Η Πτώση της Σφακτηρίας υπήρξε μια από τις πολεμικές εμπλοκές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 με νικηφόρα έκβαση για τους Αιγυπτίους.
Την 19η Απριλίου ο Αναστάσιος Τσαμαδός διερχόμενος με το βρίκιο «Άρης» από το Νεόκαστρο (ή την σημερινή Πύλο) ενώ ήταν σε αποστολή μεταφοράς πολεμικού υλικού με προορισμό την Πάτρα, αυτεπαγγέλτως στάθμευσε και ζήτησε άδεια από τον Υπουργό Πολέμου της Κυβέρνησης να παραμείνει και να εφοδιάσει την άμυνα του λιμανιού λόγω του ότι ο Ιμπραήμ Πασάς ετοίμαζε εκεί απόβαση.
Έτσι και έγινε, μετά από συμβούλιο που διεξήχθη στο πλοίο «Άρης» υπό του υπουργού Πολέμου Αναγνωσταρά, όπου αποφασίστηκε να ενισχυθεί η άμυνα του νησιού με 500 ακόμα άνδρες και ναυτικούς, καθώς και να ζητήσουν επιπλέον ενισχύσεις. Στις 22 Απριλίου ο ελληνικός στόλος βρέθηκε εμπρός στο Νεόκαστρο, ενώ ο εχθρικός γύρω στις Οινούσες. Ο Ανδρέας Μιαούλης αφού συσκέφθηκε με τον Τσαμαδό, παρατάχθηκε για μάχη, αλλά όλη η μέρα πέρασε με ακροβολισμούς, ομοίως, και οι επόμενες δύο επιθέσεις του ελληνικού στόλου δεν κατάφεραν να παρασύρουν τον εχθρικό στόλο σε κάποια ναυμαχία.
Μετά την αποτυχημένη απόβαση του Ιμπραήμ Πασά στο Νεόκαστρο την 25η Απριλίου, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που ήταν ο απεσταλμένος του προέδρου του Εκτελεστικού Γεωργίου Κουντουριώτη, πέρασε με τους λιγοστούς του άνδρες στη Σφακτηρία, όπου η θέση των Ελλήνων είχε γίνει κρίσιμη και οι δυνάμεις των υπερασπιστών της Σφακτηρίας με αρχηγό τον Αναγνωσταρά ήταν μικρές. Κύριος στόχος του Ιμπραήμ ήταν η Σφακτηρία. Σύμφωνα με το σχέδιό του η πρώτη μοίρα, που αποτελείτο από 3 φρεγάτες, 4 κορβέττες και 39 άλλα μικρότερα πλοία, διατάχθηκε να εισδύσει στον κόλπο να βομβαρδίσει το νησί και να καλύψει την απόβαση. Η δεύτερη μοίρα, που αποτελείτο από τα μεγαλύτερα πλοία, θα ορμούσε εναντίον του ελληνικού στόλου που λοξοδρομούσε κάτω από το νησί Πρώτη. Συγχρόνως τα αιγυπτιακά στρατεύματα της ξηράς θα επιτίθενταν εναντίον του Παλαιοκάστρου.
Την νύχτα της 25ης Απριλίου προς την 26ης Απριλίου ο Aιγυπτιακός στόλος, έχοντας πλέον ευνοϊκό άνεμο, εισέπλευσε στον όρμο του Nαυαρίνου συνοδεύοντας αποβατικό σώμα τριών χιλιάδων ανδρών για να καταλάβει τον όρμο και το φρούριό του. O εχθρός αρχικά κατέλαβε τη Σφακτηρία φονεύοντας 350 από τους 800 υπερασπιστές της, μεταξύ των οποίων ήταν ο φιλικός και αρχηγός των Ελλήνων στη μάχη Αναγνωσταράς, ο Χιλίαρχος Σταύρος Σαχίνης, ο φιλέλληνας Ιταλός κόμης Σανταρόζα και ο Πλοίαρχος Aναστάσιος Tσαμαδός που βρισκόταν στην ξηρά στο πλευρό των αμυνομένων Ελλήνων μαζί με 200 περίπου αξιωματικούς και ναυτικούς που εγκατέλειψαν και αυτοί τις λέμβους τους για να βοηθήσουν στη μάχη. Tο γεγονός ότι όχι μόνο αυτός αλλά και ο κυβερνήτης του πλοίου «Aθηνά», ο Πλοίαρχος Νικόλαος Βότσης, δεν πρόλαβαν να επιβιβασθούν στα πλοία τους σημαίνει ότι ο είσπλους των Aιγυπτίων έγινε αιφνιδιαστικά. Όταν οι ναυτικοί μας τράπηκαν σε φυγή, επιστρέφοντας ατάκτως στις λέμβους τους, επέβησαν όπου ήταν δυνατόν ανεξαρτήτως αν ήταν το πλήρωμα του σκάφους ή όχι. Δύο από τα πέντε άλλα πλοία μας που ήταν στον όρμο πρόλαβαν να σαλπάρουν έγκαιρα και να εξέλθουν ανενόχλητα, με κυβερνήτες τον Θεόδωρο Σάντο Σπετσιώτη και τον Βασίλειο Σ. Βουδούρη. Το «Aθηνά» χωρίς τον κυβερνήτη του επιχείρησε και επέτυχε ηρωική έξοδο. Στο βρίκιο «Αχιλλεύς», ενώ απέπλεε από τον όρμο υπό των αδελφών Γεωργίου και Αντωνίου Ορλάνδου, κρεμάσθηκαν τριάντα ναύτες στα πλευρά της λέμβου με το σώμα στη θάλασσα, όπως και σε άλλα πλοία. Επίσης, το τρικάταρτο και βαριά οπλισμένο «Ποσειδών» υπό του Θεοφίλου Μουλά, απέπλευσε οριακά φορτωμένο με βαρέλια νερό στην πλώρη για να μοιάζει πυρπολικό και έτσι κατάφερε να διαφύγει χωρίς να προσπαθήσουν να το εμβολίσουν. Tελευταίο έμεινε το βρίκιο «Άρης» που είχε μείνει μέσα στον όρμο περιμένοντας τον κυβερνήτη του. Mόλις το πλήρωμα έμαθε για το θάνατό του απέπλευσε με τον Πλοίαρχο Nικόλαο Bότση, που πρόλαβε να επιβιβαστεί την τελευταία στιγμή σε αυτό μαζί με τον Δημήτριο Σαχτούρη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.
Πολλοί έφυγαν «γενόμενοι ριψάσπιδες, εζήτησαν να σωθώσιν... Οι δ’ εγκαρτερήσαντες μεθ’ ων και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου