Τετάρτη, Μαρτίου 30, 2022

Βίνσεντ βαν Γκογκ (30 Μαρτίου 1853 – 29 Ιουλίου 1890)


 

Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (Vincent Willem van Gogh, προφορά στα ολλανδικά: Φίνσεντ φαν Χοχ) (30 Μαρτίου 1853 – 29 Ιουλίου 1890) ήταν Ολλανδός ζωγράφος. 

Εν ζωή, το έργο του δεν σημείωσε επιτυχία ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά το θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών.

Η επίδρασή του στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φωβισμού αλλά και εν γένει της αφηρημένης τέχνης, θεωρείται καταλυτική.

Ζωή και έργο

Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ γεννήθηκε στο ολλανδικό χωριό Ζούντερτ (Zundert) και ήταν ο μεγαλύτερος από τα συνολικά επτά παιδιά της οικογένειάς του, γιος του πάστορα Θεόδωρου βαν Γκογκ. Στον Βίνσεντ δόθηκε το όνομα του παππού του, το οποίο είχε δοθεί και στο πρωτότοκο παιδί της οικογένειας, το οποίο είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία. Ήδη από τα πολύ νεανικά του χρόνια παρουσίασε τάσεις μελαγχολίας και πρώιμα ψυχολογικά προβλήματα.

Σε ηλικία 16 ετών και αφού είχε ήδη καταπιαστεί χωρίς επιτυχία με αρκετά επαγγέλματα, ασχολήθηκε για ένα διάστημα με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company, όπου τον επόμενο χρόνο προσελήφθη και ο αδελφός του Τεό βαν Γκογκ (Theo van Gogh). Το 1873, η εταιρεία τον μεταθέτει στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή, εντείνεται το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία, επηρεασμένος εμφανώς και από την ιδιότητα του πατέρα του. Αφού απολύεται από την εργασία του το 1876, επιστρέφει στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία. Οι σπουδές του διαρκούν για περίπου ένα έτος και το 1878 του ανατίθεται μία θέση ιεροκήρυκα στο Βέλγιο και συγκεκριμένα στην υποβαθμισμένη περιοχή Μπορινάζ, όπου λειτουργεί ορυχείο. Ο βαν Γκογκ κηρύττει για περίπου έξι μήνες επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένδεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία ξεκινά να σχεδιάζει μικρά έργα και πιθανόν αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη.

Το 1880, σε ηλικία 27 ετών, ξεκινά να παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής, ωστόσο σύντομα έρχεται σε ρήξη με τον δάσκαλό του, Αντόν Μωβ (Anton Mauve), γύρω από καλλιτεχνικά ζητήματα. Τα επόμενα χρόνια δημιουργεί έργα κυρίως επηρεασμένα από τη ζωγραφική του Ζαν Φρανσουά Μιγέ (Jean-François Millet), ενώ ταξιδεύει στην ολλανδική επαρχία ζωγραφίζοντας θέματα που εμπνέεται από αυτή. Το χειμώνα του 1885, παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία της Αμβέρσας, τα οποία όμως διακόπτονται πολύ σύντομα αφού αποβάλλεται από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ (Eugene Siberdt). Παρά το γεγονός αυτό, ο βαν Γκογκ προλαβαίνει να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη από την οποία και δανείζεται στοιχεία ή πολλές φορές μιμείται την τεχνοτροπία της. Αρκετές από τις προσωπογραφίες του, περιλαμβάνουν επίσης σε δεύτερο πλάνο κάποιο έργο ιαπωνικής τέχνης.

Την άνοιξη του 1886 επισκέπτεται το Παρίσι όπου ζει με τον αδελφό του — επιτυχημένο πλέον έμπορο τέχνης — στην περιοχή της Μονμάρτρης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κατά την παραμονή του, έρχεται σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Εντγκάρ Ντεγκά, Καμίλ Πισαρό, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάζεται σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και ειδικότερα σε ότι αφορά τη χρήση του χρώματος. Ο ίδιος ο βαν Γκογκ κατατάσσεται περισσότερο στους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Χρησιμοποίησε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται από τη χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων που οι ιμπρεσιονιστές αποφεύγουν.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1888, ο βαν Γκογκ εγκαταλείπει τη γαλλική πρωτεύουσα και επισκέπτεται τη νότια Γαλλία και την περιοχή της Προβηγκίας. Υπάρχουν αναφορές πως εκεί εμπνέεται από το τοπίο καθώς και την αγροτική ζωή των κατοίκων, θέματα τα οποία προσπαθεί να αποδώσει και στη ζωγραφική του. Την περίοδο αυτή, επινοεί και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα Έναστρη νύχτα και μία σειρά πινάκων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια. Το έργο Κόκκινο αμπέλι αυτής της περιόδου είναι επίσης το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο βαν Γκογκ εν ζωή. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αρλ, δέχεται και την επίσκεψη του ζωγράφου Γκωγκέν. Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, οι δυο τους διαφωνούν έντονα και λόγω της ασταθούς ψυχικής του υγείας, ο βαν Γκογκ κόβει μέρος του αριστερού του αυτιού καταλήγοντας στο νοσοκομείο της περιοχής. Υπάρχουν ισχυρισμοί πως ο βαν Γκογκ είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν και προέβη στο κόψιμο του αυτιού του αναζητώντας ένα είδος κάθαρσης από τις τύψεις του. 


 

Έναστρη νύχτα (1889)

Στο έργο του αυτό ο Βαν Γκογκ έχει απεικονίσει χαοτικές δίνες που ακολουθούν την κλιμάκωση Κολμογκόροφ, όπως προκύπτει από μαθηματική ανάλυση της εικόνας. Ο Βαν Γκογκ αναπαράγει σε πίνακές του, επακριβώς, νόμους της φύσης.

Το 1889 εισάγεται στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στον Σαιν Ρεμύ, όπου και παραμένει συνολικά για ένα περίπου χρόνο πάσχοντας από κατάθλιψη. Κατά την παραμονή του εκεί, συνεχίζει να ζωγραφίζει. Τον Μάιο του 1890 εγκαταλείπει την ψυχιατρική κλινική και ζει για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθείται από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, στον οποίο είχε συστήσει τον βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισαρό. Στο διάστημα που παρακολουθείται ιατρικά, ο βαν Γκογκ παράγει ένα μόνο έργο, που αποτελεί προσωπογραφία του Γκασέ.

Τον Ιούλιο του 1890, ο βαν Γκογκ εμφανίζει συμπτώματα έντονης κατάθλιψης και τελικά αυτοπυροβολείται στο στομάχι στις 27 Ιουλίου ενώ πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα. Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία πυροβολήθηκε από δύο έφηβους. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ποιο ήταν το τελευταίο του έργο, αλλά πρόκειται πιθανά για το έργο με τον τίτλο Ο κήπος του Ντωμπινύ ή για τον πίνακα Σιτοχώραφο με κοράκια.

Μετά το θάνατο του βαν Γκογκ, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων του που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολωνία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914).

Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια. Σώζεται ακόμα εκτενής αλληλογραφία του με τον αδελφό του, που περιλαμβάνει περισσότερα από 700 γράμματα. Επίσης ο βαν Γκογκ είναι διάσημος για τις πινελιές του οι οποίες πολλές φορές παρουσιάζουν μια κίνηση. 

συνέχεια https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%AF%CE%BD%CF%83%CE%B5%CE%BD%CF%84_%CE%B2%CE%B1%CE%BD_%CE%93%CE%BA%CE%BF%CE%B3%CE%BA

Η σφαγή της Χίου

Eugène Delacroix - Le Massacre de Scio.jpg
Ο πίνακας «Η σφαγή της Χίου» του Ευγένιου Ντελακρουά


Η σφαγή της Χίου αναφέρεται στην σφαγή δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων της Χίου από τον Οθωμανικό στρατό. Το γεγονός συνέβη 30 Μαρτίου του 1822. Είχε προηγηθεί ο ξεσηκωμός του νησιού στις 11 Μαρτίου 1822, με την απόβαση εκστρατευτικού σώματος Σαμιωτών. Οι Οθωμανοί (ντόπιοι και άλλοι που είχαν έλθει από την Ασία) κλείστηκαν αρχικά στο κάστρο. Στις 30 Μαρτίου έφθασε ο οθωμανικός στόλος ο οποίος έλυσε την πολιορκία και άρχισε τη σφαγή του ορθόδοξου πληθυσμού με τη συμμετοχή και άτακτων μουσουλμάνων που κατέφθαναν από τις ακτές της Μ. Ασίας με κάθε είδους πλεούμενο

Την περίοδο αυτή η Χίος διέθετε μία μεγάλη και ακμάζουσα ελληνική κοινότητα που ευημερούσε βασιζόμενη στην καλλιέργεια της μαστίχας. Απολάμβανε μάλιστα σημαντικά προνόμια από τους Οθωμανούς, για τους οποίους η μαστίχα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό προϊόν. Συνέπεια των προνομίων ήταν η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού του νησιού, που αριθμούσε το 1822 περισσότερους από 100.000 κατοίκους. Ωστόσο, το 1822 ο πληθυσμός ζούσε κάτω από την οθωμανική καταπίεση. Για την πρόληψη επανάστασης, είχαν μεταφερθεί στο νησί στρατεύματα από την Ασία και είχε τοποθετηθεί ως διοικητής ο σκληρός Βαχίτ πασάς. Οι Χιώτες έκαναν καταναγκαστικές εργασίες για την ενίσχυση των οχυρώσεων και ταυτόχρονα αναγκάζονταν να συντηρούν αυτόν τον "μαχαιροφόρο όχλο" με την απειλή της βίας. 

Οι οθωμανοί καθημερινά έκαναν αρπαγές και φόνους στην πόλη και τα χωριά ατιμωρητί. Σχέδια για εξέγερση στη Χίο γίνονταν από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης, το 1821, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο του Τομπάζη. Τον Ιούλιο του '21 είχε αναλάβει την οργάνωση της εξέγερσης ο Ιωάννης Ράλλης, Χιώτης Φιλικός και άλλοτε έμπορος στην Οδησσό. Όμως Χιώτες έμποροι των Κυκλάδων τον έπεισαν ότι αυτή η επιχείρηση ήταν άκαιρη και επικίνδυνη, κάτι στο οποίο συμφώνησε και ο Υψηλάντης.

Τον Μάρτιο του 1822 η Χίος επαναστάτησε, όταν ο Αντώνιος Μπουρνιάς - που υπήρξε αξιωματικός του Ναπολέοντα κατά την Αιγυπτιακή εκστρατεία - με διακόσιους άνδρες αποβιβάστηκαν στη Σάμο και κάλεσαν τον Λυκούργο Λογοθέτη να συμμετάσχει στην επανάσταση της Χίου. Αποφασιστική σημασία για την έκβαση της εξέγερσης είχε η απραξία της - λεγόμενης - κεντρικής κυβέρνησης η οποία δεν απέστειλε έγκαιρα βοήθεια στους επαναστάτες. Την καθυστέρηση της βοήθειας αναφέρει και ο Γάλλος εθελοντής Maxime Raybaud, γράφοντας ότι οι προετοιμασίες για την αποστολή δύο ολμοβόλων και ξένων στρατιωτικών κράτησαν 13 μέρες, ενώ μόνο για να πλεύσουν από την Πελοπόννησο μέχρι τα Ψαρά έκαναν 8 μέρες. 

Ο Γερμανός αξιωματικός Bellier de Launay γράφει ότι "αν είχαμε φτάσει 10 ημέρες νωρίτερα θα είχε σωθεί η Χίος". Αναγνωρίζεται ωστόσο ότι αυτή η κυβέρνηση πρακτικά δεν είχε εξουσίες, και ότι ανοργάνωτες εξεγέρσεις γίνονταν και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Επίσης σημαντικό ήταν ότι η εξέγερση άρχισε Μάρτιο, οπότε ο καιρός επέτρεπε την επιχείρηση του οθωμανικού στόλου. Οι μόνοι που έστειλαν βοήθεια στη Χίο ήταν οι Ψαριανοί.
Εκτός των άλλων αιτίων, στην περαιτέρω αποδυνάμωση των επαναστατών συνέβαλε και η διχόνοια μεταξύ των δύο ηγετών, του Μπουρνιά και του Λογοθέτη. Ο Μπουρνιάς κατά την υποχώρηση φώναζε το σύνθημα που είναι γνωστό στη Χίο: «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!... »

Είναι δε τέτοια η ντροπή για τη συμφορά αυτή που δεν υπάρχει ούτε ένα μνημείο της σφαγής στη Χίο. Οι ιστορικοί έχουν επισημάνει ότι η άρχουσα τάξη του νησιού ήταν απρόθυμη να ενταχθεί στην ελληνική εξέγερση, φοβούμενη την απώλεια της ασφάλειας και της ευημερίας της. Παρόλα αυτά ο Α. Μπουρνιάς προσπάθησε να κάνει επανάσταση με διακόσιους άνδρες συν τους άνδρες του Λυκούργου Λογοθέτη.

Ο ξεσηκωμός του εύφορου νησιού εξαγρίωσε το Σουλτάνο. Έτσι, ο Οθωμανικός στόλος υπό την ηγεσία του ανώτατου οθωμανού διοικητή Αιγαίου Καρά Αλί έπλευσε προς την Χίο για να καταστείλει την επανάσταση και αποβίβασε περί τους 7.000 στρατιώτες από τη Μικρά Ασία. Με την άφιξη του μεγάλου εχθρικού στόλου οι ελληνικές δυνάμεις αποχώρησαν από το νησί με εξαίρεση ένα τμήμα Ψαριανών που παρακολουθούσε από απόσταση τις κινήσεις των Οθωμανών. 

Χωρίς σημαντική αντίσταση ο Οθωμανικός στρατός προχώρησε σε εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές άμαχου πληθυσμού, παρόλο που η συντριπτική πλειονότητα του νησιού δεν έκανε τίποτα για να προκαλέσει τη σφαγή καθώς δεν συμμετείχε στην εξέγερση κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί έκαψαν σπίτια και σκότωσαν όλα τα παιδιά κάτω των 3 ετών, όλους τους άνδρες από 12 ετών και πάνω, καθώς και όλες τις γυναίκες από 40 ετών και πάνω, με εξαίρεση αυτούς που ήταν πρόθυμοι να ασπαστούν το Ισλάμ. 

Τελικά, περισσότεροι από 40.000 κάτοικοι του νησιού σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού διέφυγε προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο. Κατά τον ιστορικό Καστάνη που ήταν παρών στη σφαγή της Χίου ο πληθυσμός του νησιού έφθανε τις 180.000 ψυχές. Κατά τον ιστορικό Μαμούκα ο οποίος ήταν επίσης παρών στη σφαγή ο πληθυσμός ανερχόταν στις 140.000 με 150.000 ψυχές και κατά τα κιτάπια των Τούρκων ο πληθυσμός ανερχόταν στις 120.000 ψυχές. 

Εκείνο που είναι γεγονός είναι ότι στο νησί της Χίου έμειναν περί τους 1.000 - 2.000 χιλιάδες άνθρωποι και περί τους 20.000 διέφυγαν ... Όλοι οι υπόλοιποι εκτός των αγοριών από 3 - 12 ετών και των γυναικών από 3 - 40 ετών που αιχμαλωτίσθηκαν και πουλήθηκαν από Εβραίους δουλεμπόρους σε παζάρια της Δύσης και της Ανατολής, σφάχθηκαν ανελέητα. Ο τότε Τούρκος τοποτηρητής της Χίου Βαχίτ πασάς, που κατέγραψε τα συμβάντα, αναφέρει ότι «τους μεν ηλικιωμένους επέρασαν (οι μουσουλμάνοι) γενναιότατα εν στόματι μαχαίρας, παρομοίως και τας ηλικιωμένας γραίας, την δε κινητήν περιουσίαν αυτών ελεηλάτησαν … τας δε ωραίας κόρας των και τους τρυφερούς νεανίσκους των ηχμαλώτισαν. Το αίμα έρρευσε ποταμηδόν …". Όταν ο ίδιος απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη αναφορά για την ανακατάληψη του νησιού, απέστειλε μαζί και 5 φορτία με κομμένα κεφάλια και 2 φορτία κομμένα αυτιά. Καταμετρώντας τους νεκρούς αναφέρει κεφάλια ιερέων, προεστών και ανταρτών 1.109, «τελειωθέντες εν στόματι μαχαίρας» 25.000, σκλαβωμένα αγόρια και κορίτσια 5.000.
 

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%86%CE%B1%CE%B3%CE%AE_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%A7%CE%AF%CE%BF%CF%85

30 Μαρτίου 1841....

 

30 Μαρτίου 1841....

Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ETE) είναι η μεγαλύτερη τράπεζα της Ελλάδας. Ιδρύθηκε το 1841 από τον Γεώργιο Σταύρου, από τα Ιωάννινα, ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος διευθυντής της. Είναι μέλος της Αγοράς Παραγώγων του Χρηματιστηρίου Αθηνών από ιδρύσεώς της και έχει άδεια ειδικού διαπραγματευτή τύπου Α. Είναι διαφορετική από την Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ είχε το εκδοτικό προνόμιο χαρτονομισμάτων στην Ελλάδα ως το 1928.

Η μετοχή της διαπραγματεύεται στο Χρηματιστήριο Αθηνών και στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.

Το Δίκτυό της στην Ελλάδα αριθμεί περισσότερα από 528 Καταστήματα και πάνω από 1383 ΑΤΜ.

Από τους ιδρυτικούς μετόχους της Εθνικής Τράπεζας το 1841, ήταν το ελληνικό κράτος με 1.000 μετοχές, ο Νικόλαος Ζωσιμάς με 500 μετοχές, ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος με 300, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Β’ της Βαυαρίας με 200, ο Κωνσταντίνος Βράνης με 150, ο Θεόδωρος Ράλλης με 100, ο Ιούλιος Έσσλιν, κ.ά.

Το 1952 εξαγόρασε την Τράπεζα της Αθηνας. Το 1966 ίδρυσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, που λειτούργησε μετά την μεταπολίτευση.

Ιστορία

Στις 30 Μαρτίου του 1841 δημοσιεύεται ο νόμος «Περί συστάσεως Εθνικής Τραπέζης» (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αριθ. 6 της 30 Μαρτίου 1841, σ. 59) σύμφωνα με τον οποίο η Εθνική Τράπεζα είναι ανώνυμη ιδιωτική εταιρεία με έδρα την Αθήνα και με κεφάλαιο 5.000.000 δραχμών, μοιρασμένο σε 5000 μετοχές των 1000 δραχμών.

Από τους ιδρυτικούς μετόχους της Τράπεζας το 1841, ήταν το ελληνικό κράτος με 1.000 μετοχές από τις 3.402. Άλλοι μεγάλοι μέτοχοι ήταν ο Νικόλαος Ζωσιμάς με 500 μετοχές, ο Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος με 300, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας με 200, ο Κωνσταντίνος Βράνης με 150, ο Αδόλφος Γραφ με 146 και ο Θεόδωρος Ράλλης με 100. Η τράπεζα Rothshild Frères Paris αγόρασε 50 μετοχές, ενώ άλλες 50 αγόρασε ο Εϋνάρδος στο όνομά της για να τονώσει το κύρος της νέας τράπεζας.[3]

Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα ίδρυσε το 1891 την Ελληνική Εταιρεία Γενικών Ασφαλίσεων με την ονομασία «Η Εθνική» και το 1927 την Εθνική Κτηματική Τράπεζα. Μέχρι την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος το 1928, η Τράπεζα είχε το εκδοτικό προνόμιο στην Ελλάδα και ήταν υπεύθυνη για την έκδοση του νομίσματος.

Το 1953 εξαγόρασε την Τράπεζα Αθηνών και μέχρι τις 30 Απριλίου 1958 ονομαζόταν Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και Αθηνών. Το 1966 ο διοικητής Γεώργιος Μαύρος ίδρυσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, που λειτούργησε μετά τη μεταπολίτευση.
Ίδρυση του NBG Group

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Εθνική Τράπεζα είχε το ρόλο μιας τράπεζας της Ελλάδος και του Ελληνισμού. Οι σχετικά μικρές μονάδες τις Ε.Τ.Ε στο εξωτερικό δεν είχαν την δυνατότητα να αποκτήσουν ένα σημαντικό ρόλο και η τράπεζα πούλησε τα υποκαταστήματα στο εξωτερικό (Η.Π.Α, Καναδάς, Γερμανία κλπ) σε ανταγωνιστές και αγόρασε πλέον τοπικά στην νοτιοανατολική Ευρώπη τράπεζες σχηματίζοντας το NBG Group, με ισχυρή παρουσία σε ορισμένες χώρες. Μέσα στο 1998, η Τράπεζα προέβη στη συγχώνευση δι' απορροφήσεως της θυγατρικής της «Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.», η οποία είχε προέλθει από τη συγχώνευση δύο πρώην θυγατρικών της εταιρειών, της «Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» και της «Εθνική Στεγαστική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.», με σκοπό την αρτιότερη εξυπηρέτηση των πελατών της στον τομέα της στεγαστικής και κτηματικής πίστης.

Από τον Οκτώβριο 1999, η μετοχή της Τράπεζας διαπραγματεύεται στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Στα τέλη του 2002, η Εθνική Τράπεζα προχώρησε στη συγχώνευση δι' απορροφήσεως της θυγατρικής της «Εθνική Τράπεζα Επενδύσεων Βιομηχανικής Αναπτύξεως ΑΕ» (ETEBA). Στο πλαίσιο του στρατηγικού της προσανατολισμού στην αγορά της ΝΑ Ευρώπης, η ΕΤΕ εξαγόρασε, εντός του 2006, τη Finansbank στην Τουρκία και τη Vojvodjanska Banka στη Σερβία. Η εξαγορά της τουρκικής Finansbank, αποτέλεσε τη μεγαλύτερη επένδυση που έχει γίνει ποτέ ανάμεσα στις δύο χώρες.

Η εξαγορά αυτή δίνει στη Ε.Τ.Ε. ηγετική θέση στην ΝΑ Ευρώπη και τα οφέλη που αναμενόταν να αποκομίσει ήταν πολλαπλά. Απέκτησε πρόσβαση σε μία ταχέως αναπτυσσόμενη αγορά 70 εκατομμυρίων κατοίκων και μεγάλο ποσοστό των κερδών της Ε.Τ.Ε. προερχόταν από τη Finansbank. Οι λογαριασμοί καταθέσεων σήμερα ξεπερνούν τα εννέα εκατομμύρια και οι λογαριασμοί χορηγήσεων το ένα εκατομμύριο. 

συνέχεια  https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%A4%CF%81%CE%AC%CF%80%CE%B5%CE%B6%CE%B1_

Χαρίλαος Τρικούπης (11 Ιουλίου 1832 - 30 Μαρτίου 1896)


 

Ο Χαρίλαος Τρικούπης (11 Ιουλίου 1832 - 30 Μαρτίου 1896) ήταν Έλληνας διπλωμάτης, πολιτικός και Πρωθυπουργός. 

Ο Τρικούπης κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας επί 19 χρόνια, από το 1875 έως το 1894, παίρνοντας τη θέση του πρωθυπουργού επτά συνολικά φορές και κυβέρνησε τη χώρα για σχεδόν 10 χρόνια από τα 20 αυτής της περιόδου. Στην τελευταία του κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις που είχε δημιουργήσει έναντι των ξένων δανειστών με συνέπεια να επέλθει η πτώχευση της Ελλάδας με την ιστορική φράση του «δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους και σημαντικότερους πολιτικούς της Ελλάδας. Συχνά, αποκαλείται ως ο «μεγάλος εκσυγχρονιστής» της Ελλάδας, λόγω των εκσυγχρονιστικών έργων που προώθησε.

Αρχή της σταδιοδρομίας - Διπλωμάτης

 
Ο Χαρίλαος Τρικούπης

Γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 11 Ιουλίου 1832 και καταγόταν από την ιστορική οικογένεια Τριαρχήδι του Μεσολογγίου και την οικογένεια Καρατζά της Κωνσταντινούπολης. Ήταν γιος του Σπυρίδωνα Τρικούπη (πολιτικού, ιστορικού και επίσης πρωθυπουργού της Ελλάδας) και της Αικατερίνης το γένος Μαυροκορδάτου. Ανάδοχός του ήταν ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης. Μετά τη φοίτησή του σε γυμνάσιο της Αθήνας, όπου γυμνασιάρχης του ήταν ο Γεώργιος Γεννάδιος, σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου μετά τριετή φοίτηση συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι. Με το τέλος των σπουδών του χρημάτισε ιδιαίτερος γραμματέας του πατέρα του Σπυρίδωνα, που τότε ήταν πρέσβης στο Λονδίνο και ακολούθως το 1856 διορίστηκε επίσημος γραμματέας της πρεσβείας στο Λονδίνο ακολουθώντας το διπλωματικό σώμα. Το 1862 εκλέχτηκε πληρεξούσιος της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης της ελληνικής παροικίας του Λονδίνου και αποσυρθέντος του πατέρα του ανέλαβε ως επιτετραμμένος της πρεσβείας. 

Αν και η διπλωματική σταδιοδρομία του υπήρξε βραχεία, εν τούτοις διακρίθηκε για την απαράμιλλη δεξιοτεχνία του, το 1863, κατά τις διαπραγματεύσεις με την αγγλική κυβέρνηση, ως πληρεξούσιος της ελληνικής κυβέρνησης, στη σχετική συνθήκη της παραχώρησης των Ιονίων νήσων από τη Μεγάλη Βρετανία στο Βασίλειο της Ελλάδος, που ήταν ο κυρίαρχος όρος αποδοχής του στέμματος του Βασιλείου από τον πρίγκιπα και μετέπειτα Βασιλέα των Ελλήνων Γεώργιο τον Α΄. Σημειώνεται ότι το θέμα της παραχώρησης, στην πραγματικότητα εκχώρησης, των νήσων αυτών δεν ήταν τόσο απλό μετά την αντίδραση της Βασιλικής Αυλής της Δανίας, όπου η σχετική συνθήκη είχε συνομολογηθεί ερήμην της ελληνικής κυβέρνησης, συνέπεια της οποίας ήταν να ακολουθήσει δεύτερη σχετική συνθήκη με το διπλωματικό όρο «ενσωμάτωση». Επί της 2ης αυτής συνθήκης ήταν πληρεξούσιος ο Χ. Τρικούπης, του οποίου η διπλωματική καριέρα κράτησε 8 έτη (1856-1864). 

συνέχεια https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%BB%CE%B1%CE%BF%CF%82_%CE%A4%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CF%80%CE%B7%CF%82

Σήμερα... 30/3 Ιερομάρτυρος Ζαχαρίου του νέου επισκόπου Κορίνθου, Ιωάννου της «Κλίμακος»

 

Σήμερα 30 Μαρτίου

Ιερομάρτυρος Ζαχαρίου του νέου επισκόπου Κορίνθου, Ιωάννου της «Κλίμακος»

για μεγέθυνση ροδάκι να ανοίξει με φακό

Δημοφιλείς αναρτήσεις Τελευταίες 7 ημέρες