Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, 6 Μαρτίου 1927 – 17 Απριλίου 2014) ήταν σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας, βραβευμένος με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεύματος του μαγικού ρεαλισμού και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όχι μόνο της ισπανόφωνης αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έγινε διάσημος με το μυθιστόρημά του Εκατό χρόνια μοναξιά (1967), ενώ επίσης σημαντικά θεωρούνται τα έργα του Το φθινόπωρο του Πατριάρχη (1975), Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου (1981) και Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (1985).
Ο Μάρκες εργάστηκε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος. Υπήρξε φίλος του Φιντέλ Κάστρο και για μεγάλο χρονικό διάστημα του είχε απαγορευτεί η είσοδος στις ΗΠΑ, λόγω της στήριξής του σε αριστερά καθεστώτα που ήταν ενάντια σε αυτές.Ο πρόεδρος της Κολομβίας Χουάν Μανουέλ Σάντος έχει αποκαλέσει τον Μάρκες «τον μεγαλύτερο Κολομβιανό που έζησε ποτέ».
Ζωή και έργο
Τα παιδικά χρόνια
Γεννήθηκε την Κυριακή 6 Μαρτίου του 1927 στο χωριό Αρακατάκα (Arakataka) της Κολομβίας, το πρώτο παιδί από συνολικά 7 αγόρια και 4 κορίτσια του Γκαμπριέλ Ελίχιο Γκαρσία (Gabriel Eligio García) και της Λουίσα Σαντιάγα Μάρκες Ιγουαράν (Luisa Santiaga Márquez Iguarán).
Το χωριό βρίσκεται στην επαρχία Μαγκνταλένα της Κολομβίας, στην περιοχή της Καραϊβικής. Η Αρακατάκα τα χρόνια που μεγάλωνε εκεί ο συγγραφέας ανήκε στη επονομαζόμενη «Zώνη της μπανάνας» - "banananera zone" - περιοχή που κατείχε η εταιρεία United Fruit Company(D/R) καλλιεργώντας μπανάνες, και ήταν μια ζωντανή πόλη με πολλούς κατοίκους.
Η μητέρα του είχε λάβει μια αξιοπρόσεκτη μόρφωση σε ένα από τα σχολεία που λειτουργούσε η εταιρεία της μπανάνας, τότε. Ο πατέρας του δούλευε στο καινούριο για την εποχή επάγγελμα του τηλεγραφητή αν και είχε κάνει κάποιες σπουδές φαρμακευτικής και ιατρικής. Αμέσως μετά το γάμο του άφησε το προσοδοφόρο επάγγελμά του, για να ασχοληθεί με την ομοιοπαθητική ιατρική – ειδικότητα που είχε άνθιση εκείνο τον καιρό.
Το μωρό πήρε το όνομα του πατέρα του, Γκαμπριέλ, αλλά από την στιγμή της γέννησής του τον φώναζαν Γκαμπίτο (που είναι το υποκοριστικό του Γκαμπριέλ στη περιοχή της Γκουαχίρα, περιοχή από όπου κατάγονταν οι πρόγονοί του) και το όνομα Χοσέ, προς τιμήν του αγίου που γιόρταζε τον μήνα που γεννήθηκε ο Μάρκες, τον Μάρτιο.
Οι γονείς του έμειναν μαζί του για δυο περίπου χρόνια μέχρι τον Ιανουάριο του 1929. Όταν γεννήθηκε το δεύτερο παιδί, ο Λουίς Ενρίκες, οι γονείς έφυγαν από την Αρακατάκα που άρχισε να φθίνει για την πολυπληθέστερη Μπαρανκίγια παίρνοντας μαζί τους το νεογέννητο και αφήνοντας ύστερα απο επιμονή των παππούδων το πρωτότοκο. Μεγάλωσε λοιπόν με τον παππού του και τη γιαγιά του από την πλευρά της μητέρας του, τον συνταγματάρχη του επαναστατικού στρατού Νικολάς Ρικάρδο Μάρκες Μεχία (el coronel Nicolás Márquez Iguarán) βετεράνο του (εμφυλίου) πολέμου των Χιλίων ημέρων και την Τρανκιλίνα Ιγουαράν Κότες (Tranquilina Iguarán Cotes).
Τα χρόνια με τους παππούδες του ήταν τα πιο καθοριστικά όχι μόνο για τη ζωή του αλλά κυρίως για την λογοτεχνική του διαμόρφωση.
Η γιαγιά του και οι άλλες θείες του σπιτιού (ζούσε σε ένα σπίτι γεμάτο γυναίκες, θα πει) ήταν οι φορείς της παράδοσης και της λαϊκής κουλτούρας. Τα παραμύθια και οι ιστορίες που του έλεγαν συχνά, για τους θρύλους της περιοχής και κυρίως ο κόσμος των πνευμάτων μέσα στον οποίο ζούσαν, θα καθορίσει τη φαντασία του.
....«Η γιαγιά του ασχολιόταν περισσότερο με τον κόσμο των νεκρών παρά με των ζωντανών και μάλιστα ειχε πολλές δεισιδαιμονίες. Για παράδειγμα οτι τα παιδιά έπρεπε να πλαγιάζουν πριν βγουν οι ψυχές το βράδυ, πως αν περνούσε μια κηδεία και εκείνα ήταν ξαπλωμενα έπρεπε να τα βάλουν να καθίσουν για να μην πεθάνουν μαζί με τον νεκρό, οτι έπρεπε να προσέχουν να μην μπει μαύρη πεταλούδα στο σπίτι γιατί αυτό σήμαινε πως κάποιος από την οικογένεια θα πέθαινε, πως αν έμπαινε σκαθάρι ήταν σημάδι πως θα είχαν επισκέψεις, οτι έπρεπε να μη χυθεί αλάτι γιατί ήταν γρουσουζιά, πως αν ακουγόταν αλλόκοτος θόρυβος ήταν γιατί οι μάγισσες είχαν μπει στο σπιτι, και πως αν μυριζαν στον αερα θειάφι ήταν γιατί πλησίαζε ο δαιμονας. Ο Γκαρσία Μάρκες μπόρεσε να συλλάβει τα «Εκατό χρόνια μοναξιά» όταν κατάλαβε μια απλή και αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Ότι όχι μόνο η γιαγιά και οι θείες του ζούσαν σε μια παραπραγματικότητα αλλά και η πλειοψηφία των Κολομβιανών και των άλλων Λατινοαμερικανών...»
Από την άλλη ο παππούς του εκπροσωπούσε την λογική, τον ρεαλισμό, και την πραγματική ιστορία. Διηγόταν στο παιδί ιστορίες από τον πόλεμο που είχε λάβει μέρος, και κατορθώματα ανδρείας των συμπολεμιστών του. Μαζί του έκανε βόλτες τα απογεύματα στο χωριό και μάθαινε τα πάντα που αφορούσαν την καθημερινή, πραγματική ζωή.
Στο σπίτι της Αρακατάκα που έχει μετατραπεί σε μουσείο, το βιβλίο «Χίλιες και μία νύχτες» πάνω στο γραφείο. Το θεμελιώδες βιβλίο στο συγγραφικό μου πεπρωμένο γράφει η πινακίδα πάνω από το γραφείο
Το νηπιαγωγείο και την α΄ δημοτικού τα έβγαλε στο Μοντεσοριανό δημοτικό σχολείο που μόλις είχε ανοίξει στην πόλη του, ενώ τη β' δημοτικού την έβγαλε στο δημόσιο δημοτικό της Αρακατάκα. (τα άλλα δύο χρόνια του τετρατάξιου τότε δημοτικού σχολείου τα τελείωσε στην πόλη Καρταχένα.)
Από τότε που ο Μάρκες έμαθε να γράφει και να διαβάζει, σχεδόν 8 χρονών, δεν σταμάτησε ποτέ. Το πιο καθοριστικό έργο της ζωής του όπως θα αναφέρει ήταν η ανακάλυψη ενός φθαρμένου βιβλίου με "μαγικές" ιστορίες. Όπως θα μάθαινε αρκετά χρόνια αργότερα ήταν οι Χίλιες και μια νύχτες», όπου διαπίστωσε έκπληκτος πως οι ιστορίες ήταν στην ουσία από το ίδιο υλικό με αυτές που του έλεγε η γιαγιά του, και μάλιστα πως μπορούσαν να ειπωθούν και με την ίδια χαρακτηριστική «ψυχραιμία», με την οποία τις έλεγε και η γιαγιά του . Μετά τις «Χίλιες και μια νύχτες» θα ερχόταν η σειρά των παραμυθιών των αδελφών Γκριμ, του Περό, του Δουμά, του Σαλγκάρι και του Βερν. Από τότε που έμαθε να διαβάζει, έκανε πέρα όλες τις άλλες διασκεδάσεις, και αφιέρωνε όλο τον ελεύθερο χρόνο του στο διάβασμα.
Με τους γονείς του θα ξανασμίξει τον Δεκέμβριο του 1936 όταν όλη η οικογένεια θα μετακομίσει στο Σινσέ(D/R), την ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του. Ο Γκαμπριέλ Ελίχιο πίστευε ότι ένα φαρμακείο στο Σινσέ θα ήταν καλύτερη επένδυση από ότι στην Μπαρανκίγια. Εξάλλου ήταν ευκαιρία για τα παιδιά να γνωρίσουν και τη γιαγιά τους, Αρχεμίρα Γκαρσία Πατερνίνα. και τους υπόλοιπους συγγενείς από την πλευρά του πατέρα. Παρόλες τις ελπίδες του πατέρα του, ούτε αυτό το φαρμακείο πήγε καλά, έτσι μετά από ένα χρόνο διαμονής ξαναγύρισαν στην Αρακατάκα τον Σεπτέμβριο του 1937. Με τον θάνατο της θείας Βενεφρίδα στις 21 Γενάρη του 1937 και κυρίως με αυτόν του παππού του μερικές μέρες αργότερα, 4 Μάρτη 1937 απο πνευμονία, το σπίτι εγκαταλείπεται και η οικογένεια σκορπίζεται.
Ο 11χρονος Μάρκες δεν θα αλλάξει μόνο πόλη αλλά στην ουσία και πατέρα, αφού ο πραγματικός πατέρας του τόσα χρόνια ήταν ο συνταγματάρχης παππούς του. Στην ουσία δεν θα καταφέρει ποτέ να ενσωματωθεί στην οικογένεια γι΄αυτό και θα ζήσει μαζί τους, συνολικά 3 μόνο χρόνια. Ο νεαρός Μάρκες θα δυσκολευτεί να συμβιβαστεί με την προσωπικότητα του πατέρα του, εξαιτίας του οποίου θα προκύψουν πολλές διαφωνίες αλλά στο τέλος, θα τα καταφέρει.
Ο Μάρκες θα πει πολλές φορές στις συνεντεύξεις του αργότερα: οτι τα «100 χρόνια μοναξιά» πήγασαν από την εμμονή του να επιστρέψει στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, οτι οι μεγαλύτερες λογοτεχνικές του επιρροές ήταν ο παππούς, η γιαγιά και το βιβλίο «Χίλιες και μια Νύχτες», ότι απο τότε που πέθανε ο παππούς του δεν του συνέβη τίποτα ενδιαφέρον και πως οτι είχε γράψει ως τότε το ήξερε ήδη ή το είχε ακούσει πριν γινει 8 χρονών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου