|
στην Αγία Τριάδα Ηρακλείου όταν κι ο τοίχος έχει ταλέντο (φ.Μ.Κυμάκη) |
πηγή: http://www.onestory.gr/post/30374788072
ΑΠΙΣΤΙΕΣ
της Ανθής Ζαχαριάδου *
.
Επτά αναπάντητες κλήσεις. Και ένα μοναδικό μήνυμα. “Ξέρω που είσαι. Σε περιμένω σπίτι και θέλω εξηγήσεις”. Η Ελένη δεν ταράχτηκε. Ήταν αναπόφευκτο ότι αυτή θα ήταν η κατάληξη. Κάποιος θα πρόσεχε το αυτοκίνητο της παρκαρισμένο έξω από την πολυκατοικία και θα μιλούσε στον άντρα της. Ήξερε ότι σε τέτοια θέματα, η ανδρική αλληλεγγύη ήταν απαράμιλλη. Σιωπηρή συνεννόηση ότι θα υπήρχε αλληλοκάλυψη σε περίπτωση δικών τους παρασπονδιών, και άμεση ενημέρωση για οποιαδήποτε ύποπτη κίνηση των συζύγων τους. Φανταζόταν και τη σχετική τηλεφωνική συνδιάλεξη, ο καταδότης θα μιλούσε για δυο-τρία λεπτά περί ανέμων και υδάτων πριν πετάξει την φαινομενικά απρομελέτητη ατάκα τύπου ‘είδα και το αυτοκίνητο της Ελένης έξω από μια πολυκατοικία στην οδό Καβάφη, θα’να σε κάποια φίλη της..’. Η επακολουθείσα αντίδραση του συζύγου δεν είχε σημασία, η έκφραση συναισθημάτων δεν είναι αναγκαίο συστατικό στη φιλική επικοινωνία μεταξύ ανδρών.
Το περίεργο ήταν η ώρα - η συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου τελείωνε πάντα μετά τις δέκα κάθε Τρίτη, και ο Πάνος δεν απαντούσε τηλεφωνήματα κατά τη διάρκεια. Γι’αυτό ήταν και τόσο βολική η δική της διευθέτηση - τις Τρίτες μεταξύ έξι και εννέα είχε τη δυνατότητα να βρίσκεται στο συγκεκριμένο χώρο δίχως κανένα έλεγχο. Εδώ και τρεις μήνες, δεν είχε κινήσει καμία υποψία. Σαν σωστή σύζυγος, κάθε Τρίτη στις εννέα και μισή βρισκόταν στο σπίτι, έβαζε τα παιδιά για ύπνο και περίμενε τον εξαντλημένο από τις συνεδριάσεις σύζυγο, ξαπλωμένη στον καναπέ, παρακολουθώντας τηλεόραση. Για τρεις μήνες, για τρεις ώρες κάθε εβδομάδα, ζούσε την ελευθερία αυτή που χρόνια είχε στερηθεί, σε μια διαδικασία εκπλήρωσης ενός κενού που, τώρα που κόντευε τα σαράντα, είχε τόσο ανοίξει που ένοιωθε τη ψυχή της κυριολεκτικά θρυμματισμένη. Κράτησε για τρεις μήνες, δώδεκα εβδομάδες, τριαντα-έξι ώρες. Δεν είχε ακόμη νοιώσει την απόλυτη ολοκλήρωση, αλλά οι λίγες ώρες ευφορίας άξιζαν τις ενοχές και τα ψέματα και το άγχος, και άξιζαν και την επικείμενη, αναπόφευκτη επίπτωση.
Η διαδρομή προς το σπίτι της δεν ήταν μεγάλη. Δέκα λεπτά. Το σημείο των συναντήσεων ήταν τόσο βολικό όσο και το ωράριο. Θυμάται πως είχαν έρθει τα πράγματα στην αρχή - ο χώρος και ο χρόνος των συναντήσεων προγραμματίστηκαν με απίστευτη ευκολία. Σαν να δεν θα είχε δικαίωμα καν να αρνηθεί. Στο κάτω-κάτω, γιατί να αρνιόταν; Είχε επιτέλους την ευκαιρία να κάνει κάτι αποκλειστικά για τον εαυτό της, σωστά; Είχε παρουσιαστεί η ευκαιρία αβίαστα μπροστά της, δεν την είχε ενεργά αναζητήσει, κανείς δεν θα μπορούσε να την κατηγορήσει ότι την έψαξε. Μια τυχαία συνάντηση σε μια καφετέρια μαζί με άλλους φίλους, μια ενδιαφέρουσα συνομιλία, και μια ανταλλαγή σκέψεων. Ακολούθησε ένα τηλεφώνημα, όχι άμεσα, αλλά μετά από λίγες μέρες, όταν η μνήμη της συνάντησης είχε αρχίζει να αχνίζει, και η ρουτίνα να επανέρχεται. Στο τηλέφωνο, όμως, εξελίχθηκε μια συζήτηση που μόνο ‘μαγική’ μπόρεσε να τη χαρακτηρίσει μόλις έκλεισαν. Ήταν ένας διάλογος που περιείχε λέξεις που είχε να αρθρώσει χρόνια, που άκουγε λόγια που την μετέφεραν σε ένα κόσμο στον οποίο νόμιζε δεν ανήκε πια, που ίσως να μην υπήρχε καν. Μια συναίνεση σε γούστα, στόχους, σκοπούς και όνειρα, μια λεκτική χημεία, και στο τέλος μια πρόταση. Δεν απάντησε αμέσως, γιατί το πρώτο που έπρεπε να ζυγίσει ήταν τη δυνατότητα και την αντοχή της στις ενοχές που μοιραία θα επέρχονταν μαζί με τη ζωτική της ανάγκη της να αποτελέσει μέρος της μαγικής συνύπαρξης που της είχε προταθεί.
Ακολούθησαν δύο μέρες σκέψης, περισυλλογής και μιας περίπλοκης σύρραξης μεταξύ των δύο της εαυτών. Από τη μια, η ιδιοσυγκρασία της, προκαθορισμένη από τα παιδικά της χρόνια και τον τρόπο ανατροφής της, που της υπέβαλλε να μην παρεκκλίνει ποτέ από οποιαδήποτε προσδοκία. Είχε αναμφίβολα εκπληρώσει όλα τα πρέπει μέχρι τότε. Είχε τελειώσει το σχολείο με άριστα, πήγε στο πανεπιστήμιο που είχε φοιτήσει ο πατέρας της και εξασφάλισε το ίδιο πτυχίο μ’αυτόν. Μετά και το μεταπτυχιακό, ακολούθησαν τρεις μακροχρόνιες, αξιοπρεπείς σχέσεις, που ολοκλήρωσαν την πορεία τους με πολιτισμένους χωρισμούς. Η επόμενη της σχέση δημιουργήθηκε κατά το χρονικό σημείο εκείνο που η Ελένη ήταν σε ηλικία γάμου, και που όλες τις οι φίλες παντρεύονταν. Ο συγκεκριμένος άντρας ήταν μορφωμένος, έξυπνος, με χιούμορ, ψηλός, μελαχροινός και ευπαρουσίαστος, και είχε την αυτοπεποίθηση να τη διεκδικήσει όπως της άξιζε και να την κερδίσει. Όταν παντρεύτηκε τον Πάνο, ήταν όντως, μέχρι τότε, η πιο όμορφη μέρα της ζωής της, είχε συμπληρώσει την πρώτη φάση της ζωής όπως ακριβώς αναμενόταν απ’αυτήν, και ήταν πανέτοιμη για την επόμενη. ΄Ενοιωσε την υπέρτατη ολοκλήρωση ως γυναίκα όταν απέκτησε το πρώτο της παιδί, το γιο της, τον Κωνσταντίνο, και ο ερχομός των διδύμων κοριτσιών τους, τρία χρόνια μετά, ήταν το επιστέγασμα του επιτεύγματος της ως σύζυγος και μάνα. Η καλή μάνα, η αφοσιωμένη σύζυγος, η οργανώτρια του σπιτιού της, η επαγγελματίας, αυτή που πάντα μπορούσε να ανταποκρίνεται σε όλες τις υποχρεώσεις της. Σαν εργαζόμενη μητέρα, είχε και την πολυτέλεια να προβάλλει το θέμα κούρασης όταν βαριόταν οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, αλλά και την ενέργεια να ανταποκρίνεται και στις ενδεδειγμένες κοινωνικές υποχρεώσεις, ώστε να είναι και μια σωστή, ενεργή, κοινωνική ύπαρξη. Τα είχε όλα ισορροπήσει, είχε διευθετήσει τη ζωή της όπως ακριβώς θα έγραφε το εγχειρίδιο ζωής, αν είχε γραφτεί από κάποιον.
Από την άλλη, τα καταπιεσμένα της πάθη κάποτε ξεμίτυζαν άθελα από μέσα της χωρίς να τα προκαλέσει. Μέσα σε όλη αυτή τη διαδικασία δημιουργίας της σωστής οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, κάτι είχε ξεχαστεί. Μνήμες από τρελούς πειραματισμούς στο πανεπιστήμιο, αισθήματα μοναδικά επειδή μόνο μια φορά τα είχε νιώσει και η προσμονή να τα ξαναζήσει ήταν ελπίδα, και η αμφιβολία αν θα τα ξαναζούσε ήταν απωθημένο. Εμπειρίες που δεν διήρκεσαν καιρό, γι’αυτό και είχαν μείνει ανεκπλήρωτες. Αναμνήσεις που ήταν γλυκιές επειδή δεν είχαν μπει ποτέ μέσα στο πρόγραμμα, δεν αποτέλεσαν ποτέ μέρος ρουτίνας, δεν είχαν απομυθοποιηθεί. Επαφές που έφερναν μαζί τους απόκοσμα συναισθήματα, απ’αυτά που μια σωστή μάνα και σύζυγος δεν έχει το δικαίωμα να ξαναζήσει. Δεν το είχε όμως; Κάθε μέρα, κάπου, σε περιοδικά, σε βιβλία, στο διαδίκτυο προβάλλονταν μπροστά της συνθήματα όπως “ζήσε τη ζωή που θέλεις εσύ, κανείς δεν θα τη ζήσει για σένα”, ή “δεν μετανιώνουμε για αυτά που κάνουμε, αλλά μόνο γι’αυτά που δεν κάνουμε”, “για να κάνεις τα όνειρα σου πραγματικότητα, πρέπει να ξυπνήσεις”. Μέχρι τρεις μήνες πριν, τα απέβαλλε, τα θεωρούσε τετριμμένες βλακείες, κλισέ δίχως καμιά ουσία, προσπάθειες ενθάρρυνσης των αποτυχημένων. Όμως, τώρα είχε μια πρόταση, μια ευκαιρία. Κόντευε τα σαράντα και τα είχε κάνει όλα σωστά. Δεν της άξιζε να ζήσει ένα απωθημένο; Ένα μόνο. Χρειαζόταν μόνο να πει μόνο ένα ψέμα και μετά να αντέξει τις ενοχές. Μια εμψυχωτική ατάκα που κάπου είχε διαβάσει έλεγε ‘θα κάνω ότι θέλω, και στο διάολο οι ενοχές’. Και τότε το αποφάσισε. Δεν θα καταπιεζόταν άλλο, θα ενέδιδε σε αυτή την επιθυμία. Ήταν κάτι που δεν επεδίωξε ποτέ, και ο τρόπος που έγινε, ήταν σαν σημάδι.
Έτσι το αποφάσισε. Θα έπρεπε να λέει ένα ψέμα κάθε Τρίτη, αλλά δεν θα ήταν ακριβώς ψέμα, αφού θα συνέπιπταν οι συναντήσεις με αυτές του δημοτικού συμβουλίου. Δεν θα έλεγε ψέμα, απλά θα απόκρυφε κάτι, δεν ήταν το ίδιο. Είχε το δικαίωμα. Και ο Πάνος; Και αν ακόμα το μάθαινε, τι θα μπορούσε να πει; Mετά από τα γεγονότα του περασμένου καλοκαιριού, αυτός δεν θα είχε το θράσος να θυμώσει και πολύ. Αυτή τον είχε συγχωρέσει. Ο ηλίθιος είχε αφήσει το κινητό του στο διπλανό κρεβατάκι στην παραλία και πήγε να κολυμπήσει, και όταν η Ελένη είδε ότι είχε έρθει μήνυμα, την κυρίευσε μια περίεργη ώθηση να το διαβάσει, παρόλο που δεν το συνήθιζε. Είχε επιλέξει την οδό της ηθελημένης άγνοιας μέχρι τότε, ήταν πιο εύκολη από τη μόνιμη καχυποψία, αλλά εκείνο το μήνυμα το διάβασε, και μαζί τρία άλλα μηνύματα που φανέρωναν ότι διαδραματιζόταν μια εκρηκτική ερωτική σχέση μεταξύ του Πάνου και της υποτιθέμενης ‘απλά’ συνεργάτιδας του, Άννας, και ότι το ίδιο βράδυ, αυτός θα προφασιζόταν δείπνο με ‘ξένους’ και θα τη συναντούσε στο μικρό ξενοδοχειάκι της γειτονιάς, που ειδικευόταν στην ενοικίαση δωματίων ανά ώρα. Είχε τοποθετήσει το κινητό στη θέση του εκείνο το μεσημέρι, του χαμογέλασε με αγάπη ενώ έβγαινε από τη θάλασσα με μία δίδυμη σε κάθε μπράτσο, αλλά το βράδυ αργά τον περίμενε έξω από το ξενοδοχείο. Η Άννα, βγήκε πέντε λεπτά μετά απ’αυτόν, αλλά η ζημιά είχε γίνει. Ποια ζημιά δηλαδή; Η αντιπαράθεση μεταξύ της Ελένης και του άνδρα της, οι συζητήσεις περί προδοσίας, εμπαιγμού, υποκρισίας και κοροιδίας, κράτησαν καμιά εβδομάδα. Ο Πάνος την έπεισε ότι αυτή η ίδια τον έσπρωξε στην αγκαλιά της Άννας, με την αδιαφορία της και την επικέντρωση της στα παιδιά και στη δουλειά της, με τις δικαιολογίες της περί κούρασης που τον καθιστούσαν ανικανοποίητο όσο αφορούσε τις σεξουαλικές του ανάγκες, και επομένως αυτή ανέλαβε το μερίδιο της ευθύνης που της αναλογούσε, τον συγχώρεσε για την απιστία του και του υποσχέθηκε ότι θα κατέβαλλε μεγαλύτερη προσπάθεια για επικοινωνία και επαφή μεταξύ τους, με αντάλλαγμα τη δική του υπόσχεση να τερματίσει οποιαδήποτε συνεργασία οποιασδήποτε μορφής με την Άννα.
Και από τότε όλα μπήκαν και πάλι σε ισορροπία. Μέχρι πριν τρεις μήνες, όταν εκείνο το τηλεφώνημα έφερε στην επιφάνεια τις δικές της ανάγκες. Η δική της στέρηση ήταν τώρα στο προσκήνιο, αυτή ένοιωθε ανικανοποίητη, και είχε την ευκαιρία, επιτέλους, να ζήσει αυτό που ονειρευόταν. Το ονειρευόταν, από τότε που ήταν παιδί και ο πατέρας της έλεγχε κάθε κίνηση της, και της επέβαλλε μονίμως ότι τα μαθήματα και οι σπουδές ήταν σημαντικότερες από οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, και ότι οι συναναστροφές με ‘εκείνους τους τύπους’ ήταν ανήθικες. Το ονειρευόταν και κατά τη διάρκεια του επιτυχημένου της γάμου, όταν έπινε λίγο παραπάνω και μιλούσε λίγο περισσότερο και εκφραζόταν περισσότερο και άρχιζε να φανερώνει σε κάποιους τρίτους κάποιες κρυμμένες επιθυμίες της, και τότε ο Πάνος την έπαιρνε να φύγουν, γιατί γινόταν ‘παίγνιο’. Και το ονειρευόταν , την ώρα που ο Πάνος επαναλάμβανε ότι η Ελένη είχε κάποιο στάτους στην κοινωνία, ότι όφειλε να διατηρήσει κάποιο επίπεδο, ότι δεν ήταν σωστό να γελοιοποιείται, ότι έπρεπε να ήταν σοβαρή, και να φαίνεται σοβαρή, και ότι όλα αυτά της τα έλεγε ‘για το καλό της’.
Έφτασε στην τελική στροφή προς το σπίτι της. Είχε φθάσει η στιγμή να ομολογήσει. Να αποκαλύψει στον Πάνο που ήταν, τι έκανε, γιατί το έκανε. Ήξερε τι θα ακολουθούσε. Μπορούσε να προβλέψει τη συνομιλία, κάθε λέξη, κάθε μορφασμό, κάθε αντίδραση του. Δεν θα καταλάβαινε. Την κατανόηση αυτή της τη χρωστούσε, βεβαίως, μετά από το επεισόδιο με την Άννα, αλλά ο Πάνος είχε πάντοτε τον τρόπο να διαχωρίζει τα κεκτημένα δικαιώματα ανδρών και γυναικών και να είναι πολύ πειστικός. Της άξιζε μεγαλύτερη κατανόηση, την είχε κερδίσει. Άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα. Ο Πάνος καθόταν μουτρωμένος στον καναπέ. Την περίμενε. Απειλητικά. Είχε φορέσει ήδη τη μάσκα του προδομένου. Στα μάτια του όμως είδε και κάτι άλλο, δεν υπήρχε μόνο θυμός, απογοήτευση και διάθεση για σύρραξη. Βαθιά στο βλέμμα, γιατί τα διάβαζε τα μάτια του, τον ήξερε τον άντρα της, τον ήξερε και τον αγαπούσε, είδε και κρυμμένη την επίγνωση ότι η δική της απιστία ήταν και η δική της καθυστερημένη μικρή εκδίκηση.
Τότε αποφάσισε. “Πάνο μου, ήμουν.. με τον Ηλία.. Ξέρω, έκανα λάθος. Τον συνάντησα πριν λίγες μέρες και με προσέγγισε… δεν μπόρεσα να αντισταθώ.. Τελευταίως σε ένοιωθα λίγο απόμακρο και…” .. συνέχισε με ένα αυτοσχεδιασμένο μονόλογο, κάποιον παρόμοιο πρέπει να είχε διαβάσει σε κάποιο μυθιστόρημα. Της γυναίκας που εξομολογείται στο λατρεμένο της άνδρα, σ’αυτόν με τον οποίο έχει κτίσει μια υπέροχη οικογένεια, μια παράλογη στιγμή τρέλας. Δεν διαλύονται οικογένειες για ένα στιγμιαίο λάθος, σωστά; Δεν μπορείς να μη με συγχωρέσεις…
Δεν μπορούσε να του πει την αλήθεια. Δεν μπορούσε να του πει ότι ανήκε σε συγκρότημα και τραγουδούσε. Η ανάγκη της να τραγουδά, να φτιάχνει , να ακούει μουσική, να νοιώθει, να μεταφέρεται, να πετά, να μεταβάλλεται, να ζει, εκφράζεται, να καταθέτει… Ποτέ του ο Πάνος, όπως και ο πατέρας της πιο παλιά, δεν αντιλαμβανόταν αυτή τη ζωτική έλλειψη της. Ποτέ δεν θαύμασε το ταλέντο της. Οι καλλιτέχνες ήταν αποβράσματα, ήταν μαστούρηδες. Στο συγκρότημα τέσσερις φίλοι έπαιζαν όργανα και αυτή τραγουδούσε, Μια νύξη του είχε κάνει παλιά για την επιθυμία της να αποτελέσει μέρος του γκρουπ, και η αντίδραση του ήταν εκρηκτική, και περιείχε λέξεις όπως ‘ρεζίλι’, ‘επίπεδο’, ‘ηλιθιότητες’, ‘γελοιότητες’. Και όμως η μουσική για την Ελένη ήταν ένα πάθος με μεγαλύτερη ένταση από οποιοδήποτε έρωτα. Νόμιζε ότι το είχε χάσει για πάντα, αλλά για τρεις μήνες τώρα το ζούσε. Και δεν θα επέτρεπε σε κανένα να το προσβάλει ποτέ ξανά. Ο Πάνος θα τη συγχωρούσε που ένοιωσε την ανάγκη να κάνει έρωτα με τον Ηλία, τον παλιό της γκόμενο από το πανεπιστήμιο, δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς. Την ασήμαντη σαρκική τρέλα είναι τελική πιο εύκολο κάποιος να τη δεχθεί, παρά την πρώτη, τελευταία, μεγαλύτερη, δυνατότερη και αιώνια αγάπη.
H Ανθή Ζαχαριάδου είναι νομικός και ζει στην Κύπρο. Αγαπά υπερβολικά το διάβασμα και το γράψιμο. Έχει αρχίσει τη συγγραφή τουλάχιστον 20 βιβλίων, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε ποτέ να τελειώσει κανένα! Γράφει μόνο για τον εαυτό της, προς το παρόν, και εκφράζει σκέψεις και προβληματισμούς στο προσωπικό της blog,
anthiezgarden.blogspot.com.
[
facebook ] [
twitter ] [
e-mail ]