Ο Αισχύλος ήταν γιος του Ευφορίωνα και η οικογένεια του ανήκε στην αγροτική αριστοκρατία, αυτή των Ευπατρίδων. Από μικρός ασχολήθηκε δίπλα στον πατέρα του. Το όνομα του ήταν σχετικό με την πράξη του κουρέματος των κοπαδιών.
Γεννήθηκε το 525 π.Χ. στην Ελευσίνα, μια πόλη κοντά στην Αθήνα που υπήρξε ένα αρχαίο κέντρο των Μυστηρίων.
Από μικρός είχε οράματα για το θαυμαστό μέλλον του ως τραγικός ποιητής, ενώ σύμφωνα με κάποιο θρύλο, ο θεός Διόνυσος παρουσιάστηκε στο νεαρό Αισχύλο και τον παρακίνησε να καταπιαστεί
Η ευγενική καταγωγή του, η αριστοκρατική ανατροφή του, η δημοκρατική ελευθερία, το θρησκευτικό-μυστικιστικό περιβάλλον της Ελευσίνας με την λατρεία της Δήμητρας και οι μεγάλοι εθνικοί αγώνες των Ελλήνων εναντίον των Περσών, συνετέλεσαν ώστε να διαπλαστεί ο ευσεβής και γενναίος χαρακτήρας του ποιητή και το υψηλό φρόνημα που τον διέκρινε.
Ο Αισχύλος αναφέρεται ανάμεσα στους μυημένους στα Μυστήρια της Ελευσίνας και λέγεται ότι είχε εκπαιδευτεί στην Πυθαγόρεια Σχολή.
Ήταν άνθρωπος βαθιά θρησκευόμενος και έδωσε στα έργα του ένα τελετουργικό χαρακτήρα, παρουσιάζοντας τους ήρωες ενταγμένους σε μια συμπαντική νομοτέλεια μέσω της οποίας μπορούν να πορευτούν.
Ο Αισχύλος χαρακτηρίζεται ως ο Πατέρας της Τραγωδίας. Σε σχέση με τους άλλους δύο μεγάλους ομότεχνούς του, στον Αισχύλο αποδίδεται το ύψος, στο Σοφοκλή το κάλλος και στον Ευριπίδη το πάθος.
Ο Αριστοφάνης στους Βατράχους, περιγράφει την ιδιοσυγκρασία του ως περήφανη και αυστηρή, τα συναισθήματα του ως καθαρά και ευγενή, τη μεγαλοφυΐα του εφευρετική, το ύφος του υψηλό, τολμηρό και βίαιο, πλήρες καλολογικών στοιχείων, ενώ διατηρούσε ένα μέρος της αρχαίας απλότητας και της αγροίκας αγένειας.
Ο Αισχύλος ήταν της γενιάς των Μηδικών Πολέμων, γαλουχημένος με την αρετή της αγάπης προς την πατρίδα του και την ελευθερία, και πολέμησε με μεγάλο θάρρος στις μάχες του Μαραθώνα, της Σαλαμίνας και πιθανόν των Πλαταιών. Στην πρώτη μάλιστα από αυτές πληγώθηκε. Ίσως στην σημερινή εποχή να φαίνεται περίεργο, ότι, ένας άνθρωπος που θεωρείται μια από τις πνευματικές κορυφές της ανθρωπότητας, θεωρούσε μεγαλύτερη τιμή το ότι υπήρξε πολεμιστής παρά ένας ειρηνικός πολίτης. Αυτό είναι ενδεικτικό της διαφορετικής αντίληψης της ζωής και της αξίας που δίνουν στα γεγονότα οι άνθρωποι στο πέρασμα των αιώνων. Αυτήν την αξία που έδινε ο Αισχύλος στην πολεμική του δράση στην υπηρεσία της πατρίδας, μπορούμε να εκτιμήσουμε στο κείμενο του επιτύμβιου επιγράμματος, που ο ίδιος σύνθεσε και έλεγε:
«Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει μνήμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας, αλκήν δ’ ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος».
Ταξίδεψε δυο φορές στη Σικελία. Στο πρώτο ταξίδι, το 471 π.Χ., ήταν καλεσμένος από τον φιλότεχνο τύραννο των Συρακουσών Ιέρωνα για να διδάξει τις τραγωδίες του. Εκεί θα γράψει την Αίτνα, προς τιμήν της ομώνυμης πόλης που ο Ιέρωνας ανακατασκεύασε στα ερείπια της αρχαίας πόλης που καταστράφηκε από το ηφαίστειο.
Δεν ξέρουμε πόσα έργα ακριβώς έγραψε ο Αισχύλος. Έχουν σωθεί σε καταλόγους βιβλιοθηκών τίτλοι από εβδομήντα επτά έργα του, αλλά συνολικά του αποδίδονται εβδομήντα τραγωδίες και είκοσι σατυρικά δράματα, ενώ ο λεξικογράφος Σουίδας του αποδίδει ενενήντα δυο έργα, δηλαδή είκοσι τρεις τετραλογίες. Έντεκα από αυτά σχετίζονται με τα Διονυσιακά Μυστήρια, όπως Σεμέλη, Οι παραμάνες του Διονύσου. Έχοντας σαν δεδομένο, ότι από την μεγάλη ποσότητα των έργων του επέζησαν μονάχα επτά, μας είναι σχεδόν αδύνατο να σχηματίσουμε πραγματική ιδέα για το τραγική μεγαλοφυία αυτού του πνευματικού γίγαντα που υπήρξε ο Αισχύλος.
Οι επτά τραγωδίες που διατηρήθηκαν, είναι: Ικέτιδες, 490 π.Χ., Προμηθέας Δεσμώτης, 476-466 π.Χ., Πέρσαι, 472 π.Χ., Επτά επί Θήβας, 467 π.Χ., Αγαμέμνων, Χοηφόροι & Ευμενίδες. Οι τρεις τελευταίες αποτελούν την τριλογία Ορέστεια, που συντέθηκε γύρω στο 458 π.Χ. Στην Ορέστεια, που θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά επιτεύγματα, εξετάζεται η πορεία της ανθρωπότητας, από το πρωτόγονο δίκαιο της αυτοδικίας στο θετό δίκαιο, που στηρίζεται στην λογική και στον αμοιβαίο σεβασμό.
Οι «Πέρσες» είναι μια εξαίρεση στις συνήθως «δεμένες» τραγωδίες. Ο Αισχύλος έκανε τριλογίες «δεμένες» εξ αιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων και για να μπορέσει έτσι να εκφράσει καλύτερα κάποιες παραδοσιακές μορφές.
Ο Αισχύλος στέκεται σε ένα αληθινό σημείο στροφής μεταξύ των αρχαίων μυστικών παραστάσεων των Μυστηρίων και αυτών που μετατράπηκαν σε έργα θεάτρου, πιο προσιτά στο ευρύ κοινό. Κανείς προγενέστερός του δεν είχε μετατρέψει τους μύθους σε κατάλληλους φορείς για την μετάδοση ιδεών. Κατά τον Αριστοτέλη, ο Αισχύλος δημιούργησε την μορφή της τραγωδίας. Όσον αφορά τον αριθμό των ηθοποιών τον αύξησε από ένα σε δύο και εισήγαγε τον διάλογο που επιτρέπει την ερμηνεία και την μελέτη των προσώπων. Επίσης ελάττωσε τον αριθμό των μελών του χορού από πενήντα σε δώδεκα. Έδωσε στο χορό ένα ρόλο συνδεδεμένο με το θείο, ενώ αντίθετα τα πρόσωπα ανθρωποποιούνται. Ο χορός μετατρέπεται σε αντικατοπτρισμό σκέψεων που δεν εκφράζουν οι ηθοποιοί και από την άλλη μεταφέρει τη σοφία και τη σύνεση αυτών που δεν θέλουν να πουν ή λένε συγκεχυμένα οι ηθοποιοί. Ο Χορός των Ωκεανίδων θεωρείται το τελειότερο δημιούργημα του κλασσικού θεάτρου και της ελληνικής ποίησης.
Ο Αισχύλος έδωσε μεγαλοπρέπεια στην τραγωδία, που πριν από αυτόν δεν είχε, σε όλα τα μέρη της: στο θέμα, στο χορό, στα πρόσωπα, στις ιδέες, στο ύφος, στην σκηνογραφία. Ο Βίκτωρ Ουγκώ όταν αναφέρεται σε αυτό που χαρακτηρίζει τον Αισχύλο γράφει: Απεραντοσύνη!
Στα έργα του συναντάμε επικά, λυρικά και δραματικά στοιχεία. Το επικό στοιχείο εκπροσωπείται από τις αφηγήσεις και περιγραφές, όπως η αφήγηση της μάχης της Σαλαμίνας στους Πέρσες. Το λυρικό στοιχείο καλύπτεται από τους μεγάλους χορωδιακούς ύμνους και τις μονωδίες και διωδίες του κορυφαίου ηθοποιού. Τα πρόσωπα εκφράζονται με τόνους γεμάτους έξαρση και μεγαλοπρέπεια που αυτός εισήγαγε στην τραγωδία. Το δραματικό στοιχείο τονίζεται περισσότερο στις τελευταίες του τραγωδίες. Αντιπροσωπεύεται με τον διάλογο, την τεχνική του σκηνικού, και άλλα μέσα, όπως στην περίπτωση του Προμηθέα στον πρόλογο. Επίσης ο Αισχύλος έκανε τολμηρά πειράματα στον τομέα της σκηνικής τεχνικής επιτυγχάνοντας μεγάλα και φανταστικά εφφέ. Χρησιμοποιούσε την γνώση της μηχανικής ανυψώνοντας μεγάλα βάρη, προκαλώντας σεισμούς, γκρεμίσματα και αστραπές, με γερανούς, υδραυλικά συστήματα, τροχαλίες κ. α.
Ο Αισχύλος ενσωμάτωσε την τραγωδία μέσα σε μια φαντασία και σε οδυνηρά γεγονότα που αποκαλύπτουν την ύπαρξη άλλων πραγμάτων ή αξιών που είναι προσιτά στον άνθρωπο, πέρα από τις φανερές αξίες της φυσικής ζωής ή του θανάτου, της ευτυχίας ή του πόνου. Και δείχνει ότι αφού ο άνθρωπος τα φτάσει, το πνεύμα του μπορεί να νικήσει το θάνατο.
Η ύλη που χρησιμοποιεί σαν βάση της τραγωδίας είναι ένα θείο ζήτημα, υπερανθρώπινο, που καθρεπτίζεται στο γήινο επίπεδο . Τα θέματα του βασίζονται στην Ηρωική Εποχή, αλλά τα προσαρμόζει στην δική του τραγική αντίληψη και των συγχρόνων του. Έτσι, μπορεί τα θέματα να μην είναι πάντα μεγαλόπρεπα καθαυτά, αλλά τους δίνει με την τέχνη του την μεγαλοπρέπεια που έχουν χάσει. Ο Βίκτωρ Ουγκώ χαρακτήρισε τον Αισχύλο ανίκανο για μετριοπάθειες και σχεδόν άγριο, με μια ιδιαίτερη χάρη που μοιάζει με τα λουλούδια των απρόσιτων τοποθεσιών.
Στα έργα του διαφαίνεται η μυστηριακή παράδοση και η πίστη του ότι όλα στη φύση έχουν ψυχή κι ότι ο Θεός και οι εκπορεύσεις του, που είναι οι θεοί, τα κυβερνούν όλα. Ότι οι Δυνάμεις της Φύσης και αυτό που σήμερα ονομάζουμε φυσικοί νόμοι, είναι πνεύματα στην υπηρεσία του Θείου Σχεδίου εξέλιξης και της Μοίρας που μας οδηγούν όλους. Προσπαθεί να δώσει το νόημα που έχει η ελεύθερη βούληση και η ανθρώπινη πρωτοβουλία και να τα συμβιβάσει με το σχέδιο του Θεού. Δεν διστάζει να θέσει τα μεγάλα προβλήματα που απορρέουν από την ύπαρξη της θείας πρόνοιας και την αλαζονεία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η ιδέα της μοίρας έχει δεσπόζουσα θέση στα έργα του. Προσπαθεί να την εκφράσει με ορατή και απτή μορφή μέχρι του σημείου να χάνει τον αφηρημένο χαρακτήρα της. Ο Πατέν παρατηρεί, ότι, γι’ αυτό το λόγο, δημιουργούνται οι μεγαλειώδες εικόνες, οι τολμηρές σκηνές, οι υπερβατικές σκέψεις, επειδή η τρομερή παρουσία της Μοίρας, προκαλεί τρόμο κι έκπληξη. Γι’ αυτό και το άπειρο μεγαλείο των προσώπων που εμφανίζονται πολεμώντας με έναν τέτοιο «εχθρό» και η θαυμαστή ακινησία τους μπροστά στο χέρι της Μοίρας που ισοπεδώνει και το οποίο αυτοί οι ίδιοι προκαλούν.
Η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος είναι κύριος των πάντων αποτελεί ύβρη και οι ανθρώπινες καταπατήσεις και υπερβολές τιμωρούνται φαινομενικά από το Θεό και ουσιαστικά από τα ίδια τα σφάλματα του ανθρώπου. Έτσι ο σοφός Αισχύλος διατυπώνει ερωτήματα με σαφήνεια στο κοινό, όπως: «γιατί υπάρχουν καλοί άνθρωποι τόσο δυστυχισμένοι και κακοί τόσο ευτυχισμένοι;», και προτιμά να δώσει ηθικά διδάγματα, δείχνοντας, ότι η δυστυχία δεν είναι πάντα τιμωρία άλλα μπορεί να είναι μια μορφή εξαγνισμού. Η Μοίρα δίνει στον κάθε άνθρωπο το δικό του μερίδιο ευτυχίας ή δυστυχίας, που είναι ταυτόχρονα ελπίδα και απειλή. Όταν κάποιος υπερβάλει στο δικό του μερίδιο τότε οδηγείτε στην ύβρη και πέφτει πάνω του ο Νόμος της Δικαιοσύνης και της ισορροπίας που καθορίζει την εξαγνιστική τιμωρία, η οποία έχει ένα θετικό και ηθικό σκοπό, να μάθει ο άνθρωπος μέσα από τα βάσανα.
Ο ίδιος σεβόταν τους θεούς αλλά πίστευε σε δυνάμεις ακόμα πιο υψηλές από αυτούς, την Ανάγκη και τη Μοίρα. Στον Προμηθέα Δεσμώτη αντιπαραθέτει την ακατανίκητη δύναμη του Δία με την ακαταμάχητη θέληση του Προμηθέα. Το θέμα του αναφέρεται σε μια εσωτερική παράδοση που περιγράφει συμβολικά τη θυσία του Προμηθέα και το πώς η ανθρωπότητα δέχτηκε το δώρο της φωτιάς από τον Προμηθέα για να αναπτυχθούν οι τέχνες και οι επιστήμες. Η φωτιά είναι ένα στοιχείο της φύσης και συμβολίζει το νοητικό σπινθήρα ή νοημοσύνη που έλαβε ο άνθρωπος σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή, ο οποίος έδωσε την πνευματική ώθηση στην ανθρωπότητα στην εξελικτική της πορεία ως σήμερα.
Για τον Αισχύλο η τραγωδία είχε καθαρά παιδαγωγικό χαρακτήρα με την πιο υψηλή σημασία της έννοιας αυτής και πρόσφερε ηθικά διδάγματα, κάτι που τον καθιερώνει ως ένα οραματιστή της ανθρωπότητας.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Αθήνα αλλά για αδιευκρίνιστους λόγους προς το τέλος της ζωής του φαίνεται ότι την εγκατέλειψε. Σύμφωνα με τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα, ο Αισχύλος κατηγορήθηκε για ασέβεια ενώπιον του Αρείου Πάγου, επειδή αποκάλυψε στο έργο του Ευμενίδες, τα Μυστήρια των Ελευσινίων. Ωστόσο στη δίκη αυτή αθωώθηκε. Ο Αριστοφάνης αναφέρει ως αιτία αναχώρησής του μια πολιτική διαφωνία με το αθηναϊκό κοινό. Μερικοί ισχυρίζονται ότι λιθοβολήθηκε ή ότι εξορίστηκε, κάτι που δεν αποδεικνύεται από γεγονότα, διότι εάν είχε καταδικαστεί σε εξορία, λόγω ασέβειας, τότε κατά την απουσία του δεν θα συνεχίζονταν να παίζονται και να βραβεύονται τα έργα του στην Αθήνα. Μια βάσιμη εκδοχή αναφέρει ότι έσπασε τον όρκο σιωπής πάνω στα μυστικά πράγματα στο έργο του Προμηθέας Δεσμώτης, στο οποίο αποκάλυψε σε κάποιους στίχους μυητικές γνώσεις, και έτσι αναγκάστηκε να φύγει.
Ο Αισχύλος πέθανε σε ηλικία εβδομήντα χρόνων στο Γέλα κατά το δεύτερο ταξίδι του στην Σικελία. Μια εκδοχή από την ρωμαϊκή εποχή διηγείται ότι ένας αετός που είχε αιχμαλωτίσει μια βαριά χελώνα ή κατά άλλους κοχύλι, την άφησε να πέσει πάνω στο φαλακρό κεφάλι του, παίρνοντάς το για πέτρα. Αν και είναι συνήθεια των αετών να ρίχνουν τα θύματα τους από ψηλά πάνω σε βράχους πριν τα καταβροχθίσουν, ωστόσο, η ασυνήθιστη αιτία θανάτου του και το ότι ο αετός ήταν αφιερωμένος σαν πτηνό στο Δία και η χελώνα στον Απόλλωνα, δημιουργεί υπόνοιες συμβολισμού στην ιστορία. Είναι πιθανόν να υφάνθηκε ένας θρύλος γύρω από την υποτιθέμενη απιστία του ποιητή, όσον αφορά στα μυστικά των Ελευσινίων Μυστηρίων.
Όταν έγινε γνωστός ο θάνατος του οι Αθηναίοι του απέδωσαν μεγάλες τιμές και οι πολυάριθμες τραγωδίες του που είχαν βραβευτεί, ξανανέβηκαν στην σκηνή. Απ’ όσο είναι γνωστό, σε κανέναν άλλο ποιητή δεν έγιναν τέτοιες τιμές, ούτε τα έργα του παίζονταν μετά το θάνατο του. Λέγεται ότι για αιώνες μετά πήγαιναν στο μνήμα του στην Σικελία, καλλιτέχνες και ποιητές για προσκύνημα.
Βιβλιογραφία
G. A. Livraga, Το Μυστηριακό Θέατρο: η αρχαιοελληνική τραγωδία, Εκδόσεις Νέα Ακρόπολη, Αθήνα 1988.
Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Εκδόσεις ΦΟΙΝΙΞ, Αθήνα, 1927.
Μεγάλες Μορφές, Εκδόσεις Μίνωας, Αθήνα.
The Drama: Its History, Literature and Influence on Civilization, vol. 1. ed. Alfred Bates. London: Historical Publishing Company, 1906. pp. 53-59.
A Short History of the Drama. Martha Fletcher Bellinger. New York: Henry Holt and Company, 1927. pp. 31-3.
Μορφές Θεάτρου, άρθρο Περιοδικό Νέα Ακρόπολη, τεύχος 73, σελ.14
Γεννήθηκε το 525 π.Χ. στην Ελευσίνα, μια πόλη κοντά στην Αθήνα που υπήρξε ένα αρχαίο κέντρο των Μυστηρίων.
Από μικρός είχε οράματα για το θαυμαστό μέλλον του ως τραγικός ποιητής, ενώ σύμφωνα με κάποιο θρύλο, ο θεός Διόνυσος παρουσιάστηκε στο νεαρό Αισχύλο και τον παρακίνησε να καταπιαστεί
Η ευγενική καταγωγή του, η αριστοκρατική ανατροφή του, η δημοκρατική ελευθερία, το θρησκευτικό-μυστικιστικό περιβάλλον της Ελευσίνας με την λατρεία της Δήμητρας και οι μεγάλοι εθνικοί αγώνες των Ελλήνων εναντίον των Περσών, συνετέλεσαν ώστε να διαπλαστεί ο ευσεβής και γενναίος χαρακτήρας του ποιητή και το υψηλό φρόνημα που τον διέκρινε.
Ο Αισχύλος αναφέρεται ανάμεσα στους μυημένους στα Μυστήρια της Ελευσίνας και λέγεται ότι είχε εκπαιδευτεί στην Πυθαγόρεια Σχολή.
Ήταν άνθρωπος βαθιά θρησκευόμενος και έδωσε στα έργα του ένα τελετουργικό χαρακτήρα, παρουσιάζοντας τους ήρωες ενταγμένους σε μια συμπαντική νομοτέλεια μέσω της οποίας μπορούν να πορευτούν.
Ο Αισχύλος χαρακτηρίζεται ως ο Πατέρας της Τραγωδίας. Σε σχέση με τους άλλους δύο μεγάλους ομότεχνούς του, στον Αισχύλο αποδίδεται το ύψος, στο Σοφοκλή το κάλλος και στον Ευριπίδη το πάθος.
Ο Αριστοφάνης στους Βατράχους, περιγράφει την ιδιοσυγκρασία του ως περήφανη και αυστηρή, τα συναισθήματα του ως καθαρά και ευγενή, τη μεγαλοφυΐα του εφευρετική, το ύφος του υψηλό, τολμηρό και βίαιο, πλήρες καλολογικών στοιχείων, ενώ διατηρούσε ένα μέρος της αρχαίας απλότητας και της αγροίκας αγένειας.
Ο Αισχύλος ήταν της γενιάς των Μηδικών Πολέμων, γαλουχημένος με την αρετή της αγάπης προς την πατρίδα του και την ελευθερία, και πολέμησε με μεγάλο θάρρος στις μάχες του Μαραθώνα, της Σαλαμίνας και πιθανόν των Πλαταιών. Στην πρώτη μάλιστα από αυτές πληγώθηκε. Ίσως στην σημερινή εποχή να φαίνεται περίεργο, ότι, ένας άνθρωπος που θεωρείται μια από τις πνευματικές κορυφές της ανθρωπότητας, θεωρούσε μεγαλύτερη τιμή το ότι υπήρξε πολεμιστής παρά ένας ειρηνικός πολίτης. Αυτό είναι ενδεικτικό της διαφορετικής αντίληψης της ζωής και της αξίας που δίνουν στα γεγονότα οι άνθρωποι στο πέρασμα των αιώνων. Αυτήν την αξία που έδινε ο Αισχύλος στην πολεμική του δράση στην υπηρεσία της πατρίδας, μπορούμε να εκτιμήσουμε στο κείμενο του επιτύμβιου επιγράμματος, που ο ίδιος σύνθεσε και έλεγε:
«Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει μνήμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας, αλκήν δ’ ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος».
Ταξίδεψε δυο φορές στη Σικελία. Στο πρώτο ταξίδι, το 471 π.Χ., ήταν καλεσμένος από τον φιλότεχνο τύραννο των Συρακουσών Ιέρωνα για να διδάξει τις τραγωδίες του. Εκεί θα γράψει την Αίτνα, προς τιμήν της ομώνυμης πόλης που ο Ιέρωνας ανακατασκεύασε στα ερείπια της αρχαίας πόλης που καταστράφηκε από το ηφαίστειο.
Δεν ξέρουμε πόσα έργα ακριβώς έγραψε ο Αισχύλος. Έχουν σωθεί σε καταλόγους βιβλιοθηκών τίτλοι από εβδομήντα επτά έργα του, αλλά συνολικά του αποδίδονται εβδομήντα τραγωδίες και είκοσι σατυρικά δράματα, ενώ ο λεξικογράφος Σουίδας του αποδίδει ενενήντα δυο έργα, δηλαδή είκοσι τρεις τετραλογίες. Έντεκα από αυτά σχετίζονται με τα Διονυσιακά Μυστήρια, όπως Σεμέλη, Οι παραμάνες του Διονύσου. Έχοντας σαν δεδομένο, ότι από την μεγάλη ποσότητα των έργων του επέζησαν μονάχα επτά, μας είναι σχεδόν αδύνατο να σχηματίσουμε πραγματική ιδέα για το τραγική μεγαλοφυία αυτού του πνευματικού γίγαντα που υπήρξε ο Αισχύλος.
Οι επτά τραγωδίες που διατηρήθηκαν, είναι: Ικέτιδες, 490 π.Χ., Προμηθέας Δεσμώτης, 476-466 π.Χ., Πέρσαι, 472 π.Χ., Επτά επί Θήβας, 467 π.Χ., Αγαμέμνων, Χοηφόροι & Ευμενίδες. Οι τρεις τελευταίες αποτελούν την τριλογία Ορέστεια, που συντέθηκε γύρω στο 458 π.Χ. Στην Ορέστεια, που θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά επιτεύγματα, εξετάζεται η πορεία της ανθρωπότητας, από το πρωτόγονο δίκαιο της αυτοδικίας στο θετό δίκαιο, που στηρίζεται στην λογική και στον αμοιβαίο σεβασμό.
Οι «Πέρσες» είναι μια εξαίρεση στις συνήθως «δεμένες» τραγωδίες. Ο Αισχύλος έκανε τριλογίες «δεμένες» εξ αιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων και για να μπορέσει έτσι να εκφράσει καλύτερα κάποιες παραδοσιακές μορφές.
Ο Αισχύλος στέκεται σε ένα αληθινό σημείο στροφής μεταξύ των αρχαίων μυστικών παραστάσεων των Μυστηρίων και αυτών που μετατράπηκαν σε έργα θεάτρου, πιο προσιτά στο ευρύ κοινό. Κανείς προγενέστερός του δεν είχε μετατρέψει τους μύθους σε κατάλληλους φορείς για την μετάδοση ιδεών. Κατά τον Αριστοτέλη, ο Αισχύλος δημιούργησε την μορφή της τραγωδίας. Όσον αφορά τον αριθμό των ηθοποιών τον αύξησε από ένα σε δύο και εισήγαγε τον διάλογο που επιτρέπει την ερμηνεία και την μελέτη των προσώπων. Επίσης ελάττωσε τον αριθμό των μελών του χορού από πενήντα σε δώδεκα. Έδωσε στο χορό ένα ρόλο συνδεδεμένο με το θείο, ενώ αντίθετα τα πρόσωπα ανθρωποποιούνται. Ο χορός μετατρέπεται σε αντικατοπτρισμό σκέψεων που δεν εκφράζουν οι ηθοποιοί και από την άλλη μεταφέρει τη σοφία και τη σύνεση αυτών που δεν θέλουν να πουν ή λένε συγκεχυμένα οι ηθοποιοί. Ο Χορός των Ωκεανίδων θεωρείται το τελειότερο δημιούργημα του κλασσικού θεάτρου και της ελληνικής ποίησης.
Ο Αισχύλος έδωσε μεγαλοπρέπεια στην τραγωδία, που πριν από αυτόν δεν είχε, σε όλα τα μέρη της: στο θέμα, στο χορό, στα πρόσωπα, στις ιδέες, στο ύφος, στην σκηνογραφία. Ο Βίκτωρ Ουγκώ όταν αναφέρεται σε αυτό που χαρακτηρίζει τον Αισχύλο γράφει: Απεραντοσύνη!
Στα έργα του συναντάμε επικά, λυρικά και δραματικά στοιχεία. Το επικό στοιχείο εκπροσωπείται από τις αφηγήσεις και περιγραφές, όπως η αφήγηση της μάχης της Σαλαμίνας στους Πέρσες. Το λυρικό στοιχείο καλύπτεται από τους μεγάλους χορωδιακούς ύμνους και τις μονωδίες και διωδίες του κορυφαίου ηθοποιού. Τα πρόσωπα εκφράζονται με τόνους γεμάτους έξαρση και μεγαλοπρέπεια που αυτός εισήγαγε στην τραγωδία. Το δραματικό στοιχείο τονίζεται περισσότερο στις τελευταίες του τραγωδίες. Αντιπροσωπεύεται με τον διάλογο, την τεχνική του σκηνικού, και άλλα μέσα, όπως στην περίπτωση του Προμηθέα στον πρόλογο. Επίσης ο Αισχύλος έκανε τολμηρά πειράματα στον τομέα της σκηνικής τεχνικής επιτυγχάνοντας μεγάλα και φανταστικά εφφέ. Χρησιμοποιούσε την γνώση της μηχανικής ανυψώνοντας μεγάλα βάρη, προκαλώντας σεισμούς, γκρεμίσματα και αστραπές, με γερανούς, υδραυλικά συστήματα, τροχαλίες κ. α.
Ο Αισχύλος ενσωμάτωσε την τραγωδία μέσα σε μια φαντασία και σε οδυνηρά γεγονότα που αποκαλύπτουν την ύπαρξη άλλων πραγμάτων ή αξιών που είναι προσιτά στον άνθρωπο, πέρα από τις φανερές αξίες της φυσικής ζωής ή του θανάτου, της ευτυχίας ή του πόνου. Και δείχνει ότι αφού ο άνθρωπος τα φτάσει, το πνεύμα του μπορεί να νικήσει το θάνατο.
Η ύλη που χρησιμοποιεί σαν βάση της τραγωδίας είναι ένα θείο ζήτημα, υπερανθρώπινο, που καθρεπτίζεται στο γήινο επίπεδο . Τα θέματα του βασίζονται στην Ηρωική Εποχή, αλλά τα προσαρμόζει στην δική του τραγική αντίληψη και των συγχρόνων του. Έτσι, μπορεί τα θέματα να μην είναι πάντα μεγαλόπρεπα καθαυτά, αλλά τους δίνει με την τέχνη του την μεγαλοπρέπεια που έχουν χάσει. Ο Βίκτωρ Ουγκώ χαρακτήρισε τον Αισχύλο ανίκανο για μετριοπάθειες και σχεδόν άγριο, με μια ιδιαίτερη χάρη που μοιάζει με τα λουλούδια των απρόσιτων τοποθεσιών.
Στα έργα του διαφαίνεται η μυστηριακή παράδοση και η πίστη του ότι όλα στη φύση έχουν ψυχή κι ότι ο Θεός και οι εκπορεύσεις του, που είναι οι θεοί, τα κυβερνούν όλα. Ότι οι Δυνάμεις της Φύσης και αυτό που σήμερα ονομάζουμε φυσικοί νόμοι, είναι πνεύματα στην υπηρεσία του Θείου Σχεδίου εξέλιξης και της Μοίρας που μας οδηγούν όλους. Προσπαθεί να δώσει το νόημα που έχει η ελεύθερη βούληση και η ανθρώπινη πρωτοβουλία και να τα συμβιβάσει με το σχέδιο του Θεού. Δεν διστάζει να θέσει τα μεγάλα προβλήματα που απορρέουν από την ύπαρξη της θείας πρόνοιας και την αλαζονεία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η ιδέα της μοίρας έχει δεσπόζουσα θέση στα έργα του. Προσπαθεί να την εκφράσει με ορατή και απτή μορφή μέχρι του σημείου να χάνει τον αφηρημένο χαρακτήρα της. Ο Πατέν παρατηρεί, ότι, γι’ αυτό το λόγο, δημιουργούνται οι μεγαλειώδες εικόνες, οι τολμηρές σκηνές, οι υπερβατικές σκέψεις, επειδή η τρομερή παρουσία της Μοίρας, προκαλεί τρόμο κι έκπληξη. Γι’ αυτό και το άπειρο μεγαλείο των προσώπων που εμφανίζονται πολεμώντας με έναν τέτοιο «εχθρό» και η θαυμαστή ακινησία τους μπροστά στο χέρι της Μοίρας που ισοπεδώνει και το οποίο αυτοί οι ίδιοι προκαλούν.
Η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος είναι κύριος των πάντων αποτελεί ύβρη και οι ανθρώπινες καταπατήσεις και υπερβολές τιμωρούνται φαινομενικά από το Θεό και ουσιαστικά από τα ίδια τα σφάλματα του ανθρώπου. Έτσι ο σοφός Αισχύλος διατυπώνει ερωτήματα με σαφήνεια στο κοινό, όπως: «γιατί υπάρχουν καλοί άνθρωποι τόσο δυστυχισμένοι και κακοί τόσο ευτυχισμένοι;», και προτιμά να δώσει ηθικά διδάγματα, δείχνοντας, ότι η δυστυχία δεν είναι πάντα τιμωρία άλλα μπορεί να είναι μια μορφή εξαγνισμού. Η Μοίρα δίνει στον κάθε άνθρωπο το δικό του μερίδιο ευτυχίας ή δυστυχίας, που είναι ταυτόχρονα ελπίδα και απειλή. Όταν κάποιος υπερβάλει στο δικό του μερίδιο τότε οδηγείτε στην ύβρη και πέφτει πάνω του ο Νόμος της Δικαιοσύνης και της ισορροπίας που καθορίζει την εξαγνιστική τιμωρία, η οποία έχει ένα θετικό και ηθικό σκοπό, να μάθει ο άνθρωπος μέσα από τα βάσανα.
Ο ίδιος σεβόταν τους θεούς αλλά πίστευε σε δυνάμεις ακόμα πιο υψηλές από αυτούς, την Ανάγκη και τη Μοίρα. Στον Προμηθέα Δεσμώτη αντιπαραθέτει την ακατανίκητη δύναμη του Δία με την ακαταμάχητη θέληση του Προμηθέα. Το θέμα του αναφέρεται σε μια εσωτερική παράδοση που περιγράφει συμβολικά τη θυσία του Προμηθέα και το πώς η ανθρωπότητα δέχτηκε το δώρο της φωτιάς από τον Προμηθέα για να αναπτυχθούν οι τέχνες και οι επιστήμες. Η φωτιά είναι ένα στοιχείο της φύσης και συμβολίζει το νοητικό σπινθήρα ή νοημοσύνη που έλαβε ο άνθρωπος σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή, ο οποίος έδωσε την πνευματική ώθηση στην ανθρωπότητα στην εξελικτική της πορεία ως σήμερα.
Για τον Αισχύλο η τραγωδία είχε καθαρά παιδαγωγικό χαρακτήρα με την πιο υψηλή σημασία της έννοιας αυτής και πρόσφερε ηθικά διδάγματα, κάτι που τον καθιερώνει ως ένα οραματιστή της ανθρωπότητας.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Αθήνα αλλά για αδιευκρίνιστους λόγους προς το τέλος της ζωής του φαίνεται ότι την εγκατέλειψε. Σύμφωνα με τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα, ο Αισχύλος κατηγορήθηκε για ασέβεια ενώπιον του Αρείου Πάγου, επειδή αποκάλυψε στο έργο του Ευμενίδες, τα Μυστήρια των Ελευσινίων. Ωστόσο στη δίκη αυτή αθωώθηκε. Ο Αριστοφάνης αναφέρει ως αιτία αναχώρησής του μια πολιτική διαφωνία με το αθηναϊκό κοινό. Μερικοί ισχυρίζονται ότι λιθοβολήθηκε ή ότι εξορίστηκε, κάτι που δεν αποδεικνύεται από γεγονότα, διότι εάν είχε καταδικαστεί σε εξορία, λόγω ασέβειας, τότε κατά την απουσία του δεν θα συνεχίζονταν να παίζονται και να βραβεύονται τα έργα του στην Αθήνα. Μια βάσιμη εκδοχή αναφέρει ότι έσπασε τον όρκο σιωπής πάνω στα μυστικά πράγματα στο έργο του Προμηθέας Δεσμώτης, στο οποίο αποκάλυψε σε κάποιους στίχους μυητικές γνώσεις, και έτσι αναγκάστηκε να φύγει.
Ο Αισχύλος πέθανε σε ηλικία εβδομήντα χρόνων στο Γέλα κατά το δεύτερο ταξίδι του στην Σικελία. Μια εκδοχή από την ρωμαϊκή εποχή διηγείται ότι ένας αετός που είχε αιχμαλωτίσει μια βαριά χελώνα ή κατά άλλους κοχύλι, την άφησε να πέσει πάνω στο φαλακρό κεφάλι του, παίρνοντάς το για πέτρα. Αν και είναι συνήθεια των αετών να ρίχνουν τα θύματα τους από ψηλά πάνω σε βράχους πριν τα καταβροχθίσουν, ωστόσο, η ασυνήθιστη αιτία θανάτου του και το ότι ο αετός ήταν αφιερωμένος σαν πτηνό στο Δία και η χελώνα στον Απόλλωνα, δημιουργεί υπόνοιες συμβολισμού στην ιστορία. Είναι πιθανόν να υφάνθηκε ένας θρύλος γύρω από την υποτιθέμενη απιστία του ποιητή, όσον αφορά στα μυστικά των Ελευσινίων Μυστηρίων.
Όταν έγινε γνωστός ο θάνατος του οι Αθηναίοι του απέδωσαν μεγάλες τιμές και οι πολυάριθμες τραγωδίες του που είχαν βραβευτεί, ξανανέβηκαν στην σκηνή. Απ’ όσο είναι γνωστό, σε κανέναν άλλο ποιητή δεν έγιναν τέτοιες τιμές, ούτε τα έργα του παίζονταν μετά το θάνατο του. Λέγεται ότι για αιώνες μετά πήγαιναν στο μνήμα του στην Σικελία, καλλιτέχνες και ποιητές για προσκύνημα.
Βιβλιογραφία
G. A. Livraga, Το Μυστηριακό Θέατρο: η αρχαιοελληνική τραγωδία, Εκδόσεις Νέα Ακρόπολη, Αθήνα 1988.
Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Εκδόσεις ΦΟΙΝΙΞ, Αθήνα, 1927.
Μεγάλες Μορφές, Εκδόσεις Μίνωας, Αθήνα.
The Drama: Its History, Literature and Influence on Civilization, vol. 1. ed. Alfred Bates. London: Historical Publishing Company, 1906. pp. 53-59.
A Short History of the Drama. Martha Fletcher Bellinger. New York: Henry Holt and Company, 1927. pp. 31-3.
Μορφές Θεάτρου, άρθρο Περιοδικό Νέα Ακρόπολη, τεύχος 73, σελ.14
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου