Κώστας Καρυωτάκης [Είμαστε κάτι...] Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει, στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες. Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες. Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη, στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει, μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες. Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις, χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε. Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις. Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε. Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 (γνωστός στην Ελλάδα και ως Μαύρο '97 ή Ατυχής πόλεμος) ήταν ο πόλεμος μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Ελλάδας το 1897.
Άμεση αφορμή ήταν το Κρητικό Ζήτημα, στο οποίο η Ελληνική πλειοψηφία της Οθωμανικής επαρχίας της Κρήτης επιθυμούσε την Ένωση με την Ελλάδα. Παρά την αποφασιστική Οθωμανική στρατιωτική νίκη, η αυτόνομη Κρητική Πολιτεία υπό οθωμανική επικυριαρχία ιδρύθηκε το επόμενο έτος (ως αποτέλεσμα της παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων μετά τον πόλεμο), με τον Πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας και της Δανίας ως πρώτο Ύπατο Αρμοστή. Αυτή ήταν η πρώτη πολεμική προσπάθεια στην οποία δοκιμάστηκε το στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας μετά την Επανάσταση του 1821 και την πτώχευσή της τον Δεκέμβριο του 1893.
Γενικά Αξιωματικοί του Οθωμανικού Στρατού σε κάποια ανάπαυλα του πολέμου με την Ελλάδα (1897).
Ο πόλεμος αυτός, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, με δεδομένο ότι δεν δόθηκε ποτέ διαταγή επίθεσης στο στρατόπεδο των Ελλήνων, «ακήρυχτος» όπως τον χαρακτήρισε η τότε ελληνική κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, στην ουσία «οθωμανική εισβολή» κατέληξε σε ήττα της Ελλάδας και στην υποβολή της σε διεθνή οικονομικό έλεγχο ύστερα από απαίτηση της Γερμανίας. Εντούτοις η σημασία του υπήρξε τεράστια, όχι μόνο ως προς την εξέλιξη του Κρητικού ζητήματος που τελικά η Ελλάδα ήταν αυτή που δικαιώθηκε. Στάθηκε η αιτία να παραμείνει η ελληνική κυβέρνηση σθεναρά ανυποχώρητη στην απόφασή της για ενίσχυση του στρατού μη φειδόμενη των όποιων οικονομικών συνεπειών, με δεδομένη την από τετραετίας (19 Δεκεμβρίου 1893), κήρυξη πτώχευσης του Χ. Τρικούπη, καθώς ακόμα και των απειλών των Μεγάλων Δυνάμεων περί επιβολής ναυτικών αποκλεισμών. Το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης ήταν η άμεση προετοιμασία και ανταπόκριση της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους που κατέληξαν τουλάχιστον για την ίδια νικηφόροι.
Παρά τη διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων ότι όποιος και αν θα είναι ο νικητής της επαπειλούμενης σύρραξης δεθα του αναγνωριζόταν «κανένα εδαφικό όφελος» τελικά ο πόλεμος άρχισε στις 6 Απριλίου / 18 Απριλίου (ν. ημερολ) 1897 και έληξε με την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, στις 7 Μαΐου / 19 Μαΐου (ν. ημερολ) «ανακωχή», αφού οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τη Θεσσαλία. Η ειρήνη υπογράφηκε στις 6 Σεπτεμβρίου / 18 Σεπτεμβρίου (ν. ημερολ.), σε προσωρινή συνθήκη μετά από πεντάμηνες διαπραγματεύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων με το Οθωμανικό κράτος (την Υψηλή Πύλη). Η τελική συνθήκη υπογράφηκε στις 22 Νοεμβρίου / 4 Δεκεμβρίου (ν. ημερολ) 1897 όπου και ακολούθησε η εκκένωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους και δέκα μήνες μετά η αυτονόμηση της Κρήτης με Ύπατο Αρμοστή τον Πρίγκιπα Γεώργιο (Ελλάδας και Δανίας).
Ο πόλεμος του 1897 απετέλεσε την πρώτη πλήρους κλίμακας πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας 67 χρόνια μετά από την απόκτηση της ανεξαρτησίας της, κατά την οποία και δοκιμάσθηκε σε εκστρατεία τόσο ο τότε πολεμικός μηχανισμός της όσο και το πολεμικό δυναμικό της, με ό,τι ατέλειες και αδυναμίες παρουσίαζε.
Ο Όσβαλντ Σπένγκλερ (Oswald Spengler, Blankenburg am Harz, 29 Μαΐου 1880 - Μόναχο, 8 Μαΐου 1936) ήταν Γερμανός ιστορικός και φιλόσοφος, ο οποίος σπούδασε φυσικές επιστήμες, μαθηματικά, ιστορία, φιλολογία και φιλοσοφία στα πανεπιστήμια του Μονάχου, του Βερολίνου και της Χάλλε.
Μετά την αναγόρευση του σε διδάκτορα της φιλοσοφίας, το 1904 ύστερα από την εκπόνηση σχετικής διατριβής με θέμα τη διδασκαλία του Ηρακλείτου, ακολούθησε τη σταδιοδρομία του καθηγητή μέσης εκπαίδευσης, την οποία,όμως εγκατέλειψε το 1911 αναλαμβάνοντας πλέον να διδάσκει ιδιωτικά μαθήματα στο Μόναχο.
Τότε άρχισε να συγγράφει το βιβλίο του Der Untergang des Abendlandes. Umrisse einer Morphologie der Weltgeschichte (= Η παρακμή της Δύσης), το οποίο εξέδωσε το 1918, όταν η χώρα του, η Γερμανία, εξερχόταν ηττημένη από τον τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το έργο αυτό, με τη χρησμοειδή γραφή, χάρη στο οποίο ο Όσβαλντ Σπένγκλερ έγινε γνωστός, αποπνέει έντονη την ατμόσφαιρα της απαισιοδοξίας, καθώς, όπως αποφαίνεται ο συγγραφέας του ότι κανένας από τους πολιτισμούς της ιστορίας - τους οποίους αριθμεί σε οκτώ - δεν είναι αιώνιος, αλλά καθένας τους έχει ζωή διάρκειας περίπου χιλίων ετών, προδικάζει τον αφανισμό του δυτικού πολιτισμού, επισημαίνοντας ως σημάδια κατάρρευσής του την επικρατούσα δύναμη του χρήματος, την κυριαρχία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και την έλλειψη πρωτότυπων διανοουμένων και δημιουργών σε όλους τους τομείς του πολιτισμού και της παιδείας.
Υπήρξε εθνικιστής και ήταν ένας από τους συμμετέχοντες στην Συντηρητική επανάσταση, παρόλο που προς το τέλος της ζωής του επέκρινε τον αντισημιτισμό και το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.
Η Coca-Cola (Κόκα-Κόλα) είναι αναψυκτικό τύπου κόλα (ένας τύπος μη αλκοολούχου αναψυκτικού) που πωλείται στα καταστήματα, τα εστιατόρια και τις αυτόματες μηχανές πώλησης σε περισσότερες από 200 χώρες. Παράγεται από την επιχείρηση The Coca Cola Company (εισηγμένη στο NYSE).
Ιστορία
Διαφημιστική καταχώρηση της Coca-Cola από τα τέλη του 19ου αιώνα. Η τιμή της ήταν 5 σεντς.
Εμφιάλωση σε εργοστάσιο της Coca-Cola στον Καναδά στις 9 Ιανουαρίου του 1941 Μόντρεαλ, Καναδάς.
Η Coca-Cola εφευρέθηκε στις 8 Μαΐου του 1886 από τον Τζον Στιθ Πέμπερτον (John Pemberton), αρχικά προοριζόμενη ως φάρμακο. Ο Πέμπερτον ξεκίνησε να ψάχνει στα λιμάνια της Σαβάννα της πολιτείας Τζόρτζια, αναζητώντας το ιδανικό μείγμα φρέσκων συστατικών και μπαχαρικών από όλο τον κόσμο. Τελικά, τον Μάιο του 1886 δημιούργησε στο εργαστήριό του την Coca-Cola.
Όταν το πείραμα ολοκληρώθηκε, το πήγε στο φαρμακείο του Τζέικομπς, που βρισκόταν λίγο παρακάτω. Εκεί πρόσθεσαν στο μείγμα ανθρακούχο νερό
και το έδωσαν στους πελάτες να το δοκιμάσουν. Όλοι συμφώνησαν ότι αυτό
το νέο αναψυκτικό, το οποίο στην αρχική μορφή του και ως το 1903
περιείχε και ποσότητα κοκαΐνης, ήταν κάτι το ξεχωριστό. Έτσι, το φαρμακείο του Τζέικομπς άρχισε να το πουλά προς πέντε σεντς το ποτήρι.
Ο λογιστής του Πέμπερτον, Φρανκ Ρόμπινσον, έδωσε στο μείγμα το όνομα
Coca-Cola και το έγραψε με τον χαρακτηριστικό γραφικό του χαρακτήρα. Αυτός είναι ο λογότυπος που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.
Κατά το πρώτο έτος, η εταιρία πουλούσε 9 ποτήρια Coca Cola την
ημέρα. Έναν αιώνα αργότερα, είχαν παραχθεί πάνω από 10 δισεκατομμύρια γαλόνια
σιρόπι. Όμως, ο Πέμπερτον ήταν περισσότερο εφευρέτης παρά
επιχειρηματίας και δεν είχε ιδέα ότι είχε εφεύρει ένα από τα
σπουδαιότερα προϊόντα στον κόσμο. Τρία χρόνια αργότερα πούλησε την
εταιρία του σε έναν επιχειρηματία της Ατλάντα, τον Άσα Γκρίγκς Κάντλερ, έναντι 2.300 δολαρίων. Γεννημένος πωλητής, ο Κάντλερ μεταμόρφωσε την Coca-Cola από εφεύρεση σε μια μεγάλη επιχείρηση.
Γνώριζε πως υπήρχαν πολλοί "διψασμένοι" τριγύρω και βρήκε
αποτελεσματικούς και καινοτόμους τρόπους να τους γνωρίσει αυτό το νέο
αναψυκτικό. Χάριζε κουπόνια για τη δωρεάν δοκιμή της Coca Cola και
εξόπλιζε τα φαρμακεία που διέθεταν το προϊόν με ρολόγια, υδρίες,
ημερολόγια και φαρμακευτικές ζυγαριές, που έφεραν το σήμα της.
Ήταν μια επιθετική πρακτική, που αποδείχθηκε άκρως αποτελεσματική. Ως το 1895, ο Κάντλερ είχε κατασκευάσει εργοστάσια παραγωγής του σιροπιού στο Σικάγο, το Ντάλας και το Λος Άντζελες.
Ο Τζόζεφ Βίντενχαρμ, ένας επιχειρηματίας από το Μισισίπι, ήταν ο πρώτος
που εμφιάλωσε το αναψυκτικό. Το πρώτο μπουκάλι πωλήθηκε στις 12 Μαρτίου
του 1894,
ενώ έστειλε 12 φιάλες και στον Κάντλερ, ο οποίος, όμως, δεν
ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό. Παρότι ήταν ένας πανέξυπνος και καινοτόμος
επιχειρηματίας, δεν κατάλαβε τότε ότι το μέλλον βρισκόταν στα
εμφιαλωμένα αναψυκτικά, που θα μπορούσαν οι πελάτες να τα παίρνουν μαζί
τους οπουδήποτε. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1899,
δύο δικηγόροι από την Τσατανούγκα, ο Μπέντζαμιν Φ. Τόμας και ο Τζόζεφ
Β. Γουάιτζεντ, εξασφάλισαν το αποκλειστικό δικαίωμα εμφιάλωσης και
πώλησης του αναψυκτικού, έναντι ενός δολαρίου.
Η επιτυχία του αναψυκτικού συνοδεύτηκε - μεταξύ άλλων - και από
την εμφάνιση πολλών απομιμήσεων, γεγονός που δεν άρεσε καθόλου στην
εταιρία. Έτσι, η διαφήμιση άρχισε να εστιάζει στην αυθεντικότητα της
Coca Cola, παροτρύνοντας τους καταναλωτές να «Απαιτούν το Γνήσιο» και
«Να μην δέχονται υποκατάστατα». Για το σκοπό αυτό αποφασίστηκε η
δημιουργία κι ενός μπουκαλιού με χαρακτηριστικό σχήμα. Το 1916, η Εταιρία Ρουτ Γκλας από την Ιντιάνα
άρχισε να παράγει το διάσημο μπουκάλι με τις καμπύλες, το οποίο
αποδείχτηκε εξαιρετικά επιτυχημένο (και εξακολουθεί να υπάρχει έως και
σήμερα) χάρη στην ελκυστική του εμφάνιση, το πρωτότυπο σχέδιο και το
γεγονός ότι ακόμη και στο σκοτάδι μπορούσες να αναγνωρίσεις το γνήσιο
προϊόν. Στις επόμενες δεκαετίες, η Coca Cola άρχισε να εισχωρεί στην Κούβα, στο Πουέρτο Ρίκο, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες, για να κατακτήσει τελικά όλο τον κόσμο.
Τον Απρίλιο του 1985 αποφασίστηκε η αλλαγή της σύνθεσης του διάσημου αναψυκτικού, για πρώτη φορά έπειτα από 99 χρόνια.
Σε δοκιμές γεύσης ο κόσμος ενθουσιάστηκε, αλλά στον πραγματικό κόσμο οι
άνθρωποι είχαν αναπτύξει ένα βαθύ συναισθηματικό δέσιμο με την
αυθεντική Coca Cola και εκλιπαρούσαν να τους τη δώσουν πίσω. Οι κριτικοί
αποκάλεσαν την κίνηση αυτή ως τη μεγαλύτερη γκάφα στο μάρκετινγκ που είχε γίνει ποτέ. Έτσι, τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου η αυθεντική συνταγή επέστρεψε στην αγορά ως Coca Cola Classic, και τοποθετήθηκε δίπλα στη New Coke.
Ο Φρίντριχ Χάγιεκ (γερμανικά: Friedrich August Hayek, προφέρεται: [ˈfʁiːdʁɪç ˈaʊ̯ɡʊst ˈhaɪ̯ɛk], 8 Μαΐου 1899 – 23 Μαρτίου 1992) ήταν Αυστριακός οικονομολόγος, πανεπιστημιακός και φιλόσοφος, γνωστός για την υπεράσπιση του κλασικού φιλελευθερισμού.
