθηκε στη Μυτιλήνη στις 25 Νοεμβρίου του 1922[3]. Ο πατέρας του Θεολόγης Νικολαΐδης ήταν γιατρός. Είχε άλλα δύο αδέλφια την Κωνσταντίνα και τον Νίκο, ψυχίατρο-ψυχαναλυτή, καθηγητή Ψυχανάλυσης στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Και τα τρία αδέλφια είχαν ενεργό συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση και φυλακίστηκαν. Ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης φυλακίστηκε στην Κατοχή για δυο μήνες το 1942 από τους Ιταλούς, και στα Δεκεμβριανά τρεις μήνες (1944-45) από τους Άγγλους. Μετά τα Δεκεμβριανά διαχώρισε τη θέση του από την πολιτική του ΚΚΕ.
Πρωτοπαρουσιάστηκε στη λογοτεχνία με το ποίημα «Μάθημα ανατομικής», που δημοσίευσε στο περιοδικό «Φοιτητική Τέχνη» (δεύτερο τεύχος, 1 Μαρτίου 1944).
Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή Αθηνών και ειδικεύτηκε στο Αιγινήτειο στην ψυχιατρική. Εκεί εκπόνησε και τη διδακτορική του διατριβή που είχε θέμα «Το σύνδρομο της αποπροσωποποιήσεως». Το 1954 πήγε στο Παρίσι με σκοπό να μετεκπαιδευτεί στην ψυχιατρική ως υπότροφος του γαλλικού κράτους. Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε τη ζωγράφο Ίνγκριντ-Τίλντα. Μαζί της απέκτησε μια κόρη. Έζησε στη Γαλλία, τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και την Ελβετία, εργαζόμενος ως νευρολόγος-ψυχίατρος.
Επανήλθε στην Ελλάδα μετά την πτώση της Δικτατορίας.
Ήταν ο ιδρυτής του Διεθνούς Κέντρου Επιστημονικής Ορολογίας και Γλώσσας της Αθήνας το 1966, καθώς και ιδρυτικό μέλος του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου. Ασχολήθηκε επίσης με την επιστημονική αρθρογραφία και τη λογοτεχνία, συνεργαζόμενος με τις εφημερίδες Το Βήμα, Journal de Geneve, Gazette de Lausanne, Frankfurter Allgemeine, Τα Νέα και με περιοδικά όπως τα Ελεύθερα Γράμματα, Νέα Εστία, Τραμ, Η λέξη, Καινούργια Εποχή, Δώμα, Τομές, Διαβάζω κ.ά.
Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Το έργο του είναι επηρεασμένο από τη φροϋδική θεωρία, τον υπαρξισμό, τον σουρεαλισμό και τον λεττρισμό. Ήταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (αντιπρόεδρος το 1978). Έργα του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Του απονεμήθηκε το 1976 το πρώτο Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το μυθιστόρημά του «Η εξαφάνιση».
Πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 1996.

Κώστας Ταχτσής (Θεσσαλονίκη, 8 Οκτωβρίου 1927 – Αθήνα, πιθανόν 25 Αυγούστου 1988)

 

8 Οκτωβρίου 1927 (94 χρόνια πριν) γεννήθηκε: 

Κώστας Ταχτσής Έλληνας συγγραφέας

Ο Κώστας Ταχτσής (Θεσσαλονίκη, 8 Οκτωβρίου 1927 – Αθήνα, πιθανόν 25 Αυγούστου 1988) ήταν διακεκριμένος Έλληνας λογοτέχνης της μεταπολεμικής γενιάς.

Το απόγευμα του Σαββάτου, 27 Αυγούστου 1988, η αδελφή του συγγραφέα βρήκε τον Ταχτσή νεκρό, στο σπίτι του στην οδό Τυρνάβου 26, στον Κολωνό. Η ιατροδικαστική εξέταση αποφάνθηκε ότι ο Ταχτσής είχε πεθάνει από ασφυξία, που προκλήθηκε από στραγγαλισμό, πριν από περίπου 36 ώρες. Παρά τη δημοσιότητα που πήρε το θέμα και παρά τις έρευνες της Αστυνομίας, τόσο στο κύκλο των γνωστών του όσο και στο περιβάλλον των εκδιδόμενων στο οποίο ανήκε, δεν έγινε δυνατόν να βρεθεί ο δράστης και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο.

 περισσότερα στη βικιπαίδεια

Σήμερα 8/10 ... Οσίας Πελαγίας της από εταιρίδων

...καταφύγιο... στη μαρίνα Ηρακλείου (φ.Μ.Κυμάκη)
...καταφύγιο... στη μαρίνα Ηρακλείου (φ.Μ.Κυμάκη)

 Οσίας Πελαγίας της από εταιρίδων

για μεγέθυνση ροδάκι να ανοίξει καρτέλα με φακό +-

Δημοφιλείς αναρτήσεις Τελευταίες 7 ημέρες