Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης (Βαθύ Σάμου, 1860 – Αθήνα, 24 Ιουνίου 1949) ήταν Έλληνας κεντρώος, φιλελεύθερος, πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε Πρωθυπουργός της χώρας την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου.
Ο αρχαιολόγος
Ο Σοφούλης σπούδασε αρχικά στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισε τις σπουδές του στον τομέα της Αρχαιολογίας στη Γερμανία. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, αναγορεύθηκε υφηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ως αρχαιολόγος συμμετείχε σε πολλές ανασκαφές. Μεταξύ άλλων ήταν υπεύθυνος και για τις ανασκαφές στην αρχαία Μεσσήνη το 1895. Όμως, η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του είχε άδοξο τέλος, επειδή το Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν τον εξέλεξε τελικά τακτικό καθηγητή Αρχαιολογίας. Έτσι, το 1899 ο Σοφούλης επέστρεψε στη γενέτειρά του, τη Σάμο.
Ο προοδευτικός ελευθερωτής της Σάμου
Ο Σοφούλης αναμείχθηκε με την πολιτική για πρώτη φορά το 1900, όταν ως αρχηγός του Κόμματος των Προοδευτικών, μιας παράταξης με νέες εθνικές και προοδευτικές ιδέες, εκλέχθηκε «πληρεξούσιος» (δηλ. βουλευτής) της πρωτεύουσας της Σάμου στην Εθνοσυνέλευση των Σαμίων. Η Σάμος εκείνη την εποχή ανήκε μεν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά τελούσε υπό ημιαυτόνομο καθεστώς με ορθόδοξο ηγεμόνα, τον οποίο διόριζε η Υψηλή Πύλη. Το άλλο σαμιώτικο κόμμα, οι «Χατζηγιαννικοί» (ονομάζονταν έτσι επειδή είχαν για ηγέτη τους τον Ιωάννη Χατζηγιάννη, πολιτευτή από το Καρλόβασι), ήταν αντίθετο στην ένωση της Σάμου με την Ελλάδα. Έτσι, όταν ο Σοφούλης εκλέχθηκε πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης (δηλ. πρωθυπουργός) των Σαμίων το 1902, οι Χατζηγιαννικοί κατηγόρησαν τους Προοδευτικούς του Σοφούλη ότι «από του έτους 1902 εκπροσωπούσιν εν Σάμω την ενωτικήν ιδέαν και προς τελεσφόρησιν του σκοπού τούτου εργάζονται πάντες εν κοινή μετά της Κυβερνήσεως της Ελλάδος συνεννοήσει».
Η σύγκρουση Χατζηγιαννικών–Προοδευτικών πήρε μεγάλες διαστάσεις το Μάιο του 1908, όταν ο ηγεμόνας Ανδρέας Κοπάσης έφερε οθωμανικό στρατό στη Σάμο, παραβιάζοντας τα προνόμια του νησιού. Ακολούθησαν συμπλοκές με νεκρούς στην περιοχή της πρωτεύουσας, για τις οποίες ο Σοφούλης και οι στενοί συνεργάτες του κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο από το Κακουργοδικείο της Σάμου. Για να αποφύγει τη σύλληψη, ο Σοφούλης κατέφυγε στην Αθήνα, όπου άρχισε να οργανώνει επαναστατικό σώμα για την εκδίωξη των Τούρκων από το νησί του.
Ο Κοπάσης δολοφονήθηκε το Μάρτιο του 1912 από τον Σταύρο Μπαρέτη, και στις 20 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ο Σοφούλης, με οπλαρχηγούς και οπαδούς του, αποβιβάσθηκε στη Σάμο για να κηρύξει την επανάσταση κατά του ηγεμονικού καθεστώτος. Ο τουρκικός στρατός που βρισκόταν στο νησί συνθηκολόγησε και αποχώρησε, ενώ η τοπική εξουσία πέρασε στην Εθνοσυνέλευση των Σαμίων. Στις 11 Νοεμβρίου 1912 η Σάμος κήρυξε επισήμως την ένωσή της με την Ελλάδα και τη διακυβέρνηση του νησιού ανέλαβε προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη.