Το 1946, ο 36χρονος Στέλιος Κυριακίδης αποφάσισε να συμμετάσχει στον περίφημο πεντηκοστό Διεθνή Μαραθώνιο της Βοστώνης (42.195 μ.), μετά από τιμητική πρόσκληση των διοργανωτών.
Τα γεγονότα ότι λόγω της Κατοχής ήταν αδύναμος και υποσιτισμένος, ότι είχε πέντε χρόνια να αγωνιστεί σε Μαραθώνιο και η έλλειψη προπόνησης, προκαλούσαν την σύζυγό του: «Είσαι τρελός; Έτσι κοκαλιάρης όπως είσαι θα πεθάνεις!».
Έτσι ξεκίνησε τις προπονήσεις ακόμη και μέσα στο χιόνι, ενώ κάποια στιγμή λιποθύμησε από την εξάντληση. Όμως, ο Σ.Ε.Γ.Α.Σ. αδυνατούσε να στείλει βεβαίωση-πιστοποίηση ερασιτέχνη αθλητή. ούτε βίζα μπορούσε να βγάλει καθώς ήταν προνόμιο μόνο Αμερικανών υπηκόων, αλλά με την βοήθεια του πρόξενου, τον οποίο γνώριζε, την απέκτησε.
Παρόλα αυτά το ταξίδι με το πλοίο θα του στερούσε απαραίτητες προπονήσεις ή ακόμη και την συμμετοχή του στον αγώνα, ενώ το αεροπορικό εισιτήριο για Παρίσι κόστιζε 575 δολάρια με τον ίδιο να δηλώνει: «Όταν άκουσα το ποσόν τρελάθηκα. Εκείνη την ημέρα θα πήγα 30 φορές πάνω κάτω την οδό Σταδίου». Μετά από αντιρρήσεις της συζύγου του, πούλησε την ηλεκτρική κουζίνα και το ραδιόφωνό τους, ενώ κατάφερε να λάβει και από την Δ.Ε.Η., όπου δούλευε, επιταγή 1.000 δολαρίων (από την ταραχή του ξέχασε να ευχαριστήσει).
Όταν η τράπεζα αρνήθηκε να του δώσει συνάλλαγμα είπε αγανακτισμένος στον διευθυντή: «Τρέχω για την Ελλάδα από το 1933. αγωνίζομαι για τη γαλανόλευκη. δεν είμαι κανένας τυχοδιώκτης».
Τελικά, στις 4 Απριλίου 1946 επιβιβάστηκε για πρώτη φορά σε αεροπλάνο, πετώντας για Αμερική.
Στην Αμερική, οι γιατροί πίστευαν πως θα πέθαινε από εξάντληση κατά την διαδρομή, καθώς ήταν εξαιρετικά αδύναμος και καχεκτικός. αλλά οι αντιρρήσεις τους ξεπεράστηκαν από την αθλητική ομοσπονδία. Προπολεμικά ο Κυριακίδης είχε συμμετάσχει στον Μαραθώνιο της Βοστώνης του 1930, εγκαταλείποντας λόγω των καινούργιων αθλητικών υποδημάτων που του είχαν χαρίσει Έλληνες ομογενείς και τα οποία τον πλήγωσαν.
Κατά την παραμονή του στην Αμερική υποσχέθηκε πως δεν θα εγκατέλειπε ξανά λέγοντας: «Ήρθα να τρέξω για επτά εκατομμύρια πεινασμένους Έλληνες.». Ο μάγειρας του ξενοδοχείου όπου διέμενε ήταν Έλληνας ομογενής και τον βοήθησε να πάρει πέντε κιλά μέσα σε λίγες ημέρες.
Την ημέρα του αγώνα, όμως, οι γιατροί είχαν και πάλι τις ενστάσεις τους, σχετικά με την υγεία του Κυριακίδη. Έτσι υπέγραψε υπεύθυνη δήλωση, σύμφωνα με την οποία ήταν ενήμερος για τους κινδύνους, αναλαμβάνοντας όλη την ευθύνη (κάποιες εφημερίδες τον αποκαλούσαν «ο κοκκαλιάρης 'Ελληνας»).
Κατά τις 12:00, στις 20 Απριλίου 1946, δόθηκε η εκκίνηση του Μαραθωνίου της Βοστώνης. Οι κύριοι διεκδικητές της νίκης ήταν ο Αμερικανός Τζόνυ Κέλυ (2 νίκες, 7 δεύτερες θέσεις, 61 συμμετοχές) και ο Καναδός Ζεράρντ Κοτέ (4 νίκες).
Πριν τον αγώνα κάποιος έδωσε στον Κυριακίδη ένα διπλωμένο χαρτάκι να το διαβάσει λίγο πριν την έναρξη. Από την μια πλευρά έγραφε «Ή ταν ή επί τας» και από την άλλη «Νενικήκαμεν». Είχε ζητήσει από την επιτροπή να αγωνιστεί με τον αριθμό 7 (τυχερός αριθμός στην Αρχαία Ελλάδα) και έτσι του δόθηκε το 77 (δυο φορές τυχερός).
Ακολουθώντας την τακτική που ακολουθούσε πάντα, δεν σπατάλησε δυνάμεις από την αρχή αλλά επιτάχυνε από το μέσον της διαδρομής (είχε βάλει σαν «σημάδια» διάφορα κτήρια, τοποθεσίες και τα παντελονάκια των συναγωνιστών του).
Επίσης κοιτούσε μόνο μπροστά αναφέροντας: «όταν ένας μαραθωνοδρόμος κοιτάζει πίσω του, δίνει φτερά στον αντίπαλο». Στα τελευταία χιλιόμετρα προπορευόταν μαζί με τον Τζόνυ Κέλυ.
Τόσο ομογενείς όσο και Αμερικανοί τον ενθάρρυναν, ενώ ένας ομογενής θέλοντας να τον βοηθήσει, του προσέφερε ένα πορτοκάλι χτυπώντας τον ενθαρρυντικά στην πλάτη και μπερδεύτηκε στα πόδια του, κάνοντάς τον να χάσει ρυθμό και έδαφος. Κάποιος άλλος Έλληνας του φώναξε: «Καλά πας, Στέλιο! Έστω δεύτερος».
Παρακάτω, ένας Αμερικανός δημοσιογράφος που παρακολουθούσε τον αγώνα με αυτοκίνητο, τον πληροφόρησε: «ο Κέλυ «έσπασε», είναι ώρα να φύγεις». Τότε συνέβη κάτι, που ο Κυριακίδης θυμόταν με συγκίνηση: «...ένας ηλικιωμένος Έλληνας να τραβάει τα μαλλιά του και να λέει: Για την Ελλάδα Στέλιο μου! Για τα παιδιά σου!».
Τότε ο Στέλιος Κυριακίδης έδωσε όλα τα σωματικά του αποθέματα κατακτώντας την νίκη, φωνάζοντας στον τερματισμό: «For Greece!» (Για την Ελλάδα).
Ο χρόνος του 2:29:27 αποτέλεσε τον καλύτερο στην Ευρώπη και για 22 χρόνια τον καλύτερο στην Ελλάδα.
Οι Αμερικανοί τον αποκάλεσαν «ο απόγονος του Φειδιππίδη» και σε ερώτηση που του τέθηκε: «Τι θα ήθελες να κάνουμε για σένα;»,-ενώ του προσφέρθηκαν χρήματα για να γίνει επαγγελματίας αθλητής και είχε προτάσεις από το Χόλιγουντ για να γίνει ηθοποιός- απάντησε: «Για μένα τίποτα. Μόνο για την Ελλάδα…», επιμένοντας: «Σας παρακαλώ, μην ξεχάσετε τη χώρα μου».
Ο Τζόνυ Κέλυ (ήταν ο επικρατέστερος για τη νίκη) όταν ρωτήθηκε γιατί δεν κατάφερε να κερδίσει τον αγώνα, απάντησε: «Πως θα μπορούσα να κερδίσω ποτέ έναν τέτοιον αθλητή; Εγώ έτρεχα για τον εαυτό μου κι αυτός για μια ολόκληρη πατρίδα». Αργότερα, ο Κυριακίδης τηλεγράφησε στην Δ.Ε.Η.: «Ενίκησα με δεύτερον τον Κέλυ και τρίτον τον Κοτέ. Αγών σκληρός. Ευτυχής διότι ενίκησα».
