14 Οκτωβρίου 1888 (133 χρόνια πριν) γεννήθηκε:
Κάθριν Μάνσφιλντ Νεοζηλανδή συγγραφέας
Η Κάθριν Μάνσφιλντ (Katherine Mansfield, 14 Οκτωβρίου 1888 – 9 Ιανουαρίου 1923) ήταν Νεοζηλανδή συγγραφέας
Γεννήθηκε
στο Ουέλινγκτον, Νέα Ζηλανδία, 14 Οκτωβρίου 1888, τρίτο παιδί του
Harold, πλούσιου κι ικανού επιχειρηματία και της Annie Burnell Dyer,
σχολαστικής, σκληρής μα λεπτεπίλεπτης γυναίκας, σε ένα ξύλινο μικρό
σπιτάκι της Tinakori Road, (το σπιτάκι αυτό αναπαλαιώθηκε και δέχεται
τουρίστες) από τα συνολικά 6 παιδιά της οικογένειας (Vera, Charlotte,
Kathleen, Gwendoline (πέθανε 3 μηνών), Jeanne & Leslie, ο μόνος
γιος). Οι γονείς της γεννημένοι στην Αυστραλία, θεωρούσαν ιδιαίτερη
πατρίδα τη Νέα Ζηλανδία κι επειδή ήταν άποικοι, είχαν ως μητέρα πατρίδα
τη Βρετανία. Επισκέπτονταν συχνά το Λονδίνο κι άφηναν τα παιδιά στη
γιαγιά Margaret Isabella Dyer. Αγαπούσε πολύ τη γιαγιά της κι επηρέασε
το έργο της.
Αρχές 1893 οι Μποσάμπ πιάνουν μεγάλο σπίτι με κήπο
και δέντρα, στο Karori Chesney Wold, που αργότερα η Κάθριν το περιέγραψε
σε κείμενά της ως μοναχικό αρχοντικό. Από το 1895 πηγαίνει σχολείο
εκεί, με τις αδερφές της και κερδίζει βραβείο για ταξιδιωτικό κείμενο με
τίτλο «Ένα Θαλασσινό Ταξίδι» (A Sea Voyage), που είχε την εμπειρία του,
κάνοντας με το φέρι γραμμή Cook Strait-Picton & Anakiwa, επισκέψεις
στους συγγενείς. Το Μάη του 1898 με τις αδερφές της, γράφεται στο
γυμνάσιο θηλέων Wellington κι άμεσα δημοσιεύει στο περιοδικό του
σχολείου την «Enna Blake», καταφέρνοντας να τραβήξει την προσοχή, ως
πολλά υποσχόμενη νέα. Το επόμενο έτος ακολουθεί κι άλλο κείμενο που
δημοσιεύεται.
Την ίδια χρονιά μετακομίζουν στο 75 Tinakori Road,
(τώρα εκεί είναι Πρεσβεία των ΗΠΑ), λόγω ραγδαίας ανόδου του πατέρα της
στον επιχειρηματικό τομέα. Μέλος διοικητικού συμβουλίου του λιμανιού
του Ουέλινγκτον, διευθύνων σύμβουλος στην τράπεζα της Ν. Ζηλανδίας,
επίσης διευθύνει κι άλλες μικρότερες επιχειρήσεις. 1900-02 Φοιτά στο
εξαιρετικό Mary Anne Swainson's Fitzherbert Terrace School κι ένας από
τους καθηγητές της τη βρίσκει, «οργισμένη, ευφάνταστη, επινοητική στο
ψέμμα». Παχουλή, χέρια βουτηγμένα στο μελάνι και κυκλοθυμική, προφανώς
την είδε για απροσάρμοστη. Καμιά σχολική εργασία δεν την ένοιαζε κι όσες
έκανε, ήταν απρόσεκτες κι ατελείς. Ενδιαφερόταν μόνο για το μάθημα
τσέλου και για τη συμμαθήτριά της, Maata Mahupuku (Martha Grace) κι
έδειχνε σημαντική προσήλωση κι ευχαρίστηση.
Αρχές του 1903, η
οικογένεια φτάνει στο Λονδίνο και γράφει τα κορίτσια στο Queen's
College, Harley Street, που έμειναν τρόφιμες μέχρι το 1906. Ήταν
παραγωγική και παρακινητική περίοδος γι' αυτή, καθώς ανακαλύπτει τους:
Ερρίκο Ίψεν (Henrik Ibsen), Όσκαρ Ουάιλντ (Oscar Wilde), Arthur Symons,
Walter Pater & Ernest Dowson κι όλοι αυτοί επηρέασαν το μετέπειτα
έργο της. Επίσης επανασυνδέεται με τον Arnold Trowell από τις Βρυξέλλες,
συμμαθητή της στο μάθημα της μουσικής στο Ουέλινγκτον, συνάπτει σχέση
με μια ψηλή, αδέξια νέα γυναίκα, -αμέσως μετά τον θείο της Lesley
Moore-, την Ida Baker και της αλλάζει τ' όνομα σε Leslie Moore, ή LM.
Αρκετά κομμάτια της τα δημοσιεύει στο περιοδικό της σχολής, θίγοντας
πολλά καίρια θέματα με επιτυχία. Επιστρέφουν πίσω στα τέλη του 1906. Για
την Άιντα έγραψε: Πόσο δύσκολο είναι να ξεφύγεις από κάπου. Όσο
προσεχτικά κι αν πηγαίνεις σε κρατούν τα μικρά κομμάτια από τον εαυτό
σου, που αφήνεις πίσω ν' ανεμίζουν στους φράχτες... μικρά κουρέλια κι
αποκόμματα από την ίδια τη μεγάλη ζωή σου...
Το σπίτι όπου γεννήθηκε η Κ. Μάνσφηλντ, στο Θόρντον του Ουέλλινγκτον.
Στο
Ουέλινγκτον επιδίδεται αρχικά μ' ευχαρίστηση, στην κοινωνική ζωή, αλλά
σύντομα βαριέται κι αναπολεί το Λονδίνο. «Εκεί είναι η πραγματική ζωή»,
γράφει στο ημερολόγιό της, που μεταξύ άλλων δείχνει μελαγχολία για τη
ζωή της εκεί και προβληματισμούς, άλλους δικούς της, άλλους δανεισμένους
από τις σελίδες των Oscar Wilde, Elizabeth Robins αλλά κι από το
περιοδικό Marie Bashkirtseff. Σελίδες που θα της υπαγορεύσουν την ανάγκη
να πειραματιστεί λογοτεχνικά. Η περιφρόνησή της για το μέρος που ζει,
οφείλεται κυρίως στις αντιδράσεις τής εκεί κοινωνίας στον τρόπο ζωής
της. Δημιουργεί σχέσεις με άντρες και γυναίκες, συνεχίζει την
αλληλογραφία με τον Άρνολντ Τρόουελ και παράλληλα ξεκινά μια σύντομη
σχέση με τη κατά εννιά έτη μεγαλύτερή της, καλλιτέχνιδα Edith Kathleen
Bendall, (ΕΚΒ) με την οποία περνούσε ατέλειωτα Σαββατοκύριακα στο
πατρικό των Μποσάμπ, συζητώντας και γράφοντας κείμενα και ποιήματα. Για
την Ίντιθ έγραψε: Χτες πέρασα τη νύχτα στην αγκαλιά της κι απόψε τη
μισώ. Ερμηνεύοντάς το λέω πως τη μισώ γιατί δε μπορώ να πλαγιάσω στο
κρεβάτι μου και να μη νιώσω το μαγικό κορμί της. Αισθάνομαι ακόμα και
τώρα έντονα, τα χωρίς όρια ερωτικά ηδονικά ρίγη, έτσι όπως δεν είχα ποτέ
με κανέναν άντρα. Μ' ενθαρρύνει, με σκλαβώνει, κι η αυτή -το απόλυτο
κορμί της- είναι η λατρεία μου.
Παράλληλα υπήρχε η ΛΜ. Επίσης,
ξανάρχισε την περίπλοκη σχέση με τη Maata Mahupuku, που αποτελούσε γι'
αυτήν ακόμα μια λογοτεχνική έμπνευση. Για τη Μαάτα έγραψε: Μόνη σ' αυτό
το σιωπηλό δωμάτιο με τα ρολόγια, ζητώ απεγνωσμένα τη Μαάτα. Τη θέλω
έτσι όπως την είχα — τρομερά. Είναι βρώμικο το ξέρω, αλλά τόσο αληθινό.
Τι παράξενο πράγμα: αισθάνομαι ακατέργαστη, πρωτόγονη, άγρια, τρομερά
ερωτευμένη και ταυτόχρονα σχεδόν σα παιδί. Είχα σκεφτεί πως πάει,
πέρασε: Ωωω!!! Η σκέψη μου είναι σα ρωσικό μυθιστόρημα.
Τα
προβλήματα με την κοινωνία του Ουέλινγκτον και με τους γονείς ξεκίνησαν
το 1907, που έγραψε το «Leves Amores» (Φωτεινές Αγάπες) και μετά ζήτησε
από τον υπηρέτη της Matie Putnam, να το τυπώσει. Επειδή το είχε
υπογράψει ως Κ. Μάνσφιλντ, εκείνος το πρόσεξε και της το επέστρεψε για
να το διορθώσει — το Κάθριν το πέρασε στην υπογραφή της 10 χρόνια μετά.
Πλην όμως είχε προλάβει να το διαβάσει και φαίνεται πως το 'δειξε του
πατέρα της. Εκείνος παρόλο που απέρριπτε τις προτιμήσεις της, τη βοήθησε
αρκετά στο να στραφεί στη μεγάλη αγάπη της: στο γράψιμο, προσπαθώντας
να προωθήσει τα γραπτά της, μέσω φίλων δημοσιογράφων. Επίσης, παρ'όλο
που η ζωή της εκεί έδειχνε πληκτική, στο ημερολόγιό της βρίσκονται
ψήγματα ευτυχισμένων στιγμών. Γράφει διηγήματα εκείνη την εποχή, χωρίς
ιδιαίτερη επιτυχία. Τελικά καταφέρνει να πείσει τους δικούς της να της
επιτρέψουν να γυρίσει στο Λονδίνο, τον Ιούλιο του 1908, με ετήσιο
εισόδημα 100 λιρών.
Τα επόμενα χρόνια θα μπορούσε κανείς να τα
χαρακτηρίσει σαν μια χαοτική αναζήτηση και συλλογή ετερόκλητων εμπειριών
για κείνη. Δημοσίευσε λίγες ιστορίες, πούλησε το τσέλο και για να
συμπληρώνει το εισόδημά της έπαιρνε μέρος σε μουσικά σχήματα. Ερωτεύτηκε
το δίδυμο αδελφό του 'Αρνολντ, τον Garnet Trowell κι έμεινε έγκυος μαζί
του, μα εντελώς ανεξήγητα, παντρεύτηκε τον George Charles Bowden,
δάσκαλο μουσικής, στις 2 Μάρτη 1909 στο Paddington, με μάρτυρα τη ΛΜ και
τον χώρισε το ίδιο κιόλας βράδυ. Η μητέρα της θορυβημένη απ' αυτά τα
καμώματα, φτάνει στο Λονδίνο οργισμένη, τη χωρίζει από τη ΛΜ, τη
συνοδεύει με το ζόρι στο σπα του Bad Worishofen, Γερμανία και μετά
απογοητευμένη από τη στάση της, επιστρέφει στο Ουέλινγκτον και την
αποκληρώνει. Αυτοί οι έξι μοναχικοί μήνες στη Γερμανία, που κατά τη
διάρκειά τους, αποβάλει, είναι βάση για τις επόμενες ιστορίες που
δημοσιεύει μεταξύ 1910-11, στο λογοτεχνικό περιοδικό The New Age, του
εκδότη A.R. Orage. Την βοήθησε επίσης η στενή σχέση της με μια μέντορά
της και πολύ καλή γνωρίμια, τη Beatrice Hastings.
Στα τέλη του
1911 έχει αρχίσει να εμφανίζει προβλήματα με την υγεία της. Συχνές
πλευρίτιδες, παράλληλα με μια χρόνια μόλυνση, πιθανότατα, αφροδισιακής
προέλευσης. Ωστόσο ξεκινά να χτίζει τη φήμη της εκείνη την περίοδο, μαζί
με την πεποίθηση πως η θέση των γυναικών ήταν αρκετά υποβαθμισμένη. Δεν
είναι τυχαίο, πως σε πολλές ιστορίες της περιόδου εκείνης, η
ηρωΐδα-αφηγήτρια, είναι νεαρή γυναίκα, μοναχική, ευάλωτη, αφελής,
επανεξετάζει τη θέση και το ρόλο της στην κοινωνία, σκεπτόμενη πως οι
άντρες κρατάνε τα σκήπτρα, το δικαίωμα σ' όλα τ' αγαθά κι όσο για το
σεξ, οι άντρες απολαμβάνουν, ενώ οι γυναίκες υφίστανται τις συνέπειες.
Το 1ο της βιβλίο που συγκέντρωσε αυτές τις ιστορίες είναι το, «Σε Μια
Γερμανική Πανσιόν» και κυκλοφόρησε το 1911. Μερικές απ' αυτές τις
ιστορίες είναι: «Αυτό Το Άνθος» (This Flower) & «Στον Κόλπο» (At The
Bay) κ.ά.
Τον Δεκέμβρη του 1911, γνωρίζεται με τον σπουδαστή
της Οξφόρδης κι εκδότη του περιοδικού Rhythm, John Middleton Murry και
στην πρόσκλησή της, έγινε νοικάρης κι έπειτα εραστής της. Μπορεί να
παντρεύτηκαν μετά από επτά χρόνια, οι δύο «τίγρεις» (έτσι τους έλεγαν)
μα δέθηκαν πολύ από εκεί κι έπειτα. Στα προσεχή δυο χρόνια, η φήμη της
ανέβαινε. Μαζί εξέδωσαν τον Ρυθμό και μετά το διάδοχό του έντυπο, το
Blue Review, όπου δημοσίευσε μερικές ιστορίες της από τη Ν. Ζηλανδία. Τα
οικονομικά τους συνέχιζαν να είναι άθλια κι άλλαζαν τακτικά σπίτι. Δεν
κατάφερε ν' αποτρέψει τη χρεωκοπία του Μάρι, που ακολούθησε την παραμονή
τους στο Παρίσι, στα τέλη του 1913.
συνέχεια στην βικιπαίδεια