Γεννήθηκε στη Βιέννη, στην τότε Αυστροουγγαρία, ως Φρίντριχ Άουγκουστ φον Χάγιεκ και κατόπιν πήρε τη βρετανική υπηκοότητα. Το 1974, ο Χάγιεκ μοιράστηκε το βραβείο Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών με τον πολιτικό του αντίπαλο, Σουηδό Γκούναρ Μιρντάλ (Gunnar Myrdal) για την «πρωτοπόρα εργασία του στη θεωρία του χρήματος και των οικονομικών διακυμάνσεων και τη διεισδυτική του ανάλυση της αλληλεξάρτησης οικονομικών, κοινωνικών και θεσμικών φαινομένων».
Ο Χάγιεκ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους οικονομολόγους και πολιτικούς στοχαστές του 20ού αιώνα. Μαζί με τον μέντορά του Λούντβιχ φον Μίζες, συνέβαλε σημαντικά στη λεγόμενη Αυστριακή Σχολή Οικονομικής Σκέψης. Η ερμηνευτική του Χάγιεκ σχετικά με το πώς η αλλαγή των τιμών παρέχει πληροφορίες που επιτρέπουν στα άτομα να συντονίζουν τα σχέδιά τους, θεωρείται ευρέως ως μια σημαντική σύλληψη της οικονομικής επιστήμης. Επίσης συνέβαλε στους τομείς της συστημικής σκέψης, της νομικής επιστήμης, της νευροεπιστήμης και στην ιστορία των ιδεών.
Yπηρέτησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και παραδέχτηκε αργότερα ότι η εμπειρία του από τον πόλεμο και η επιθυμία του να βοηθήσει να αποφευχθούν λάθη που οδήγησαν στον πόλεμο καθόρισαν τη μετέπειτα καριέρα του. Έζησε στην Αυστρία, τη Μεγάλη Βρετανία, τις Η.Π.Α. και τη Γερμανία, και έγινε Βρετανός υπήκοος το 1938. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ακαδημαϊκής του ζωής στο London School of Economics (LSE), στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου και στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ.
Το 1984 διορίστηκε μέλος του Τάγματος Τιμής από τη Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄, μετά από πρόταση της πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ για τις «υπηρεσίες του στη μελέτη των οικονομικών». Επίσης έλαβε τη διάκριση του προεδρικού μεταλλίου ελευθερίας των ΗΠΑ το 1991 από τον πρόεδρο Τζωρτζ Μπους. Το 2011, το άρθρο του «Η χρήση της γνώσης στην κοινωνία», (The Use of Knowledge in Society) επιλέχθηκε ως ένα από τα 20 καλύτερα άρθρα που έχουν δημοσιευθεί στο επιστημονικό περιοδικό American Economic Review τα πρώτα 100 χρόνια κυκλοφορίας του.
Η Γαύδος είναι ένα μικρό νησί το οποίο υπάγεται στο νομό Χανίων και στην περιφέρεια Κρήτης. Είναι το νοτιότερο ελληνικό και ταυτόχρονα ευρωπαϊκό άκρο με πληθυσμό 98 κατοίκων στην απογραφή του 2001. Η κοντινότερη κρητική κωμόπολη στη Γαύδο είναι τα Σφακιά, στο νομό Χανίων. Η Γαύδος ήταν κατοικημένη από τη Νεολιθική εποχή. Το νησί έχει ταυτιστεί με την Ωγυγία, όπου η Καλυψώ κρατούσε τον Οδυσσέα αιχμάλωτο. Αρχαιολογικές έρευνες έχουν τεκμηριώσει πως η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε παρουσία στο νησί. Οι Ρωμαίοι έκαναν κατάχρηση της χλωρίδας του νησιού, προκαλώντας έτσι μια διαδικασία αποσάρθρωσης που συνεχίζεται ως σήμερα. Ο Απόστολος Παύλος πέρασε από την υπήνεμη πλευρά του νησιού, κατά τη διάρκεια του τελικού ταξιδιού του προς τη Ρώμη. Αφού εγκατέλειψε την Κρήτη, μια καταιγίδα, έβγαλε το πλοίο του εκτός πορείας, με αποτέλεσμα να περάσει δίπλα από τη Γαύδο. Το γεγονός αυτό έχει καταγραφεί στις Πράξεις 27:16. Η Γαύδος είναι το ονειρεμένο νησί όπου ναυάγησε ο Οδυσσέας τον υποδέχτηκε η Καλυψώ, το αραξοβόλι των ταξιδιωτών, των εμπόρων της Αφρικής και των πειρατών, ο τόπος μέθεξης χιλιάδων αναχωρητών του καλοκαιριού.
Η Γαύδος αποτελεί στολίδι μοναδικό στην Νότια Ευρώπη, μακρυά από τον πολύβουο «πολιτισμένο» κόσμο, με άγρια ομορφιά, με πεντακάθαρα γαλάζια νερά, με ονειρεμένες ανατολές, με μαγευτικές δύσεις, με σαγηνευτικές ακρογιαλιές και παραλίες, και κέδρα που φτάνουν μέχρι τη θάλασσα. Ένα νησί με μεγάλες ομορφιές που μπορεί κανείς να τις ανακαλύψει και να τις απολαύσει εάν είναι διατεθημένος να αφήσει για λίγο τη ραστώνη στην εκτεταμένη αμμουδιά του Σαρακίνικου και την παραλία του Αγιάννη και περπατήσει ή στο εσωτερικό του νησιού ή σε άλλους παρθένους τόπους και δυσπρόσιτες παραλίες. Ο Λαύρακας, ο Πύργος και ο Ποταμός στην Γαύδο, είναι μερικές από τις πολλές μικρές αμμώδεις παραλίες που μπορείτε να επισκευθείτε στην Γαύδο μόνο με τα πόδια. Γεμάτες δέντρα για να προσφέρουν σκιά και θαλπωρή στους επισκέπτες της Γαύδου που επιλέγουν για να τις επισκεφτούν.
Οι μόνιμοι κάτοικοι είναι λίγοι και το νησί ηλεκτροδοτείται αξιοποιώντας την ηλιακή ενέργεια. Στον Καραβέ βρίσκεται το λιμάνι του νησιού. Θα βρείτε ακόμα πέντε οικισμούς: το Καστρί, όπου λειτουργούν αγροτικό ιατρείο και σχολείο, το Σαρακήνικο, με τη βασική τουριστική υποδομή του νησιού, δωμάτια και ταβέρνες, τον Αϊ-Γιάννη, την Άμπελο και τα Βατσιανά. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν ενοικιαζόμενα δωμάτια και στην παραλία του Κόρφου. Μαζί με τη γειτονική Γαυδοπούλα, αποτελεί σταθμό μεταναστευτικών πουλιών, καθώς και καταφύγιο για τα απειλούμενα είδη της μεσογειακής φώκιας και της χελώνας Caretta caretta. Στη Γαύδο μπορείτε να φτάσετε από την Παλαιόχωρα, τη Σούγια, τον Πλακιά και τη Χώρα Σφακίων.
Ο Πωλ Γκωγκέν (γαλλικά: Eugène Henri Paul Gauguin, Παρίσι, 7 Ιουνίου 1848 – Νήσοι Μαρκέζας, 8 Μαΐου 1903) ήταν σημαντικός Γάλλος ζωγράφος, εκπρόσωπος του ρεύματος του μεταϊμπρεσιονισμού και έντονα πειραματικός καλλιτέχνης που επηρέασε τα ρεύματα της μοντέρνας τέχνης. Θεωρείται σήμερα ένας από τους μείζονες ζωγράφους όλων των εποχών.
Ζωή και έργο
Ο Γκωγκέν, με καταγωγή από Ισπανούς αποίκους στη Λατινική Αμερική, γεννήθηκε στο Παρίσι αλλά πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην πρωτεύουσα του Περού, Λίμα. Σπούδασε στην Ορλεάνη της Γαλλίας και αμέσως μετά ταξίδεψε ανά τον κόσμο με εμπορικά πλοία και αργότερα με το Γαλλικό Ναυτικό για ένα διάστημα περίπου έξι ετών. Επέστρεψε στη Γαλλία το 1870, όπου και εργάστηκε ως βοηθός χρηματιστή. Παράλληλα με αυτή την ιδιότητά του, ο Γκωγκέν περνούσε μέρος του χρόνου του ζωγραφίζοντας με τον Καμίλ Πισαρό και τον Πωλ Σεζάν. Αν και οι πρώτες προσπάθειές του ήταν αδέξιες, σημείωσε σταδιακά αξιοσημείωτη πρόοδο. Την περίοδο 1876–1886, ο Γκωγκέν βρίσκονταν σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές καλλιτέχνες και συμμετείχε με έργα του στις εκθέσεις τους.
Το 1884 μετακόμισε με την οικογένειά του στην Κοπεγχάγη, όπου προσπάθησε να ακολουθήσει, χωρίς όμως επιτυχία, επαγγελματική σταδιοδρομία στις επιχειρήσεις. Τελικά, επέστρεψε στο Παρίσι το 1885, αφήνοντας την οικογένειά του στη Δανία και αποφασισμένος να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη ζωγραφική. Χωρίς επαρκείς πόρους επιβίωσης, η σύζυγος και τα παιδιά του επέστρεψαν στην οικογένειά της.
Την περίοδο 1886–1891, ο Γκωγκέν έζησε κυρίως στην περιοχή της Βρετάνης, όπου ζούσαν επίσης αρκετοί πειραματικοί ζωγράφοι που εντάσσονται συχνά στη λεγόμενη «Σχολή της Pont-Aven». Επηρεασμένος από τον ζωγράφο Εμίλ Μπερνάρ, ο Γκωγκέν μετάβαλε σημαντικά το ύφος της ζωγραφικής του. Τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ζωγραφικής του έγιναν η χρήση μεγάλων επιφανειών και έντονων χρωμάτων. Ο Γκωγκέν δήλωνε πλέον απογοητευμένος από τον ιμπρεσιονισμό και στράφηκε περισσότερο στην αφρικανική τέχνη και την τέχνη της Ασίας. Παράλληλα γύρω στο 1888, ήρθε σε επαφή με το έργο του Βίνσεντ βαν Γκογκ, έργο το οποίο αναγνώρισε ως ιδιαίτερα σημαντικό, και συνδέθηκε φιλικά μαζί του, τόσο ώστε να συγκατοικήσουν για 2 μήνες στην Αρλ. Εξαιτίας όμως της κατάθλιψης από την οποία έπασχαν αμφότεροι, η συγκατοίκηση αυτή κατέληξε σε έντονη διαμάχη μεταξύ τους με αποτέλεσμα ο βαν Γκογκ να κόψει μέρος του αριστερού αυτιού του, αφού προηγουμένως είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν.
Σε κακή ψυχολογική κατάσταση, ο Γκωγκέν εγκατέλειψε την Ευρώπη το 1891, για να ταξιδέψει στην Πολυνησία. Αρχικά εγκαταστάθηκε στην Ταϊτή και αργότερα στις νήσους Μαρκέζας. Εκεί πέρασε σχεδόν όλη την υπόλοιπη ζωή του, πραγματοποιώντας μόνο μία μόνον επίσκεψη στην Γαλλία. Τα έργα της περιόδου αυτής θεωρούνται ίσως τα καλύτερα δείγματα της εργασίας του και ξεχωρίζουν για τον έντονο συμβολισμό τους και τον πολλές φορές θρησκευτικό χαρακτήρα τους, εμφανώς επηρεασμένα από τον πολιτισμό των ιθαγενών της Πολυνησίας. Το σύνολο του έργου του Γκωγκέν και κυρίως οι πειραματισμοί του γύρω από τη χρήση των χρωμάτων, θεωρείται πως επηρέασε σημαντικά τα καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ού αιώνα και ειδικότερα τον φωβισμό.
«Βουτιά» στο παρελθόν μέσω της πιο σύγχρονης τεχνολογίας Η σημερινή μας ιστορία θα μπορούσε να αποτελέσει κάλλιστα ένα σενάριο (κυριολεκτικώς) επιστημονικής φαντασίας που ανοίγει δρόμους (και δη θαλάσσιους) ενώνοντας την αρχαία Ελλάδα με το σήμερα. Πρόκειται για μια «βουτιά» στο παρελθόν μέσω της πιο σύγχρονης τεχνολογίας - για την ακρίβεια με μεθόδους που βλέπουμε στο CSI -, η οποία αποκαλύπτει το πώς λάμβανε χώρα το αρχαίο εμπόριο στη Μεσόγειο, αλλά και το πώς αναπτύσσονταν οι σχέσεις συναλλαγής (οικονομικής αλλά και κοινωνικής) μεταξύ διαφορετικών περιοχών στην κλασική ελληνιστική εποχή. Και οι αποκαλύψεις είναι, όπως θα δείτε, ανατρεπτικές!
Αμφορείς που μελετήθηκαν από τους ειδικούς και βρίσκονται στις αποθήκες της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων στο Φρούριο Πύλου (φωτ. Δ. Κουρκουμέλης)
Ελληνική και διεθνής μελέτη Πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι τέσσερις ειδικοί, δύο Ελληνες, ένας Αμερικανός και μία Σουηδέζα. Πρόκειται συγκεκριμένα για δύο αρχαιολόγους της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, τους Δημήτρη Κουρκουμέλη και Θεοτόκη Θεοδούλου, έναν αρχαιολόγο-τεχνολόγο, τον Μπρένταν Φόλεϊ από το έγκριτο αμερικανικό Ωκεανογραφικό Ινστιτούτο Woods Hole (Woods Hole Oceanographic Institution, WHOI) στη Μασαχουσέτη και μία γενετίστρια του Τμήματος Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Λουντ, τη Μαρία Χάνσον. Οι τέσσερις αυτοί επιστήμονες ένωσαν τις δυνάμεις τους έχοντας σημαντική… τεχνολογική χείρα βοηθείας για να φωτίσουν το παρελθόν μας. Και στο φόντο βρίσκονται εννέα αρχαίοι αμφορείς που χρονολογούνται από τον 5ο ως τον 3ο αι. π.Χ. και οι οποίοι σύμφωνα με τους ειδικούς προέρχονταν από το Ιόνιο - ήταν σχεδόν στο σύνολό τους κερκυραϊκοί και είχαν βρεθεί σε ναυάγια στον ευρύτερο θαλάσσιο χώρο της Πελοποννήσου. Οι αμφορείς αυτοί, που είχαν παραδοθεί στην Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων από αλιείς ή από λιμεναρχεία, φυλάσσονταν τα τελευταία 20 χρόνια στις αποθήκες της Εφορείας. Ο δρ Φόλεϊ εξηγεί ότι σε ναυάγια που «κείτονται» στα βάθη της Μεσογείου έχουν εντοπιστεί κατά καιρούς χιλιάδες αμφορείς. Ορισμένοι εξ αυτών αποδείχθηκε ότι περιείχαν απομεινάρια τροφών, όπως κουκούτσια ελιάς ή ψαροκόκαλα, ωστόσο στην πλειονότητά τους τα πολύτιμα αυτά αντικείμενα εντοπίζονταν άδεια. «Η βασική παραδοχή των αρχαιολόγων ως σήμερα ήταν ότι τα αγγεία του είδους χρησιμοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά για τη μεταφορά κρασιού - είναι χαρακτηριστικό ότι ανάλυση 27 προηγούμενων μελετών στις οποίες περιλαμβάνονταν στοιχεία για 5.860 αμφορείς έδειξε ότι στο 95% των περιπτώσεων οι αμφορείς περιγράφονταν ως δοχεία που μετέφεραν αποκλειστικώς κρασί».... http://arxaia-ellinika.blogspot.gr/2013/05/to-dna-xarizei-geysh-stous-arxaious-amforeis.html
Ο Ερρίκος Ντυνάν (Jean-Henri Dunant, 8 Μαΐου 1828 – 30 Οκτωβρίου 1910) ήταν ιδρυτής του Ερυθρού Σταυρού και ο πρώτος αποδέκτης του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης το 1901 μαζί με τον Φρεντερίκ Πασσύ.
Βιογραφία Τα πρώτα χρόνια
Ο Ερρίκος Ντυνάν, ο οποίος γεννήθηκε στις 8 Μαΐου 1828, προερχόταν από πολύ αφοσιωμένη οικογένεια καλβινιστών, η οποία ασχολούνταν με φιλανθρωπίες. Μετά από μη ολοκληρωμένες σπουδές στο γυμνάσιο, μαθήτευσε σε μία ελβετική τράπεζα. Το 1853, ταξίδεψε στην Αλγερία για να αναλάβει την ελβετική αποικία του Σετίφ. Άρχισε την κατασκευή ενός αλευρόμυλου, αλλά δεν κατάφερε να του παραχωρηθεί η γη που ήταν ουσιαστική για την επιχείρηση. Αφού ταξίδεψε στην Τυνησία επέστρεψε στη Γενεύη, όπου αποφάσισε να προσεγγίσει τον Ναπολέοντα τον Τρίτο προκειμένου να αποκτήσει τα έγγραφα που χρειαζόταν. Τον καιρό εκείνο, ο αυτοκράτορας διέταζε τους Γαλλο-Σαρδινίους στρατιώτες που μάχονταν τους Αυστριακούς στη Βόρεια Ιταλία, και εκεί αποφάσισε να τον ψάξει. Έτσι συνέβη να είναι παρών στο τέλος της μάχης του Σολφερίνο, στη Λομβαρδία.
Ερυθρός Σταυρός
Χωρίς να είναι γιατρός, παρακολούθησε τη νοσηλεία των τραυματιών του Ιταλοαυστριακού πολέμου (1859) και παρέστη στο πεδίο της μάχης του Σολφερίνο. Επιστρέφοντας στη Γενεύη, έγραψε το Μία ανάμνηση από το Σολφερίνο, που τελικά οδήγησε στην ίδρυση της Διεθνούς Επιτροπής για Βοήθεια στους τραυματίες, τη μελλοντική Διεθνή Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΕΣ). Τόση ήταν η εντύπωση που προκλήθηκε από το βιβλίο ώστε το 1863 να συγκληθεί διεθνής διάσκεψη στη Γενεύη για τη σύναψη διεθνούς σύμβασης για την περίθαλψη τραυματιών. Ένα χρόνο μετά ιδρύθηκε ο Ερυθρός Σταυρός.
Ο Ντυνάν ήταν μέλος και εργάστηκε ως γραμματέας. Ήταν τώρα διάσημος, και γινόταν δεκτός από αρχηγούς κρατών, βασιλείς και πρίγκιπες των Ευρωπαϊκών αυλών. Οι οικονομικές του υποθέσεις όμως παρέπαιαν και κήρυξε πτώχευση το 1867. Εντελώς κατεστραμμένος, είχε χρέη περίπου ενός εκατομμυρίου ελβετικών φράγκων της εποχής εκείνης.
Ως αποτέλεσμα του σκανδάλου που προκάλεσε στη Γενεύη η πτώχευσή του, παραιτήθηκε από τη θέση του ως γραμματέας της Διεθνούς Επιτροπής. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1867 η Επιτροπή αποφάσισε να κάνει δεκτή όχι μόνο την παραίτησή του από γραμματέα, αλλά και ως μέλος. Ο Ντυνάν έφυγε για το Παρίσι, όπου κατέληξε να κοιμάται στα παγκάκια. Την ίδια εποχή, ωστόσο, η αυτοκράτειρα Ευγενία τον κάλεσε στο Παλάτι του Κεραμεικού προκειμένου να τον συμβουλευτεί για την επέκταση της Συμφωνίας της Γενεύης στις θαλάσσιες μάχες. Ο Ντυνάν έγινε τιμητικό μέλος του Ερυθρού Σταυρού της Αυστρίας, Ολλανδίας, Σουηδίας, Πρωσίας και Ισπανίας. Κατά τη διάρκεια του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου επισκέφθηκε και ανακούφισε τους τραυματίες που είχαν μεταφερθεί στο Παρίσι, και εισήγαγε τη χρήση περιβραχιονίου προκειμένου να αναγνωρίζονται οι νεκροί.
Για τη ζύμη: • 110 γρ. αλεύρι • μία πρέζα αλάτι • 1 κ.σ. ζάχαρη άχνη • 1 κ.σ. κακάο • 70 γρ. βούτυρο, κομμένο • 2 κ.σ. παγωμένο νερό
Για την γέμιση γκανάζ: • 250 γρ. μαύρη σοκολάτα • 100 γρ. βούτυρο
Για το ζελέ: • 150 ml κόκκινο κρασί κατά προτίμηση πόρτο (αν δεν θέλετε να χρησιμοποιήσετε αλκοόλ αντικαθιστούμε με χυμό ρόδι) • 1 κ.σ. ζάχαρη άχνη • 2 κ.γ. ζελατίνη σε σκόνη • 2 κ.σ. κρύο νερό
Για τη σάλτσα φράουλας: • μια χούφτα φράουλες (μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε φρούτα εποχής) • 1 κ.σ. ζάχαρη άχνη
Προθερμαίνουμε το φούρνο στους 200 βαθμούς C. Για την τάρτα: Σε ένα μεγάλο μπολ βάζουμε το αλεύρι, το αλάτι, τη ζάχαρη και το κακάο . Προσθέτουμε το βούτυρο και το τρίβουμε στο μίγμα μέχρι να μοιάζει με τριμμένη φρυγανιά. Προσθέτουμε το παγωμένο νερό σιγά-σιγά μέχρι να σχηματιστεί ζύμη.Τυλίγουμε σε μεμβράνη και βάζουμε στο ψυγείο για 20 λεπτά. Για την γκανάζ: Τεμαχίζουμε τη σοκολάτα στο μπλέντερ μέχρι να γίνει ψιλοκομμένη. Τοποθετούμε το βούτυρο σε ένα μεγάλο μπολ πάνω από μια κατσαρόλα με 3 εκατοστά από νερό που σιγοβράζει, και προσθέτουμε τη σοκολάτα από πάνω. Σβήνουμε τη φωτιά και ανακατεύουμε κατά διαστήματα μέχρι η σοκολάτα και το βούτυρο λιώσουν. Κρατάμε το μπολ πάνω από την κατσαρόλα μέχρι να χρησιμοποιήσουμε το μίγμα.
Για το ζελέ: Ρίχνουμε τη ζελατίνη πάνω από το κρύο νερό, σε ένα μικρό μπολ, και αφήνουμε το μίγμα να ξεκουραστεί για 5 λεπτά. Ρίχνουμε το κρασί και τη ζάχαρη σε μια κατσαρόλα σε μέτρια φωτιά και ανακατεύουμε μέχρι να διαλυθεί η ζάχαρη. Βράζουμε για 5 λεπτά και κατεβάζουμε από τη φωτιά. Προσθέτουμε τη ζελατίνη στο ζεστό μίγμα κρασιού, ανακατεύουμε μέχρι να διαλυθεί, σουρώνουμε και το κρατάμε ζεστό μέχρι να είναι έτοιμο για χρήση.
Ανοίγουμε τη ζύμη με τον πλάστη ανάμεσα σε 2 λαδόκολες, έως 3 χιλ. πάχος. Αφαιρούμε τη μία λαδόκολα και βάζουμε ζύμη πάνω από κάθε μία από τις τέσσερις στρογγυλές φόρμες τάρτας διαμέτρου 10 εκ. με αποσπώμενη βάση. Πατάμε καλά τη ζύμη σε όλες τις πλευρές. Αφαιρούμε το χαρτί ψησίματος και τελειώνουμε φτιάχνοντας τη ζύμη να είναι στο ίδιο ύψος με την φόρμα (δηλαδή να μην προεξέχει από πάνω). Τη βάζουμε στο ψυγείο για 20 λεπτά. Ψήνουμε για 13-15 λεπτά τοποθετώντας μία λαδόκολα πάνω από τη ζύμη και από πάνω ρύζι ή κάποιο όσπριο έως ότου οι πλευρές γίνουν τραγανές. Αφαιρούμε το χαρτί ψησίματος με το ρύζι και ψήνουμε για άλλα 10' μέχρι να ψηθεί καλά και η βάση της τάρτας. Βγάζουμε από το φούρνο και τη βάζουμε στο ψυγείο για 10'. Ρίχνουμε τη ζεστή γκανάζ στη δροσισμένη τάρτα και την απλώνουμε απαλά σε όλη τη βάση. Αφήνομε μισό εκατοστό για το στρώμα ζελέ. Το βάζουμε στο ψυγείο για να ηρεμήσει η γκανάζ για 10'. Βάζουμε ένα στρώμα ζελέ πάνω στην τάρτα και αφήνουμε να στερεοποιηθεί στο ψυγείο για 30 λεπτά ή μέχρι να είναι έτοιμη να σερβιριστεί.
Για τη σάλτσα φράουλας: Χτυπάμε στο μπλέντερ τις φράουλες με τη ζάχαρη μέχρι να υγροποιηθούν.
Γαρνίρουμε την τάρτα με τις φράουλες και περιχύνουμε με τη σάλτσα.
Το πρωί της 8ης Μαΐου, η Χωροφυλακή της
Θεσσαλονίκης εμπόδισε χιλιάδες διαδηλωτές να κατευθυνθούν προς το
Διοικητήριο, όπου έδρευε η Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος (Υπουργείο
Μακεδονίας – Θράκης σήμερα). Οι διαδηλωτές επέμειναν και στις
συγκρούσεις που ακολούθησαν τραυματίσθηκαν πολλοί απεργοί. Η υπέρμετρη
βία που άσκησε η Χωροφυλακή για τη διάλυση της ογκώδους διαδήλωσης
ευαισθητοποίησε και άλλους κλάδους εργαζομένων και από το ίδιο βράδυ
ξεκίνησαν 24ωρη απεργία οι σιδηροδρομικοί, οι αυτοκινητιστές, οι
τροχιοδρομικοί και οι εργαζόμενοι στον ηλεκτρισμό. Θορυβημένη η
κυβέρνηση Μεταξά επιστράτευσε τους σιδηροδρομικούς και τους
τροχιοδρομικούς, ενώ ανέθεσε στο Γ’ Σώμα Στρατού να βρίσκεται σε
ετοιμότητα για κάθε ενδεχόμενο. Η κυβερνητική μεθόδευση φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα. Την επομένη, 9 Μαΐου, η απεργία στη
συμπρωτεύουσα είχε γενικευτεί. Μαζί με τους εργάτες κατέβηκαν σε απεργία
διαμαρτυρίας και οι επαγγελματίες, οι βιοτέχνες και οι φοιτητές. «Την
πρωίαν της 9ης Μαΐου – γράφει ο Γρ. Δαφνής – απήργησαν εις ένδειξιν
αλληλεγγύης οι λιμενεργάται, αρτεργάται, μυλεργάται, εργάται πλεκτηρίων
και άλλων κλάδων, έτσι που το σύνολο των απεργούντων εργατών εις
Θεσσαλονίκην ανήλθε εις 25.000 περίπου. Οι δε έμποροι και επαγγελματίαι
έκλεισαν τα καταστήματά των. Ολόκληρος δηλαδή ο λαός της Θεσσαλονίκης, ο
εργαζόμενος, ενεφανίζετο ηνωμένος εις την κατά των κυβερνητικών μέτρων
διαμαρτυρίαν». Ετσι οι χωροφύλακες από νωρίς το πρωί
άρχισαν τις επιθέσεις εναντίον εργατικών συγκεντρώσεων. Η πρώτη σοβαρή
σύγκρουση έγινε μεταξύ χωροφυλακής και απεργών αυτοκινητιστών στην οδό
Εγνατίας. Οι χωροφύλακες χτύπησαν στον ψαχνό και σε λίγο έπεσε ο πρώτος
νεκρός απεργός: ήταν ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. «Το πλακόστρωτο και
οι γύρω δρόμοι βάφονται με αίμα. Παντού ακούγονται αγκομαχητά των
πληγωμένων και οι κατάρες του πλήθους ενάντια στους φονιάδες. Γίνεται
διαδήλωση με το νεκρό εργάτη πάνω σε μια πόρτα μπροστά προς το
Διοικητήριο, από το οποίο απουσιάζει ο Διοικητής, όχι, όμως και οι
χωροφύλακες που το φυλάνε πάνοπλοι. Την ίδια ώρα οι καμπάνες σε όλες τις
συνοικίες κτυπάν συναγερμό, ο λαός ξεχύνεται στους δρόμους και
κατηφορίζει προς το Κέντρο. Πορείες με υψωμένες τις γροθιές ενώνονται με
τους απεργούς, ενώ κόκκινα λάβαρα βαμμένα από το αίμα των δολοφονημένων
εργατών ανεμίζουν. Οι πρώτοι νεκροί: Β. Σταύρου, Ιντο Σενόρ, Γ.
Πανόπουλος, Αγλαμίδης, Σαλβατόρ Ματαράσο, Δημ. Λαϊλάνης, Σ.
Διαμαντόπουλος, Γιάννης Πιτάρης, Ευθύμης Μάνος, Μανώλης Ζαχαρίου,
Αναστασία Καρανικόλα».
"ΠΟΛΙΤΙΚΑ" Ο Αριστοτέλης όρισε και διερεύνησε τις έννοιες πολίτης και πολιτεία. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, όσα πολιτεύματα αποσκοπούν στο κοινό συμφέρον είναι ορθά, ενώ όσα εξυπηρετούν αποκλειστικά το συμφέρον των αρχόντων ανήκουν στις παρεκκλίσεις των ορθών πολιτευμάτων. Στη συνέχεια αρχίζει να εξετάζει τα είδη των πολιτευμάτων... Ο καθορισμός των παραπάνω μας οδηγεί να εξετάσουμε τώρα πόσα είναι τα πολιτεύματα και ποια τα γνωρίσματά τους. Θα εξετάσουμε πρώτα τα ορθά, γιατί αν τα προσδιορίσουμε, οι παρεκκλίσεις απ' αυτά θα γίνουν φανερές... Αφού πολιτεία και πολίτευμα σημαίνουν το ίδιο πράγμα, κι η διακυβέρνηση, η υπέρτατη εξουσία των πόλεων, αναγκαστικά ασκείται ή από ένα άτομο ή από λίγους ή από πολλούς. Όταν το ένα αυτό άτομο ή οι λίγοι ή οι πολλοί κυβερνούν σύμφωνα με το κοινό συμφέρον, αναγκαστικά τα πολιτεύματα αυτά είναι ορθά. Όταν όμως έχουν σκοπό να εξυπηρετήσουν το προσωπικό συμφέρον του ενός ή των λίγων ή του πλήθους είναι παραβιάσεις. Γιατί ή πρέπει να αρνηθούμε τον τίτλο του πολίτη σ' αυτούς, που μετέχουν στη διακυβέρνηση ή πρέπει να μετέχουν σ' αυτήν αφού είναι πολίτες. Συνηθίζουμε από τα μοναρχικά πολιτεύματα να ονομάζουμε «βασιλεία» εκείνο που αποβλέπει στο κοινό συμφέρον, και αριστοκρατία, τη διακυβέρνηση από λίγους κι όχι από ένα μονάχα πρόσωπο, είτε επειδή κυβερνούν οι άριστοι, είτε επειδή η εξουσία τους έχει σκοπό να κάμει άριστη την πόλη και τους πολίτες. Όταν κυβερνά την πόλη ο λαός για το κοινό καλό, σ' αυτό το πολίτευμα δίνουμε το όνομα «πολιτεία» που είναι κοινό για όλα τα πολιτεύματα. Και πολύ σωστά. Γιατί αν είναι δυνατό να εξακριβώσουμε την αρετή ενός ανθρώπου ή μιας μικρής ομάδας ανθρώπων, είναι πολύ δύσκολο να διακρίνουμε κάθε είδος αρετής μέσα στο πλήθος, και μάλιστα την πολεμική, επειδή αυτή υπάρχει μέσα στη μάζα. Γι' αυτό το λόγο σ' αυτή την πολιτεία η υπέρτατη εξουσία ανήκει στην τάξη των πολεμιστών και μετέχουν στην κυβέρνηση αυτοί που κατέχουν όπλα. Παρεκτροπές των πολιτευμάτων που αναφέραμε είναι η τυραννία της βασιλείας, η ολιγαρχία της αριστοκρατίας, και της «πολιτείας» η δημοκρατία. Η τυραννία είναι μια μοναρχία που εξυπηρετεί το συμφέρον μονάχα του μονάρχη. Η ολιγαρχία ωφελεί μονάχα τους πλούσιους. Η δημοκρατία μονάχα τους φτωχούς. Όμως κανένα από τα πολιτεύματα αυτά δεν εξυπηρετεί το συμφέρον του συνόλου των πολιτών. [Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1989. Αριστοτέλους "Πολιτικά". Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη - Πηγή ellinikoarxeio.com]
Ο Γκυστάβ Φλωμπέρ
(Gustave Flaubert, 12 Δεκεμβρίου 1821 – 8 Μαΐου 1880) ήταν Γάλλος
μυθιστοριογράφος, που με το έργο του εγκαινίασε μια νέα εποχή στη
γαλλική πεζογραφία και ειδικότερα στο μυθιστόρημα. Είναι γνωστός
ιδιαίτερα για το πρώτο του δημοσιευμένο μυθιστόρημα, τη Μαντάμ Μποβαρύ
(1857), και για τη σχολαστική του αφοσίωση στην τέχνη και το στυλ του.
Η
δημοσίευση της Μαντάμ Μποβαρύ προκάλεσε σκάνδαλο και
υπήρξε αιτία ποινικής δίωξης του συγγραφέα και του εκδότη. Αναγνωρίστηκε
όμως τελικά σαν μια αριστουργηματική και ακριβέστατη εξεικόνιση των
ηθών και της ζωής.
Περίφημο είναι και το "μυθιστόρημα μαθητείας" του Φλωμπέρ L’Éducation
sentimentale (Η αισθηματική αγωγή), ένα από τα πιο καθοριστικά έργα του
19ου αιώνα.
Βιογραφία
Ο Γκυστάβ Φλωμπέρ γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1821 στη Ρουέν της Νορμανδίας
της Γαλλίας, το δεύτερο παιδί της Αν Ζυστίν Φλεριό (Anne Justine
Caroline Fleuriot) και του γιατρού, διευθυντή του νοσοκομείου της Ρουέν ,
Ασίλ Φλωμπέρ (Achille-Cléophas Flaubert).
Έλαβε την εγκύκλια εκπαίδευση του στο τότε Λύκειο των Ιησουιτών Πιέρ Κορνέιγ (Lycée Pierre Corneille). Το 1840
έφυγε από την ιδιαίτερη πατρίδα του για να σπουδάσει Νομικά στο Παρίσι.
Η νομική όμως δεν του τραβούσε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον και λόγω και των
κρίσεων επιληψίες που πρωτοεμφανίστηκαν τότε, το 1846
έφυγε από το Παρίσι χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εγκαταστάθηκε
στην κοντινή με τη Ρουέν πόλη, της Κρουασέ (Croisset) και έζησε εκεί
μέχρι το τέλος της ζωής του. Στη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε
αρκετά: το 1840 επισκέφτηκε τα Πυρηναία και την Κορσική, εξερεύνησε την
επαρχία της Βρετάνης
το 1846 και το 1849 με 1850 έκανε ένα μεγάλο ταξίδι στην Ανατολή με
σταθμούς στην Κωνσταντινούπολη, την Ελλάδα, το Λίβανο (όπου και κόλλησε
σύφιλη από μια τυχαία επαφή με πόρνη), και την Αίγυπτο.
Πέθανε το 1880 σε ηλικία 58 ετών, από εγκεφαλική αιμορραγία και θάφτηκε
στον οικογενειακό τάφο στη Ρουέν.
Η Μάχη της Γραβιάς Δόθηκε στις 8 Μαΐου 1821 και έληξε με ήττα των Οθωμανικών δυνάμεων του Ομέρ Βρυώνη από τους Έλληνες επαναστάτες υπό τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. sansimera.gr
8 Μαΐου 2014 · Σαν σήμερα το 1821. — Γιγαντομαχία εις το Χάνι τής Γραβιάς.
Ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος, διά ν’ αναχαιτίση τούς κατερχομένους πρός την Άμφισσαν, οπόθεν εσκόπουν να διαπεραιωθούν εις Πελοπόννησον, εννεακισχιλίους Τουρκαλβανούς τού Ομέρ Βρυώνη καί Μεχμέτ Κιοσσέ, οχυρούται με 120 παλληκάρια εις τό Χάνι τής Γραβιάς. Οι θαρραλέοι υπερασπισταί εισήλθον ο εις μετά τόν άλλον, χορεύοντες καί άδοντες το γνωστό κλέφτικο τραγούδι: «Κάτω στού Βάλτου τα χωριά…». Μεταξύ τούτων ήσαν ο Γκούρας, ο Τράκας, ο Παπανδρέας, ο Αγγελής Γοβγίνας, από τήν Εύβοιαν, ο Κατσικογιάννης, ο Αθ. Καπλάνης κ.ά. Αι λυσσώδεις επιθέσεις τών Τούρκων διεδέχοντο η μία τήν άλλην, ο δε Ομέρ Βρυώνης είχε προκηρύξει αμοιβήν πεντακοσίων πουγγίων (5.000 περίπου σημερινών δραχμών) εις εκείνον που θα εισήρχετο πρώτος εις το Χάνι. Αλλ’ η ορμή τών Τούρκων ανεκόπτετο από το εύστοχον πυρ τών ευρισκομένων εις αυτό. Ο Ομέρ Βρυώνης, βλέπων τήν μεγάλην φθοράν τού στρατού του, εσταμάτησε τας επιθέσεις με τήν δύσιν τού ηλίου καί παρήγγειλεν εις τήν Λαμίαν νά τού στείλουν κανόνια. Αλλά την νύχτα ο Οδυσσεύς με τούς συντρόφους του εξήλθον ξιφήρεις από το Χάνι, επέρασαν ως λαίλαψ διά μέσου τού εχθρικού στρατοπέδου καί εξηφανίσθησαν πρός το Χλωμό. Εις τήν γιγαντομαχίαν αυτήν εφονεύθησαν 6 Έλληνες, τούς οποίους οι σύντροφοί των έθαψαν μέσα εις το Χάνι, προτού επιχειρήσουν την ηρωϊκήν έξοδόν των.
[Από το Ελληνικό Ημερολόγιο - https://eistorias.wordpress.com/]
Ο Κόμης Σαντόρε ντι Σανταρόζα (Σαβιλιάνο, 18 Νοεμβρίου 1783 – Σφακτηρία, 8 Μαΐου 1825), ήταν Ιταλός στρατιωτικός, επαναστάτης, τιτλούχος και σπουδαίος φιλέλληνας, που σκοτώθηκε κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ο Σανταρόζα γεννήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 1783 στο Σαβιλιάνο του Πεδεμοντίου. Ολοκληρώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα όπου και έλαβε μέρος σχεδόν σε όλες τις κατά του Ναπολέοντα Α΄ μάχες στην Ιταλία.
Τελικά μετά την κατάληψη του Πεδεμοντίου παραιτήθηκε από τις τάξεις του στρατού. Μετά όμως την πτώση του Ναπολέοντα ο Σανταρόζα επανήλθε στο στρατό και έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Γκρενόμπλ όπου διαπνεόμενος με πατριωτικά και φιλελεύθερα αισθήματα υποκίνησε σε επανάσταση το Πεδεμόντιο κατά της Αυστριακής κατοχής αναλαμβάνοντας μάλιστα υπουργός των Στρατιωτικών της επαναστατικής κυβέρνησης. Αποτυγχάνοντας όμως της γενικής επανάστασης κατέφυγε στη Γαλλία και από εκεί στην Ελβετία απ΄ όπου και κατέληξε στο Λονδίνο.
Τότε Έλληνες απεσταλμένοι του εκεί συγκροτημένου φιλελληνικού κομιτάτου κάλεσαν τον Σανταρόζα αν ήθελε να συμμετάσχει στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Εκείνος με ιδιαίτερο ενθουσιασμό αποδέχθηκε την πρόσκληση και περί τον Δεκέμβριο του 1824 έφθασε στο Ναύπλιο. Από εκεί αρχικά μετέβη στην Επίδαυρο, την Αίγινα και την Αθήνα προς επίσκεψη των αρχαιοτήτων που είχε μέχρι τότε ακουστά και θαύμαζε. Κατά τις επισκέψεις του όμως αυτές δεν έπαυε να βγάζει φλογερούς πατριωτικούς λόγους παρασέρνοντας τους κατοίκους των περιοχών αυτών.Ήταν μέλος σε φιλελληνικές επιτροπές του εξωτερικού.(Γερμανία, Αγγλία,Πολωνία, Ελβετία,Γαλλία,Ιταλία).
Ως απλός αγωνιστής φέροντας το όνομα Ντερόσι ακολούθησε τον Γεώργιο Κουντουριώτη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στην προς Πυλία εκστρατεία τους και στις 20 Απριλίου του 1825 κατάφερε και εισήλθε στο φρούριο Νεόκαστρο της Πύλου. Ακολούθως ως παλαίμαχος στρατιωτικός έδωσε εντολή για άμεση επισκευή διαφόρων τμημάτων του πλην όμως δεν εισακούσθηκε. Στις 7 Μαρτίου, όταν πριν λίγες ημέρες ο αγωνιζόμενος από τη νήσο Σφακτηρία Αναγνωσταράς ζήτησε ως βοήθεια ενισχύσεις από το έναντι αυτής Νεόκαστρο, μεταξύ των 100 περίπου αγωνιστών που εστάλησαν ήταν και ο Ντερόσι. Όταν την επόμενη ημέρα 8 Μαΐου ξεκίνησε την επίθεση κατά της Σφακτηρίας ο Αιγύπτιος στρατηγός Ιμπραήμ Πασάς, ο Ντερόσι λίγο πριν την Πτώση της Σφακτηρίας, τραυματίσθηκε βαριά, αρνούμενος όμως να παραδοθεί ένας Αιγύπτιος στρατιώτης τον φόνευσε και στη συνέχεια του αφαίρεσε από τα ρούχα του κάποια χρήματα και μία σφραγίδα από την οποία και πληροφορήθηκε περί της τύχης του ένας φίλος του Σανταρόζα που υπηρετούσε στον αιγυπτιακό στόλο όπως έγραψε αργότερα στο ημερολόγιό του.