Την επομένη του αγώνα στην εφημερίδα της Βοστώνης (Boston Sunday Post), στο άρθρο «Η νίκη ανήκει σε δύο έθνη», ο δημοσιογράφος είχε γράψει: «Έχω ξαναδεί πολλούς αθλητές να κλαίνε είτε από χαρά για το θρίαμβό τους είτε από λύπη για την ήττα τους.
Αυτός ο Αθηναίος με τα ευγενή αισθήματα δάκρυσε αληθινά, με δάκρυα που έβγαιναν μέσα από τη δυνατή ελληνική καρδιά του. Μια καρδιά που δεν τον πρόδωσε στα 26 μίλια που διήνυσε, αλλά που κόντεψε να σπάσει όταν έφτασε στο τέρμα, τόσο από περηφάνια για τη νίκη του όσο και από θλίψη για τις κακουχίες που περνούσε η πατρίδα του».
Το «Πακέτο Κυριακίδη» Ο Στέλιος Κυριακίδης, μετά τον αγώνα έμεινε για περίπου ένα μήνα στην Αμερική, αποσκοπώντας στην συγκέντρωση βοήθειας για την Ελλάδα, καθώς η νίκη του είχε προκαλέσει την συμπάθεια σε Αμερικανούς και κυρίως σε Έλληνες ομογενείς.
Τελικά το ποσό που κατάφερε να συγκεντρώσει έφθασε τα 250.000 δολάρια, ενώ η οικογένεια Λιβανού έστειλε δύο πλοία με είδη πρώτης ανάγκης (τρόφιμα, ρούχα και φάρμακα). Η βοήθεια αυτή ονομάστηκε «Πακέτο Κυριακίδη».
Τον Μάιο του 1947, ως απόρροια της δημοσιότητας που είχε δοθεί στην κατάσταση της Ελλάδας, λόγω του Μαραθωνίου της Βοστώνης, τέθηκε σε εφαρμογή εσπευσμένη οικονομική βοήθεια από την Αμερική (400.000 δολάρια), πριν το Σχέδιο Μάρσαλ.
Στις 23 Μαΐου 1946, ο Κυριακίδης επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου περίπου ένα εκατομμύριο Έλληνες τον υποδέχθηκαν με τιμές ήρωα.
Έπειτα, πραγματοποιήθηκε επίσημη τελετή στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, όπου ο λόγος του δακρυσμένου Κυριακίδη (δήλωνε: «Είμαι υπερήφανος που είμαι Έλλην») συγκίνησε το πλήθος. Η επιστροφή στο σπίτι του στην Φιλοθέη κράτησε 8 ώρες. Για πρώτη φορά μετά την Κατοχή, φωταγωγήθηκε η Ακρόπολη προς τιμήν του.
----
"Δεν θέλω τίποτα για εμένα. Το μόνο που ζητώ, κύριε Τρούμαν, είναι να
στείλετε ρούχα και τρόφιμα στα 7 εκατομμύρια Έλληνες που λιμοκτονούν.
Αυτό ζητάω. Να βοηθήσετε τον λαό μου που υποφέρει".
Φτωχόπαιδο ήταν και κάποια στιγμή ξεκίνησε τον αθλητισμό στην Λεμεσό. Του άρεσε να τρέχει από πιτσιρίκι. Κατάφερε, μάλιστα, να πάρει μέρος ως δρομέας με την ελληνική εθνική ομάδα στους ολυμπιακούς αγώνες του 1936!
Αγροτόπαιδο, με έρωτα για τον αθλητισμό και ταλέντο, από το 1934 τα μαζεύει και μετακομίζει στο Χαλάνδρι.
Τα' μπλεξε ο πόλεμος μετά. Υπέφερε ο κόσμος. Έτσι κι αυτός, έτσι και η
οικογένειά του. Το 1940 έκοψε το τρέξιμο και κοίταξε μόνο να ζήσει.
Πείνα! Έβλεπε τους παλιούς του συναθλητές, εκείνη την μεγάλη ομάδα του
1930, να λιμοκτονούν ή να τους σκοτώνει ο γερμανικός κατοχικός στρατός.
Παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, τέλειωσε η Κατοχή, άρχισε η φαγωμάρα του
Εμφυλίου. Αδερφός να σκοτώνει αδερφό εκείνα τα μαύρα χρόνια.
Παίρνει
την μεγάλη απόφαση το 1946 να ξανατρέξει. Λίγη προπόνηση, ελάχιστο
φαγητό από τους γείτονες, δύσκολα χρόνια. Ήθελε να πάει στην Αμερική.
Στην Βοστώνη. Στον φημισμένο μαραθώνιο! Ελπίζοντας ότι και μόνο με την
παρουσία του θα μπορέσει να ευαισθητοποιήσει τους Αμερικάνους για να
βοηθήσουν τον λαό μας που τα περνούσε δύσκολα όσο ποτέ άλλοτε.
Πώς,
όμως, να αγοράσει εισιτήριο για την Αμερική; Με τι λεφτά; Μαζεύει και
πουλάει τα μισά έπιπλα του σπιτιού. Πιάνει πέντε δραχμές στο χέρι, του
δίνουν με τα πολλά και κάμποσα ακόμα από την δουλειά του και πάει και
βγάζει αεροπορικό εισιτήριο. Μονό! Δεν είχε λεφτά για «μετ' επιστροφής».
Μέσα από τα χαλάσματα της Αθήνας, βρήκε το κουράγιο να πετάξει για
Αμερική ρισκάροντας τα πάντα. Με μοναδικό σκοπό να. τρέξει! Τίποτα άλλο!
Ο πιο δύσκολος μαραθώνιος της εποχής - κι ακόμα φημισμένος - ήταν αυτός
της Βοστώνης. Φαβορί ο τεράστιος Άγγλος Κένεθ Μπέιλι και ο Αμερικάνος,
νικητής της προηγούμενης χρονιάς, Τζόνι Κέλι. Κι από κοντά ένας Καναδός
αθληταράς.
Πριν τον αγώνα όλοι οι αθλητές έπρεπε να περάσουν από γιατρό. Πάει και ο Κυριακίδης, τον εξετάζουν οι Αμερικάνοι και του λένε:
«Δεν μπορείς να τρέξεις.».
- Μα, γιατί; Γιατί δεν μπορώ ενώ έκανα τόσο ταξίδι;
- Είσαι πολύ αδύναμος, νεαρέ Έλληνα. Θα πεθάνεις στον δρόμο από την
εξάντληση, έτσι κοκαλιάρης όπως είσαι. Δεν θα αντέξεις ούτε για μερικά
χιλιόμετρα.
Παίρνει ουσιαστικά την προσωπική ευθύνη και λέει
«φέρτε μου το χαρτί να το υπογράψω ότι θα τρέξω κι αναλαμβάνω όποιον
κίνδυνο υπάρχει για την ζωή μου. Θα τρέξω κι ας πεθάνω εδώ πέρα.».
Αρχίζει ο αγώνας. 20 Απριλίου 1946 ήτανε. Ξεκίνησε αργά ο Στέλιος
Κυριακίδης, αλλά ανέβαζε στροφές. Όλο και πλησίαζε τους πρώτους, όλο και
πατούσε καλύτερα. Στο 40 χιλιόμετρο έπιασε τον Κέλι, τον πρωτοπόρο.
Ναι, κέρδισε! Με πανευρωπαϊκό ρεκόρ! Παραμιλούσε η Αμερική.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τρούμαν καλεί τον Κυριακίδη στον Λευκό Οίκο, μαζί με τον δεύτερο, τον Αμερικάνο Τζόνι Κέλι.
Κι όταν λέμε Κέλι να αναφέρουμε ότι 15 φορές βγήκε στην καριέρα του
μέσα στην πρώτη πεντάδα του μαραθωνίου της Βοστώνης, ενώ το 2000
ανακηρύχθηκε από το Runner's World ο κορυφαίος δρομέας για τον περασμένο
αιώνα.
Ρωτάει ο Χάρι Τρούμαν τον Τζόνι Κέλι: «Καλά, βρε παιδί μου.
Πώς έχασες απ' αυτόν τον κοκαλιάρη (σ.σ. έτσι τον έλεγαν οι εφημερίδες)
κι αδύναμο Έλληνα;».
Απάντηση Κέλι: «Μόνο εγώ έχασα; Κανένας δεν
μπόρεσε να τον κερδίσει. Εγώ έτρεχα για τον εαυτό μου κι αυτός για έναν
ολόκληρο λαό, για μια ιδεολογία...».
Ο Τρούμαν χαμογελάει και
γυρνάει προς τον Κυριακίδη. «Εσύ, παιδί μου, είσαι άξιος συγχαρητηρίων.
Για πες μου. Τι θες να κάνω για σένα; Θες ρούχα; Τρόφιμα να δυναμώσεις;
Χρήματα; Ό,τι θες από μένα».
Απάντηση Κυριακίδη: «Σας
ευχαριστώ, πρόεδρε. Δεν θέλω τίποτα για εμένα. Το μόνο που ζητώ, κύριε
Τρούμαν, είναι να στείλετε ρούχα και τρόφιμα στα 7 εκατομμύρια Έλληνες
που λιμοκτονούν. Αυτό ζητάω. Να βοηθήσετε τον λαό μου που υποφέρει».
Αυτό που έγινε μετά ήταν απίστευτο. Από δωρεές των Αμερικάνων
μαζεύτηκαν τόνοι από τρόφιμα, φάρμακα, κουβέρτες. Δεν είχαν πώς να τα
μεταφέρουν. Μόλις βρέθηκαν έξι καράβια, με τη συνδρομή της οικογένειας
Λιβανού, έφτασε η βοήθεια στην Ελλάδα. Το «Πακέτο Κυριακίδη», όπως το
ονόμασαν.
Συγκεντρώθηκαν, επίσης, 250.000 δολάρια για να δοθούν
στους ταλαιπωρημένους Έλληνες από την Κατοχή και τον Εμφύλιο! Ποσό
τεράστιο για την εποχή. Όλες οι αμερικάνικες εφημερίδες τον είχαν
πρωτοσέλιδο, ενώ ο ίδιος έτρεχε από Πολιτεία σε Πολιτεία της Αμερικής
για να φέρει κι άλλη βοήθεια στην τσακισμένη Ελλάδα.
Ένας λαός
που πέθαινε στους δρόμους από την εισβολή του ναζισμού και τον Εμφύλιο,
μπόρεσε να χαμογελάσει ξανά απ' αυτόν τον τεράστιο Έλληνα. Την μέρα που
ήρθε από τις ΗΠΑ στην Αθήνα, στις 23 Μαϊου, ξεχύθηκε στους δρόμους ένα
εκατομμύριο κόσμος για να τον υποδεχτεί.
Είχαν φτάσει απ' όλη
την Ελλάδα άνθρωποι στην πρωτεύουσα για να τον ευχαριστήσουν. Εκείνη τη
μέρα ήταν η πρώτη φορά που φωταγωγήθηκε ξανά η Ακρόπολη από τότε που
άρχισε ο πόλεμος. Και θεωρήθηκε το πρώτο χαρμόσυνο γεγονός για τον τόπο
ύστερα από τόσα καταραμένα χρόνια. Ο Κυριακίδης έδωσε χαρά, περηφάνια,
ανακούφιση στους συνανθρώπους του.
Πόσο γνήσιος ο Στέλιος Κυριακίδης! Πόσο αυθεντικός. Και τι ψυχή! Μεγαλείο.
Ο γιός του, απλόχερα και χωρίς να ζητήσει ποτέ καμία αμοιβή, προσέφερε
χρόνια μετά όλα τα κειμήλια του Στέλιου Κυριακίδη στο Μουσείο του
Μαραθωνίου δρόμου στον Μαραθώνα.