Ο Στράτος Διονυσίου (Νιγρίτα, 8 Νοεμβρίου 1935 – Αθήνα, 11 Μαΐου 1990) ήταν Έλληνας λαϊκός τραγουδιστής, συνθέτης και τραγουδοποιός.
Παιδιά του είναι οι επίσης τραγουδιστές Στέλιος Διονυσίου , Διαμαντής Διονυσίου και Άγγελος Διονυσίου.
Θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς τραγουδιστές που υπήρξαν και με τεράστιες διαχρονικές επιτυχίες.
Πρώιμα χρόνια
Ο Διονυσίου γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1935 στη Νιγρίτα των Σερρών. Ο Διονυσίου ήταν γιος του Άγγελου και της Στάσας Διονυσίου, προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Το 1947, μετακόμισε στον Επτάλοφο των Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης. Έναν χρόνο αργότερα, ο πατέρας του απεβίωσε. Το 1955 παντρεύτηκε τον παιδικό του έρωτα, τη Γεωργία Λαβένη, με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Άγγελο, την Τασούλα, τον Στέλιο και τον Διαμαντή. Υπήρξε οπαδός του ΠΑΟΚ.
Αφού τραγουδούσε αμισθί σε νυχτερινά κέντρα και αφού εργάστηκε ως μικροπωλητής και ράφτης, ο Διονυσίου έκανε το ντεμπούτο του ως επαγγελματίας τραγουδιστής στο κέντρο Φαρίντα της Θεσσαλονίκης. Από τις πρώτες του εμφανίσεις το 1959, Διονυσίου τράβηξε το ενδιαφέρον κάποιων καλλιτεχνών, οι οποίοι τον προέτρεπαν να κατέβει στην Αθήνα για να κάνει σημαντικότερες συνεργασίες.
Ο Ρόμπερτ "Μπομπ" Νέστα Μάρλεϊ (Robert Nesta "Bob" Marley, Νάιν Μάιλς, Σεντ Ανν Πάρις, Τζαμάικα, 6 Φεβρουαρίου 1945 - Μαϊάμι, Φλόριντα, ΗΠΑ, 11 Μαΐου 1981) ήταν Τζαμαϊκανός τραγουδιστής, συνθέτης, κιθαρίστας και ακτιβιστής. Είναι ευρέως ο πιο γνωστός ρέγκεκαλλιτέχνης.
Με τραγούδια όπως τα "I Shot the Sheriff", "No Woman, No Cry", "Three Little Birds", "Exodus", "Could You Be Loved", "Jamming", "Redemption Song" και "One Love", η μεταθανάτια συλλογή του Legend (1984) πούλησε τα περισσότερα αντίτυπα στην ιστορία της ρέγκε μουσικής —περισσότερα από 12 εκατομμύρια.
Πρώτα χρόνια ζωής και καριέρας
Ο Μάρλεϊ γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό, το Nine Mile, του Saint Ann Parish, στη Τζαμάικα. Το πλήρες όνομά του ήταν Νέστα Ρόμπερτ Μάρλεϊ. Ένας τζαμαϊκανός υπάλληλος της υπηρεσίας διαβατηρίων θα του αλλάξει στη συνέχεια το πρώτο με το μεσαίο του όνομα. Ο πατέρας του, Norval Sinclair Marley, (γεννημένος το 1895) ήταν λευκός Τζαμαϊκανός με αγγλική καταγωγή, που ζούσε στο Λίβερπουλ. Ο Norval ήταν ναυτικός αξιωματούχος, καπετάνιος και επιθεωρητής φυτειών, όταν γνώρισε και παντρεύτηκε την Σεντέλα Μπούκερ (1926- 2008), μια μαύρη Τζαμαϊκανή μόλις δεκαεννιά χρονών τότε. Ο Norval παρείχε οικονομική υποστήριξη στη γυναίκα και το παιδί του, αλλά σπάνια τους έβλεπε, λόγω των συχνών μακρινών ταξιδιών του. Το 1955, όταν ο Μάρλεϊ ήταν 10 χρονών, ο πατέρας του πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 60 ετών. Ο Μάρλεϊ ήταν θύμα ρατσισμού στην παιδική του ηλικία λόγω της ανάμεικτης καταγωγής του και ήρθε αντιμέτωπος με ερωτήσεις για τη φυλετική του ταυτότητα κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Κάποτε δήλωσε: Δεν είμαι προκατειλημμένος απέναντι του. Ο πατέρας μου ήταν λευκός και η μητέρα μου μαύρη. Με φωνάζουν μιγά ή κάπως έτσι. Δεν είμαι σε καμία πλευρά. Ούτε στη μαύρη, ούτε στη λευκή. Είμαι στου Θεού την πλευρά, Αυτού που με έπλασε και με έκανε να προέρχομαι από τη μαύρη και τη λευκή.
Ο Μάρλεϊ και η μητέρα του μετακόμισαν σε μια φτωχογειτονιά του Κίνγκστον, στη Trenchtown, μετά το θάνατο του Norval. Αναγκάστηκε να μάθει αυτοάμυνα για να υπερασπίζει τον εαυτό του από παλικαρισμούς που τον είχαν σαν στόχο λόγω της καταγωγής και του αναστήματος του (1.63 μ. ύψος). Κέρδισε τελικά φήμη για τη φυσική του δύναμη και το ψευδώνυμο «Tuff Gong».
Ο Μάρλεϊ έγινε φίλος με τον Neville "Bunny" Livingston (αργότερα γνωστός ως Bunny Wailer), με τον οποίο ξεκίνησε να παίζει μουσική. Παράτησε το σχολείο σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και ξεκίνησε να εργάζεται ως μαθητευόμενος σε ένα σιδεράδικο. Στον ελεύθερο χρόνο του, αυτός και ο Livingston έπαιζαν μουσική με τον Joe Higgs, ένα τοπικό τραγουδιστή που είχε ασπαστεί τον Ρασταφαριανισμό και θεωρείται από πολλούς μέντορας του Μάρλεϊ. Σε μια τέτοια συνεύρεση με τον Higgs και τον Livingston, ο Μάρλεϊ γνώρισε τον Peter McIntosh (αργότερα γνωστό ως Peter Tosh), με τον οποίο είχαν κοινές μουσικές φιλοδοξίες.
Το 1962, ο Μάρλεϊ ηχογράφησε τα πρώτα του δύο singles, "Judge Not" και "One Cup of Coffee", με έναν τοπικό παραγωγό, Leslie Kong. Τα τραγούδια κυκλοφόρησαν από την εταιρία Beverley με το ψευδώνυμο Μπόμπι Μάρτελ, ελκύοντας ελάχιστο ενδιαφέρον. Τα ίδια τραγούδια επανακυκλοφόρησαν σε μια μεταθανάτια συλλογή με τη δουλειά του Μάρλεϊ, Songs of Freedom.
Ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (19 Σεπτεμβρίου 866 – 11 Μαΐου 912) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 886 έως το 912. Μαθητής του Φωτίου με εξαιρετική μόρφωση διακρίθηκε ως δόκιμος συγγραφέας και ενθουσιώδης ρήτορας. Έγραψε εκτενή επιτάφιο για τον πατέρα του, ποιήματα, λόγους και ομιλίες, που συνήθιζε να εκφωνεί ο ίδιος στις εκκλησιαστικές γιορτές και ένα στρατιωτικό εγχειρίδιο, τα Τακτικά. Για τη συγγραφική του δραστηριότητα πήρε το προσωνύμιο «Σοφός».
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε το 866 και ήταν γιος του ιδρυτή της Μακεδονικής δυναστείας Βασιλείου Α΄ και της αυτοκράτειρας Ευδοκίας Ιγγερίνας. Η Ευδοκία εκτός από σύζυγος του Βασιλείου Α΄ ήταν ερωμένη του Μιχαήλ Γ΄ τελευταίου αυτοκράτορα από την προηγούμενη δυναστεία γι'αυτό πολλοί ιστορικοί πιστεύουν ότι ο Λέων ήταν νόθος γιος του Μιχαήλ και όχι γιος του Βασιλείου.Το 867 ο Μιχαήλ δολοφονήθηκε από τον Βασίλειο ο οποίος ανακηρύχτηκε νέος αυτοκράτορας και ο γενάρχης της Μακεδονικής δυναστείας. Σαν δεύτερος γιος δεν προοριζόταν να κυβερνήσει αλλά έγινε διάδοχος του θρόνου μετά τον πρόωρο θάνατο του μεγαλύτερου ετεροθαλούς αδελφού του Κωνσταντίνου (879). Ο Λέων είχε άσχημες σχέσεις με τον πατέρα του οι οποίες χειροτέρεψαν μετά τον θάνατο της μητέρας του, ο ίδιος αγαπούσε την Ζωή Ζαούτζαινα ενώ ο Βασίλειος του επέβαλε για πολιτικούς λόγους να παντρευτεί την Θεοφανώ Μαρτινιακή. Ο Βασίλειος πάντρεψε την Ζωή με έναν αξιωματούχο τον οποίο αργότερα ο Λέων τύφλωσε όταν ανακάλυψε ότι συνωμοτούσε εναντίον του. Όταν στις 29 Αυγούστου 886 ο Βασίλειος πέθανε ύστερα από δυστύχημα σε κυνήγι, στο νεκροκρέβατο του δήλωσε ότι ο θάνατος του ήταν δολοφονία στην οποία είχε αναμειχθεί και ο γιος του Λέων.
Η Λασκαρίνα "Μπουμπουλίνα" Πινότση (Κωνσταντινούπολη, 11 Μαΐου 1771 - Σπέτσες, 22 Μαΐου 1825) ήταν Ελληνίδα ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Πιθανότατα, υπήρξε η πιο σπουδαία γυναίκα που έλαβε μέρος στην επανάσταση. Μετά θάνατον, έλαβε τιμητικά από την Ελληνική Πολιτεία το βαθμό της Υποναυάρχου. Πολέμησε ηρωικά το 1821.
Βιογραφία
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είχε καταγωγή από 'Υδρα. Γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 1771, όταν η μητέρα της Σκεύω επισκέφτηκε τον σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά (1769-1770). Την βάφτισε και της έδωσε το όνομά της εκεί ο φυλακισμένος πολέμαρχος της Μάνης, Παναγιώτης Μούρτζινος.
Μετά τον θάνατο του Πινότση στη φυλακή, μητέρα και κόρη επέστρεψαν στην 'Υδρα. Μετακόμισαν στις Σπέτσες 4 χρόνια αργότερα, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λαζάρου Ορλώφ. Από την ένωση αυτή η Μπουμπουλίνα απέκτησε οκτώ ετεροθαλή αδέρφια.
Παντρεύτηκε δυο φορές, στην ηλικία των 17 με τον Σπετσιώτη Δημήτριο Γιάννουζα και στην ηλικία των 30 ετών με τον Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Και οι δυο σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές. Της άφησαν, ωστόσο, μια τεράστια περιουσία, την οποία ξόδεψε εξ ολοκλήρου για να αγοράσει καράβια και εξοπλισμό για την Ελληνική Επανάσταση.
Όταν η Μπουμπουλίνα έγινε χήρα για δεύτερη φορά, είχε έξι παιδιά: τρία από τον πρώτο της γάμο, τον Ιωάννη,τον Γεώργιο και τη Μαρία, και τρία από τον δεύτερο γάμο της: την Σκεύω, την Ελένη και τον Νικόλαο. Επίσης είχε και τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της, έχοντας υπό την κατοχή της πλοία, γη και χρήματα (τα μετρητά που είχε κληρονομήσει από τον Μπούμπουλη ήταν πάνω από 300.000 τάλαρα. Κατάφερε να αυξήσει την περιουσία της με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες. Το ακρόπρωρο του πλοίου "Αγαμέμνων" της Μπουμπουλίνας με κυβερνήτη το γιο της Ιωάννη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο
Αρχικά έγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία ενώ αργότερα κατασκεύασε τρία δικά της, το ένα από τα οποία με το όνομα Αγαμέμνων πήρε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, μήκους 48 πήχεων και έχοντας 18 κανόνια, η ναυπήγηση του οποίου κόστισε 75.000 τάλαρα. Το όνομα αυτό το έδωσε στη ναυαρχίδα της από τον ομηρικό βασιλιά των Μυκηνών, Αγαμέμνονα, που οδήγησε τους Έλληνες στον Τρωικό πόλεμο. Αυτό δείχνει πόσο τιμούσε η Μπουμπουλίνα την ελληνική ιστορική της κληρονομιά και τι συμβόλιζε το όνομα του πλοίου της.
Το 1816 η Οθωμανική Αυτοκρατορία θέλησε να κατασχέσει την περιουσία της με τη δικαιολογία ότι τα πλοία του δεύτερου άντρα της, συμμετείχαν με τον ρωσικό στόλο στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, μετά απὀ καταγγελίες συγγενών της, που εποφθαλμιούσαν την περιουσία της. Τότε η Μπουμπουλίνα πήγε στην Κωνσταντινούπολη με το πλοίο της Κανάκης, όπου συνάντησε τον Ρώσο, Φιλέλληναπρεσβευτή Στρογκόνωφ, από τον οποίο ζήτησε να την προστατέψει επικαλούμενη τις υπηρεσίες του συζύγου της στον ρωσικό στόλο και το γεγονός ότι τα πλοία της είχαν τότε ρωσική σημαία, βάση της Συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, το 1774. Τότε εκείνος για να την σώσει από την επικείμενη σύλληψή της από τους Τούρκους, την έστειλε στην Κριμαία της νότιας Ρωσίας, στη Μαύρη Θάλασσα, σε ένα κτήμα που της δόθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α'. Πριν όμως πάει εκεί, κατάφερε να συναντήσει τη μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, την Βαλιντέ Σουλτάνα. Η Σουλτάνα εντυπωσιάστηκε από τον χαρακτήρα της Μπουμπουλίνας και έπεισε τον γιο της να υπογράψει φιρμάνι, με το οποίο δεν θα άγγιζε την περιουσία της και δεν θα την συνελάμβανε. Η Μπουμπουλίνα αφού έμεινε στην Κριμαία για περίπου τρεις μήνες περιμένοντας να ηρεμήσει η κατάσταση, έφυγε για στις Σπέτσες όταν κατάλαβε ότι ο κίνδυνος είχε πλέον απομακρυνθεί.
Η Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή, στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές, καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, ενώ ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου Αγαμέμνων, της ναυαρχίδας της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820. Για τη ναυπήγηση του Αγαμέμνονα καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο, αλλά η Μπουμπουλίνα κατάφερε να ολοκληρώσει την κατασκευή του δωροδοκώντας τον απεσταλμένο Τούρκο επιθεωρητή στις Σπέτσες και πετυχαίνοντας την εξορία αυτών που την κατήγγειλαν. Το 1819 η Μπουμπουλίνα επισκέφθηκε και πάλι την Κωνσταντινούπολη.
Την ίδια περίοδο έρχεται σε ρήξη με τα παιδιά του δεύτερου συζύγου της από τον πρώτο του γάμο-΄τον Παντελή και τον Γιάννη- όταν διεκδικούν το μερίδιο από την πατρική περιουσία. Κατέφυγαν όχι σε τουρκικό δικαστήριο, ούτε στην εκκλησιαστική αρχή στην οποία υπάγονταν: στη μητρόπολη Ναυπλίου και Άργους, αλλά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για μεγαλύτερο κύρος. Εκείνο έκδωσε επιτίμιο, ίνα η ρηθείσα Λασκαρίνα[...] φοβειθείσα[...] την αιώνιον κόλασιν [...] παύσηται πάσης διαστροφής και ματαίας προφασεως και μη φανερώση εις μέσον οσάπερ κατακρατεί άσπρα, ομολογίας, ρουχικά ή άλλα κινητά και ακίνητα πράγματα [...]. Στη συνέχεια καταφεύγουν τα δύο αδέλφια στους προεστούς των Σπετσών, οι οποίοι περιορίζονται σε μια καταγραφή της περιουσίας της χωρίς όμως και να δίνουν λύση στην ενδοοικογενειακή διαφορά. Με το επιτίμιο και την έκθεση των προκρίτων καταφεύγουν τα δύο αδέλφια στη συνέχεια, στο Βουλευτικό, το οποίο δεν έλαβε θέση, εκτιμώντας το μέγεθος της προσφοράς της Μπουμπουλίνας στον Ελληνικό Αγώνα.
Σικάγο 11 Μαΐου του 1894 Η απεργία στην "Πούλμαν": Πολύμηνη απεργιακή κινητοποίηση στην εταιρεία κατασκευής βαγονιών «Πούλμαν» στο Σικάγο, με αιματηρή κατάληξη και ήττα του αμερικανικού συνδικαλιστικού κινήματος. Αφορμή υπήρξε η μείωση των μισθών κατά 28% και η απόλυση τριών συνδικαλιστών τον Μάιο του 1894. Ιδιοκτήτης της εταιρείας ήταν ο Τζορτζ Πούλμαν (1831-1897) εφευρέτης του βαγκόν-λι και όνομα οικείο στις μέρες μας (Πούλμαν ονομάζουμε ακόμα και σήμερα τα λεωφορεία). Ο Πούλμαν, συν τοις άλλοις, υπήρξε ένας φιλάνθρωπος καπιταλιστής, καθώς πίστευε ότι οι εργατικές αναταραχές προέρχονται από τις χαμηλές αμοιβές και τις κακές συνθήκες ζωής των εργαζομένων. Γι' αυτό φρόντιζε να καλοπληρώνει τους υπαλλήλους του και μάλιστα τους έκτισε μια πόλη στα νότια του Σικάγου για να τους στεγάσει. Στην πόλη του Πούλμαν οι κάτοικοι ζούσαν σε άνετα διαμερίσματα, με τρεχούμενο νερό, γκάζι και αποχέτευση, κάτι πρωτόγνωρο για την εποχή. Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση παρεχόταν δωρεάν, ενώ υπήρχε ελεύθερη πρόσβαση σε μια δημόσια βιβλιοθήκη, που προικίστηκε με 5.000 τόμους από την προσωπική βιβλιοθήκη του Πούλμαν. Όμως, οι καλές μέρες δεν διαρκούν πολύ και η οικονομική κρίση που έπληξε τις ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα χτύπησε και την πόρτα της Πούλμαν. Η εταιρεία ως πρόσφορο μέσο επέλεξε τη μείωση των μισθών, χωρίς, όμως να μειώσει τα ενοίκια όσων ζούσαν στα σπίτια της. Οι συνδικαλιστές αντέδρασαν και η εργοδοσία, σε μία επίδειξη πυγμής, απέλυσε τρεις εκπροσώπους των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι αποφάσισαν απεργία διαρκείας από τις 11 Μαϊου 1894, με την κάλυψη της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Σιδηροδρομικών (ARU), της οποίας ηγείτο ο Γιουτζίν Ντεμπς. Παρά την αντίδρασή του, καθώς φοβόταν δυναμική επέμβαση της κυβέρνησης, στο πλευρό των απεργών τάχθηκαν χιλιάδες σιδηροδρομικοί, που μποϊκόταραν όσους συρμούς χρησιμοποιούσαν βαγόνια της «Πούλμαν». Οι σιδηροδρομικές συγκοινωνίες σε μεγάλο μέρος των Ηνωμένων Πολιτειών παρέλυσαν. Στα μέσα Ιουνίου η ARU πρότεινε στην «Πούλμαν» να λυθεί η διαφορά της με τους απεργούς, μέσω διαιτησίας. Η εταιρεία, που, εν τω μεταξύ, είχε κηρύξει ανταπεργία (lock out), αρνήθηκε. Σε μια ειρηνική διαδήλωση των απεργών στις 29 Ιουνίου στο Σικάγο, κάποιοι αναρχικοί εμφανίστηκαν με το μαξιμαλιστικό σύνθημα «Εκτροχιάστε τα τρένα, καταστρέψτε τα εργοστάσια, κάψτε ό,τι κινείται». Ήταν η ευκαιρία που ζητούσε ο Υπουργός Δικαιοσύνης Ρίτσαρντ Όνλεϊ για να στείλει στην περιοχή τις ομοσπονδιακές δυνάμεις, παρά την αντίδραση του Δημάρχου του Σικάγου και του Κυβερνήτη του Ιλινόις. Στις 3 Ιουλίου με τη θέα των ομοσπονδιακών, το πλήθος εξαγριώθηκε και άρχισε να προβαίνει σε βανδαλισμούς. Στην εξέλιξη αυτή συνετέλεσε και η απαγόρευση της επικοινωνίας συνδικαλιστών και απεργών, που είχε επιβληθεί με δικαστική απόφαση. Τώρα, οι αναρχικοί είχαν το πάνω χέρι. Μόνο στις 6 Ιουλίου 700 βαγόνια της «Πούλμαν» κάηκαν και προκλήθηκαν ζημιές ύψους 340.000 δολαρίων στα εργοστάσιά της. Την επόμενη μέρα μια μεγάλη φωτιά κατέστρεψε τα κτίρια μιας έκθεσης σε κεντρικό πάρκο του Σικάγου. Ήταν η ώρα των δυνάμεων καταστολής, που αριθμούσαν 14.000 άνδρες. Χτύπησαν στο ψαχνό, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους γύρω στους 30 διαδηλωτές και να τραυματιστούν πάνω από 20. Η απεργία, έχοντας χάσει τον προσανατολισμό της, άρχισε να φυλλορροεί, αφού δεν είχε την υποστήριξη της Αμερικάνικης Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών (AFL). Η ALU προσφέρθηκε να μεσολαβήσει για λύση της απεργίας, αν η «Πούλμαν» ξαναπροσλάμβανε τους απολυμένους συνδικαλιστές. Η εταιρεία, που είχε τώρα το πάνω χέρι, αρνήθηκε και στις 2 Αυγούστου 1859 άνοιξε και πάλι τα εργοστάσιά της, χωρίς την παραμικρή υποχώρηση προς τους εργαζομένους. Τους έβαλε, μάλιστα, να υπογράψουν ένα χαρτί ότι δεν θα ξανασυνδικαλιστούν. Ο ηγέτης της Αμερικανικής Ένωσης Σιδηροδρομικών Γιουτζίν Ντεμπς (1855-1926) καταδικάσθηκε σε εξάμηνη φυλάκιση για τα επεισόδια του Ιουλίου και η οργάνωση διαλύθηκε. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του διάβασε Μαρξ κι έγινε ένας από τους φλογερότερους σοσιαλιστές. Έθεσε υποψηφιότητα για Πρόεδρος των ΗΠΑ πέντε φορές και έλαβε το καλύτερο ποσοστό του 6% στις εκλογές του 1912. Πηγή sansimera.gr
Ο Ζαν-Λεόν Ζερόμ (Jean-Léon Gérôme, Βεζούλ, 11 Μαΐου 1824 – Παρίσι,
10 Ιανουαρίου 1904) ήταν Γάλλος ζωγράφος και ακαδημαϊκός, ένας από τους
πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της τελευταίας φάσης του
νεοκλασικισμού στη Γαλλία, ο οποίος συνδύαζε τις νεοκλασικές ιδέες με
την οριενταλιστική εικονογραφία. Στο εύρος τού έργου του περιλαμβάνονται ιστορική ζωγραφική, αλλά και θέματα από την ελληνική μυθολογία, που φέρνουν την Ακαδημαϊκή ζωγραφική παράδοση σε μια καλλιτεχνική κορύφωση.
Βιογραφία
Ο Ζαν-Λεόν Ζερόμ ήταν γιος χρυσοχόου, πήγε σχολείο στη Βεζούλ (Vesoul) και μαθήτευσε στο εργαστήριο του Πωλ Ντελαρός (Paul Delaroche, 1797 - 1859) στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού το 1842. Στη συνέχεια, το 1844, σπούδασε κοντά στον Σαρλ Γκλερ (Charles Gleyre, 1818 - 1874), αλλά μόνο για τρεις μήνες. Αργότερα ταξίδεψε στην Ιταλία,
όπου παρέμεινε για ένα χρόνο. Ο Ζερόμ, ως ένθερμος οπαδός του
Νεοκλασικισμού, τέθηκε επικεφαλής μιας ομάδας νέων καλλιτεχνών, γνωστής
ως «Οι Νεοέλληνες», οι οποίοι συγκεντρώνονταν στο ιστορικό Καφέ Λε Προκόπ (Café Le Procope) του Μονπαρνάς.
Κατά τη διάρκεια της Ιουλιανής Μοναρχίας στη Γαλλία, η «επίσημη» φιλοσοφία για την τέχνη ήταν η αποκαλούμενη "juste milieu" (προφέρεται ζυστ μιλιέ), δηλαδή ένας ενδιάμεσος συνδυασμός νεοκλασικών ιδεών και ενός ανερχόμενου ρομαντισμού,
αλλά και ενός συγκαλυμμένου ερωτισμού, πολύ δημοφιλούς στα κοινωνικά
στρώματα της παρισινής μπουρζουαζίας. Η φιλοσοφία αυτή βρήκε την
πραγμάτωσή της στον πίνακα του Ζερόμ «Η Κοκορομαχία» (1847), έξοχο
δείγμα νεοκλασικής τεχνοτροπίας, για τον οποίο τιμήθηκε με μετάλλιο,
όταν εκτέθηκε στο Σαλόν του 1847 στο Παρίσι.
Το 1852, ο Ζερόμ έφυγε για τη Ρωσία, λόγω όμως του επικείμενου Κριμαϊκού πολέμου, κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή ήταν η πρώτη του γνωριμία με την Ανατολή. Τον επόμενο χρόνο ταξίδεψε στη Γερμανία και την Ουγγαρία, όπου κάνοντας ένα σταθμό, ζωγράφισε το στρατόπεδο των Ρώσων στρατιωτών, και ο πίνακας εκτέθηκε στο Σαλόν του 1854.
Στην Παγκόσμια Έκθεση του 1855 στο Παρίσι, ο Ζερόμ καθιερώθηκε ως ο ηγέτης των Γάλλων Οριενταλιστών. Την επομένη χρονιά ταξίδεψε στην Αίγυπτο μαζί με το θεατρικό συγγραφέα Εμίλ Ωζιέ (Emile Augier, 1820 – 1889), τον γλύπτη Ωγκύστ Μπαρτολντί (Auguste Bartholdi, 1834 – 1904, που έχει φιλοτεχνήσει το Άγαλμα της Ελευθερίας στο λιμάνι της Νέας Υόρκης) και άλλους φίλους του ζωγράφους, διέπλευσε επανειλημμένα το Νείλο και παρέμεινε για τέσσερις μήνες στο Κάιρο.
Το ταξίδι αυτό ήταν καθοριστικό για τον Ζερόμ, που ήρθε σε άμεση επαφή
με το περιβάλλον και την ατμόσφαιρα μιας χώρας, που τόσο πολύ τον
ενέπνευσε στο έργο του. Με τις εμπειρίες από το ταξίδι του αυτό, ο Ζερόμ
φιλοτέχνησε πολλούς πίνακες, με μια νέα καλλιτεχνική προσέγγιση, όπως
«Αρβανίτες που παίζουν σκάκι» (1859) και «Το φρουραρχείο των Αρβανιτών
στο Κάιρο» (1861).
Όταν ο Ζερόμ επέστρεψε στο εργαστήριό του στην οδό Νοτρ-Νταμ-ντε-Σαμπ (Notre-Dame-des-Champs) στο Παρίσι, τον επισκέφτηκε σ’ αυτό ο Θεόφιλος Γκωτιέ,
ο οποίος με έκπληξη διαπίστωσε το πλήθος των σχεδίων που είχε
φιλοτεχνήσει ο ακούραστος αυτός «καλλιτέχνης-ταξιδευτής». Το 1862, όταν ο
Ζερόμ επέστρεψε στην Αίγυπτο, επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην
οριενταλιστική τέχνη. Πήγε ακόμη στη Συρία και την Ιερουσαλήμ,
διευρύνοντας έτσι το πεδίο της «ανθρωπολογικής» εμπειρίας του. Μετά την
επιστροφή του στο Παρίσι το 1863, ο Ζερόμ παντρεύτηκε τη Μαρί Γκουπίλ
(Marie Goupil, 1842 - 1912), κόρη ενός πλούσιου και με μεγάλο κύρος
εμπόρου τέχνης. Την ίδια χρονιά εξέθεσε στο Σαλόν το έργο του «Ο
Δεσμώτης» (1863, Μουσείο Καλών Τεχνών, Νάντη). Το 1864 έγινε καθηγητής στην νεοσυσταθείσα τότε Σχολή Καλών Τεχνών (École des Beaux-Arts).
Το 1868, ο Ζερόμ ξεκίνησε μια μεγάλη περιοδεία στην Αίγυπτο και τη Μικρά Ασία μαζί με το συγγραφέα Εντμόν Αμπού (Edmond About, 1828 - 1885). Ταξίδεψαν γύρω από τη Νεκρή Θάλασσα, επισκέφτηκαν το Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, δέχτηκαν επίθεση από ληστές στην Πέτρα της Ιορδανίας και κατέληξαν στην Ιερουσαλήμ, όπου ο Ζερόμ ζωγράφισε το «Γολγοθά», που εκτέθηκε στο Σαλόν του 1868.
Ο Ζερόμ επέστρεψε και πάλι στην Αίγυπτο, όπου παραβρέθηκε στη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ το 1869. Επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια και το Κάιρο. Αργότερα πραγματοποίησε πολλά ακόμη ταξίδια στην Τουρκία (1871), την Ισπανία και την Αλγερία (1873), ξανά στην Τουρκία, την Ελλάδα και την Παλαιστίνη
(1879 – 1880). Η γοητεία της Ανατολής κεντρίζει το ενδιαφέρον του και
επικεντρώνει στα επόμενα χρόνια σε οριενταλιστικής φύσης πίνακες, με
ερωτικά θέματα, γυμνότητα γυναικείων σωμάτων και ατμόσφαιρα
αισθησιασμού. Το 1865 εξελέγη μέλος του Ινστιτούτου της Γαλλίας (Institute de France). Πέθανε το 1904 σε ηλικία 79 ετών και ο τάφος του βρίσκεται στο Κοιμητήριο της Μονμάρτρης (Cimetière de Montmartre).
Salvador Dali and Coco Chanel... Ο Σαλβαδόρ Νταλί (11 Μαΐου 1904 — 23 Ιανουαρίου 1989) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς ζωγράφους. Συνδέθηκε με το καλλιτεχνικό κίνημα του υπερρεαλισμού στο οποίο ανήκε για ένα διάστημα. Αποτελεί έναν από τους περισσότερο γνωστούς ζωγράφους του 20ου αιώνα και μια πολύ εκκεντρική φυσιογνωμία της σύγχρονης τέχνης.
Ο Νταλί (πλήρες όνομα Salvador Felip Jacint Dalí Domènech) γεννήθηκε στην πόλη Φιγκέρες της Ισπανίας και ανήκε σε μια οικονομικά ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και συμβολαιογράφος, αλλά δεν φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης με τις ικανότητες του Νταλί στη ζωγραφική και το σχέδιο, ικανότητες που έδειξε ότι διέθετε σε σχετικά νεαρή ηλικία. Χάρη κυρίως στην συμπαράσταση της μητέρας του, ο Νταλί παρακολούθησε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Δημοτική σχολή σχεδίου της πόλης του. Tο 1916 φιλοξενήθηκε από την οικογένεια του τοπικού καλλιτέχνη Ramon Pichot, της πόλης Καδακές, στη διάρκεια θερινών διακοπών της οικογένειας Νταλί, όπου και ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με την μοντέρνα ζωγραφική.
Σε ηλικία 15 ετών, ο Νταλί συμμετείχε στη δημόσια έκθεση του Δημοτικού Θεάτρου του Φιγκέρες, το 1919. Το 1921 έχασε την μητέρα του από καρκίνο ενώ μετά το θάνατό της, ο πατέρας του παντρεύτηκε την αδελφή της, γεγονός που δεν αποδέχτηκε ο Νταλί, ο οποίος ένα χρόνο αργότερα εγκαθίσταται στη Μαδρίτη όπου και ξεκινά τις σπουδές του στην Ακαδημία των Τεχνών (Academia de San Fernando).
Αυτή την περίοδο, ο Νταλί πειραματίζεται με τον κυβισμό, αν και οι γνώσεις του γύρω από το νέο αυτό κίνημα είναι αρχικά ελλιπείς και στη Μαδρίτη δεν υπάρχουν άλλοι κυβιστές καλλιτέχνες. Επίσης, έρχεται σε επαφή με το ριζοσπαστικό κίνημα του ντανταϊσμού το οποίο θα επηρεάσει σημαντικά το έργο του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Συνδέεται παράλληλα φιλικά με τον ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και με τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ. Το 1926 αποβάλλεται από την ακαδημία λίγο πριν τις τελικές του εξετάσεις, καθώς δηλώνει πως κανένας από τους καθηγητές του δεν είναι άξιος να τον κρίνει. Την ίδια χρονιά, επισκέπτεται για πρώτη φορά το Παρίσι όπου συναντά τον Πικάσσο, ο οποίος είχε ήδη κάποια γνώση γύρω από το έργο του Νταλί. Τα επόμενα χρόνια, στα έργα του Νταλί αποτυπώνονται ισχυρές επιδράσεις από το έργο του Πικάσο αλλά ταυτόχρονα αρχίζει να διαφαίνεται ένα προσωπικό ύφος στους πίνακες του Νταλί. Οι εκθέσεις έργων του στη Βαρκελώνη προκαλούν αρκετές συζητήσεις αλλά και διαφωνίες μεταξύ των κριτικών τέχνης.
Το 1929, ο Νταλί συνεργάζεται με τον Λουίς Μπουνιουέλ για τη δημιουργία της ταινίας μικρού μήκους Ανδαλουσιανός Σκύλος. Ο Νταλί βοηθά ουσιαστικά στο σενάριο της ταινίας, η οποία αποτελεί έως σήμερα την πιο καθαρή εφαρμογή του υπερρεαλισμού στον κινηματογράφο. Παράλληλα, ο Νταλί γνωρίζει την μελλοντική σύζυγο του και μούσα του, Ελένα Ντμτρίεβνα Ντελούβινα Ντιακόνοβα, ρωσικής καταγωγής, περισσότερο γνωστή ως Γκαλά (από το όνομα Γαλάτεια). Την ίδια περίοδο, γίνεται και επίσημα μέλος του υπερρεαλιστικού κινήματος, αν και το υπερρεαλιστικό στοιχείο υπάρχει στα έργα του ήδη λίγα χρόνια νωρίτερα. Στις αρχές της δεκατίας του 1930, ο Νταλί επινοεί επιπλέον την Παρανοϊκο-κριτική μέθοδο, όπως ο ίδιος την αποκαλεί, που αποτελεί ένα είδος υπερρεαλιστικής τεχνικής με σκοπό την πρόσβαση στο ασυνείδητο προς όφελος της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο Νταλί στηρίζει την μέθοδο αυτή στην ικανότητα του ανθρώπου να λειτουργεί συνειρμικά, συνδέοντας εικόνες ή αντικείμενα που δεν συνδέονται μεταξύ τους κατ' ανάγκη λογικά. Συνδέεται άμεσα με τον υπερρεαλιστικό αυτοματισμό και τις φροϋδικές θεωρίες γύρω από τα όνειρα.
Ο Νταλί συμμετέχει στην πρώτη μεγάλη υπερρεαλιστική έκθεση στην Αμερική, το 1932, όπου και αποσπά διθυραμβικές κριτικές. Λίγο αργότερα όμως, ο Αντρέ Μπρετόν τον διαγράφει από το υπερρεαλιστικό κίνημα λόγω των πολιτικών θέσεων του, κυρίως σε ότι αφορά την υποστήριξη που φαίνεται να παρέχει στον Φράνκο της Ισπανίας. Στα πλαίσια αυτής της διαμάχης, ο Νταλί δηλώνει πως ο ίδιος είναι όλος ο υπερρεαλισμός ενώ ο Μπρετόν επινοεί τον περίφημο αναγραμματισμό του ονόματος του Νταλί, Avida Dollars (σε ελεύθερη μετάφραση άπληστος για δολάρια) ασκώντας κριτική στο αμιγώς εμπορικό πνεύμα που κατά τη γνώμη των υπερρεαλιστών είχε αναπτύξει ο Νταλί.
Με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ευρώπη, ο Νταλί μαζί με την Γκαλά, εγκαθίσταται στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1940 όπου και θα ζήσει για τα επόμενα οκτώ χρόνια. To 1941 εργάζεται για την Walt Disney πάνω στη δημιουργία ενός κινούμενου σχεδίου (το Destino) αλλά μόνο 15 δευτερόλεπτα παρουσιάζονται ολοκληρωμένα πέντε χρόνια αργότερα. Το 1942 δημοσιεύεται και η αυτοβιογραφία του The Secret Life of Salvador Dali (Η κρυφή ζωή του Σαλβαδόρ Νταλί).
Μετά την παραμονή του στην Αμερική, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Ισπανία. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την δικτατορία του Φράνκο, προκαλεί δυσμενή σχόλια, τα οποία επεκτείνονται συχνά και στα καλλιτεχνικά του έργα. Την περίοδο 1960 - 1974 εργάστηκε σχεδόν αποκλειστικά για την δημιουργία του Θεάτρου-Μουσείου Γκαλά-Σαλβαντόρ Νταλί στο Φιγκέρες.
Το 1982 ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος της Ισπανίας του απονέμει τον τίτλο του μαρκήσιου. Την ίδια χρονιά, στις 10 Ιουνίου πεθαίνει η Γκαλά, γεγονός που προκαλεί έντονη θλίψη στον Νταλί, ο οποίος αποπειράται να αυτοκτονήσει.
Ο Νταλί πέθανε τελικά από καρδιακό επεισόδιο στις 23 Ιανουαρίου του 1989 στην πόλη που γεννήθηκε. Ο τάφος του βρίσκεται μέσα στο Μουσείο του στο Φιγκέρες.
Ο Νταλί έχει συχνά χαρακτηριστεί ως υποστηρικτής του φασιστικού καθεστώτος του Φράνκο στην Ισπανία. Οι πολιτικές του απόψεις ήταν άλλωστε και η αιτία της διαμάχης του με πολλά από τα μέλη του υπερρεαλιστικού κινήματος.
Στα νεανικά του χρόνια, ο Νταλί είναι γνωστό πως συνδέθηκε πιο στενά με τον χώρο του αναρχισμού και του κομμουνισμού. Ωστόσο, η έντονη και εκκεντρική προσωπικότητά του ήταν αδύνατο να περιχαρακωθεί στα στενά πλαίσια ενός οργανωμένου πολιτικού χώρου.
Στην διάρκεια του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου, αρνήθηκε να κάνει αντίσταση ή να επιλέξει στρατόπεδο. Συνδέθηκε ωστόσο περισσότερο με το καθεστώς του Φράνκο, ιδιαίτερα κατά την επιστροφή του από την Αμερική στην Ισπανία μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάποιες δημόσιες τοποθετήσεις του Νταλί παρείχαν στήριξη στο φασιστικό καθεστώς ενώ παράλληλα αναφέρονταν με θετικό τρόπο στο πρόσωπο του Φράνκο. Ο ίδιος ο Νταλί ζωγράφισε και ένα πορτραίτο της κόρης του Ισπανού δικτάτορα. Από την άλλη πλευρά, οι εκκεντρικότητες του Νταλί, που αποτυπώνονταν πολλές φορές δημόσια, ήταν ανεκτές από το καθεστώς καθώς ελάχιστοι καλλιτέχνες και ειδκότερα της αξίας του Νταλί δέχονταν να ζήσουν εκείνη την εποχή στην Ισπανία. Μοναδικό δείγμα "απειθαρχίας" του Νταλί αποτελεί η στήριξη του στον Λόρκα, του οποίου τα έργα ήταν απαγορευμένα.
Παρόλα αυτά, η πολυσχιδής και ιδιόρυθμη προσωπικότητα του Νταλί θα ήταν πολύ δύσκολο να ταυτιστεί με μία συγκεκριμένη πολιτική στάση. Εξάλλου, ο Νταλί χρησιμοποίησε το στοιχείο της πρόκλησης και του σκανδάλου σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, τόσο δημόσια όσο και μέσα από τα έργα του.
Ο Νταλί έχει δηλώσει ο ίδιος ότι δεν έχει πολιτική θέση. Είναι αναρχικός, αλλά και μοναρχικός, και τα δύο όμως σε μεταφυσικό επίπεδο και όχι σε πολιτικό.
Με το όνομα Γενέθλιον της Κωνσταντινούπολης εορτάζεται κατ΄ έτος από τους Χριστιανούς στις 11 Μαΐου η ανάμνηση των εγκαινίων "της θεοφυλάκτου και θεομεγαλύντου Κωνσταντινουπόλεως, εξαιρέτως ανακειμένης την προστασία της Παναχράντου και Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας και παρ΄ Αυτής διασωζομένης".
Όπως είναι γνωστό όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο πρώτος χριστιανός Αυτοκράτορας, κατέλαβε την πόλη του Βυζαντίου έκτισε σ΄ αυτή πολύ μεγαλύτερη πόλη δίνοντάς της αμέσως το όνομά του Κωνσταντινούπολη. Όταν τελείωσε την περιτείχιση και καθόρισε τους χώρους των δημοσίων κτιρίων και εκκλησιών αφιέρωσε την πόλη στην Θεοτόκο.
Κατά τη χριστιανική παράδοση ο Αυτοκράτορας θέλοντας να ευχαριστήσει τον Θεό που τον αξίωσε σ΄ αυτό το έργο στις 11 Μαΐου του 330 τέλεσε λιτανεία με προεξάρχοντα τον τότε επίσκοπο Αλέξανδρο και με την πάνδημη συμμετοχή του λαού. Ακολούθησαν επίσημες τελετές και αγώνες και ο λαός ανήλθε στο Φόρο όπου εκεί έστησε τον ανδριάντα του Αυτοκράτορα. Στο βάθρο του ανδριάντα τοποθέτησαν 12 καλάθια, εντός των οποίων φέρονταν τεμάχια άρτου από αρτοκλασία.
Έκτοτε καθιέρωσε η Εκκλησία να εορτάζει κατ΄ έτος την αυτή ημέρα την ανάμνηση εκείνης της εορτής.
Φωτ : Οι Αυτοκράτορες: Ιουστινιανός (αριστερά), και Μέγας Κωνσταντίνος, (δεξιά), προσκομίζουν στη Θεοτόκο την Αγία Σοφία και την Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα, (ψηφιδωτό της Αγίας Σοφίας)