Τετάρτη, Ιουλίου 07, 2021

"ΕΓΩ Ο ΖΑΧΟΣ ΖΑΧΑΡΗΣ"

Ο Ζάχος της γειτονιάς μας (φ.Μ.Κυμάκη)
Ο Ζάχος της γειτονιάς μας (φ.Μ.Κυμάκη)

Τι κάνει μια ιδιοφυΐα για να περισώσει την ιδιοφυΐα της

Είναι απλό: επιλέγει τους γονείς της. Αν και τα συμπεράσματα του Φρόυντ δεν είναι εξαιρετικά διαδεδομένα στον κόσμο μας, το ένστικτό μας κάνει πολύ καλύτερη δουλειά από το δικό σας. Τυφλός και νεο­γέννητος όπισθεν των θάμνων της μαντάμ Γλύκας, γνώριζα ήδη ότι εν μέσω αλητείας και γατοκαβγάδων η ζωή μου θα καθίστατο κόλαση και η αποστολή μου θα έμπαινε σε κίνδυνο. Μόλις άνοιξα επιτέλους τα μάτια, βεβαιώθηκα: οι άλλες τρεις αδελφές μου θα μπορούσαν κάλλιστα να βαπτισθούν Βρόμα, Σκούρα και Μιζέρια. Εγώ πάλι ήμουν ο θρίαμβος του νόμου του Μέντελ. Διέφερα. Και ποτέ μα ποτέ δεν ωφέλησε κανέναν να είναι τόσο διαφορετικός απ’ τους άλλους. Είδατε κανέναν Εσκιμώο να καλοπερνάει στην Αιθιοπία; Συμπέρασμα άμεσο: έπρεπε να δραπετεύσω από κει το ταχύτερο δυνατόν.

Πού να πάω όμως; Ιδού η απορία! Γνώριζα ότι το περιβάλλον σου δεν έχει απλώς τεράστια σημασία, είναι όλα τα λεφτά: αν πλατσουρίζεις ολημερίς στη λίμνη, σε λίγο θα γίνεις ψάρι. Δηλαδή δεν διάλεγα σπίτι. Ζωή διάλεγα. Δείτε τη γάτα του Ουίλιαμ Μπάροουζ φέρ’ ειπείν. Μην απορείτε που επέλεξε να ζήσει μετά του κυρίου αυτού. Ναι, ήτο ελαφρώς ψυχασθενής. Ναι, πυροβόλησε τη συμβία του για πλάκα. Τη γάτα του όμως την μετεχειρίζετο ωσάν τη βασίλισσα του Σαββά. Οι φήμες λένε ότι θα προτιμούσε να στερηθεί ακόμα και τις εισπνοές μπενζεντρίν παρά τη μυλαίδη του. Και το κυριότερον, την άφησε στη γατοϊστορία. Στοιχηματίζω πως θα έχετε δει άπαντες ενσταντανέ της λαίδης επί της γραφομηχανής του μυθικού τζάνκι. Οπότε μπραβίσιμο, μις Μπάροουζκατ. Πέσατε διάνα.

Από την άλλη μεριά, η γάτα της Σύλβια Πλαθ τα έκαμε θάλασσα. Διέγνωσε μεν τρυφερότατη ψυχή και ταλεντάρα εις την νεαρά Αμερικανίδα, εξ ου και απεφάσισε να την υιοθετήσει. Από την πολλή χαρά της που ανεκάλυψε αυτό το διαμάντι όμως, παρέβλεψε το βασικό: η ποιήτρια μάλωνε με τα ρούχα της. Από είκοσι ετών είχε βαλθεί να φάει το κεφάλι της. Ε, μία, δύο, τρεις, τα κατάφερε τελικώς. Το κεφάλι της ευρέθη στον φούρνο του γκαζιού και η γάτα έμεινε ορφανή και απελπισμένη με δυο βρέφη κλαίοντα. Α, όλα κι όλα: δεν ήμουν για τέτοια δράματα εγώ.

Σ’ αυτό το σημείο οφείλω να σας εμπιστευθώ κάτι: αληθεύει ο λαϊκός θρύλος· δεν το πολυδιαφημίζουμε, αλλά πράγματι ζούμε επτά ζωές. Αν έχετε συναντήσει καμιά συνάδελφο γάτα απελπιστικώς ηλιθία, της συνομοταξίας που πέφτει και τσακίζεται από τον όγδοο όροφο καταδιώκοντας μίαν αθώαν περιστεράν, γνωρίζετε πως μοιάζουμε όταν διανύουμε την πρώτη, άντε τη δεύτερη ζωή μας. Εντελώς μεταξύ μας μάλιστα, εγώ προσωπικώς στην πρώτη μου ζωή υπήρξα τόσον ηλίθιος, ώστε έκανα επίθεση όχι στο πραγματικό πτηνό-στόχο (ένα εκνευριστικό καναρί­νι επονομαζόμενο Μπέμπης) αλλά στον ήσκιο του! Τραυμάτιζα επί καθημερινής βάσεως τα νύχια μου στον τοίχο ο πανύβλαξ. Ντρέπομαι ακόμα και ενθυμούμενος το περιστατικό αυτό. Ευτυχώς από κάθε ζωή βγαίνουμε σοφότεροι και στην έβδομη τιμούμε πραγματικά την τροφική αλυσίδα. Δεν λαμβάνουμε πια αλλά παραδίδουμε μαθήματα. Αν είσαι ανεπίδεκτος όμως, μην περιμένεις να μάθεις τίποτα από μας. Ως γνωστόν, μαθαίνεις μόνο κάτι που κατά βάθος ξέρεις ήδη...

Όπως καταλαβαίνετε, είχα περάσει διά πυρός και σιδήρου στις προηγούμενες έξι ζωές μου. Η μαθητεία είναι πράμα ζόρικο πολύ. Στα παραπήγματα των θεόπτωχων μαύρων της Νέας Ορλεάνης διδάχτηκα ότι η αγάπη είναι πιο θρεπτική κι από φρέσκο ψάρι, στη Βενετία την εποχή της πανούκλας διδάχτηκα να αποχωρίζομαι ό,τι έχω, σε προαύλιο φυλακής ανηλίκων πόσο άδικο κρύβεται στη δικαιοσύνη. Ο πόνος –ο δικός μου και των άλλων– μου εμάδησε δις τη γούνα. Έχω απολέσει έναν οφθαλμό και όλο τον αυτοσεβασμό μου έναντι μισής σάπιας γόπας. Θυσίασα μισό αφτί για να κατανοήσω πλήρως τη λαϊκή σοφία που υποκρύπτεται στη φράση «ασχέτως κι αν τις φάγαμε ο καβγάς έπρεπε να γίνει». Προφανώς βαθμολογήθηκα με άριστα δέκα σε όλες τις δοκιμασίες γιατί η έκτη ζωή μου με εξέβρασε στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Λονδίνου παρακαλώ. Ομιλούμε περί τζάκποτ στο λόττο του κάρμα. Ντόλτσε βίτα, φίλτατοι – ειδικά για έναν κουλτούρκατ της δικής μου ιδιοσυγκρασίας. Αδύνατον να διανοηθείτε τι απεκόμισα παριστάνοντας τον κοιμισμένο για δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια πάνω στα τραπέζια ανάγνωσης και κάτω από τη θαλπωρή της πράσινης λάμπας. Ναι, έγινα χαρτογιακάς, τα νύχια μου λειάνθηκαν και τα δόντια μου αδυνατούσαν πια να σκίσουν ζωντανή σάρκα, αλλά σε αντάλλαγμα κέρδισα το σύμπαν. (Μάθημα Ισχύον Αποδεδειγμένα και Οπωσδήποτε –από τούδε ΜΙΑΟ– Νο 1234: Να τα ’χεις όλα αδύνατον. Και όχι, δεν είπα κάτι αυτονόητο. Ξέρετε εσείς κάτι αυτονόητο για τον ανόητο;) Το δηλώνω ευθαρσώς: θα επέλεγα χίλιες φορές ξανά το δώρο της γνώσης. Υποθέτω ότι ο θεός σας διαφωνεί, αλλά εγώ προσωπικώς επικροτώ την τόλμη των πρωτοπλάστων. Δεν ισχυρίζομαι φυσικά ότι η γνώση αποτελεί διαβατήριο για τον παράδεισο, αλλά η άγνοια είναι σίγουρα κόλαση.

Είδα με τα μάτια μου τα μάτια χιλιάδων αναγνωστών να απαστράπτουν ξεφυλλίζοντας τα λεγόμενα βιβλία. Κατάλαβα γιατί οι άνθρωποι –ζώα εξόχως ανόητα και εγωπαθή– κυριάρχησαν και διατηρούν έκτοτε τον έλεγχο του πλανήτη μας: αντί να μεταφέρουν όσα έμαθαν από σώμα σε σώμα κι από στόμα σε στόμα, τα έκλεισαν σε χάρτινα καράβια και τα εξαπέλυσαν εναντίον της ανθρωπότητος. Ευφυέστατο, φίλτατοι! Μπορεί να είναι πτώμα τυμπανιαίο ο Άινσταϊν το 2011, αλλά εξακολουθεί να περιφέρεται και να αναλύει τις θεωρίες του. Και, μα τις νοστιμότατες γαρίδες του ωκεανού, τον ακούς σαν να ήταν καθισμένος αυτοπροσώπως στο σαλονάκι δίπλα σου και το ’χετε ρίξει στην ανταλλαγή απόψεων.

Το ομολογώ: τις λάτρεψα αυτές τις αποθήκες της ανθρώπινης γνώσης, εθίστηκα στη μυρωδιά τους και αποκρυπτογράφησα τα ιερογλυφικά τους με κόπο που άξιζε τον κόπο. Μαζί τους περπάτησα στον κόκκινο πλανήτη εξερευνώντας τα δαχτυλίδια του. Διδάχτηκα τη συνταγή της μπουγιαμπέσας à la mode de Marseille. Άκουσα τους σαμάνους Ινδιάνους της ερήμου του Μεξικό να μου μιλάνε για το φυτό της δύναμης, την ντατούρα (ΜΙΑΟ Νο 3678: Παρακαλώ, μη διανοηθείτε να την δοκιμάσετε, ω άφρονες Δυτικοί άνθρωποι. Για να χειριστείς τη δύναμη χρειάζεσαι δύναμη κι εσείς δεν διαθέτετε. Απλώς θα φάτε το κεφάλι σας).

Γιατί η κοσμική μοίρα με εξαπέστειλε να ολοκληρώσω τη θητεία μου επί της γης ως τέκνον κακασχήμου αλανιάρας ιδέαν δεν είχα. Γιατί η πρώτη μου εικόνα έμελλε να είναι οι αζαλέες της γατοφίλου μαντάμ Γλύκας δεν γνώριζα. Το μόνο που γνώριζα ήταν ότι υπήρχε λόγος. Δεν είχα παρά να αποκρυπτογραφήσω το αίνιγμα. Που πάει να πει έπρεπε να ’χω τα μάτια μου δεκατέσσερα και τ’ αφτιά μου είκοσι τέσσερα. Ευτυχώς ήμουν μια ζωντανή δεξαμενή υπομονής και επιμονής. Αποσπούσα ολίγο γαλατάκι από τους μαστούς της ακατονόμαστης μητέρας και κατόπιν κατανάλωνα ώρες ατελείωτες σε μια στρατηγική θέση όπισθεν του πλέον φουντωμένου θάμνου. Παρατηρούσα προσεκτικά. Αναζητούσα άγρυπνα. Δυστυχώς ο κήπος της μαντάμ Γλύκας δεν ήταν το Χάυντ Πάρκ – ούτε καν το Πεδίον του Άρεως. Ωραία φάση, γκαζόν, τα δέοντα άνθη και λοιπά, αλλά ερημιά, φίλτατοι. Ελάχιστοι έμπαιναν, ελάχιστοι έβγαιναν από εκεί μέσα. Πώς στην ευχή να κάνω τα καλλιστεία γονέων που είχα κατά νουν; Η αλήθεια είναι ότι παρά το ακαταπόνητα αισιόδοξο του χαρακτήρα μου κόντευα να απελπιστώ και να επιχειρήσω μετακόμιση σε πιο κατάλληλο παρατηρητήριο, όταν άνοιξαν επιτέλους οι ουρανοί (εν προκειμένω η αυλόπορτα) και εμφανίστηκαν επιτέλους ΕΚΕΙΝΟΙ!
( το κείμενο είανι από το protagon.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις Τελευταίες 7 ημέρες